Lyberaki Margarita
Ta psathina kapela
 
 
Ta psathina kapela, Maison d'édition Kastanioti 2001, Pg.11-52, Première Publication:1946
 
 

I

Εκείνο το καλοκαίρι αγοράσαμε μεγάλα ψάθινα καπέλα. Της Μαρίας με κεράσια γύρω γύρω, της Ινφάντας με γαλάζια «μη με λησμόνει» κι εμένα με παπαρούνες κόκκινες σαν τη φωτιά. Έτσι, όταν ξαπλώναμε στα στάχυα, ο ουρανός, τ’ αγριολούλουδα κι εμείς γινόμαστε ένα. «Πού ήσαστε πάλι κρυμμένες;» φώναζε η μητέρα. Τσιμουδιά. Σιγοκουβεντιάζαμε, λέγαμε μυστικά. Τα πριν χρόνια τα λέγανε η Μαρία με την Ινφάντα κρυφά από μένα, γιατί ήμουνα η πιο μικρή. Φέτος όμως... Φέτος η Ινφάντα ξάπλωνε λίγο πιο κάτω, σιωπηλή, κι η Μαρία σ' εμένα τα 'λεγε. Μιλούσε, μιλούσε, στριφογύριζε μέσα στα στάχυα, τα μαγουλά της κοκκίνιζαν, τα μάτια της παίρναν μιαν αλλόκοτη λάμψη. Κι όταν εγώ ξεχνιόμουνα κοιτάζοντας τον ήλιο που πήγαινε να δύσει ή ένα ζουζούνι που πήγαινε στη φωλιά του να κοιμηθεί, η Μαρία θύμωνε. «Μα καλά, δε σ' ενδιαφέρουν αυτά;» φώναζε. «Εγώ φταίω που· κάθομαι και κουράζομαι για να σ' ανοίξω τα μάτια. Δεν πα’ να πιστεύεις πως τα παιδιά τα φέρνουν οι πελαργοί!...»

Πήγαινα ν' απαντήσω, να της πω ότι ήξερα πως τα παιδιά δεν τα ’φερναν οι πελαργοί, πως ίσως το ’ξερα από πάντα, μα με σταματούσε το γέλιο της, ένα γέλιο δυνατό, τρανταχτό, που 'κανε τον καρπό του σταριού να τρέμει καθώς περνούσε απ' τον κάμπο για να πάει στ’ αντικρινό βουνό και να γυρίσει πίσω, ηχώ. Με νευρίαζε τις στιγμές τούτες το γέλιο της Μαρίας. Μάντευα σ' αυτό μια ξεδιαντροπιά που αφαιρούσε το μυστήριο των πραγμάτων και τη γοητεία τους. Και, δεν ξέρω γιατί, όταν τ' άκουγα, μου ’ρχόταν στο μυαλό το περσινό πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, όπου είχα δει ένα παιδάκι πεθαμένο, κλεισμένο σε μια γυάλα και βουτηγμένο στο οινόπνευμα, ένα παιδάκι όπως ήταν στην κοιλιά της μάνας του, πριν γεννηθεί.

Τα μεσημέρια δεν ξάπλωνα, ήταν μια συνήθεια που μου ’χε μείνει από μικρή, όταν νόμιζα ότι το να μην ξαπλώνει κανείς το μεσημέρι είναι πράξη επαναστατική, που δείχνει θέληση και ψυχή ανεξάρτητη. Ανέβαινα λοιπόν στην καρυδιά κι εκεί έφτιαχνα λουλουδένια δαχτυλίδια και βραχιόλια από αλογότριχα. Έπειτα τα φορούσα και προσπαθούσα να δω την εικόνα μου στα νερά της στέρνας. Μα ποτέ δεν το κατόρθωνα, γιατί την ώρα ετούτη ο ήλιος έπεφτε καταπάνω της κι έκανε το νερό να γυαλίζει σαν ένα κομμάτι καυτό μάλαμα που σου τύφλωνε τα μάτια.

Τέτοια στολίδια έκανα και για τις αδερφές μου. Μου κακοφαινόταν όμως σαν τα ’βλεπα πάνω τους. Όχι από ζήλια, μα ήταν σαν να μην τ’ αγαπούσαν αρκετά, σαν να μην τ’ άξιζαν, σαν να ’χαν τη βεβαιότητα πως τα δαχτυλίδια θα μαραίνονταν, κι έτσι μαραίνονταν πριν απ’ την ώρα τους, πώς τα βραχιόλια δεν ήταν παρά αλογότριχα, κι έτσι τα κάναν αλογότριχες, και μάλιστα απ' τις ουρές των αλόγων που κινιούνται πέρα δώθε για να διώχνουν τις μύγες που παν να τσιμπήσουν τα καπούλια τους.

Όταν η αντηλιά μου βάραινε τα βλέφαρα και τα μέλη μου κόβονταν σαν να ’χα πιει γλυκό κρασί, πήγαινα στον αχυρώνα, όπου έβρισκα τη σιωπή τη γεμάτη σκιά και μυρωδιά σανού. Πρόσωπα και ταξίδια γέμιζαν τη μοναξιά μου εκεί, χρώματα σε κορδέλες που ανέμιζαν, θάλασσες πορτοκαλιές, ο Γκιούλιβερ στη χώρα των Χλιμιντρήδων, ο Οδυσσέας στο νησί της Καλυψώς και της Κίρκης. Ήτανε κακιά γυναίκα η Κίρκη, άλλαζε τους ανθρώπους σε γουρούνια. Όμως είχε τη δύναμη να το κάνει. Θα ’χα κι εγώ άραγε, αργότερα, μια κάποια δύναμη; Όχι βέβαια για ν’ αλλάζω τους ανθρώπους σε γουρούνια, αλλά έτσι... Το κορμί μου βαθούλωνε πιο βαθιά μέσα στ’ άχυρο, το κεφάλι μου έγερνε προς τα κάτω· μ’ έπαιρνε ένας λιγόλεπτος ύπνος που δεν τον μολογούσα σε κανέναν. Ήταν γλυκός - και στο ξύπνημα σαν να γύριζα απ' άλλους κόσμους. Αλλά ο κάμπος γελούσε, και τα σταφύλια κρέμονταν απ' την κληματαριά ώριμα, και το χέρι μου πήγαινε να τα κόψει, το στόμα μου να τα γευτεί, κι έλεγα μέσα μου ότι απ' όλους τους κόσμους, απ' όλα τ' αστέρια που είναι κόσμοι, ίσως η γη να 'ταν η ωραιότερη.

Το σπίτι μας απείχε μισή ώρα πάνω κάτω απ' την Κηφισιά. Ήταν στο κάτω μέρος που είναι τα περιβόλια, στη μέση ενός κάμπου, κάπως μόνο του, αφού για να πας στο πιο κοντινό σπίτι, στου Παρήγορη του γιατρού, ήθελες δέκα λεπτά γεμάτα. «Να σου βγαίνει η πίστη με το ψώνιο», έλεγε η γριά μας υπηρέτρια η Ροδιά. Το 'χε χτίσει ο παππούς όπως το ’θελε· δωμάτια μεγάλα, τετράγωνα, ψηλοτάβανα, δυο ταράτσες όπου λιάζαμε τα καλαμπόκια κι ό,τι άλλο, σε ξεχωριστή οικοδομή το σπιτάκι του περβολάρη και παρακάτω ο στάβλος και τα κοτέτσια. Ιδιαίτερα είχε προσέξει τον κήπο - κι όχι μονάχα γιατί ήτανε γεωπόνος, αλλά γιατί τ’ αγαπούσε τα δέντρα. Τα φύτευε με τα χέρια του, τα μεγάλωνε σαν παιδιά, θυμότανε τις αρρώστιες τους, τους χιονιάδες που τα χτύπησαν, τους κακούς αέρηδες που λύγισαν τους κορμούς τους· και τα μπόλια τους θυμόταν, και τον καιρό που πρωτοκάρπισαν. «Τα δέντρα», έλεγε, «είναι ολάκερη η δημιουργία. Το ρίζωμα τους στη γη δείχνει πως όλα τα πλάσματα είναι δεμένα μεταξύ τους και με το Θεό». Και την άνοιξη ξαπλωνόταν κάτω απ' τη μηλιά του -η μηλίτσα του παππού, λέγαμε εμείς τα παιδιά- κι άκουγε τη βουή απ' τις μέλισσες που τρύπωναν στα λουλούδια της για να πάρουν τη χρυσή σκόνη.

Μου φαίνεται πως ο καημένος ο παππούς το χτήμα το ’χε για παρηγοριά. Γιατί είχε χάσει τη γιαγιά όταν η μητέρα κι η θεία Τερέζα ήτανε πέντε και εφτά χρόνων. Δεν την είχε πάρει ο Χάρος. Ζωντανός την είχε πάρει, ένας μουσικός που πέρασε από την Αθήνα κι έδωσε δυο κοντσέρτα. Στο πρώτο η γιαγιά τον ερωτεύτηκε -γνωριστήκανε στο μεταξύ- κι ύστερα από το δεύτερο δεν άντεξε, έφυγε μαζί του. Ξένοι, βλέπεις, και ταιριάξανε. Γιατί κι η γιαγιά δεν ήταν από δω. Ήταν από την Πολωνία κι είχε μάτια πράσινα.

Απόρησα πολύ όταν η Ροδιά μου τα πρωτοφανέρωσε όλα τούτα. Ήταν, θυμάμαι, βράδυ χειμωνιάτικο και καθόμαστε στην κουζίνα και βράζαμε γλυκοπατάτες. Γιαγιά να κάνει τέτοιο πράγμα - δε μου χωρούσε στο κεφάλι. Το ’πα στη Ροδιά. «Μα, κουτό», μου αποκρίθηκε, «τότε δεν ήτανε γιαγιά, αφού η μάνα σου κι η θεία Τερέζα ήτανε τόσες δα». Αλήθεια, τότε δεν ήτανε γιαγιά... «Δε μάθαμε ποτέ πού πήγε», είπε συνέχεια η Ροδιά. «Ποιος ξέρει τι να γίνεται, αν ζει... Ο παππούς ούτε να την ξανακούσει από τότε...»

Πραγματικά, κανείς δεν ανέφερε τ’ όνομά της. Ούτε η μητέρα ούτε η θεία Τερέζα. Μόνο εμείς καμιά φορά τη σκεφτόμαστε -είχαμε ανακαλύψει και μια φωτογραφία της σε μια παλιά κονσόλα, Θεέ μου, τι όμορφη που ήταν...- και για να την ξεχωρίσουμε από την άλλη, τη μητέρα του πατέρα, που ήταν μια δέσποινα με άσπρα μαλλιά και πικραμένο χαμόγελο, ποιος ξέρει από τι ανεκπλήρωτους πόθους, τις λέγαμε γιαγιά κι η Πολωνέζα γιαγιά.

«Εγώ, τι να σας πω, τη θαυμάζω», τους είπα ένα απόγευμα που κουβεντιάζαμε γι' αυτήν ξαπλωμένες στα στάχυα.

«Μπα;» έκανε αφηρημένα η Ινφάντα.

«Γιατί;» ρώτησε η Μαρία μ' ενδιαφέρον.

«Να, ήτανε γενναία. Να φύγει έτσι, μακριά απ' τον παππού...»

«Γενναίος είναι όποιος μένει», μ' έκοψε η Μαρία κι η Ινφάντα δεν είπε τίποτα πάνω σ' αυτό.

Μου φαίνεται πως η Μαρία είχε τότε δίκιο και πως εγώ μίλησα έτσι γιατί ήμουνα μικρή. Αργότερα σκέφτηκα πως, για την Πολωνέζα γιαγιά, μακριά ήταν εδώ κι όχι εκεί.

Είχε βρέξει πολύ όλο το χειμώνα. Το δάσος μούσκευε και δεν πρόφταινε να στεγνώσει, τα πεσμένα φύλλα σάπιζαν, γίνονταν χώμα, και τούτο πάλι φύλλα καινούρια. Κι είχαν φυσήξει αέρηδες δυνατοί τα βράδια. Τόσο που να σαλεύουν οι κουρτίνες της τραπεζαρίας χωρίς να τις αγγίζει κανείς.

«Ποιος είναι;» ρωτούσε ο παππούς.

«Κανείς», απαντούσαμε.

«Μα κάποιος χτύπησε».

«Όχι», λέγαμε, «παράκουσες, παππού» κι αναστενάζαμε.

