Κάλβος Ανδρέας
 
Βιογραφία
 

Γεννήθηκε στην Ζάκυνθο. Η μητέρα του ήταν από αρχοντική οικογένεια ενώ ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός, ναυτικός και έμπορος, τύπος τυχοδιωκτικός που εγκατέλειψε τη γυναίκα του και ζούσε με τα παιδιά του στην Ιταλία από το 1802. Οι συνεχόμενες οικογενειακές προστριβές και ειδικά η απομάκρυνση από την μητέρα του, επηρέασαν βαθιά την ευαίσθητη ψυχή του νεαρού Ανδρέα.

 

Στο Λιβόρνο, όπου εγκαταστάθηκε ο πατέρας του, ο Κάλβος άρχισε να σπουδάζει πιο συστηματικά και να ολοκληρώνει τη μόρφωσή του. Παράλληλα, μελετάει αρχαίους συγγραφείς και γράφει ποίηση στα ιταλικά. Εκεί γνώρισε τον συμπατριώτη του ποιητή Ούγο Φόσκολο, ο οποίος έγινε ο δάσκαλος και καθοδηγητής του. Ο Φόσκολο ενθουσιάζεται από το ταλέντο του Κάλβου και τον γνωρίζει με κύκλους λογίων, ενώ αργότερα τον πήρε μαζί του πρώτα στην Ελβετία και μετά στο Λονδίνο ως γραμματικό. Το 1820 διακόπτεται απότομα η φιλία τους μετά από προσωπική διαμάχη, ενώ εν τω μεταξύ μια σειρά από αρνητικά γεγονότα, όπως ο θάνατος της μητέρας του, της γυναίκας του και της κόρης του, επηρεάζουν δραματικά την ψυχολογική του κατάσταση. Αναγκάζεται να κάνει μεταφράσεις και να παραδίδει μαθήματα για να ζήσει. Το 1821 πηγαίνει στην Ιταλία, όπου μυείται στον Καρμποναρισμό, γι’ αυτό και φυλακίζεται.

 

Η ελληνική Επανάσταση του 1821 τον συγκινεί και τον εμπνέει, γι’ αυτό και αισθάνεται την ανάγκη να την εξυμνήσει. Γράφει τις πρώτες του δέκα ωδές, τις οποίες δημοσιεύει το 1824 στην Ελβετία με τον τίτλο Λύρα και αργότερα, το 1826 στο Παρίσι τυπώνει άλλες δέκα με τον τίτλο Λυρικά. Αυτό είναι και το σύνολο της παραγωγής του στα ελληνικά.

 

Λόγω του φιλελεύθερου χαρακτήρα των ποιημάτων του παρακολουθείται στενά από την αστυνομία γι’ αυτό και αναγκάζεται να φύγει από τη Γαλλία και το 1827 φτάνει στην Κέρκυρα, όπου έζησε μέχρι και το 1852. Εντελώς ξαφνικά φεύγει για την Αγγλία όπου ξαναπαντρεύεται και με την Αγγλίδα γυναίκα του διευθύνει ένα παρθεναγωγείο, ενώ παράλληλα μεταφράζει βιβλία για την αγγλικανική εκκλησία. Το Νοέμβριο του 1869 αφήνει την τελευταία του πνοή.

 

Κεντρική ιδέα στην ποίηση του Κάλβου είναι η αρετή όχι μόνο με την αρχαιοελληνική έννοια της ανδρείας και τη χριστιανική της αγάπης, αλλά και με τη κοινωνική της διάσταση, που παρακινεί τον άνθρωπο στην επιδίωξη του κοινού καλού. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος τον χαρακτηρίζει ποιητή «της ηθικής ιδέας καθώς διαπλάστηκε μέσα στο χώρο της ιστορίας», αφού «την ενσάρκωσε σε μιαν ηρωική πράξη, στην Επανάσταση του ’21». Αισθάνεται βαριά την ευθύνη να εξυμνήσει την Επανάσταση και την Ελλάδα που αναγεννιέται αποτινάζοντας τον τουρκικό ζυγό.  Ο Ιερός Λόχος, η σφαγή της Χίου, η καταστροφή των Ψαρών κ.ά. αποτελούν τις πηγές της έμπνευσής του και όλα σχεδόν τα ποιήματά του αναφέρονται στην Επανάσταση. Εξυμνώντας τους αγώνες των Ελλήνων, ταυτόχρονα ευαισθητοποιεί τους Φιλέλληνες, αφού τα ποιήματά του τα συνοδεύει με γαλλική μετάφραση, και κάνει γνωστό στην Ευρώπη τον ηρωικό τους αγώνα του αγωνιζόμενου για την ελευθερία ελληνικού έθνους.

 

Οι υψηλές ιδέες του Κάλβου εκφράζονται με μιαν εντελώς ιδιότυπη μεικτή γλώσσα, όπου τα δημώδη στοιχεία συμπλέκονται με αρχαίες λέξεις και νεολογισμούς. Οι επιδράσεις από τον νεοκλασικισμό αλλά και το ρομαντισμό της εποχής του είναι διάχυτες στις ωδές του με έναν ξεχωριστό τρόπο στο περιεχόμενο, στη δομή και στη στιχουργία των ποιημάτων του. Επίσης, η μακρόχρονη επαφή με τον Ούγο Φόσκολο όπως και η ιταλική ποίηση γενικότερα επηρέασαν σημαντικά την ποιητική του έκφραση. O Γιώργος Σεφέρης, αναφερόμενος στη σχέση του ποητή με τη γλώσσα, σημειώνει «Η σχέση του ποιητή με την γλώσσα είναι σαν τον άνθρωπο με τον ήλιο. Ο ποιητής ζει και δημιουργεί πάνω στο αχτινωτό τούτο υφάδι, ανάμεσα στο θάνατο και το φως. (…) Γαντζωμένος πάνω στη γλώσσα, ακολουθεί τα πλεγμένα κλωνιά της ως τα βασίλεια του θανάτου, όπου δεν βλέπει παρά σκιές. Και πάλι χωρίς να χάνει την πίστη του, συνεχίζει αυτήν την πρόοδο, σίγουρος πως αυτή η κλωστή θα τον οδηγήσει στο φως». Η ιδιοτυπία στη γλώσσα ίσως να ήταν και ο λόγος που για αρκετά χρόνια αγνοήθηκε η ποίησή του. Πρώτος ο Παλαμάς το 1888 μίλησε με θερμά λόγια για την ποίηση του Κάλβου, γεγονός που την έκανε γνωστή στις νεότερες γενιές. Έκτοτε, έχει κατακτήσει μια υψηλή θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.