Kondylakis Ioannis
O Patouchas
 
 
O Patouchas, Maison d'édition Eleftheroudakis-Nikas, Pg.7-191, Première Publication:1892
 
 
A
Το γεγονός της ημέρας εις το χωριό ήτο η εμφάνισης του υιού του Σαϊτονικολή, αγνώστου σχεδόν μέχρι τούδε, όστις ούτω επαρουσιάσθη έξαφνα, μίαν Κυριακήν του 1863, δεκαοκτώ ετών, ανδρούκλακας ως εκεί πάνω, με ανάπτυξιν καταπληκτικήν. Του διαόλου το Σαϊτονικολή, γιό που τον έκαμε! Είδες μπόι, είδες πλάτες; Και τι έχει να γίνη ακόμη όσο ναντροπατήση! Πούτον αυτό το παιδί, κέτσι μονομιάς επετάχτηκε άντρας θεριεμένος;
Βέβαια στη χώρα δεν ήτο. Το πράγμα εφαίνετο μια ώρα μακρυά. Μετά την πρώτην εντύπωσιν, οι φιλόψογοι ήρχισαν να βλέπουν διάφορα ψεγάδια εις τον νέον, και τα εμπαικτικά γέλια διεδέχθησαν τον θαυμασμόν. Ελέγετο δηλαδή ότι, επειδή έζη μέχρι τούδε μακράν των ανθρώπων, βοσκός εις τα βουνά από μικρό παιδί, είχε γίνει ζώον με τα ζώα• μόνο που δεν εκουτούλα. Να μιλήση καλά καλά δεν ήξευρε και άμα ευρίσκετο μεταξύ ανθρώπων τάχανε κέκανε σαν αγριότραγος που κυττάζει από που να φύγη.
Η δε Σπυριδολενιά, διάσημος ψεγαδιάστρα και δια τούτο λίαν επίφοβος, έτοιμη πάντοτε, αν έστραβοπατούσες, να σου βγάλη τραγούδι, όταν τον είδεν έκαμε τάχα πως εφοβήθη, μάννα μου! Έπειτα εγέλασε τον συριστικόν και ξηρόν γέλωτα της και σκύψασα εψιθύρισε προς την παρακαθημένην το έξης αυτοσχέδιον επίγραμμα:
Καλώς τόνε που πρόβαλε με τση μακρές χερούκλες,
Με τα μεγάλα μάγουλα και με τση ποδαρούκλες.
Το δίστιχον τούτο, με το οποίον η Σπυριδολενιά εχάραξεν, ως δια μονοκονδυλιάς, την γελοιογραφίαν του νέου, μεταδοθέν από ακοής εις ακοήν, μετά μικρών σκιρτηματικών γελώτων, παρήγαγε πλήμμυραν φαιδρότητος εις τον όμιλον των γυναικών, αίτινες καθήμεναι υπό τον μεγάλον πλάτανον με τα κυριακάτικα των, παρετήρουν τους διερχόμενους από το δισταύρι. Μία εξ αυτών κατεβλήθη υπό σπασμωδικού ακατάβλητου γέλωτος και ενώ δια της μιας χειρός εκράτει τα στήθη της, δια της άλλης εκτύπα τον ώμον της Λενιάς:
— Θεοσκοτωμένη, να σκάσω θέλω απού τα γέλια, σε καλό να μου βγούνε!
Όσον δε παρετήρουν τον νέον απομακρυνόμενον με τα μεγάλα χέρια κρεμάμενα ως περιττά και δυσοικονόμητα εξαρτήματα, με τα μεγάλα πόδια, εις τα όποια είχε μεταδοθή το σάστισμα της κεφαλής, όλον εκείνον τον κολοσσόν, όστις από την παραζάλην της ανθρωποφοβίας εβάδιζεν ως στραβός, προσκόπτων εις τους λίθους, η κωμική του επιγράμματος εικών εφαίνετο περισσότερον ταιριαστή και οι γέλωτες δεν έπαυον.