Απ' τα μαλλιά μας κρέμονταν βαριές σταλαγματιές βροχής σαν γυρίζαμε απ' το σχολείο. Είχαμε κουκούλες, αλλά στο γυρισμό δεν τις φορούσαμε· τις πετούσαμε πίσω στην πλάτη και προχωρούσαμε, απροστάτευτες. Η Μαρία σαν να μεθούσε· κουνούσε το κορμί της αριστερά δεξιά, μισάνοιγε τα χείλη. Η Ινφάντα βάδιζε ίσια, ολόισια, κι όταν μια σταγόνα πήγαινε να σταθεί στα ματόκλαδά της, τη σκούπιζε με το χέρι, σαν δάκρυ. Αφού ήταν βρεγμένο όλο της το πρόσωπο, δεν καταλαβαίνω γιατί την ενοχλούσε η μια αυτή σταγόνα. Εγώ έτρεχα κι άνοιγα τα χέρια ανάμεσα ουρανού και γης και τραγουδούσα. Γιατί όταν ήμουν έξω και τη δεχόμουνα, η βροχή μου ’φερνε χαρά. Ενώ όταν την άκουγα μέσ’ απ’ το δωμάτιο να χτυπάει τη σκεπή και να κατρακυλάει στα τζάμια, μ' έπιανε άλλο πράγμα. Κλειδωνόμουνα, έπεφτα στο κρεβάτι και, αποκαμωμένη, έκλαιγα ώρα πολλή. Δεν ξέρω όμως αν αυτό ήτανε λύπη.

«Η Κατερίνα είναι λίγο νευρική», έλεγε η θεία Τερέζα στη μητέρα. «Θέλει προσοχή».

«Τι προσοχή;»

«Να, να μη μοιάσει της...»

Εννοούσαν την Πολωνέζα γιαγιά. Το κατάλαβα απ' τον τόνο της φωνής τους, απ' το βλέμμα που αντάλλαξαν. Ώστε ήταν νευρική; Από κείνη την ημέρα, όταν κανείς με μάλωνε ή όταν τσακωνόμουνα με τις αδερφές μου, έμπηζα φωνές δυνατές. Πήρα και τη φωτογραφία της και το ίδιο απόγευμα την έβαλα πλάι στο πρόσωπο μου, αντίκρυ στον καθρέφτη. Παρ' όλες μου όμως τις προσπάθειες, ομοιότητα δε βρήκα παρά πολύ μικρή. Τα δικά της μάτια πράσινα, τα δικά μου καστανά, και μάλιστα το ένα λίγο πιο σκούρο από τ’ άλλο -παράξενο βέβαια, αλλά δε μου πήγαινε άσχημα κι η Ροδιά έλεγε πως ήταν σημάδι ανθρώπου τυχερού- τα μαλλιά της μαύρα, τα δικά μου πάλι καστανά, το δέρμα της λευκό, εμένα σταρένιο. Μόνο που είχαμε τον ίδιο λαιμό και, κάπως, το ίδιο σαγόνι. Το ’χα μεγάλο καμάρι. Ο τρόπος που ο λαιμός μας γεννιόταν απ’ τους ώμους και προχωρούσε στο σαγόνι για να φανεί το πρόσωπο είχε μιαν αρχή ομορφιάς, μια γραμμή καθαρή και υπερήφανη. Με γοήτευε ετούτη η γραμμή του λαιμού μου και κάτι παραπάνω: μου ’δινε σιγουριά κι αυτοπεποίθηση. Πολλές φορές, σαν βρισκόμουνα μόνη, κατέβαζα το φόρεμα μου χαμηλά στους ώμους. Πριν κοιμηθώ, έκανα το ίδιο με το νυχτικό μου. Έτσι κοιταζόμουν στον καθρέφτη. Με απορροφούσε ο ίδιος μου ο εαυτός. Σαν να μην υπήρχε στον κόσμο παρά εγώ και το είδωλο μου, και σαν τούτο να μ' άρεσε. Μια νύχτα όμως που είχε κοπεί το ηλεκτρικό κι άναψα κερί, μ’ έπιασε μεγάλη τρομάρα, γιατί είδα τη σκιά μου να ορθώνεται απέναντι στον τοίχο μεγάλη, υπερφυσική, ν' αγγίζει το κρεβάτι μου, να φτάνει στο ταβάνι και να το γεμίζει.

Είχε δίκιο λοιπόν η θεία Τερέζα να λέει πως φέτος θα 'χαμε πολλές παπαρούνες. Οι βροχές φαίνεται πολλαπλασίασαν τους σπόρους τους κι ο κάμπος είχε γεμίσει. Ως και μέσα στο χτήμα, στα άσπαρτα μέρη, σχηματίζονται τετράγωνα κόκκινα χαλιά. Σαν κάτι καινούριο να μηνάνε, και γρήγορο - έτσι λέει η Ροδιά, όταν δεις κόκκινο στο όνειρο σου, σημαίνει γρήγορο. Καλά που προτίμησα για το ψάθινο καπέλο μου κόκκινες παπαρούνες. Έτσι είμαι πιο σύμφωνη με όλα, αρμονία. Κι η Μαρία που διάλεξε τα κόκκινα κεράσια δεν είχε άδικο, ο καρπός τους είναι ζουμερός και γλυκός. Όσο για τα γαλάζια «μη με λησμονεί» της Ινφάντας, είναι τόσο σπάνια...

Θυμάμαι τα χρόνια που περάσανε σαν να 'τανε μια μέρα, μια στιγμή. Στη βεράντα, τα ανοιξιάτικα και καλοκαιρινά απογεύματα, στρώναμε κερασί τραπεζομάντιλο στο μικρό τραπεζάκι. Κι όταν ερχόταν η ώρα να κατέβει ο ήλιος, να δροσίσει, άκουγες τη θεία Τερέζα να κάνει λίγο θόρυβο απάνω στην κάμαρα της, σαν να μετέφερε κανένα έπιπλο, και να κατεβαίνει με το ακανόνιστο εκείνο βήμα της που νόμιζες ακούγοντας το πως ζαλίζεται, πως θα πέσει κάτω από στιγμή σε στιγμή. Έβλεπες και τη μητέρα να βγαίνει αθόρυβα μέσα από το σπίτι και να κάθεται στη συνηθισμένη της θέση, εκεί απ' όπου δεν έβλεπε το δασάκι μα τον ανοιχτό χώρο του Τατοΐου. Άφηνε κι ο παππούς τη δουλεία· έπλενε τα χέρια και το πρόσωπο του κι ερχόταν, δροσερός από την κούραση της μέρας, να καθίσει. Έχω ακόμα στ' αυτιά μου τον ήχο της βρύσης του μπάνιου να τρέχει την ίδια στιγμή με το νερό της αμπολής. Ο αέρας ήταν χλιαρός, ο Μαυρούκος κοίταζε το τρεχούμενο νερό, το 'παιρνε για ζωντανό και γάβγιζε, άκουγες, από μακριά φερμένη, τη φωνή της Καπάταινας να φωνάζει τα παιδιά της –«Κώστα, Κούλα, εεε, Μανόλη»- κι η Ροδιά εμφανιζόταν κρατώντας το μεγάλο δίσκο με το τσάι και τα κουλουράκια. Όλα ήταν τέλεια και μελαγχολικά.

Κάτω απ’ τη βεράντα ήταν το παρτέρι, το δικό μου παρτέρι, αυτό που μου ’χε δώσει ο παππούς για να φυτεύω ό,τι θέλω. Κι εγώ φύτευα λουλούδια λογής λογής. Δε νοιαζόμουνα για τη σειρά τους και δεν έκανα σχέδια ορισμένα όπως συνηθίζουν, τρίγωνα, τετράγωνα ή γραμμωτά, μα έριχνα το σπόρο στην κατάλληλη εποχή, προσπαθώντας πολλές φορές να ξεχάσω τι είχα φυτέψει, για να ’χω την έκπληξη να το δω να βγαίνει απ’ τη γη σαν από μόνο του. Τα χρώματα και τα είδη ανακατεύονταν, σφιγμένα το 'να δίπλα στ' άλλο, κίτρινα, κόκκινα, μαβιά, γαλάζια, πορτοκαλιά, άλλα ψηλά κι άλλα κοντά κι άλλα εντελώς κρυμμένα από τα φύλλα. Ήτανε κάτι το πολύ άσχημο ή το πολύ ωραίο, δεν μπορώ ακόμα να πω. Η μητέρα ωστόσο μουρμούριζε πως από κάτι τέτοια καταλαβαίνεις τον άνθρωπο και πως δεν είχε κανείς παρά να ρίξει μια ματιά στο παρτέρι μου για να δει πόσο ακατάστατη ήμουν. Οι άλλοι το παρτέρι μου το λέγαν «παρδαλό παρτέρι» κι ο παππούς, κοιτάζοντας το μια φορά, μου ’πε κάτι τέτοιο: «Την αγαπάς τη φύση εσύ και δεν είσαι δούλη της. Εγώ είμαι δούλος της· μ' αφήνει να την υπηρετώ, μα όχι και να την πλησιάζω».

Παρακάτω, κοντά στο κιόσκι, ήταν ο μικρός λαχανόκηπος της Μαρίας. Είχε από ένα τόσο δα τετραγωνάκι για το κάθε χορταρικό της εποχής. Κι αλήθεια ο αρακάς της ήταν ο νοστιμότερος απ' όλο το χτήμα. Μόνο που κάθε χρόνο έκανε ίσαμε δυο τρεις οκάδες, τον μαγειρεύαμε δηλαδή σε δύο δόσεις, κι η Μαρία επέμενε να δοκιμάζει μόνο μια σταλιά, στην άκρια του πιρουνιού, έτσι που να μη μας στερεί τη μεγάλη αυτή απόλαυση.

Η Ινφάντα είχε διαλέξει για δικές της δέκα αγριαμυγδαλιές. Δε θέλαν πολλή περιποίηση, συχνό πότισμα ή σκάλισμα κι ο καρπός τους δεν τρωγόταν. Μα ήταν χαρά να τις βλέπεις την άνοιξη και λύπη να τις βλέπεις το χειμώνα. Η Ινφάντα ακουμπούσε το χέρι της στα κλαδιά τους, είτε ανθισμένα ήταν είτε γυμνά, και τ' άφηνε εκεί για πολύ. Ήτανε παιδί η Ινφάντα εκείνο τον καιρό και το χέρι της ήταν χέρι μεγάλης γυναίκας.

Την ώρα λοιπόν που πήγαινε να δροσίσει εγώ σκάλιζα τα λουλούδια μου, η Μαρία το λαχανόκηπο της, η Ινφάντα κοίταζε τα δέντρα της κι οι μεγάλοι μαζεύονταν στη βεράντα γύρω απ’ το κερασί τραπεζομάντιλο. Δεν περνούσε πολλή ώρα κι ερχόταν ο κύριος Λούζης, ο τακτικός επισκέπτης μας. Κάθε μέρα, σχεδόν την ίδια στιγμή, ακούγαμε την ξύλινη εξώπορτα να τρίζει, το βαρύ του βήμα έκανε τα πετραδάκια του κήπου να κάνουν κρακ-κρακ, σαν να σπάγανε, κι έτσι καθώς περπάταγε κουνώντας απότομα τα χέρια και το μπαστούνι του, τίναζε τα πιο χαμηλά κλαδιά των τριών φιστικιών που βρίσκονταν στο χωμάτινο δρομάκι, τόσο που, συχνά, μετά το πέρασμα του, πήγαινα να δω μήπως έσπασε κανένα. Κανένα όμως κλαδί δεν έτυχε να σπάσει ο κύριος Λούζης. Μόνο λίγα φύλλα έκοβε έτσι που περπατούσε αφηρημένος, αφού πρώτα, μηχανικά, άλλαζε χέρι το μπαστούνι του, τα τσάκιζε και τα πετούσε καταγής.

«Ποιος να ’ναι τέτοια ώρα;» έλεγε πάντα η θεία Τερέζα. «Εγώ πάω μέσα μην τύχει κι είναι κανένας ξένος και δεν έχω όρεξη». Σηκωνόταν βιαστικά, σαν κυνηγημένη, μόλις πρόφταινε να κρυφτεί στην τραπεζαρία που συγκοινωνούσε με τη βεράντα, για να εμφανιστεί ύστερα από δυο λεπτά: «Α, σεις είστε, κύριε Λούζη. Κι εγώ έλεγα μην είναι κανένας ξένος...»

«Καθίστε», έλεγε η μητέρα κοιτάζοντας τον ανοιχτό χώρο του Τατοϊού. «Ροδιά, τον καφέ...»

