Βηλαράς Ιωάννης
 
Βιογραφία
 

Γεννήθηκε στα Κύθηρα στα 1771 και μεγάλωσε στα Γιάννινα, όπου και έζησε και έδρασε για όλη του σχεδόν τη ζωή. Μητέρα του ήταν η Τάρσα από την Πελοπόννησο και πατέρας του ο γιατρός Στέφανος Βηλαράς, ο οποίος του δίδαξε και τα πρώτα γράμματα. Στα 1789, ημερομηνία έναρξης της Γαλλικής Επανάστασης, σε ηλικία 18 χρονών φεύγει στην Πάντοβα για να σπουδάσει ιατρική. Εκεί και στη γειτονική Βενετία αναπνέει έντονα τον επαναστατικό αέρα που πνέει από το Παρίσι και γεμάτος ενθουσιασμό και ελπίδα ότι σύντομα και η πατρίδα του θα απελευθερωθεί, συμμετέχει σε συνωμοτικές συγκεντρώσεις μαζί με άλλους συμπατριώτες του. Οι συγκεντρώσεις αυτές γίνονται γρήγορα αντιληπτές από τις βενετικές αρχές, γι’ αυτό και συλλαμβάνεται με τον φίλο του Ιωάννη Κρασσά, φυλακίζεται και περνάει δύσκολες ώρες. Τον ίδιο χρόνο τα στρατεύματα του Ναπολέοντα καταλαμβάνουν τη Βενετία. Ο αγώνας του Βηλαρά και των φίλων του τώρα δικαιώνεται.

Το 1801 παίρνει το πτυχίο της ιατρικής και φιλολογίας από την Ακαδημία της Πάντοβας και επιστρέφει στην πατρίδα του. Αμέσως γίνεται γιατρός του Βελή, γιου του Αλή πασά, τον οποίο ακολουθεί σε διάφορες εκστρατείες του στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία και αλλού.

 

Στον ελεύθερό του χρόνο γράφει στίχους και έτσι από το 1812 έως το 1815, περίοδο κατά την οποία βρισκόταν στην Τριπολιτσά, έγραψε τα ποιήματα Ωδή και Παρωδία της Τριπολιτσάς. Παράλληλα με τη συγγραφή στίχων, καταπιάνεται με τις μεταφράσεις κλασικών έργων της αρχαιότητας και μελετάει ένα νέο σύστημα στη γραφόμενη γλώσσα. Φλογερός υποστηρικτής της δημώδους γλώσσας επιδίωκε την πλήρη εφαρμογή της στον γραπτό και προφορικό λόγο, γι’ αυτό και έβαλε σκοπό να αποδείξει τις τεράστιες δυνατότητές της στη λογοτεχνία και στον πεζό λόγο γενικότερα. Πέρα από την ποίηση, την χρησιμοποιεί στις μεταφράσεις των αρχαίων συγγραφέων, μαχόμενος εναντίον της πρόληψης ότι η γλώσσα του λαού δεν μπορεί να αποδώσει υψηλά νοήματα. Παράλληλα, προχωρεί σε απλοποίηση της γραπτής γλώσσας με βάση τη φωνητική γραφή. Καρπός της μακρόχρονης προσπάθειάς του είναι το βιβλίο Η Ρομεηκη γλοσα, που είναι και το μοναδικό έργο που εκδόθηκε όσο ζούσε. Γράφει χαρακτηριστικά για την αξία της δημοτικής μας γλώσσας: « […] η απλή μας γλώσσα έχει αστείρευτους θησαυρούς από χάρες και νοστιμάδες, μόνε η πρόληψις, όπου κυριεύει τον νουν εκείνων, όπου έπρεπε να ξεθάφτουν αυτά τα πλούτη, τους έκανε να την αμελήσουν και να την καταφρονέσουν, δίχως κανένα δίκαιον στον κόσμον».

 

Τον Αύγουστο του 1815 επιστρέφει στα Γιάννινα, επιθυμώντας μια πιο ήρεμη ζωή. Εκεί, εξασκεί το επάγγελμα του γιατρού και γίνεται παράλληλα γιατρός του γυναικωνίτη του Βελή. Από τη θέση εκείνη βοηθά με κάθε τρόπο τους συμπατριώτες του, όποτε τον έχουν ανάγκη. Εκτός από γιατρός όμως ήταν καλός βοτανολόγος και φαρμακοποιός και διατηρούσε δικό του φαρμακείο στην πόλη των Ιωαννίνων. Είναι ο πρώτος που έγραψε επιγραφές φαρμάκων και ιατρικές συνταγές στα απλά ελληνικά, γενικεύοντας έτσι την χρήση της νεοελληνικής γλώσσας.

 

Το 1820, όταν ο σουλτανικός στρατός πολιορκούσε τα Γιάννινα, έχασε όλη την περιουσία του και αναγκάστηκε να καταφύγει στο Τσεπέλοβο του Ζαγορίου μαζί με την οικογένειά του. Την ίδια εποχή φαίνεται πως είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία και έτσι μαζί με άλλους φίλους του ανέλαβε την ευθύνη της διάδοσης των σκοπών της στην  Ήπειρο. Οι κακουχίες και η ψυχική ταλαιπωρία, ωστόσο, τον οδήγησαν γρήγορα στο θάνατο. Το 1823 πέθανε έρημος και φτωχός.

 

Ο Αθ. Πολίτης ανέλαβε το 1827 να εκδώσει στην Κέρκυρα μια συλλογή ποιημάτων και πεζών του ποιητή και μια μετάφραση της «Βατραχομυομαχίας» με τίτλο Ποιήματα και πεζά τινά. Τα ποιήματα είναι λυρικά και σατιρικά και έχουν σαφείς επιδράσεις από τον Ανακρέοντα, τον Αθανάσιο Χριστόπουλο και την ιταλική ποίηση της παρακμής. Σε ορισμένα από αυτά βλέπουμε επίσης σαφείς επιδράσεις από τη δημοτική μας ποίηση.