Μετά τινας ώρας το δίστιχον έκαμε τον γύρον του χωρίου, συνοδευόμενον και υπό εμπαικτικού επιθέτου. Δια να συμπλήρωση το έργον της η Σπυριδολενιά, τον επωνόμασε Πατούχαν, εμπνευσθείσα από τους πλατείς του πόδας, το καταπληκτικώτερον χαρακτηριστικόν του καταπληκτικού εκείνου εφήβου.
Ο Μανώλης, ο επονομασθείς ούτω Πατούχας, είχε δείξει από μικράς ηλικίας τόσην αγάπην προς την ποιμενικήν ζωήν, ώστε μετά δυσκολίας τον απέσπασαν ο πατήρ του από τα πρόβατα δια να τον παραδώση εις τον διδάσκαλον, ένα καλόγηρον, όστις προ ολίγου είχεν ανοίξει σχολείον, όπου έδιδε περισσοτέρους ραβδισμούς παρά μαθήματα. Ο καλόγηρος εδίδασκε τα κοινά η εκκλησιαστικά λεγόμενα γράμματα και κατήρτιζεν αναγνώστας, δυναμένους να ψάλλουν εις την εκκλησίαν και φέροντας εις την ζώνην, ως έμβλημα της αξίας των, το μακρόν ορειχάλκινον καλαμάρι. Αλλ’ εις διάστημα δεκαπέντε ήμερων ο Μανώλης δεν κατώρθωσε να μάθη τίποτε περισσότερον από την φράσιν «Σταυρέ βοήθει», την οποίαν προέτασσον τότε του αλφαβήτου. Ο δε διδάσκαλος, αφού εις μάτην εξήντλησεν εναντίον του όλας τας δευτερεύουσας τιμωρίας και έσπασεν εις την ράχην του δεκάδας ράβδων, εδοκίμασε και τον περιβόητον φάλαγγα. Ο Μανώλης, όστις είχε φοβεράν ιδέαν περί του διδασκαλικού τούτου κολαστηρίου, αντέταξεν απελπιστικήν αντίστασιν αλλ' ο καλόγηρος, βοηθούμενος υπό των πρωτοσκόλων, κατώρθωσε να συλλαβή τας γυμνάς του κνήμας εις τον φάλαγγα και να του μέτρηση εις τα πέλματα παρά μίαν τεσσαράκοντα.
Το παιδίον, αιμάσσον τους πόδας, ωρκίσθη να μη επανέλθη πλέον εις την κόλασιν εκείνην. Αλλά και ο πατήρ του είχεν ορκισθή «να τον κάμη άνθρωπον»• δεν ήθελε να μείνη το παιδί του, όπως αυτός, ξύλον απελέκητον• και την επιούσαν τον ωδήγησε δια της βίας εις το σχολείον, κλαίοντα και ικετεύοντα, και έδωκε προς τον διδάσκαλον την φοβεράν παραγγελίαν: «Μόνο τα κόκκαλα γερά, δάσκαλε». Ο δάσκαλος ηκολούθησεν ευσυνειδήτως την πατρικήν εντολήν, αλλ' ο Μανώλης, ο αμεσώτερον ενδιαφερόμενος, δεν συνεμερίζετο την γνώμην του πατρός του• και μίαν ημέραν εκσφενδονίσας κατά του διδασκάλου την επί καλάμου προσηρμοσμένην φυλλάδα, ετράπη εις φυγήν. Αντί δε να μεταβή εις την πατρικήν οικίαν, οπόθεν θα ωδηγείτο πάλιν την επιούσαν προς τον φοβερόν καλόγηρον, ετράπη την προς τα όρη άγουσαν και μετά τινας ώρας ευρίσκετο εις την μάνδραν του πατρός του.