Ο κύριος Λούζης δεν έπινε τσάι, έλεγε, παρά μόνο σαν ήτανε βαριά άρρωστος.

«Μην του κάνεις καφέ», πήγαινα κι έλεγα κρυφά της Ροδιάς στην κουζίνα. «Είναι ανάγκη να του κάνουμε ιδιαίτερα; Ας πιει τσάι...»

«Μα γιατί;» ρωτούσε η Ροδιά.

«Γιατί; Ξέρω κι εγώ...»

Σε λίγο ερχόταν ο καφές, σε μεγάλο φλιτζάνι. Ο κύριος Λούζης τον μύριζε κι άναβε πούρο· έπινε μια γουλιά, έπαιρνε μια ρουφηξιά απ' το πούρο· άλλη γουλιά, άλλη ρουφηξιά, κι αυτό βάσταγε μια ώρα.

Ήτανε πάντα καλοντυμένος· την άνοιξη φορούσε ρούχα γκρίζα ανοιχτά από λεπτό εγγλέζικο μάλλινο, το καλοκαίρι λινά άσπρα ή σατακρούτες. Ήταν όμως παχύς.

«Τι νέα λοιπόν;» έλεγε ο παππούς τρίβοντας τα χέρια του.

Ο κύριος Λούζης ήξερε ό,τι γινόταν όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σ' όλο τον κόσμο. Πετιόταν από το ένα θέμα στο άλλο με εξαιρετική ευκολία και με κάποια σχετική γοητεία· απ’ τους γάμους του τάδε μέχρι την τελευταία εφεύρεση που ’γινε στην Αμερική, από μια καλλιτεχνική συζήτηση -ο τάδε πίνακας του Γκρέκο ήταν άραγε αυθεντικός;- μέχρι το καλύτερο σύστημα μπολιάσματος της τριανταφυλλιάς. Ήταν κοσμογυρισμένος κι ήξερε πολλά. Για τους μεγάλους η συντροφιά του ήταν ευχάριστη, πολύτιμη. Για τον παππού μάλιστα σήμαινε πολλά· γιατί συνταιριάζοντας τα όσα έλεγε εκείνος, τους γάμους του τάδε με το μπόλιασμα της τριανταφυλλιάς και την τελευταία εφεύρεση, έριχνε μια ματιά γενική, μακρινή στον κόσμο, έτσι που να μην τον βασανίζει η σκέψη πως ζούσε έξω απ' αυτόν, εξόριστος, και να μπορεί, απελευθερωμένος απ’ την ιδέα τούτη, να ζει στ' αλήθεια έξω απ’ αυτόν, πράγμα που ποθούσε περισσότερο από καθετί άλλο. Ο κύριος Λούζης δηλαδή, χωρίς ο ίδιος να το ξέρει, του ’δινε το δικαίωμα να ζει, χωρίς τύψεις, τη ζωή που 'θελε· κι ο παππούς, γι' αυτό, πολύ τον ευγνωμονούσε.

Εγώ όμως είχα την εντύπωση πως σ’ ό,τι και να ’λεγε έβαζε τη σφραγίδα του χοντρού του γέλιου και των βημάτων του, που ήταν βαριά, και πως τα πράγματα, ιδωμένα απ’ το δικό του πρίσμα, παίρνανε κάτι απ' τη δικιά του προσωπικότητα και ασχημαίνανε. Η μεγάλη εφεύρεση γινόταν για μένα μικρή, τιποτένια. Κι όταν η μητέρα γελούσε με τ’ αστεία του, μου 'ρχόταν να κρύψω το πρόσωπο μου μες στο παρδαλό παρτέρι και να κλάψω.

Είχαμε μια γκουβερνάντα τότε, που μας μάθαινε γαλλικά και που τα Σάββατα μας έκανε μπάνιο. Πρώτα έμπαινε στο μπάνιο η Μαρία, ύστερα η Ινφάντα, ύστερα εγώ. Η μέρα του μπάνιου ήταν η πιο κουραστική για τη Mademoiselle Ζίνα. Μόνο για να λούσει τα μαλλιά της Μαρίας, που τα 'χε τότε πολύ μακριά, της κοβόταν η μέση. Νευρίαζε και μ' εμένα, γιατί έβρισκε πως ο λαιμός μου ήταν λιγάκι βρώμικος, σαν να μην τον είχα πλύνει, έλεγε, όλη τη βδομάδα. Κι η αλήθεια είναι πως ενώ μ’ άρεσε το νερό και το χαιρόμουν, την ώρα που έμπαινα το πρωί κάτω απ’ τη βρύση προσπαθούσα να πέφτει κατευθείαν στην πλάτη μου το νερό, γιατί στο λαιμό με ανατρίχιαζε. Μόνο σαν βουτούσα στη θάλασσα ή στη στέρνα με το κεφάλι δε νοιαζόμουνα να βραχεί κι ο λαιμός. Όταν λοιπόν εγώ έμπαινα στο μπάνιο, τελευταία, η κάμαρα ήταν γεμάτη αχνούς και μύριζε σαπούνι· ο θερμοσίφωνας ήταν πυρωμένος, τα ξύλα του είχαν γίνει θράκα. Η πολλή ζέστη αδυνάτιζε τους χτύπους της καρδιάς μου, τα μάτια μου γύριζαν πίσω, μ’ έπιανε κάτι σαν λιποθυμία· μα δεν έλεγα τίποτα γιατί μ' άρεσε. Σαν να κοιμόμουνα στον ξύπνο μου, σαν να μιλούσα με ξένη φωνή. Κι οι σκέψεις μου ήτανε ξένες, και τέτοιες που ήταν, αν και θαμπές, με γέμιζαν ντροπή.

Το μπάνιο έκανε το Σάββατο να μη μοιάζει με καμιά άλλη μέρα. Παίρναμε το τσάι πιο νωρίς απ’ τη συνηθισμένη ώρα, χωρίς πολύ ψωμί και μαρμελάδα, μην τύχει και μας βαρύνει το στομάχι· το βράδυ δεν καθόμαστε στο τραπέζι, δειπνούσαμε στο κρεβάτι. Γλιστρούσαμε μέσα στα καθαρά σεντόνια, τα μαλλιά μας ύγραιναν κάπως το μαξιλάρι, το δέρμα μας ήταν στιλπνό, το μυαλό καθαρό -οι σκέψεις που λίγο πριν με γέμιζαν ντροπή είχαν φύγει, ούτε υποψιαζόμουνα πως μπορούσαν να ’χουν υπάρξει- κι η Ροδιά έφερνε από ένα δίσκο για την καθεμία· σούπα και κεφαλάκι βραστό. Το διαλύαμε σιγά σιγά, γλείφαμε το κάθε κόκαλο, απολαμβάνοντας την ευκαιρία να κάνουμε τους αγρίους. Εγώ έτρωγα όλα τα μάτια -δεν αρέσανε ούτε της Ινφάντας ούτε της Μαρίας· λυπόνταν, λέγανε, τ’ αρνί- κι η Μαρία όλες τις γλώσσες. Δεν πηγαίναμε να καληνυχτίσουμε τη μητέρα, μα ερχόταν η μητέρα να μας καληνυχτίσει. Έσκυβε στο κρεβάτι της καθεμιανής, έπαιρνε με τα χέρια, μέσα στις μετάξινες χούφτες της, όλο μας το πρόσωπο, μας κοίταζε στα μάτια και μας φιλούσε στα δυο μάγουλα. Το δέρμα της ήταν τρυφερό, άσπρο σαν τα λουλούδια της σέρας του κυρίου Λούζη, και τα μάτια της μαύρα και λαμπερά όπως και τα μαλλιά της. Ήταν όμορφη η μητέρα, πολύ όμορφη. Την παρακαλούσα να με ξαναφιλήσει· ή έσκυβε πάλι τότε κι έπαιρνε το κεφάλι μου μέσα στα χέρια της, η έκανε πως δεν άκουγε κι απομακρυνόταν.

«Μανούλα, μ' αγαπάς;»

«Δεν είναι καιρός για κουβέντες, Κατερίνα, κοιμήσου».

«Ζεζίνα, μ' αγαπάς;»

«Ακόμα ξύπνια είσαι; Αύριο θα σε βάλω στο κρεβάτι μισή ώρα πριν».

«Ινφάντα, Μαρία, μ' αγαπάτε;»

«Μα τι σ' έπιασε απόψε;»

Γελούσαν.

Η Mademoiselle Ζίνα, που συχνά τη φωνάζαμε Ζεζίνα, ήξερε όλες τις ιστορίες της Μπεκασίν, όμως εμένα μ’ άρεσε το Χωρίς οικογένεια, γιατί είχα την ιδέα, τότε, πως το κωμικό στοιχείο ασχημίζει τη ζωή και πως το τραγικό την ομορφαίνει. Διάβαζα το Χωρίς οικογένεια, έκλαιγα κι ευχαριστιόμουν. Όσο πολλαπλασιάζονταν οι περιπέτειες και τα βάσανα του Ρεμί, τόσο ένιωθα τον εαυτό μου πιο σπουδαίο, πιο άξιο για τη ζωή.

Την αγάπησα πολύ όταν έφυγε τη Mademoiselle Ζίνα. Γιατί όταν ζούσε κοντά μας, είχα την εντύπωση πως με περιόριζε, πως δε μ' άφηνε να κάνω εκείνο πού ήθελα, κι η πεποίθηση μου αυτή ήταν αδικαιολόγητη - γι' αυτό και πιο δυνατή.

Ήταν Ελβετίδα· είχε μάγουλα ροδαλά με κόκκινες μικρές φλεβίτσες. Την άκουσα να μιλάει τόσο συχνά για τον Γουλιέλμο Τέλο, που σήμερα ακόμα δεν μπορεί να μου φύγει η ιδέα πως είναι ο μεγαλύτερος ήρωας του κόσμου κι όλων των αιώνων. Μου μιλούσε και για το παχύ ελβετικό γάλα, για τις χιονισμένες βουνοκορφές, για τις ταρτελέτες που βγαίναν καυτές απ’ το φούρνο του πατέρα της. Φανταζόμουν τον εαυτό μου να κατρακυλάει με το έλκηθρο απ’ την πιο ψηλή βουνοκορφή και να φτάνει με εξωφρενική ταχύτητα κατευθείαν έξω από το φούρνο του πατέρα της· άφηνα το έλκηθρο στο δρόμο -εκεί αφήνεις ό,τι θέλεις στο δρόμο, και χρήματα ακόμα, δεν κλέβει κανείς- κι έπαιρνα μια ταρτελέτα με βερίκοκο και μια με φράουλα. Το άδειο στόμα μου γέμιζε σάλιο, η φανταστική μυρωδιά του ζεστού γλυκού έκανε τα ρουθούνια μου να παίζουν. «Εκεί υπάρχουν φράουλες και στα δάση», έλεγε η Mademoiselle Ζίνα. «Έναν περίπατο να κάνεις, γεμίζεις ολόκληρο καλάθι. Μα εγώ δεν έτρωγα· γιατί μία αν έβαζα στο στόμα μου, μ' έπιανε ρίγος και πυρετός».

Ήταν αλήθεια. Μια φορά, θυμάμαι, την έπεισα να δοκιμάσει δυο φράουλες από το χτήμα, έτσι, για να δούμε αν θα την έπιαναν τα ρίγη, και δεν πέρασε μισή ώρα κι έπεσε στο κρεβάτι σχεδόν αναίσθητη.

Τη βασανίζαμε την καημένη, την κάναμε και θύμωνε· της ανέβαινε τότε το αίμα στο κεφάλι, στα μαγουλά της οι κόκκινες φλεβίτσες γίνονταν μαβιές κι εμείς γελούσαμε. Όμως δεν έπρεπε να ξεχνάμε πως ήτανε καλή και πως αυτή είχε διώξει από μέσα μας το φόβο που είχε γεννήσει η άλλη, η Miss Γκοστ. Σηκωνόταν, θυμάμαι, τις νύχτες κι έπαιζε βιολί η Miss Γκοστ και κρέμαγε άσπρα πανιά στους καθρέφτες. Μας πήγαινε μακρινούς περιπάτους στο δάσος, μας έβαζε και καθόμαστε φρόνιμα γύρω της και μας έλεγε ότι η ψυχή μας ανήκε σ' άλλον άνθρωπο ή σ' άλλο ζώο πριν από μας και πως θ' ανήκει πάλι σ' άλλον όταν θα πεθάνουμε.

