Σικελιανός Άγγελος
 
Βιογραφία
 

 

Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1884. Τελείωσε το γυμνάσιο στα 1900 και τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στην Νομική Σχολή της Αθήνας χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες, όπως ο Ντ’ Αννούντσιο. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο.

 

Εμφανίστηκε στην ποίηση το 1909 με τον Αλαφροΐσκιωτο, μια λυρική αυτοβιογραφία του νέου ποιητή. «Η εντύπωση ήταν εξαιρετική», παρατηρεί ο κριτικός Μάρκος Αυγέρης στη μελέτη του για τον ποιητή, «ανάδειξε τον Σικελιανό αμέσως και τον έκανε σχεδόν ένδοξο. Ξαφνικά παρουσιαζόταν ένας ποιητής πλούσια προικισμένος, ένας πάνοπλος τεχνίτης που άνοιγε τολμηρά καινούριους ρυθμούς». Ο Αλαφροΐσκιωτος είναι ένας ύμνος στη φύση. Το ποίημα, γραμμένο, όπως σημειώνει ο ποιητής, «την άνοιξη του 1907 στην Λιβυκήν έρημο», ζωντανεύει σε ποιητικές εικόνες τις εμπειρίες του από τη φύση του νησιού του.

 

Ο Σικελιανός, που στάθηκε σε ολόκληρη τη ζωή του ένας οραματιστής, επηρεάστηκε από το συμβολισμό και ακολούθησε, κατά κάποιο τρόπο, την παράδοση του Παλαμά. Η τέχνη αποτελούσε και γι’ αυτόν σημείο αναφοράς στη ζωή του. Πίστευε ότι ο ποιητής διαδραματίζει μέσα στον κόσμο το ρόλο του αθλητή, του ασκητή, του προφήτη και του δημιουργού. Πίστευε επίσης ότι ο ποιητής είναι εκείνος που μπορεί να εκπροσωπήσει νόμιμα το λαό.

 

Στο δεύτερο τετράτομο έργο του Πρόλογος στη ζωή (1915 – 1917), που περιλαμβάνει τις πέντε περίφημες «Συνειδήσεις», αρχίζει η μεγάλη δημιουργική περίοδος του Σικελιανού. Στο έργο αυτό ο ποιητής προσπαθεί να εξάρει, με μια σπάνια ευαισθησία και ένα λαμπρό ποιητικό λόγο, τις αιώνιες ελληνικές αξίες και να συνδέσει το Έθνος με αυτές. Στις «Συνειδήσεις» εκδηλώνεται ο βαθύτατος μυστικισμός του, που για πολλά χρόνια θα αποτελέσει το κέντρο βάρους της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

 

Ο Σικελιανός εμπνεύστηκε από την αρχαία Ελλάδα και τις μυστηριακές λατρείες των Ελευσινίων και των Ορφικών. Πίστεψε πως ο άνθρωπος ανήκει σε ένα σύμπαν ενιαίο και οραματίστηκε μια ενιαία παγκόσμια θρησκεία που θα περιλαμβάνει στοιχεία από την αρχαία ελληνική και τη χριστιανική. Με το ποίημά του Μήτηρ Θεού (1917) εγκαινίασε  την περίοδο της ωριμότητάς του. Η Θεοτόκος συνδέεται με τις μεγάλες Μητέρες - Θεότητες των μητριαρχικών θρησκειών, που ένωναν αρμονικά τη ζωή και το θάνατο. Στο ίδιο κλίμα κινείται και το μακροσκελές ποίημα Πάσχα των Ελλήνων (1917/1918), ενώ στο ποίημα Ιερά οδός (1935) προφητεύει την ώρα της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τον πόνο περιγράφοντας τη σκηνή ενός γύφτου με δύο αρκούδες που τις βάζει να χορέψουν.

 

Αποβλέποντας στη λύτρωση του ανθρώπου μέσα από το αρχαίο ελληνικό πνεύμα ο Σικελιανός διοργάνωσε στο χώρο του Μαντείου των Δελφών, που ήταν ο «Ομφαλός της γης», τις πρώτες «Δελφικές εορτές» και ανέβηκαν τραγωδίες, όπως ο Προμηθέας Δεσμώτης (1927) και οι Ικέτιδες του Αισχύλου (1930). Ψυχή της εκτέλεσης αυτής ήταν η πρώτη γυναίκα του Εύα Πάλμερ, Αμερικανίδα στην καταγωγή, η οποία βασίστηκε στους ιδιαίτερους τρόπους της βυζαντινής μουσικής και ύφαινε η ίδια τα κοστούμια των χορευτών. Επρόκειτο για την πρώτη προσπάθεια να παρασταθεί η τραγωδία στον φυσικό της χώρο, στο αρχαίο θέατρο. Η προσπάθεια όμως αυτή τελικά απέτυχε και οι Εορτές κατέληξαν σε οικονομική καταστροφή. Η Εύα επέστρεψε στην Αμερική για να γυρίσει πάλι στην Ελλάδα το 1952, χρονιά του θανάτου της (τάφηκε στους Δελφούς).

 

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Σικελιανός στράφηκε στη συγγραφή τραγωδιών. Την εποχή αυτή ο Σικελιανός συνθέτει τους Επίνικους Β΄, ποιήματα εμπνευσμένα από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την Κατοχή, τα περισσότερα από τα οποία κυκλοφορούσαν κρυφά και αποτελούσαν, όπως σημειώνει ο Λίνος Πολίτης, «ένα είδος αντίστασης». Οι τραγωδίες του Σικελιανού, Δαίδαλος στην Κρήτη, ο Χριστός στη Ρώμη, ο Θάνατος του Διγενή, η Σίβυλλα, έχουν ως βασικό τους θέμα τη σύγκρουση του πνεύματος με την ύλη.

 

Γνήσια και μεγάλη λυρική φωνή, ο Σικελιανός αγάπησε την Ελλάδα και η αγάπη του αυτή είναι διάχυτη και στο έργο του. Όταν αναφέρεται στη σύγχρονη Ελλάδα, το φως της, τα τοπία της, τη γραμμή της, τους ανθρώπους της, είναι φωτεινός, ξεκάθαρος, όλο λαμπρές εικόνες. Υπάρχει όμως και o φιλοσοφικός Σικελιανός, που βυθίζεται στη θρησκευτική αρχαιότητα, στα μεταφυσικά οράματα, στη χριστιανική πίστη. Εκεί γίνεται βαθύς, δύσκολος, απλησίαστος.

 

Η γλώσσα του είναι ρωμαλέα πάντοτε και η στιχουργική του δεξιοτεχνία είναι ολοφάνερη. Είτε εκφράζεται με τα μέσα της παράδοσης, είτε γράφει σε ελεύθερο στίχο, νιώθεις τον μεγάλο τεχνίτη, για τον οποίο δεν υπάρχουν δυσκολίες ή μυστικά του στίχου. Αλλού απρόσιτος και πυκνός, άλλού λιτός και διαυγής, είναι πάντοτε ο γεννημένος ποιητής.

 

 «Ο Σικελιανός», σημειώνει ο  Παντελής Πρεβελάκης, «στάθηκε ο παιδευτής και συνάμα ο λυτρωτής μας. Η ποίησή του, όπως και κάθε μεγάλη ποίηση, αποκαλύπτει εις μέγεθος ανθρώπινα συναισθήματα. Κοινές εκφράσεις ευγενίζονται μέσα στο λόγο του και υψώνονται σε αθάνατη σφαίρα».