Όταν έφθασεν εκεί επάνω, εν μέσω των γνωρίμων βουνών, των γνωρίμων δένδρων και των γνωρίμων ζώων, των μόνων του αληθινών γνωρίμων και φίλων, τον κατέλαβεν η συγκίνησις και η χαρά του ανθρώπου του επιστρέφοντος εις την πατρίδα του, την οποίαν δεν ήλπιζε να επανίδη. Και θα εχοροπήδα ως τρελλός, αν δεν εμετρίαζε την χαράν του ο φόβος ότι ο πατήρ του θα ήρχετο δια να τον επαναφέρη εις το σχολείον. Η επιμονή αυτή του εφαίνετο τελείως αδικαιολόγητος. Τι τα ήθελε τα γράμματα, αφού έτσι ήτο τόσον καλά, τόσον ευχαριστημένος; Αυτός ό,τι επεθύμει δια να είνε ευτυχής, το είχε• ήθελε να είνε βοσκός και ήτο βοσκός. Διατί τον απέσπασαν από την ευτυχίαν του και τον κατεδίκασαν να κάθεται επί ώρας ακίνητος, υπό την απειλήν των βλοσυρών βλεμμάτων ενός κακού ανθρώπου, μεταξύ τεσσάρων τοίχων; Δια να μάθη γράμματα; Τι να τα κάμη τα γράμματα; Αυτός πάντοτε θα εγίνετο βοσκός και κανείς από τους βοσκούς που εγνώριζε δεν ήτο γραμματισμένος. Είχεν άλλως σχηματίσει πεποίθησιν ότι ήτο αδύνατον να μάθη γράμματα. Τα είχε πάρει από φόβον. Έπειτα ο τρόμος, τον οποίον του ενέπνευσεν ο δάσκαλος, του έφερε τοιαύτην ταραχήν, ώστε παρέλυεν η μνήμη και η γλώσσα του ομού. Δια να συνειθίση να μη λέγη το Α άφλα έφαγεν αμέτρητα χαστούκια• άμα δ’ εμάνθανεν εν των γραμμάτων του αλφαβήτου, ελησμόνει το προηγούμενον και άμα ήρχετο πλησίον του ο δάσκαλος, τα ελησμόνει όλα η έλεγεν αλλ' αντ' άλλων.
Και όμως αυτός, όστις δεν κατώρθωνε να μάθη τα εικοσιτέσσερα γράμματα, γνώριζε όλα των τα γιδοπρόβατα ένα ένα• και δεν είχαν λίγα. Πως συνέβαινε ν, ως βοσκόπουλον να είναι ξεφτέρι, και εις το σχολείον ν' αποσβολωθή έτσι, ώστε να μη διαφέρη από το σκαμνί εις το οποίον εκάθητο; Ημπορούσαν τάλλα παιδιά να σφυρίξουν σαν αυτόν και να ρίξουν την πέτρα μακρύτερα «αποβοσκιστή»; "Ηξερε κανείς σαν αυτόν τα σημάδια των γιδοπροβάτων; Αυτός και τώρα, αν τον άφιναν, ήτο ικανός νάρμέξη και να τυροκομήση ακόμη.
Όταν επανήλθεν εις τα βουνά του, σαν να έφυγε μία ομίχλη σκοτεινή από τον εγκέφαλόν του και ένα βάρος που εδέσμευε τα μέλη του. Του εφαίνετο ότι ήτο ελεύθερος, όπως τα πουλιά που επετούσαν γύρω του.
Επαναβλέπων τους γονείς και τους αδελφούς του, ποτέ δεν ησθάνθη την χαράν, την οποίαν ησθάνετο επαναβλέπων τώρα τα γνώριμα μέρη, τα πρόβατα και τας αίγας, αίτινες τον προσέβλεπον με μίαν ενατένισιν ευχάριστου εκπλήξεως, ως να του έλεγον: «Καλώς τόνε! τι μας έγεινες τόσον καιρόν;» Και με γενικόν κωδωνισμόν εφαίνοντο ως να εώρταζαν την επάνοδόν του. Η αληθινή του οικογένεια ήσαν τα άκακα εκείνα ζώα και τακόμη αγαθώτερα δένδρα, και οι βράχοι, και ταγριολούλουδα που του απηύθυνον, έλεγες, φιλικόν χαιρετισμόν, όπως εσείοντο εις τους κρημνούς. Όλα, ζωντανά και άψυχα, του εγελούσαν με στοργήν, την οποίαν μόνον εις το μητρικόν ίσως πρόσωπον έβλεπε. Και αυτοί οι κόρακες, οίτινες διήρχοντο κρώζοντες υψηλά εις τον αέρα, του εφαίνοντο φίλοι.