Μου σάλευε το λογικό να σκέφτομαι πως θα ’χανα την ψυχή μου, πως θα πέταγε από μέσα μου σαν το πουλί. Κι αν στην άλλη ζωή γινόμουν άλογο και μ' έδερναν οι αμαξάδες στο δρόμο;

«Κι εγώ το βιολί το μαθαίνω για τότε», πρόσθετε με βλέμμα γεμάτο έξαρση.

«Κι αν γίνετε γουρουνάκι ή γάτα, Miss Γκοστ, πώς θα το παίζετε;» της είπα, θυμάμαι, μια μέρα γελώντας δυνατά, ενώ οι χούφτες μου είχαν ιδρώσει και κόντευα να σκίσω το μαντίλι μου.

«Ανοησίες», μουρμούρισε κίτρινη σαν το λεμόνι.

Ήταν εξάλλου πάντα κίτρινη η Miss Γκοστ, κίτρινη με αποχρώσεις σταχτιές· τα μαλλιά της γυαλιστερά, μαύρα, κολλημένα στ' αυτιά, τα φορέματα της παρδαλά.

Οι νύχτες μου ήτανε δύσκολες εκείνο τον καιρό· αργούσα ν' αποκοιμηθώ κι όταν αποκοιμιόμουν, τα όνειρα μου ήταν τρομαχτικά. Συχνά περνούσε μπρος στα μάτια μου ένα κύμα από άμμο που με τύφλωνε. Προσπαθούσα ν' ανοίξω τα βλέφαρα, μα εκείνα δεν άνοιγαν. Έμπηζα τότε κάτι στριγκλιές που ξύπναγε όλο το σπίτι. Και σήμερα ακόμα είμαι ανήμπορη να πω αν αυτό το κύμα της άμμου που με τύφλωνε ήταν όνειρο, ή αν το δημιουργούσε η ερεθισμένη από την αϋπνία φαντασία μου.

Πολλά λοιπόν χρωστούσαμε στη Ζεζίνα, που στο δάσος δε μας μιλούσε για την ψυχή, μα μας άφηνε και τρέχαμε, και που ηρέμησε τον ύπνο μας με τα ανούσια ελβετικά παραμύθια, ξεχασμένα όλα τώρα. Τα μαγουλά της ήταν κόκκινα, όχι κίτρινα, κι ήταν κι αυτό κάτι· και τα μαλλιά της καστανά, ανάλαφρα, με λίγες στην αρχή άσπρες τρίχες που έβγαζε με προσοχή, μα που πλήθυναν γρήγορα, σχηματίζοντας γύρω απ' το κεφάλι της ένα ωραίο λευκό στεφάνι, που πολύ τη στενοχωρούσε, ενώ, καθώς της έλεγα, της πήγαινε πολύ.

Η Κυριακή ήταν η μέρα του πατέρα κι ήταν γεμάτη από ένταση κι από μελαγχολία. Τις ώρες που ζούσαμε κοντά του σκεφτόμαστε τις άλλες που δε ζούσαμε. Γι' αυτό, και για να γελάμε, σκαρώναμε πάντα κάτι εξωφρενικό που θα μας απορροφούσε τέλεια: εκδρομή με τον «Καραϊσκάκη» σε μακρινές ακτές, θέατρο που δεν ήταν για την ηλικία μας, έργο κινηματογραφικό με άλογα που τρέχαν σαν τρελά σε ατέλειωτους κάμπους ή με αλλόκοτες γυναίκες. Είδαμε, θυμάμαι, μια φορά την Γκρέτα Γκάρμπο να σκοτώνει έναν αξιωματικό έτσι που καθόταν στην πολυθρόνα του κι έπειτα, επειδή χτύπησε η πόρτα, να λέει εμπρός με το φυσικότερο τρόπο και να κάθεται στο χέρι της πολυθρόνας πλάι στον νεκρό, κάνοντας τάχα πως τον αγκαλιάζει και του μιλάει.

Όταν ξημέρωνε Δευτέρα, τα λέγαμε όλα στον Μάριο· ό,τι είχαμε δει κι ό,τι είχαμε ακούσει. Δεν πρόφταινε ν' ανέβει ο ήλιος κι ερχόταν για να παίξουμε, όπως έλεγε, ενώ ερχόταν για να μάθει. Εμείς στην αρχή κάναμε τις ανήξερες, συζητούσαμε για το τι παιχνίδι θα παίζαμε. Τότε εκείνος έλεγε κοιτώντας τον ουρανό:

«Τι μέρα είναι σήμερα;»

«Δευτέρα. Γιατί ρωτάς;»

«Για να κανονίσω τα μαθήματα που θα διαβάσω».

«Α...»

Δε βαστούσαμε όμως. Πρώτη άρχιζε η Μαρία:

«Να δεις, Μάριε...»

Καθόμαστε τότε καταγής κι οι στιγμές γίνονταν για μας ώρες, μέρες ολάκερες, ζωές.

 

Τα βατράχια έχουνε τρελαθεί τον τελευταίο καιρό. Εκείνα που ζούνε στις καλαμιές, στη λεωφόρο Ανοίξεως, αντίκρυ στου Παρηγόρη του γιατρού, κάνουνε την αρχή. Περνάει, βλέπεις, από κει το μεγάλο ρυάκι που κατεβαίνει απ' το Κεφαλάρι να πάει να ποτίσει τα χτήματα κι ο ήχος του νερού κι η γεύση του, το χρώμα του, που είναι χίλια χρώματα, τα μεθάει. Τ' άλλα ακούνε κι απαντάν. Απαντάν και τα δικά μας, αραιά στην αρχή και μετρημένα, πυκνότερα όσο περνάει η ώρα, ώσπου να δώσουνε τον ήχο που τυλίγει όλο το περιβόλι, νυχτερινό ντύμα. Χωρίς χρωματισμό, σαν την ηρεμία η φωνή τους, κι άλλοτε ξέφρενη, τρελή, ν' αγγίζει τον παροξυσμό. Ο γερο-βάτραχος όμως, βραχνός, δίνει έναν τόνο αστείο σε όλα τούτα. Ευτυχώς.

Εμείς, αυτές τις ώρες, μετράμε τ' άστρα με τις αδερφές μου κι αφήνουμε το φεγγάρι να κάθεται στα μαλλιά μας. Όμως το μάτι της Μαρίας αγριεύει.

«Τι σκέφτεσαι;» τη ρωτάω.

Είμαστε έξω, ξαπλωμένες με τη ράχη και τα χέρια πίσω στο κεφάλι.

«Τις ταυρομαχίες».

Γελάω δυνατά.

«Ναι», μου ψιθυρίζει στ’ αυτί. «Για σκέψου... Το κόκκινο πανί, οι ξεφρενιασμένοι ταύροι... οι άντρες που μπήζουνε το μαχαίρι στο σβέρκο τους -έτσι, κρακ- ή που βλέπουν τις ίδιες τους τις κοιλιές να ξεσκίζονται... Οι γυναίκες που φυσιούνται με τις βεντάλιες, που περιμένουν να δοθούν στο νικητή... Η ηδονή τους αυτωνών αρχίζει από το θέαμα της πάλης».

Παράξενα λόγια τούτα της Μαρίας. Την κοιτάζω. Βέβαια είναι είκοσι χρόνων, αλλά τέλος πάντων...

«Αηδίες», λέει η Ινφάντα και σηκώνεται.

Πάει να κάνει συντροφιά στη θεία Τερέζα. Είναι αχώριστες οι δυο τους. Κεντάνε δύσκολα κεντήματα και διαβάζουνε μεγάλα βιβλία.

«Μην την ακούς», συνεχίζει η Μαρία. «Δεν ξέρει τίποτε από τη ζωή. Ούτε και θα μάθει. Θα μείνει ένα κομμάτι μάρμαρο».

Τα βατραχάκια ακούγονται πολύ. Ο γερο-βάτραχος δε μίλησε ακόμα.

«Ξέρεις, με τον Νίκο τελείωσαν όλα. Έτυχε να ’ρθει στην παρέα ο Στέφανος και η Ελένη κι έτυχε της Ελένης να της αρέσει περισσότερο ο Νίκος κι εμένα περισσότερο ο Στέφανος. Έγινε, να πούμε, ένα είδος ανταλλαγής».

Κι επειδή σιωπώ:

«Τι; Μήπως θέλεις να κάνεις κι εσύ την ηθικολόγο σαν την Ινφάντα;»

«Όχι, Μαρία. Δεν είναι αυτό...»

Τα δέντρα γέρνουν να με πνίξουν, τα πόδια μου γίνονται μολύβια, το φεγγάρι ψεύτικο. Ο Στέφανος, η Μαρία, η Ελένη, ο Νίκος... Αν τα πράγματα είναι έτσι; Κι εγώ που περιμένω...

«Γιατί δε γυρίζεις να κοιτάξεις τον Μάριο;» ρωτάω. «Σ' αγαπάει. Όταν έρχεται εδώ, δεν ξεκολλάει τα μάτια του από πάνω σου, κι όταν με συναντάει στο δρόμο, πάντα για σένα θα ρωτήσει...»

«Ουφ... Είναι σαχλός. Έτσι αδύνατος, δίχως καμιά ζωηράδα...»

Κινιέται για λίγο στο χορτάρι αριστερά δεξιά:

«Το ξέρω πως τρελαίνεται για μένα».

Σιωπή.

«Μεταξύ μας, Κατερίνα, κι οι άλλοι είναι σαχλοί. Κι ο Νίκος κι ο Στέφανος. Αλλά έτσι, για να περνάει η ώρα...»

Δε μοιάζω της Μαρίας. Δε θ' αφήσω ένα αγόρι να μ' αγγίξει, έτσι, για να περνάει η ώρα. Μπορεί να βρω κάποιον που μαζί του να βλέπω τις μαργαρίτες ν' ανθίζουνε στον κάμπο, που θα κόβει για μένα τα πρώτα κούμαρα του φθινοπώρου για να μου τα φέρει μέσα σε νωπά φύλλα. Μπορεί και να κινήσω μόνη να γνωρίσω τον κόσμο.

«Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα ψιψιρίσματα της θείας Τερέζας και της Ινφάντας», λέει η Μαρία σαν να μιλούσε όλη την ώρα πριν γι' αυτό. «Να πηγαίνει να κάθεται εκεί απάνω όταν το χορτάρι είναι τόσο μαλακό... Μήπως είπα τίποτα; Για τις ταυρομαχίες είπα. Ινφάντα!... Ινφάντα!...» φωνάζει κοιτάζοντας προς το σπίτι, προς το δωμάτιο της θείας Τερέζας. «Έλα κάτω... Ινφάντα...»

 

Είναι στο απάνω πάτωμα το δωμάτιο της θείας Τερέζας, κάπως αποτραβηγμένο απ' το υπόλοιπο σπίτι. Η θεία Τερέζα το λέει ατελιέ και θέλει κι εμείς να το λέμε έτσι. Έχει λίγα έπιπλα, ένα καβαλέτο, πάνω σ' ένα τραπεζάκι την παλέτα με τα χρώματα και στη δεξιά γωνιά κάμποσες τελειωμένες και μισοτελειωμένες εικόνες.

Περισσότερο απ’ όλα εκεί μέσα, κι από τα έργα της, μ’ αρέσει να βλέπω την παλέτα με τα χρώματα. Αυτές οι δαχτυλιές που γυαλίζουν, γαλάζιες, πορτοκαλιές, κίτρινες, κόκκινες, πράσινες... Μια μέρα, όταν ήμουν μικρή, είχα κάνει μεγάλη ζημιά· γιατί η μαγεία των χρωμάτων μ' έκανε να σκεφτώ πως αν τα ένωνα, θα ’βγαινε κάτι εξαιρετικό, κάτι που δε θα ’χε δει ο κόσμος. Πήρα, θυμάμαι, όλα τα σωληνάρια, τα άδειασα πάνω στην παλέτα, βούτηξα μέσα τα χέρια μου κι άρχισα ν' ανακατεύω. Όταν σταμάτησα, ξαφνιάστηκα. Μπροστά μου είχα μια μάζα μουντή, απροσδόκητη. Και σαν να μη μ' έφτανε ετούτη η λύπη, με μάλωσαν κιόλας. Τώρα ξέρω πως όλα τα χρώματα δεν ταιριάζουνε μεταξύ τους. Μου το ’μαθε η θεία Τερέζα: «Αν θες μαβί, βάλε κόκκινο και γαλάζιο· κι αν πράσινο, γαλάζιο και κίτρινο».

