Βιζυηνός Γεώργιος
 
Βιογραφία
 

 

O Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Στο χωριό του χρωστάει και το επώνυμο που του δόθηκε αντί του πραγματικού Μιχαηλίδης. Πολύ νωρίς ορφάνεψε από πατέρα και γνώρισε τον πόνο και τη φτώχια, καθώς η μητέρα του αγωνιζόταν ολομόναχη να μεγαλώσει τα τέσσερα παιδιά της. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε μέσα στη στέρηση, παρέα με φτωχούς βοσκούς και αγρότες της Βιζύης και κοντά στην μητέρα του που την αγαπούσε πολύ και την έκανε ηρωίδα στα περισσότερα έργα του. Οι εικόνες των παιδικών του χρόνων στην ιδιαίτερη του πατρίδα, τα πρόσωπα και τα πράγματα, οι δυσκολίες, η ομορφιά του τοπίου και η οικογένειά του τον ακολουθούσαν σε όλη του τη ζωή, ακόμη και όταν βρισκόταν εκτός Ελλάδας.

 

Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε ο Βιζυηνός στο χωριό του, αλλά πολύ νωρίς, για να αντιμετωπίσει τις βιοτικές του ανάγκες, πήγε στην Πόλη κοντά στο ραφτάδικο του θείου του. Στην Πόλη είχε την τύχη να βρει τίμιους και ισχυρούς προστάτες, οι οποίοι τον βοήθησαν να μορφωθεί και να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Η γνωριμία του με τον Μητροπολίτη Κύπρου Σωφρόνιο τον οδήγησε στην απόφαση να μεταβεί στην Κύπρο με σκοπό να γίνει κληρικός. Η ζωή του κληρικού όμως φαίνεται να ήταν κάτι που δεν τον εξέφραζε, γι’ αυτό και εγκατέλειψε την Κύπρο, επανήλθε στην Πόλη και συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή της Χάλκης. Με τη καθοδήγηση και την παρότρυνση του καθηγητή του και ποιητή Ηλία Τανταλίδη δημοσίευσε το 1873 την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιητικά πρωτόλεια, η οποία προκάλεσε το ενδιαφέρον των ανθρώπων των Γραμμάτων της εποχής του και έτσι έγινε δεκτός στους φιλολογικούς κύκλους της Πόλης.

 

Με την οικονομική στήριξη του πλούσιου ομογενή Γεωργίου Ζαρίφη μετέβη στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή. Στην Αθήνα έρχεται σε επαφή με τους πνευματικούς κύκλους και το 1874 αποστέλλει το επικολυρικό ποίημα Κόδρος στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό όπου και βραβεύεται. Την ίδια επιτυχία στον ίδιο διαγωνισμό είχε και μια καινούρια ποιητική συλλογή με τον τίτλο Άραις, μάραις, κουκουνάραις ή Βοσπορίδες αύραι. Ο Βιζυηνός, επηρεασμένος από τον δάσκαλό του Τανταλίδη, χρησιμοποιεί στα ποιήματά του καθαρεύουσα, με σπάνιες παραχωρήσεις στη δημοτική. Εκεί όπου μερικές φορές χρησιμοποιεί δημοτική δείχνει ένα πηγαίο αίσθημα και μια λεπτότατη ποιητική, που θυμίζει δημοτικό τραγούδι.

 

Το 1875, επειδή δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή, εγκαταλείπει την Αθήνα και πηγαίνει στη Γοττίγγη της Γερμανίας για να σπουδάσει φιλοσοφία. Δύο χρόνια αργότερα φοιτά στο πανεπιστήμιο της Λειψίας και γίνεται διδάκτωρ του ίδιου πανεπιστημίου (1881), με τη διατριβή Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική. Το 1882 μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου γνωρίζεται με τον Δημήτριο Βικέλα, ο οποίος και τον ωθεί στη συγγραφή διηγημάτων.

 

Το πρώτο διήγημα του Βιζυηνού είναι το Το αμάρτημα της μητρός μου που δημοσιεύτηκε στην Εστία το 1883 με τη βοήθεια και τη συμπαράσταση του Βικέλα. Με το έργο αυτό, που ξεχωρίζει για την ψυχογραφική του διάσταση, ο Βιζυηνός άνοιξε ουσιαστικά το δρόμο της ηθογραφίας. Πρόκειται για την εξιστόρηση ενός οικογενειακού δράματος με κεντρική μορφή τη μητέρα του αφηγητή. Η μητέρα του αφηγητή άθελά της στον ύπνο της καταπλάκωσε τη μικρή κόρη της και το «αμάρτημα» αυτό τη βασανίζει σε όλη της τη ζωή. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, η μυθιστορηματική πλαστικότητα των χαρακτήρων, οι δραματικές συγκρούσεις και η άρτια δομή και τεχνική αποτελούν τα βασικά γνωρίσματα του έργου.

 

Σημαντική επίδραση στο λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού έπαιξε η γνωριμία του με το φιλόσοφο και τεχνοκριτικό Πέτρο Βράιλα Αρμένη στο Λονδίνο, ο οποίος τον ώθησε να μελετήσει την επτανησιακή λογοτεχνία, από την οποία επηρεάστηκε βαθιά. Την ίδια περίοδο εξέδωσε την ποιητική συλλογή Ατθίδες Αύραι, που είναι από τα κυριότερα ποιητικά του έργα. Σε διάστημα ενός χρόνου (1883 - 1884)  εξέδωσε  το μεγαλύτερο μέρος των διηγημάτων του: Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου, Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, Πρωτομαγιά. Σε όλα αυτά τα έργα του, αλλά και στο τελευταίο του Ο Μοσκώβ Σελήμ (1895) ο Βιζυηνός αντλεί το αφηγηματικό του υλικό κυρίως από τις προσωπικές και οικογενειακές μνήμες, από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερή του πατρίδα, τη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, ενισχυμένο από το στέρεο υπόβαθρο της παιδείας του και την επιστημονική γνώση της ψυχολογίας. Η γλώσσα των διηγημάτων του Βιζυηνού είναι η απλή καθαρεύουσα, ενώ για τους διαλόγους χρησιμοποιεί τη δημοτική ή ακόμη και ιδιωματικούς τύπους από την περιοχή της Θράκης. Τα διηγήματά του άρχισαν να γίνονται αντικείμενο ενδιαφέροντος μόνο μετά τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο το 1892.

 

Μετά το θάνατο του φίλου και ευεργέτη του Ζαρίφη, το 1885 γίνεται πανεπιστημιακός στην έδρα της φιλοσοφίας, αφού είχε υποβάλει τη διατριβή Η φιλοσοφία του καλού παρά τω Πλωτίνω. Ο Βιζυηνός, νους κριτικός, ιδιοφυής και φιλέρευνος διδάσκει, μεταφράζει τις γνωστότερες ευρωπαϊκές μπαλάντες, συγγράφει ψυχολογικές και λαογραφικές μελέτες, τραγούδια, παιδική λογοτεχνία.

 

Παρά την προσφορά του στη ψυχολογική επιστήμη και έρευνα, το κατεστημένο της Φιλοσοφικής Σχολής έδειξε αδιαφορία και έλλειψη ανταπόκρισης. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το οικονομικό πρόβλημα που είχε μετά το θάνατο του φίλου και ευεργέτη του Γ. Ζαρίφη τον οδήγησαν στην σταδιακή διατάραξη του ψυχικού του  κόσμου και στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο.  Τα τελευταία δύσκολα χρόνια της ζωής του πέρασαν υπό το κράτος της ψυχικής του νόσου η οποία τον οδήγησε στο θάνατο το 1896.