Οι σκύλοι της μάνδρας είχαν σπεύσει εις προϋπάντησίν του τρελλοί από χαράν. Όταν δε συνηντήθησαν, ο Μανώλης εκυλίσθη μετ' αυτών επί των χόρτων, αποδίδων τας θωπείας, ως σκύλαξ, και ομιλών προς αυτούς ως να ήσαν άνθρωποι:
— Εσείς ελέετε πως δε θα ξανάρθω στα ωζά, αι; Κεγώ το φοβήθηκα. Αϊ, μωρέ παιδιά, κακά πούνε στο χωριό, σα σε βάλουνε και στο σκολειό! Κατέχετε ειντά 'νε το σχολειό; Ένα σπίτι που πάνε κάθε μέρα τα κοπέλια κ' εκ' είν' ένας καλόγερος, που τόνε λένε δάσκαλο, και τα δέρνει.
Από ευνόητον λεπτότητα ο υιός του Σαϊτονικολή απέφυγε να διηγηθή προς τους φίλους του το ταπεινωτικόν επεισόδειον του φάλαγγα. Εξέφρασε μόνον προς αυτούς την εναντίον του καλογήρου αγανάκτησίν του και είπεν ότι βέβαια, αν τον συνήντων καμμίαν ημέραν, θα του τον εσυγύριζαν καλά με τα δόντια των.
Ως προέβλεπεν ο Μανώλης, ο πατήρ του μετέβη εις την στάνην με σκοπόν να τον επαναφέρη δια της πειθούς ή και δια της βίας εις το σχολείον. Μετέβη πολλάκις, αλλ’ εις μάτην εκοπίασεν. Άμα τον έβλεπεν ο Μανώλης έφευγεν ως αγρίμι και εκραύγαζε κλαίων:
— Δε θέλω γράμματα! Δε θέλω!
Έφοβέριζε δε ότι, αν ο πατέρας του επέμενε, θα έπεφτε να σκοτωθεί εις την παρακειμένην χαράδραν.
Και είχε τόσην ειλικρίνειαν εις την φωνήν και τόσην αποφασιστικότητα εις το βλέμμα, ώστε ο Σαϊτονικολής εφοβήθη ότι, αν επεχείρει να μεταχειρισθή βίαν, θα εξετέλει την απειλήν του. Επί τέλους δε απελπισθείς, τον αφήκε στην οργήν του θεού. θέλω, παιδί μου, νάχης χίλια πρόβατα, μα σα δε θες εσύ, ούρα μην αποτάξης. Και θα δούμε ποιος θα το μετανοιώση.
Εις την ερημίαν, εις την σιγήν των βουνών και των χειμαδιών, ο Μανώλης δεν εβράδυνε να εξαγριωθή τελείως. Εις τούτο δε συνετέλεσε μεγάλως και η φοβερά ανάμνησις του σχολείου. Ο φόβος, που του ενέπνευσεν ο δάσκαλος, μετεβλήθη εις γενικήν ανθρωποφοβίαν. Εφοβείτο με το δέος του αγρίου ζώου, και, όπως τούτο, άμα έβλεπεν άνθρωπον, ήτο έτοιμος να τραπή εις φυγήν και να κρυβή. Οι μόνοι άνθρωποι τους οποίους δεν εφοβείτο ήσαν οι σύντροφοι του, ποιμένες και τυροκόμοι, ημιάγριοι, ως αυτός. Αλλ' ενώ ούτοι κατέβαινον από καιρού εις καιρόν εις το χωριό, δια να εκκλησιάζωνται και μεταλαμβάνουν, ο Μανώλης ουδέ την ανάγκην ταύτην ησθάνετο. Από την θρησκείαν διετήρει μίαν ιδέαν στοιχειώδη και αμυδράν. Εγνώριζε συγκεχυμένα τινά περί Κολάσεως και Παραδείσου, ήξευρε το «Πάτερ ημών» και το «Χριστός ανέστη», αξιοθρηνήτως στρεβλωμένα, αλλ' η προσευχή του συνίστατο κυρίως εις σταυρούς και γονυκλισίας. Όταν ήστραπτε κεβρόντα, εσταυροκοπείτο έμφοβος, ψιθυρίζων: «Μήστητί μου, Κύριε, μήστητί μου, Κύριε!». Διότι την βροντήν εθεώρει ως την απειλήν της θείας αγανακτήσεως, όπως εις την χαρμονήν της ανθισμένης και φωτολουσμένης φύσεως έβλεπε το μειδίαμα της θείας αγαθότητος. Ο θεός του ήτο γέρων πελώριος με βαθύν λευκόν πώγωνα και δασείας οφρύς, κατοίκων εις τον ευρύν ουρανόν, οπόθεν το ωργισμένον του βλέμμα διέχυνε την φρικαλέαν αστραπήν μεταξύ των νεφών.