Τα έργα της θείας Τερέζας είναι σαν χαλκομανίες. Ζωγραφίζει ό,τι βλέπει, και τούτο πολύ πιστά. Δεν της ξεφεύγει ούτε ένα φυλλαράκι, ούτε ένα χορτάρι, ούτε ένα μακρινό σύννεφο. Όμως το μακρινό σύννεφο, ζωγραφίζοντας το, το κάνει κοντινό, και τούτο τα χαλάει όλα. Μ’ αρέσει ωστόσο ένα πορτρέτο που 'χει κάνει της Ινφάντας. Είναι τόσο όμορφη η Ινφάντα... Σαν την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι, λέει η θεία Τερέζα, μια Αφροδίτη αγνή. Από τις τρεις μας είν’ η ωραιότερη δίχως αμφιβολία. Μόνο που το κορμί της Μαρίας είναι πιο ελαστικό, πιο πλασμένο, και τα δικά μου μάτια πιο λαμπερά.

Η θεία Τερέζα ζωγραφίζει τοπία, πρόσωπα και natures mortes. Έχει κάνει πολλά δέντρα από το χτήμα κι άλλα απ’ το κοντινό δασάκι. Έτσι όμως που τα βλέπω πάνω στο μουσαμά, ενώ δε διαφέρουνε από τ’ αληθινά στο σχήμα και στο χρώμα, είναι σαν να ’χουνε χάσει το σύνδεσμο που 'χουν ανάμεσα τους, σαν να 'ναι μόνα τους, το καθένα σε ξέχωρα τοπία, που κάποιος επιτήδεια ένωσε. Όσο για τις natures mortes, έχει προτίμηση στα φρούτα, ιδίως στα βερίκοκα και στ’ ανοιγμένα πεπόνια. «Είναι τόσο πετυχημένα, που μου ’ρχεται να τα φάω», λέει και γελάει. Εμένα δε μ' αρέσουν. Γενικά αντιπαθώ τις natures mortes· στα φρούτα ακόμα περισσότερο, γιατί το φρούτο είναι γεύση και αφή και άρωμα.

Η Ινφάντα κάθεται ώρες στο ατελιέ της θείας Τερέζας. Της αρέσει, λέει, η θέα από κει πάνω και η ησυχία. Κάτω τα νεύρα της μητέρας, η γκρίνια του παππού, οι δικές μου φωνές, το γέλιο της Μαρίας... Σαν αφύσικη όμως τούτη η ησυχία και, καμιά φορά, τρομαχτική. Θύμησες από εφιάλτες που πονάς, που σε κυνηγάν, που ανοίγει η γη να σε καταπιεί, που θέλεις να μιλήσεις και δεν το κατορθώνεις γιατί η φωνή σου, σταματημένη κάπου κει στο λαιμό, δεν μπορεί να βγει. Βοήθεια! Βοήθεια! πας να πεις...

Ωστόσο είναι καλή η θεία Τερέζα, καλή και φοβιτσιάρα. Ταράζεται στον παραμικρό θόρυβο, τρέμει το χείλι της μόλις ο άνεμος φυσήξει πιο πολύ.

«Κάποιος έρχεται», ψιθυρίζει.

Γι’ αυτήν "κάποιος" είναι το κακό.

«Σαν ν' άκουσα κι εγώ κάτι», απαντάω και για να την τρομάξω λίγο και γιατί για μένα «κάποιος» είναι το άγνωστο.

«Της έμεινε από τότε ο φόβος», μου ’πε ένα βράδυ η Ροδιά και μου διηγήθηκε όλη την ιστορία.

Βράζαμε κάτι γλυκοπατάτες κοντά στο τζάκι. Είναι το μόνο μέσο να ξεμοναχιάσω τη Ροδιά και να την κάνω να μιλάει. Γιατί εγώ θέλω να μαθαίνω, να μαθαίνω. Δεν είμαι αδιάφορη σαν την Ινφάντα.

«Ήτανε νέα κοπέλα η κυρία Τερέζα όταν συνέβηκε το κακό», άρχισε η Ροδιά. «Σαν την Ινφάντα, καλή ώρα, της έμοιαζε και κάπως. Είχανε πάει εκδρομή η μητέρα σου, ο πατέρας σου, η θεία Τερέζα κι ο αρραβωνιαστικός της, ένας νέος ψηλός με γυαλιστερά μαλλιά και παχιά χείλη».

«Εγώ, Ροδιά;»

«Εσύ δεν υπήρχες τότε. Η κυρία Άννα ήτανε έγκυος στη Μαρία στον τρίτο ή τέταρτο μήνα. Εκεί λοιπόν, αφού φάγανε και ήπιανε, ο πατέρας σου κι η μητέρα σου ξαπλώσανε κάτω απ' τα πεύκα κι η θεία Τερέζα με τον καλό της κινήσανε για περίπατο. Στο δρόμο τους βρήκανε μια σπηλιά, μπήκανε να ξαποστάσουν. Όμως είχαν ανάψει φαίνεται τα αίματα του νέου και... πώς να το πω...»

«Έλα λοιπόν, Ροδιά, μίλησε».

«Να, την έκανε γυναίκα τη θεία Τερέζα χωρίς εκείνη να το θέλει. Την κακομεταχειρίστηκε...»

«Α...»

Τη βλέπω ετούτη τη στιγμή. Έξω λιοπύρι δυνατό, τα δέντρα ακούνητα, το ρετσίνι να τρέχει απ' τους κορμούς ρευστό σαν το κρασί, οι πέτρες πυρωμένες, τα ζουζούνια βουβά. Μέσα στη σπηλιά δροσιά, μούχλα, υγρασία, σταγόνες να κρέμονται απ' τα βράχια δίχως να πέφτουν. Πόσο μπορεί να κρατήσει άραγε μια σταγόνα έτσι στον αέρα; Κι η θεία Τερέζα να μην μπορεί να δοθεί σ' αυτόν και σ' αυτά. Μια κρυάδα πέρασε στην πλάτη μου...

«Μα δε μου λες, Ροδιά, όταν μια γυναίκα αγαπάει έναν άντρα, δε γίνεται δικιά του;»

«Πριν να βάλει στεφάνι ποτέ, παιδί μου. Είν’ αμαρτία. Έπειτα είναι κι ο τρόπος. Δεν το ’θελε η κυρία Τερέζα. Γιατί λοιπόν αυτός; Τη θυμάμαι την καημένη ύστερα απ’ αυτό. Σαν τρελή ήτανε, για καιρό. Από τότε ούτε να τον ξαναδεί ούτε να τον ξανακούσει. Ούτε να πλησιάσει άλλον άντρα μπόρεσε...»

Τώρα καταλαβαίνω γιατί της θείας Τερέζας τρέμει η φωνή όταν λέει «κάποιος έρχεται». Γιατί τα δέντρα που κάνει πάνω στο μουσαμά είναι ξέχωρα το ένα από τ' άλλο, σαν ν' ανήκουνε σε διαφορετικά τοπία. Κι ακόμα, γιατί τα φρούτα δεν έχουνε γι' αυτή γεύση και αφή και άρωμα. Ωστόσο τον τελευταίο καιρό ζωγραφίζει πολύ. Στέκει όρθια μπρος στο παράθυρο. Το βλέμμα της ξεπερνάει το χτήμα, φτάνει το δασάκι, όπου τα πεύκα όλα κοντά, στρογγυλεμένα προς τη γη αλλά αδύνατα, με άχαρα κλαριά προς τον ουρανό, όλα μ’ ένα στεφάνι άχνας γύρω τους, ένα θαμπό στεφάνι ώρας μεσημεριάτικης.

«Θα είναι μια γενική άποψη», λέει.

Μισοκλείνοντας το ένα μάτι, απομακρύνεται απ' το καβαλέτο να δει.

«Μια γενική άποψη», λέει κι η Ινφάντα.

Δε σκύβει όταν κεντάει η Ινφάντα. Η πλάτη της είναι ίσια, η μέση της αλύγιστη. Γύρω της ζεστό στεφάνι ώρας μεσημεριάτικης κάνει να την περιτυλίξει, μα τ' αποδιώχνει με μια κίνηση:

«Και τούτο πώς σου φαίνεται;»

Απλώνει το κέντημα πάνω στα γόνατα. Φαίνονται παγόνια, πολλά παγόνια με τις ουρές ξεδιπλωμένες. Τα πόδια τους κρυμμένα, γιατί έχουνε άσχημα πόδια τα παγόνια και το ξέρουν. Ένα χρόνο το ’χει αρχινισμένο το κέντημα της η Ινφάντα και θα κάνει άλλα δύο για να το τελειώσει. Με αυτό θα σκεπαστεί όλη η μεγάλη πολυθρόνα της θείας Τερέζας, αυτή που είναι κοντά στο παράθυρο.

«Καμιά φορά μου ’ρχεται και μετράω τις βελονιές και τότε ζαλίζομαι...»

Να σκεφτεί κανείς πόσα φτερά έχει η ουρά του καθενός και πόσα χρώματα το κάθε φτερό... Είναι όμως μια προστασία. Όταν κεντάει η Ινφάντα, δε νιώθει κίνδυνο. Ούτε ανησυχία. Ούτε τίποτα.

«Θα γίνει ένα αριστούργημα», λέει δυνατά η θεία Τερέζα. «Πλησιάζεις την τελειότητα, Ινφάντα».

Είν’ ο σκοπός τους η τελειότητα, και των δύο. Συχνά μιλάν γι' αυτή. Στη ζωγραφική, στο κέντημα, δεν έχει σημασία. Γιατί όταν κάνεις ένα όμορφο κέντημα, γίνεσαι και μέσα σου όμορφος, κι όταν ένα ομορφότερο, ομορφότερος και μέσα σου.

«Γι’ αυτό όμως πρέπει να μείνεις μόνη, Ινφάντα».

«Μόνη;» είχε ρωτήσει.

Τώρα ξέρει και δε ρωτάει. Ορθώνεται υπερήφανη, αλύγιστη πάνω απ’ το κέντημα με τα παγόνια. Τα μάτια της μέρα με την ημέρα γίνονται πιο μακρινά.

Κάποτε μου είχε φανεί πως είχε στο νου της τον Μάριο, γιατί ροδίζανε τα μαγουλά της όταν άκουγε το σφύριγμα του και τον έβλεπε να παίρνει τον κατήφορο απ’ το δικό του σπίτι στο δικό μας· και γιατί όταν έφτανε, αντί να κάνει αστεία μαζί του σαν εμένα και τη Μαρία, ψιθύριζε ένα βιαστικό καλησπέρα και πήγαινε απάνω στο ατελιέ.

Μια μέρα που την τσάκωσα να τον παρακολουθεί απ’ τις μισάνοιχτες γρίλιες μέχρις ότου τον είδε να χάνεται στη στροφή της λεωφόρου Ανοίξεως, δε βάσταξα και της είπα:

«Ινφάντα, αφού θέλεις να βλέπεις τον Μάριο, γιατί δεν κατεβαίνεις την ώρα που ’ρχεται; Μήπως τον βρίσκεις πιο... ιδανικό από μακριά και μάλιστα με γυρισμένες τις πλάτες;»

«Ανόητη», μου αποκρίθηκε, «κοίταζα τον κάμπο. Ακούς; Μόνο τον κάμπο...»

Δεν ξαναμιλήσαμε γι' αυτό από τότε. Και να ρωτούσα, η Ινφάντα δε θα μου 'λεγε, ποτέ. Εξάλλου μπορεί να ’κανα και λάθος, να μην τον είχε στο νου της, να κοίταζε στ' αλήθεια τον κάμπο.

Όσο για τον Μάριο, είναι φανερό πως μόνο τη Μαρία λογαριάζει. Το κατάλαβα από χρόνια τώρα. Ήμαστε ανεβασμένοι στη μεγάλη συκιά και παίζαμε τα "φρούρια" δίχως να ξέρουμε πως θα 'ταν ο τελευταίος χρόνος που τα παίζαμε, πως μεγαλώναμε μέρα με την ημέρα, ώρα με την ώρα, όταν είδα τον Μάριο ν' αγγίζει το κορμί της Μαρίας κατά λάθος απάνω στο παιχνίδι, να κοιτάει από κάτω καθώς ήταν -γιατί εμείς ήμαστε ψηλά, οι δέσποινες του πύργου, κι εκείνος στη γη, ο κατακτητής- και να χλομιαίνει, να χλομιαίνει...

«Μάριε», του φώναξα, «τι έπαθες;»

«Με πείραξε ο ήλιος», ψέλλισε.

