Ελύτης Οδυσσέας
 
Βιογραφία
 

Ο Οδυσσέας Ελύτης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη, γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης, είχε όμως καταγωγή από τη Μυτιλήνη. Μαθητής ακόμα εκδήλωσε τα πρώτα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Δεκαέξι ετών γνωρίζει την ποίηση του Καβάφη. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Φιλολογία στο Παρίσι.

Το 1929 είναι η χρονιά που πραγματοποιείται η μεγάλη του στροφή στην ποίηση. Διαβάζει Ελυάρ και Λόρκα και ανακαλύπτει τον υπερρεαλισμό. Ο υπερρεαλισμός έδρασε απελευθερωτικά στην αρχή της ποιητικής του δημιουργίας. Το 1934 γράφει τα Πρώτα ποιήματα που αργότερα θα παρουσιαστούν στους Προσανατολισμούς (1939). Την επόμενη χρονιά, το 1935, θα γνωρίσει τον Ανδρέα Εμπειρίκο και θα ταξιδέψουν μαζί στη Μυτιλήνη. Εκεί θα ανακαλύψει τη ζωγραφική του Θεόφιλου, από την οποία θα επηρεαστεί ιδιαίτερα. Την ίδια χρονιά, μέσω του ποιητή Σαραντάρη, συναντά τους Σεφέρη, Κατσίμπαλη, Θεοτοκά και Καραντώνη που εκδίδουν το περιοδικό Νέα Γράμματα. Στο 11ο τεύχος του περιοδικού αυτού, που φιλοξένησε στις σελίδες του τους περισσότερους λογοτέχνες της Γενιάς του Τριάντα, θα δημοσιεύσει μια σειρά ποιημάτων με το ψευδώνυμο «Ελύτης».

 

Από το 1935 ως το 1940 ο Οδυσσέας Ελύτης δημοσίευσε κείμενα που ανακινούσαν το ζήτημα του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, ζήτημα που είχε προκύψει με την «Υψικάμινο» του Ανδρέα Εμπειρίκου. Η ιδιαιτερότητα της ποιητικής του φωνής, θα επιβεβαιωθεί με την έκδοση της συλλογής Ήλιος ο πρώτος (1943).

 

Ο ποιητής, που υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, το 1945 δημοσίευσε στο περιοδικό Τετράδιο το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Ο νεκρός ήρωας ανασταίνεται μέσα στην ανοιξιάτικη ελληνική φύση. Ο πόλεμος συγκλονίζει τον ποιητή, ο οποίος μεταφέρει την ποίησή του περισσότερο από το εγώ στο εμείς και ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για το ελληνικό ιστορικό παρελθόν. Από το 1948 έως το 1952 διέμεινε στο Παρίσι και συνδέθηκε με σημαντικούς διανοούμενους και καλλιτέχνες, όπως ο Μπρετόν, ο Ελυάρ, ο Πικασσό, ο Ματίς.

 

Το έργο όμως που απασχόλησε περισσότερο την ελληνική αλλά και την ξένη κριτική, ένα έργο που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και έγινε ιδιαίτερα αγαπητό στο κοινό με τη βοήθεια και της μελοποίησης αποσπασμάτων του από τον Μίκη Θεοδωράκη, είναι αναμφίβολα το Άξιόν εστί (1959). Το σημαντικότερο γνώρισμα του Άξιον εστί είναι η μελετημένη αρχιτεκτονική που διακρίνει τα τρία μέρη του έργου (Η Γένεσις – Τα Πάθη – Το Δοξαστικόν), όπου αφθονούν εκφραστικοί τρόποι από την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και γίνεται φανερή η σύνδεση του ιστορικού παρελθόντος του ελληνισμού με το παρόν. Η τραυματική εμπειρία του πολέμου και της Κατοχής μεταμορφώνεται, μέσα από τη συνειδητοποίηση της δύναμης της γλώσσας, σε ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Η προσέγγιση του παρελθόντος  στον Ελύτη δεν γίνεται μέσα από τους μύθους ή τα κείμενα, όπως στο Σεφέρη, αλλά μέσα από τη γλώσσα και τη διαχρονικότητά της.

 

Ο Ελύτης στη συνέχεια δημοσίευσε μικρότερες ποιητικές συλλογές. Οι μεταφράσεις του ξένων ποιητών (Ρεμπώ, Ελυάρ, Μαγιακόφσκι κ.α) συγκεντρώθηκαν σε τόμο με τίτλο Δεύτερη γραφή (1971) και τα πεζά του δοκίμια στον τόμο Ανοιχτά χαρτιά (1971) και Εν λευκώ (1992). Εδώ περιέχονται οι μελέτες του για τον Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον Θεόφιλο κ.ά.     

 

Η αναγνώριση του ποιητή σε διεθνές επίπεδο έγινε το Δεκέμβριο του 1979, όταν του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.