Δεν ελύπησε τόσον τους γονείς του η εγκατάλειψις των μαθημάτων, όσον τους ανησυχεί η λήθη των θρησκευτικών του καθηκόντων. Έτος και πλέον είχε παρέλθει από της αποδράσεώς του και κατά το διάστημα τούτο ούτε εκοινώνησεν, ούτε ελειτουργήθη εις εκκλησίαν. Και έφτυσεν αίμα ο πατέρας του δια να τον πείση να μεταβή εις το χωριό, απλώς και μόνον δια να μεταλάβη. Του έδωκεν υποσχέσεις, τον φοβέρισεν ότι θα εκολάζετο, του είπεν ότι η μητέρα του έκλαιεν επιθυμούσα να τον ιδή, αλλ’ έμεινεν αμετάπειστος• μόνον δε όταν του είπεν ότι, επιμένων να μη πηγαίνη εις την εκκλησίαν και να μη μεταλαβαίνη, θα εγίνετο Τούρκος, διότι οι Τούρκοι ούτε εις την εκκλησίαν πηγαίνουν, ούτε μεταλαβαίνουν, ήρχισε να σκέπτεται και επί τέλους συγκατένευσεν.
Εις το χωριό κατέβη νύκτα και το πρωί μεταβάς εις την εκκλησίαν, ελούφαξεν εις μίαν γωνίαν, ως λαγός, όστις αισθάνεται τον γύπαν περιιπτάμενον, αφού δ’ εκοινώνησεν, ανεχώρησεν αμέσως εις τα όρη. Βαθμηδόν όμως ανεθάρρησε και κατέβαινε δύο και τρεις φορές το έτος, δια να πηγαίνη εις την εκκλησίαν. Διετήρει όμως πάντοτε την νευρικήν ανησυχίαν και το σπινθηροβόλημα των οφθαλμών θηρίου ατελώς δαμασθέντος.
Εις την βαθμιαίαν ταύτην εξημέρωσιν συνετέλεσαν προ πάντων αι προσπάθειαι της μητρός του, ήτις συνοδεύουσα αυτόν εις την εκκλησίαν, τον εδίδασκε πως να φέρεται. Μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, Άπρεπε να μένη επ ολίγον εις την αυλήν της εκκλησίας και να χαιρετά τους χωριανούς, θέτων το χέρι επί του στήθους και υποκλίνων την κεφαλήν: «Καλή μέρα τςαφεντιά σας». Έπειτα νακροάται τους χωριανούς συζητούντας και λύοντας τας διαφοράς των ενώπιον των προεστών, «για να παίρνη πράξι». Εις το τέλος δε, όταν θα εξήρχετο ο παπάς, να πλησιάζη να του φιλή το χέρι και να φεύγη. Ο Μανώλης ηκολούθει τας συμβουλάς της μητρός του επί τίνα καιρόν και ήρχιζε μάλιστα να του αρέση η εκκλησία, προ πάντων όταν εμοίραζαν κόλυβα η άρτον.