Κι έπειτα από λίγο:

«Δεν ξαναπαίζω τα φρούρια».

Μα ούτε να παλέψει ήθελε πια μαζί της, γιατί ριχνόταν απάνω του ολόσωμη κι όταν δεν τα κατάφερνε αλλιώς, τον δάγκωνε και τον γρατσούνιζε.

Έτσι, από κείνη τη χρονιά πάψανε τα παιχνίδια. Επιδοθήκαμε στη μελέτη και σε σκέψεις σοβαρές. Ο Μάριος έρχεται τώρα αραιά και πού, τ απογεύματα, συγυρισμένος, μ' έναν τόνο κάπως επίσημο. Δε θέλει να του χαλάμε τα μαλλιά όπως τότε. Απ’ τον καιρό μάλιστα που ’γινε φοιτητής, κάνει τον σπουδαίο. Διαβάζει βιβλία χοντρά και βαριά κι όταν του προτείνουμε να πάμε περίπατο ή εκδρομή, μας λέει ότι λυπάται πολύ, αλλά έχει μελέτη ή πρέπει να πάει στην Αθήνα, στα εργαστήρια. Θα γίνει γιατρός ο Μάριος, χειρούργος.

«Η Ιατρική είναι στις φλέβες των Παρηγόρηδων», λέει η κυρία Παρήγορη. Αναφέρει τάχα στα πεταχτά πως μεγάλη είν’ η τύχη μας να γειτονεύουμε: «Γιατί δεν ξέρει ποτέ κανείς, άνθρωποι είμαστε... Μπορεί να τύχει κάτι...»

Δόξα τω Θεώ, τίποτα δεν τυχαίνει. Είμαστε όλοι γεροί. Κι ο παππούς, που είναι εβδομήντα πέντε χρόνων, δεν πάει σε γιατρό. Έχει ένα μεγάλο ιατρικό λεξικό κι άμα αισθανθεί κάτι, τ' ανοίγει, διαβάζει, κάνει μόνος του τη διάγνωση και μόνος του τη θεραπεία. Μόνο της Ροδιάς πονάνε τα πόδια σαν έχει υγρασία. Αλλά γι’ αυτό, λέει ο γιατρός, δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Όπως είναι ανήμπορος να γλυκαίνει τους πόνους της Τασίας, της γυναίκας του περιβολάρη, όταν γεννάει. Και στα τρία της παιδιά μας αναστάτωσε. Ενώ το σπιτάκι τους βρίσκεται στην άκρη του χτήματος, οι φωνές της έφταναν μέχρις εμάς, μέχρι την κάμαρα του παππού, που 'κλεινε πόρτες και παράθυρα κι έβαζε μπαμπάκι στ’ αυτιά του.

Πολύ τη λυπόμουν την καημένη την Τασία. Σαν έβλεπα την κοιλιά της να φουσκώνει μέρα με την ημέρα, μ’ έπιανε αγωνία, μου ’ρχόταν να σκάσω. Σαν να το ’χα εγώ το βάρος στα σπλάχνα μου. Κι η Μαρία ενδιαφερόταν. Πήγαινε κει κοντά την ώρα που την πιάναν οι πόνοι, κρυβόταν στα πυκνά σκοίνα και περίμενε. Σε λίγο έβλεπε να ’ρχεται ο γιατρός και η Καπάταινα. Δεν ήταν μαμή σπουδαγμένη η Καπάταινα, ήξερε όμως από τέτοια, και χωρίς αυτή δε γεννούσε η Τασία. Οι δυο τους ήταν έχθρες, βρίζονταν όλη την ώρα. Ζήλευε η μία την άλλη και στο παραμικρό βρίσκαν αφορμή για καβγά. Όμως τα πράγματα άλλαζαν μόλις η Τασία πατούσε τον όγδοο μήνα. Ετοίμαζε τότε γλυκό του κουταλιού μαστίχα και της το ’στελνε. Της έστελνε και γάλα για τα παιδιά της. Τις παραμονές της γέννας γινόταν κι η επίσκεψη, επίσημη.

«Γιατί έλαβες τον κόπο, καημένη;» ρωτούσε η Καπάταινα.

«Ε... κοντά είμαστε, γειτόνοι. Να μην έρθω να σε δω;»

Κι αλήθεια ήταν δυο βήματα το σπίτι της Καπάταινας, στην άκρη του δάσους. Φτωχό, μισογκρεμισμένο, ένα καμαράκι και μια κουζίνα. Τι να σου κάνει μια γυναίκα με πέντε παιδιά... Ο Καπάτος, ο σύζυγος, περνούσε τη ζωή του στη φυλακή με μικρές διακοπές, σαν παύσεις να πούμε. Μόλις τέλειωνε η ποινή του, φρόντιζε να την ανανεώνει κι οι δικοί του το 'χαν συνηθίσει. «Πού είναι ο πατέρας;» «Στη φυλακή», απαντούσαν τα παιδιά, σαν να λέγαν «στην εξοχή». Κι η μικρή η Κούλα μου ομολόγησε πως περνάν καλύτερα όταν εκείνος λείπει, «γιατί το χέρι του είναι βαρύ και το μάτι του άγριο».

Κρυβόταν λοιπόν η Μαρία κι άκουγε. Στο τελευταίο παιδί μπόρεσε να δει και λιγάκι. Είχε γλιστρήσει με τρόπο στο πλαϊνό μέρος του σπιτιού, στο παράθυρο, την ώρα που εγώ περίμενα με αγωνία παρακάτω να μου πει. Έφτασε αναστατωμένη, κατακόκκινη. Πήγαινε να γελάσει το στόμα της και τα μάτια της δάκρυζαν. Δεν κατάλαβα τίποτε απ’ όσα μου είπε.

Τώρα ο Νώντας, το τελευταίο παιδί της Τασίας, είναι δυο χρόνων κι εμείς κατά δύο χρόνια μεγαλύτερες. Βλέπουμε αλλιώς τα πράγματα. Μόνο η Ινφάντα δεν ξέρουμε πώς τα βλέπει, γιατί εκείνη ποτέ δε μιλάει γι' αυτά.

Τι θα γίνει με την Ινφάντα;

«Είναι η πιο σεμνή κι η πιο όμορφη απ’ όλες σας», λέει η μητέρα. «Θα πάρει τον καλύτερο».

Κι η θεία Τερέζα γελάει αινιγματικά.

 

II

Η μέρα είναι ζεστή, το μυαλό σταματημένο, τα φύλλα ακούνητα - κι η ψυχή και το κορμί. Προσπαθούμε να δώσουμε νόημα στα πράγματα που είναι γύρω μας. Άλλοτε τα πεθαμένα είναι ζωντανά κι άλλοτε τα ζωντανά πεθαμένα. Πάω στις αγελάδες, μου ρίχνουν μια ματιά σαν να με βλέπουν για πρώτη φορά. Στις κότες, μαζεύονται γύρω μου ζητώντας ψίχουλα που δεν έχω. Στον Ρωμαίο, το αγαπημένο άλογο της Ινφάντας, μου γυρίζει τα καπούλια. Κι η πλάκα του τάφου του Μαυρούκου, πάντα δροσερή, είναι καυτή σήμερα. Ο καημένος ο φιλαράκος μου θα καίει κι αυτός από μέσα" Ζεσταινόταν τα καλοκαίρια. Κρεμούσε μια πήχη γλώσσα, λαχάνιαζε κι η φάτσα του μπουλντόγκ έπαιρνε έκφραση τραγική. Ανέβαινε τότε στο πεζούλι της στέρνας περιμένοντας να τον σπρώξω να πέσει μέσα. Γιατί μόνος του δεν είχε το θάρρος.

Απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα της τραπεζαρίας βλέπω τη μητέρα να στρώνει τραπέζι. Ετούτη τη δουλειά την κάνει πάντα μόνη της, με τη μεγαλύτερη προσοχή. Ακουμπάει τα μαχαίρια και τα πιρούνια μαλακά, σαν να 'ναι από γυαλί, οι αποστάσεις με το χιλιοστόμετρο, στη μέση το λαδόξιδο και το αλάτι -το πιπέρι το απαγορεύει ο παππούς, είναι βλαβερό λέει- και το ψωμί κομμένο έτοιμο σε ψάθινο καλαθάκι. Σαν να σκέφτεται όταν στρώνει τραπέζι, σαν να μελετάει την κάθε της κίνηση. Βλέπω το γεμάτο κορμί, τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά που βαραίνουν σε κότσο πίσω στον αυχένα.

«Μητέρα...»

Βέβαια η μέση της έχει φαρδύνει και πιο κάτω είναι αρκετά παχιά. Τα μαγουλά της δεν είναι κόκκινα. Όμως είναι όμορφη ακόμα και νέα.

«Αχ, με τρόμαξες», κάνει. «Πώς μπήκες έτσι, δίχως να σε καταλάβω;»

Και βλέποντας τα γυμνά πόδια μου:

«Πάλι ξυπόλυτη; Πού είναι τα σαντάλια σου;»

Της εξηγώ πως πότιζα και πως ύστερα πήγα στις αγελάδες και στον Ρωμαίο και στις κότες. Για τον τάφο του Μαυρούκου δε λέω τίποτα.

«Όμως δεν... Βαριέμαι, μητέρα, σήμερα. Δεν ξέρω τι έχω, δεν...» Η φωνή μου τρέμει.

«Είσαι άρρωστη;»

Ξαπλώνομαι στον καναπέ, μπρούμυτα. Έρχεται ν' ακουμπήσει το χέρι της στο μέτωπο μου. Θα ’θελα να με σφίξει στην αγκαλιά της, όπως όταν ήμουν παιδί, να θηλάσω απ' το στήθος της. Αφού ξέρει πως άρρωστη δεν είμαι, γιατί ρωτάει; Αν ήθελε, ίσως μιλούσα. Πάει να ρωτήσει, η φωνή της γίνεται ζεστή, γλυκιά, μα πάλι σταματάει. Ένας φόβος υπάρχει πάντα ανάμεσα μας. Δεν μπορούμε να προδώσουμε μυστικά που δεν έχουμε.

«Θα σε πείραξε ο ήλιος», καταλήγει.

Κρίμα, μητέρα... Και θα σου ιστορούσα πολλά για τη χώρα των Χλιμιντρήδων και για τον τάφο του Μαυρούκου και γι' αυτά που βλέπω πάνω απ' την καρυδιά.

«Ροδιά», φωνάζει, «μια λεμονάδα για την Κατερίνα».

Ρίχνει μια ματιά στο τραπέζι. Διορθώνει ένα μαχαίρι που απέχει απ' το πιάτο περισσότερο απ’ τ’ αλλά. Ένας αναστεναγμός βαθύς ξεφεύγει απ' τα στήθια της. Να 'χεις παιδιά δικά σου και να μην ξέρεις τι κρύβουν μέσα τους...

«Τι έχεις, μητέρα;»

«Τίποτα».

«Μα... αναστέναξες».

«Δεν αναστέναξα. Ανάσανα».

Κι έπειτα από λίγο:

«Αυτή την ανησυχία σου δεν καταλαβαίνω. Δεν ξέρω από πού την κληρονόμησες. Κι ο πατέρας κι εγώ είμαστε...»

«Κι η Πολωνέζα γιαγιά;»

Γυρίζει απότομα, τα μάτια της είναι άγρια, δε με κοιτάει όπως η μάνα το παιδί:

«Τολμάς;»

Το αίμα της ανέβηκε στο κεφάλι.

«Ε, λοιπόν, ναι», φωνάζω. «Τη μισείτε όλοι εδώ μέσα. Εγώ όμως την αγαπάω. Γιατί ήταν όμορφη, γιατί έπαιζε μουσική αλλιώτικα από σένα, γιατί ήξερε να καβαλάει ένα άλογο και να τρέχει στα χωράφια».

Κυλιέμαι στον καναπέ σαν μικρό θηρίο. Τρέμει το χείλι μου. Είμαι νευρική, γι' αυτό. Η μητέρα άσπρισε. Ίσως να σκέφτεται πως άδικα θυσιάστηκε, πως έπρεπε να ’χει ξαναπαντρευτεί, να 'χει ξαναφτιάξει καθώς λένε τη ζωή της, αφού έμεινε γι' αυτούς που θαυμάζουνε εκείνη που 'φυγε.

Τη λυπάμαι. Θέλω να πάω να της φιλήσω τα χέρια, να της πω ευχαριστώ, ευχαριστώ...

«Κατερίνα, έλα κοντά μου», ψιθυρίζει. «Κάθισε πλάι, μου. Αφού τα ξέρεις όλα... Δεν πρέπει βέβαια κανείς να κρίνει τους γονείς του, μα δεν ήταν καλή μάνα η Πολωνέζα γιαγιά. Έφυγε μ' έναν άντρα ξένο, γύρισε μαζί του τον κόσμο... Δίχως σπίτι, δίχως πατρίδα...»

«Ήτανε ελεύθερη όμως, ευτυχισμένη».

«Αυτό δεν το ξέρει κανείς. Μα έλα, ησύχασε, κοριτσάκι μου. Ξέρεις, για το κίτρινο φόρεμα, μήνυσα της μοδίστρας να 'ρθει αύριο να σ' το ράψει».

Μου χαϊδεύει τα μαλλιά, με φιλάει. Δεν πρέπει όμως, δεν πρέπει να νικηθώ απ' αυτά.

«Πάντως την αγαπάω», λέω. «Και τίποτα δε θα με κάνει ν' αλλάξω γνώμη».

Εκείνη τη στιγμή ακούμε το κουδουνάκι της πόρτας. Είναι η Λήδα, η μικρή αδερφή του Μάριου.

«Ένα σημείωμα», λέει. «Ο Μάριος προσκαλεί και τις τρεις σας για την άλλη βδομάδα. Μου ’πε όμως το χαρτάκι να το δώσω στα χέρια της Μαρίας, θα περάσουμε ωραία», μου ψιθυρίζει εμπιστευτικά στην εξώπορτα -είναι δεκατριών χρόνων- «θα 'ναι και μεγάλα αγόρια, συμφοιτητές του Μάριου».

Το σπίτι των Παρηγόρη ήταν το τελευταίο της λεωφόρου Ανοίξεως. Δίπατο, μεγάλο, ερχόταν σε αντίθεση με τα γύρω σπιτάκια κι ακόμα διέφερε γιατί δεν είχε ζώα, λαχανικά ή καρποφόρα. Απ’ τη βορινή του πλευρά μια σειρά κυπαρίσσια που κόβουν τους ανέμους, μέσα στον κήπο μιμόζες, ακακίες, λουλούδια κάθε λογής, στο μπρος μέρος ένα πελώριο παρτέρι, στρογγυλό, με χλόη καταπράσινη κομμένη όπως πρέπει, κι από το κέντρο του, ακτινωτά, έξι σειρές τριανταφυλλιές με τριαντάφυλλα κόκκινα, άσπρα, ροζ, κίτρινα κι άλλα που δεν μπορείς να βρεις τι χρώμα έχουν, που σου θυμίζουνε απαλόχρωμο τσάι ή ξεχασμένα σύννεφα κάμποση ώρα μετά τη δύση.

Δυο χρονιές κατά σειρά είχανε πάρει βραβείο τα τριαντάφυλλα της κυρίας Παρηγόρη στην Έκθεση του Άλσους. Κι άλλη μια χρονιά είχε παρουσιάσει έναν κάκτο παράξενο, σαν ανθρώπινο κεφάλι με έκφραση τέρατος. Τ’ αγαπούσε η κυρία Παρήγορη τα λουλούδια. Να σκαλίζει το χώμα τους, να τα ποτίζει, να στολίζει το σπίτι μ' αυτά. Ο κύριος Παρήγορης έλεγε -ήταν το συνηθισμένο του αστείο- πως είχε ερωτευτεί τη γυναίκα του μια στιγμή που την είδε να φτιάχνει ένα Βάζο. Δεν υποπτευόταν βέβαια ότι αυτό είχε συμβεί στ' αλήθεια. Ήταν σε μια συγκέντρωση φιλική. Πρόσεξε τα χέρια της με τα μακριά ωχρά δάχτυλα να παίρνουν ένα μάτσο κυκλάμινα, να το σκορπούν απαλά, αραιά, γύρω σε χαμηλό διάφανο βάζο, μέσ' απ' το νερό τα κοτσάνια τους, σταχτοπράσινα, και πάλι τα μακριά δάχτυλα, ακόμα πιο ωχρά, να κινούνται σαν γυμνό γυναικείο κορμί μέσα σε θάλασσα. Ύστερα από ένα μήνα τη ζήτησε σε γάμο. Η Λώρα ξαφνιάστηκε. Δεν τον αγαπούσε, ούτε τον ήξερε καλά καλά. Η μητέρα της όμως επέμεινε: «Είναι πλούσιος, έχει μέλλον, και καλό παιδί. Βέβαια δεν είμαστε της ίδιας σειράς» -οι Μοντελάνδοι καυχιόνταν πως ήταν απ' τις δυο τρεις πρώτες οικογένειες της Επτανήσου- «όμως οι άνθρωποι της δικιάς μας σειράς ζητάνε προίκα κι εσύ δεν έχεις».

Έτσι έγινε ο γάμος. Εκείνος της πρόσφερε αγάπη και μια άνετη ζωή, εκείνη τις γνωριμίες της στον καλό κόσμο και τα λεπτά ωχρά δάχτυλα της. Συνδυασμός πετυχημένος. Δεν πέρασαν τρία χρόνια κι ο Παρηγόρης ήταν ο πιο γνωστός γιατρός μες στην Αθήνα. Δούλευε πολύ. Νοσοκομείο, επισκέψεις, συμβούλια. Το βράδυ όμως, με τη δύση του ήλιου, του άρεσε να γυρίζει στο σπίτι του στην εξοχή, να ξαπλώνει στην πολυθρόνα του, κοντά στο τζάκι το χειμώνα, στη βεράντα το καλοκαίρι, να καπνίζει το τσιγάρο του παίρνοντας ως μέσα βαθιά του τον καπνό, να βλέπει τη γυναίκα του. Όταν γεννήθηκε ο Μάριος, η ευτυχία του άλλαξε, πήρε άλλη μορφή. Η φωνή της Λώρας, οι κινήσεις της γίναν πιο μακρινές· το κλάμα του αγοριού του, τα πρώτα του βήματα, κοντινά στην ψυχή του. «Τι γλυκό παιδί που είναι», ψιθύριζε. «Το πιο γλυκό παιδί που υπάρχει», άκουγε τη φωνή της γυναίκας του και θύμωνε, γιατί ήθελε μόνο εκείνος να το σκέφτεται και να το λέει.

Όσο για τη Λώρα, την είχαν πολύ απασχολήσει οι σχέσεις της με τον άντρα της στις αρχές του γάμου. Αυτό και το συγύρισμα του σπιτιού της. Ύστερα οι ώρες άρχισαν να περνάν δύσκολα. Το πρωί λίγο διάβασμα, λίγο κέντημα, κοίταγμα τα λουλούδια... Το απόγευμα όμως ατέλειωτο. , Εκείνο το σούρουπο...

Έπρεπε να ’ρθει ο Μάριος. Όταν άκουσε μέσα της το πρώτο χτύπημα, το πρώτο μήνυμα του, της φάνηκε πως είδε μπρος στα μάτια της ένα δρόμο μακρύ, ίσιο και δύσκολο, δίχως παρακλάδια. Ως τώρα το σπίτι των γονιών της, τα βλέμματα των αντρών, όλα ήταν θαμπά. Σαν να μην είχε αποφασίσει αν θα ζούσε ή όχι. Κι ήταν Μεγάλη Παρασκευή απόγευμα όταν άκουσε το μήνυμα τούτο, στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης. Οι καμπάνες της κοντινής εκκλησίας, της Παναγίτσας, ανάγγελναν το θάνατο του Χρίστου κάθε τόσο. Ήταν ακουμπισμένη στο παράθυρο, σκυμμένη, να βλέπει το βαρύ ουρανό. Πάντα σύννεφα τη Μεγάλη Παρασκευή, δεν μπορεί να 'ναι τυχαίο... Όταν ξαφνικά τακ - τακ... Έσκυψε, κοίταξε την κοιλιά της, απόθεσε τα χέρια απάνω της μαλακά και σφιχτά... τακ - τακ... αυτό ήταν. Την πιάσαν τα κλάματα. Έκλαψε με λυγμούς, με φωνές, σαν μικρό παιδί. Από χαρά βέβαια. Όμως κάπου μακριά, σε μια γωνιά της ψυχής της, μια νοσταλγία γι' αυτά που δε θα μπορούσε πια να ζήσει, αφού έβλεπε το δρόμο, τον ένα. Κέρδιζε σε βάθος, έχανε σ' έκταση. Εκείνο το βράδυ ο Γιάννης της έδωσε μια καλή δόση βαλεριάνας. «Η εγκυμοσύνη φέρνει πολλές νευρικές διαταραχές», είπε.

Όταν ο Μάριος έγινε τριών τεσσάρων χρόνων, μπορούσε να τον παίρνει απ' το χέρι και να πηγαίνουν περίπατο. Η ρεματιά ήταν κοντά. Την άνοιξη αγριοκρινάκια άσπρα και μοβ φύτρωναν στις όχθες της και πολυτρίχια όλο το χρόνο. Η κυρία Παρήγορη ξάπλωνε χάμω μ' ένα βιβλίο λίγο παλιάς εποχής -τα πολύ μοντέρνα δεν τα διάβαζε- κι ο μικρός έριχνε χαλίκια στο ρέμα. Είχε προσέξει πως το καθένα τους είχε δικό του ήχο σαν συναντούσε το νερό κι έτσι δε βαριόταν ποτέ το παιχνίδι τούτο. Καμιά φορά του άρεσε να ρίχνει και μικρά κομματάκια άχυρο για να βλέπει το ταξίδι τους. Άλλα γίνονταν ένα με το ρέμα και χάνονταν μακριά, άλλα τα ’παιρνε ο άνεμος πριν προφτάσουν ν' αγγίξουν την υδάτινη επιφάνεια κι άλλα σταματούσαν από καμιά χοντρή πέτρα που τύχαινε να βρεθεί στο δρόμο τους. «Πήγαινε, βοήθησε τα να ταξιδέψουν», του ’χε πει ένα απόγευμα η μητέρα του, βλέποντας τον να κοιτάει περίλυπα τη χοντρή πέτρα που τα σταμάτησε. Αρνήθηκε. Φοβήθηκε πως μπορούσε κι αυτός να 'χει την ίδια τύχη. Ποια απ' τις τρεις; «Δε θέλω να 'σαι δειλός. Το νερό σου φτάνει μέχρι τον αστράγαλο. Έλα». Έμπηξε τα κλάματα, πιάστηκε απ’ το λαιμό της, δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Η Λώρα ένιωσε τα δυο αυτά χέρια να την πνίγουν. Σήκωσε και τα μάτια κι είδε τις δυο όχθες ψηλές, πολύ ψηλές. «Λίγη σουηδική γυμναστική θα ’κανε καλό στον Μάριο», είπε το βράδυ στον άντρα της. «Την κίνηση τη φοβάται μου φαίνεται».

Η Λήδα ήρθε στον κόσμο όταν ο Μάριος ήταν εννιά χρόνων. Ήταν ένα κορίτσι χλομούτσικο, μάλλον ξανθό, με γκρίζα μάτια και δύσκολο χαρακτήρα. Έκανε ό,τι ήθελε, πράγμα που απέλπιζε την κυρία Παρήγορη και διασκέδαζε τον κύριο Παρήγορη. Έτρεχε τα μεσημέρια με τα παιδιά της γειτονιάς να πιάνει τζιτζίκια και χρυσόμυγες και μαζί τους πάλι έκλεβε φρούτα απ' τα γειτονικά περβόλια. Τώρα τελευταία έκανε παρέα με τα παιδιά της Καπάταινας που είχαν ειδικότητα σ' αυτή τη δουλειά. Η κυρία Παρήγορη το ’μαθε, την κλείδωσε μέσα, αλλ' αποτέλεσμα δεν έφερε. Η Λήδα εξακολουθεί τους μεσημεριανούς περιπάτους της. Όσο για τον Μάριο, είναι βυθισμένος στα βιβλία του. Έχει κι ένα σκελετό, ολόκληρο, που πασπατεύει πού και πού. Ετούτες τις στιγμές αποφεύγει να σκεφτεί πως έτσι θα 'ναι από μέσα το κορμί της Μαρίας.

 

Η Ινφάντα δεν αφήνεται στην αγκαλιά του καβαλιέρου της κι η Μαρία αφήνεται πολύ. Φαντασμαγορικός ο κήπος της κυρίας Παρήγορη. Φορώ το κίτρινο φόρεμα μου κι είμαι περήφανη.