Αλλά δεν ηδύνατο ακόμη να εξοικειωθή με τους ανθρώπους, τινές δε ήρχισαν να μαντεύουν την ανθρωποφοβίαν του, διότι τοιαύτα φαινόμενα δεν ήσαν τότε και δεν είναι ίσως ακόμη σπάνια εις τινα χωριά της Κρήτης. Ημέραν τινά, μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, ο Βούργαρης, ένας αστείος χωρικός, τον επλησίασε με τρόπον και αιφνιδίως δι' όλης του της πνοής εξεφύσησε δούπον βροντώδη, πουφ! Ο δε Μανώλης, εκταραχθείς ως αίλουρος, αναπήδησε και ετράπη εις φυγήν, ενώ κατόπιν αυτού οι χωρικοί ανεκάγχαζον και εκραύγαζον, όπως κατόπιν λαγού φεύγοντος και καταδιωκομένου υπό σκύλων:
— Ου, μωρέ, πιάσ' τόνε!
Μετά το κωμικόν τούτο πάθημα, διέκοψεν επί μακρόν πάλιν τας προς τους ανθρώπους σχέσεις του. Οσάκις δε κατέβαινε δια να μεταλάβη, δεν εχρονοτρίβει πλέον εις την αυλήν, αλλ' αμέσως ανεχώρει.
Εις την ερημίαν η φαντασία του είχε προσωποποιήσει τα πάντα και σχηματίσει κόσμον χιμαιρικόν, εις τον οποίον δεν ησθάνετο την μόνωσιν. Εις τον κόσμον εκείνον μάλιστα ευρίσκοντο και τίνες των χωριανών του. Εις τα σχήματα και τας γραμμάς των βράχων εύρισκαν ομοιότητας προς τας φυσιογνωμίας αυτών. Ούτω επί μεγάλης πλάκας, ήτις εστέκετο απέναντι της μάνδρας, έβλεπε την μορφήν μιας γειτόνισσάς των, της Πετρογιάνναινας. Άλλος βράχος υψηλότερα, μαύρος, του εφαίνετο απαράλλακτος ο Τζαμπότζας ο αράπης, που εγύριζεν από πόρτα σε πόρτα κεδιακόνευε. Και ήτο μία από τας διασκεδάσεις του να τον πετροβολά. Έτσι τον επετροβόλουν και τα παιδιά στο χωριό, αλλ’ άμα εγύριζε το μαύρο του μούτρο κεγυάλιζαν τα δόντια του, ου! όπου φύγει φύγει τα παιδιά… Να και ο παπα Δημήτρης, ένας μεγάλος γεροντόπρινος. Και λίγο παραπέρα ένας Τούρκος με τη σαρίκα του. Τον εγνώριζεν αυτόν τον Τούρκον, τον Μαυρομπραΐμην. Έλεγαν πως είχε σκοτώσει ένα του μπάρμπα κι ο πατέρας του τον εμάχετο φοβερά. Δια τούτο τον εμίσει και αυτός και οσάκις διέβαινεν από κοντά του, δεν παρέλειπε να του ρίξη μερικές πέτρες.
Αυτός ήταν ο εχθρός του. Τον εμίσει περισσότερον και από τον δάσκαλον. Όλοι οι άλλοι, βράχοι, δένδρα, άνθη, που χαμογελούσαν επάνω στις ψηλές πέτρες, ή βρυσούλες που μουρμούριζαν μες στα κλαδιά και τα καθάρια χαλίκια, ήσαν φίλοι του. Αλλ' ο καλλίτερος του φίλος ήτον ο Θοδωρής. Δεν ήτο βράχος αυτός ή δένδρον • δεν ήτο τίποτε. Ήτο μόνον μία βραχνή φωνή που ήρχετο από το βάθος ενός στενού λαγκαδιού κιότι της φώναζες το ξανάλεγε, σαν να κορόϊδευε. Αι! της έλεγες αϊ! σαπηλογιέτο μονομιάς. Κι’ αυτός ήτον ο Θοδωρής, ένα βοσκάκι, πούχε την κακή συνήθεια να κλέφτη γιδοπρόβατα.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.

Textes Critiques