«Το χρώμα του μίσους», μου σφυρίζει ο Πέτρος.

«Μήπως ήθελες να φορέσω κόκκινο;»

«Καλά, εσύ δεν αγαπάς κανέναν;»

«Κανέναν», αναστενάζω και τα πέταλα της πικροδάφνης πέφτουν ως τα πόδια μου.

«Εμένα; Λιγάκι;» Περνάει το χέρι του γύρω απ' τη μέση μου.

«Αν θέλεις να χορέψουμε», του λέω, «να σηκωθώ. Αλλιώς τράβα το χέρι σου, γιατί μου φέρνει ζαλάδα όπως όταν έχει τρικυμία».

Γελάει δυνατά.

«Τι αστεία που τα λες», φωνάζει, «τι αστεία που τα λες...»

Πώς μπορούν να ταιριάξουνε βενετσιάνικα φαναράκια με νέγρικα τραγούδια; Κι οι τριανταφυλλιές της κυρίας Παρήγορη να 'ναι ολάνοιχτες, ετοιμοθάνατες, χωρίς φέτος να 'χουνε πάρει βραβείο;

Της Λήδας της ήρθε ιδέα να φορέσει καπέλο πιερότου ενώ δεν είν’ Απόκριες. Δεν μπορεί κανείς να της το εμποδίσει κι είναι πιο ελεύθερη. Το ξέρει. Γι' αυτό το φόρεσε. Θα 'θελα κι εγώ να φορέσω καπέλο πιερότου, αλλά μου λείπει το θάρρος. Θα πρέπει τότε να φιλάω τ' αγόρια, να τ' αφήνω να μου σφίγγουνε τη μέση. Αν δοκίμαζα; Τα πέταλα της πικροδάφνης πέφτουν ως τα πόδια μου. Στο πέρασμα τους αγγίζουνε τα μαλλιά μου και μου γαργαλάν τ’ αυτιά. Γελάω.

«Γιατί γελάς;» ρωτάει ο Στέφανος.

Δεν μπορώ να του πω γαργαλιέμαι, θα το παρεξηγήσει.

«Σκέφτηκα αν ήμαστε όλοι αληθινοί πιερότοι, τι θα γινότανε», λέω.

«Τι θα πει αληθινός πιερότος; Όλοι οι πιερότοι είναι ψεύτικοι».

«Λήδα, έλα να χαιρετήσεις τη γιαγιά σου», φωνάζει η κυρία Παρήγορη.

«Θα γυρίσω αμέσως», λέει η Λήδα στον Αλέκο. «Μη χορέψεις με τη Μαργαρίτα».

Τριάντα βυσσινάδες σ' ένα δίσκο είναι ένα ωραίο θέαμα. Και τριάντα λεμονάδες.

«Τι προτιμάτε;»

«Κι απ' τα δυο».

Παίρνω ένα κόκκινο ποτήρι απ' το δεξί μου χέρι, ένα κίτρινο απ' τ' αριστερό. Ακούς εκεί να μου πει για το φουστάνι μου ο Πέτρος. Ήθελε, βλέπεις, να φορέσω κόκκινο. Ας περιμένει. Ο Στέφανος είναι πιο συμπαθητικός. Αλλ’ είναι με τη Μαρία. Χορεύουνε σαν στρείδια κολλημένα στο βράχο. Η Μαρία ακουμπάει το μάγουλο της στο δικό του με το φυσικότερο τρόπο. Πώς μπορεί να ’ναι τόσο φυσική η Μαρία; Το φόρεμα της, που ’χει το χρώμα της καρδιάς του καρπουζιού, δεν ντύνει το κορμί της. Αλλά γι' αυτό δε φταίει η Μαρία - ό,τι και να βάλει, δεν είναι ντυμένη.

Η Ινφάντα είναι ένας άγγελος. Η Ινφάντα φορεί άσπρα. Γιατί είσαι τόσο συγκρατημένη, Ινφάντα; Γιατί δεν αφήνεσαι στο χορό, στη βραδιά που ’ρχεται; Τ’ αγόρια υποκλίνονται μπροστά της κι αυτή στριφογυρίζει μαζί τους αλύγιστη.

«Οι πολύ όμορφες είναι πάντα κρύες», ψιθυρίζει ο Αιμίλιος στον Μάριο κι εκείνος γυρίζει προς το μέρος της και την κοιτάζει για να μαντέψει.

«Ωραία που χορεύει η Μαρία», ακούω τη φωνή του Στέφανου και βλέπω το βλέμμα του να την παρακολουθεί ανάμεσα στ' άλλα ζευγάρια.

«Έρχεται λίγο βαριά», απαντάω, γιατί ο Στέφανος έχει άσπρα δόντια και το στέρνο του είναι φαρδύ. «Αλλ' από την Ελένη βέβαια είναι καλύτερη».

«Θα 'θελες να χορέψουμε;»

«Γιατί όχι;»

Χοροπηδάμε μαζί με τους άλλους, μ' αρέσουν οι χοροί που είναι σαν τρέλα.

«Έχεις κι εσύ κρανία και τέτοια σαν τον Μάριο;» ρωτάω.

«Όχι», γελάει. «Εγώ σπουδάζω Νομικά».

«Α, Νομικά...»

Σκοτεινιάζει.

«Ν' ανάψουν τα φαναράκια», διατάζει η κυρία Παρηγόρη.

«Είναι ακόμα νωρίς», λέει η Λήδα.

«Όχι, ώρα είναι».

Και στη θεία Τερέζα, που κάθεται μέσα απ' το παράθυρο:

«Νιάτα, καλοκαιρινή βραδιά και σκοτάδι είναι λίγο επικίνδυνο».

Όμως τα φαναράκια είναι μόνο στη βεράντα κι ο κήπος είναι μεγάλος. Σ' όλους έρχεται η ιδέα να επισκεφθούν τον κήπο.

«Μα τέτοια ώρα δε θα δείτε τίποτα», λέει η κυρία Παρήγορη.

«Πώς, πώς», επιμένουν.

Ξεχύνονται όλοι μαζί. Ύστερα χωρίζουν, όπως τα δρομάκια του κήπου. Δυο δυο. Κρυφομιλήματα, χαμηλωμένες φωνές, αγγίγματα... Τα κοριτσίστικα φουστάνια πάνε και χαϊδεύουν τα αγορίστικα παντελόνια, από τον αέρα, τα κοριτσίστικα μαλλιά τα αγορίστικα μέτωπα. Τα κορμιά των κοριτσιών όμως περιμένουν.

«Όταν λούζομαι, είναι φοβερό», λέει η Ελένη. «Δεν μπορώ να συμμαζέψω τα μαλλιά μου».

«Είναι θεσπέσιο», λέει ο Αιμίλιος προσπαθώντας να φιλήσει στα σκοτεινά μια μπούκλα που θαρρετά έφτασε μέχρι το πηγούνι του.

«Μη, μη, θα μας δει ο Νίκος», λέει εκείνη με πνιχτά γέλια.

«Κι εγώ που νόμιζα πως δεν έπρεπε να μας δει ο Στέφανος».

«Τώρα... με τον Στέφανο... Δε βλέπεις;» Και δείχνει πίσω από ένα δέντρο ένα σφιχταγκαλιασμένο ζευγάρι.

Ο Στέφανος κι η Μαρία. Φιλιούνται χωρίς ντροπή. Τους βλέπω κι εγώ κι ο Μάριος. Πώς θα πονάει... Τον πιάνω απ’ το μπράτσο.

«Μάριε», του λέω, «δεν ξέρει τι κάνει· μη νομίζεις...»

Τρέμει ολάκερος.

«Δεν αγαπάει κανέναν», επιμένω. «Είναι που λέει πως θέλει να ζήσει».

«Να ζήσει;»

«Ναι, έχει την ιδέα πως αυτό είναι ζωή».

«Δε βλέπεις τις μέλισσες;» μου λέει. «Πετάν από λουλούδι σε λουλούδι, τρυγάν ό,τι καλύτερο. Τη μισώ, τη μισώ».

«Κι εγώ».

Νιώθω το βλέμμα του Μάριου. Γιατί είπα κι εγώ; Για τον Στέφανο; Ντρέπομαι.

«Επειδή σε κάνει και υποφέρεις», προσθέτω.

«Ινφάντα, Ινφάντα», ακούγεται μια φωνή. Είν’ η θεία Τερέζα. «Πού είναι η Ινφάντα;» ρωτάει με αγωνία.

«Μα... κάπου εδώ· τι συμβαίνει;»

«Τίποτα, ένα πανωφοράκι της έφερα, ήτανε χτες κρυωμένη».

Δε θυμάμαι τέτοιο πράγμα.

«Ινφάντα, Ινφάντα».

Τη βρίσκουμε καθισμένη σ' ένα παγκάκι με τον Αιμίλιο και τον Νικήτα.

«Για τι μιλούσατε;» ρωτάει η θεία Τερέζα.

«Για τ' άλογα», λέει ο Νικήτας. «Τα ξέρει τόσο καλά η Ινφάντα».

«Και τρέχει...» λέω εγώ. «Να ’ρθείτε μια μέρα να παραβγείτε μαζί της».

Η θεία Τερέζα μου ρίχνει μια άγρια ματιά. Η Ινφάντα χαμογελάει. Τι όμορφη που είναι, Θεέ μου, τι όμορφη... Μες στο μισοσκόταδο, με το λευκό της φόρεμα και το μακρύ λαιμό της, φαντάζει σαν κύκνος. Έχει σηκώσει και τα μαλλιά, ο αυχένας της πάει να γίνει γυναικείος. Αφήνει το γαλάζιο παλτό να πέσει στους ώμους της. Με την παλάμη του δεξιού χεριού της αφηρημένα το χαϊδεύει· γιατί έχει μαλακό ύφασμα το γαλάζιο παλτό, σαν γούνα γάτας.

«Ουφ, ζεσταίνομαι», λέει έπειτα από λίγο, το πετάει στον πάγκο, σηκώνεται και προχωρεί προς τη βεράντα αφήνοντας τη θεία Τερέζα με τα δυο αγόρια.

Γιατί είσαι τόσο συγκρατημένη, Ινφάντα, γιατί, αφού αυτό σε πονάει;

Το κρασί είναι δυνατό.

«Ένα μεζεδάκι;» λέει η κυρία Παρήγορη. «Ένα μεζεδάκι;»

Μας κόβονται τα γόνατα κι είμαστε ευτυχισμένοι. Τραγουδάμε: «Μην είδες την Ξανθούλα...» Και στο ραδιόφωνο μια Αμερικάνα παίζει με το ρυθμό. «Την είδα ψες αργά...» Και πάλι η Αμερικάνα. «Που πήρε τη βαρκούλα...» Η Αμερικάνα φτάνει στο ζενίθ. «Να πάει στην ξενιτιά...» Η φωνή της σπάζει, λυγμός. Καημοί κι εδώ, καημοί κι εκεί. Ένα φεγγάρι πορτοκαλί ξεπροβάλλει απ’ το βουνό, πέφτει στις απέναντι καλαμιές, το ρυάκι τρέχει, τα βατράχια αρχίζουν το τραγούδι, μια κουκουβάγια μπήζει μια στριγκλιά και κάθεται στη σκεπή. Να ’παιρνα όλ’ αυτά, να τα ’κλεινα στην αγκαλιά μου, ή να με κλείναν εκείνα στη δικιά τους... Κάτι φουσκώνει μέσα μου, φουσκώνει, φουσκώνει... Αναστενάζω.

«Τι έχεις, Κατερίνα; Είσαι λυπημένη;» με ρωτάν.

«Όχι», απαντάω.

Ευτυχισμένη, θα ’λεγα στ’ αυτί του Μαυρούκου αν ζούσε, γιατί κι εκείνος κατέβαζε πολλές φορές το κεφάλι του τα δειλινά, το ’βαζε ανάμεσα στα πόδια κι αναστέναζε βαθιά. Μέσα του, κι αυτουνού, κάτι θα φούσκωνε και θα ξεχείλαγε.

«Είναι ώρα να φύγουμε», λέει η θεία Τερέζα.

Πάντα να φεύγει κανείς την καλύτερη στιγμή...

«Ήταν θαυμάσια», λέμε στην κυρία Παρήγορη. «Θαυμάσια».

«Καληνύχτα».

«Καληνύχτα».

Στο δρόμο για το σπίτι είμαστε σιωπηλές.

«Το φόρεμα της Ελένης δε μ' άρεσε διόλου», λέει η Μαρία την ώρα που κοντεύουμε να φτάσουμε.