Vitti Mario, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας
 
Αθήνα 1994, (Ανατύπωση) Οδυσσέας
 
 
 

    «Ο ποιητής που ανακηρύχθηκε ‘νέος Ανακρέων’, ο άριστος δηλαδή αρκαδικός ποιητής στους φαναριώτικους κύκλους, ήταν ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. […]Είχε σπουδάσει ιατρική και νομικά στην Πάντοβα και η ανεπιτήδευτη ποιητική της ιταλικής λογοτεχνίας της εποχής, που επιδίωκε ν’ αφανίσει’ το κακό γούστο και εμπνεόταν από την αγνότητα της αγροτικής ζωής, φαίνεται να άφησε τα ίχνη της και στις μετρικές δομές του Χριστόπουλου, δανεισμένες από τις εξαιρετικά διαδεδομένες τα χρόνια εκείνα στην ιταλική λογοτεχνία ανακρεόντειες ωδές. Έτσι ο Χριστόπουλος μεταφέρει στην ελληνική ποίηση την αφέλεια του λόγου και την προσπάθεια μίμησης της ζωντανής, καθημερινής έκφρασης που είχε επικρατήσει στη Δύση. […] Ο Χριστόπουλος έγινε διάσημος και μεταφράστηκε και στην Ιταλία, όπου ο Tommaseo τού επαίνεσε «περισσότερο τη γλυκύτητα του ύφους και του μέτρου παρά την καινοτομία των στοχασμών». Ο κόσμος του είχε μια αυστηρή διάρθρωση, περιορισμένος σε μια κατάμεστη από έρωτες μυθολογίζουσα θεματογραφία, χωρίς άλλες δυνατότητες πέρα από εκείνες που επιτρέπει η τυποποίηση. […] Οι χαριτολογίες του και οι αναστεναγμοί του δεν είναι απαραίτητο να πηγάζουν από αληθινούς ερωτικούς καημούς, όπως ο ίδιος αφήνει να εννοηθεί. Ή καλύτερα τα σχήματα της ποίησής του, που τα αναπτύσσει με άκρα συνέπεια και λεπτότητα, δεν επιτρέπουν να εκφραστεί η αληθινή και ανομολόγητη σύγκρουση που διαδραματίζεται στη ψυχή του αυλικού. Αφού είχε κολακεύσει ηγεμόνες και είχε αποδράσει στην αρκαδική ποίηση και τον μελαγχολικό ανακρεόντειο παράδεισο, σε ένα τετράδιο με σημειώσεις για την πολιτική, που έμεινε ανέκδοτο, φαίνεται να εκδικείται με κυνισμό για τον διχασμό που του επέβαλαν οι καταστάσεις. Ο ωμός και σκληρός τόνος μοιάζει να απηχεί ακριβώς αυτήν την έλλειψη ικανοποίησης:

    «Προσποίησιν λέγω τον τρόπον καθ’ ον πολιτευόμεθα, άλλο φαινόμενοι και άλλοτε όντες. Πολλά κατά την χρείαν των καιρών, και των προσώπων, και των περιστάσεων, πρέπει να προσποιείται ο εξουσιαστής, να βλέπει δηλαδή και να πλάττεται, ότι δεν παρατηρεί, και το ενάντιον! Να ακούει και να καμώνεται, ότι δεν καταλαμβάνει, και το ανάπαλιν».

    Ο άνθρωπος που είχε καταφύγει σε έναν τόσο θλιβερό μονόλογο, όταν επιχείρησε να δικαιολογήσει τη δημοτική, την οποία χρησιμοποιούσε, βρέθηκε υποχρεωμένος να αναζητήσει μια θεωρητική θεμελίωση. Ξεκινώντας από την πεποίθηση ότι η δημοτική μπορούσε να ξεφύγει από την οποία βρισκόταν και να δικαιωθεί μόνο αν συσχετιζόταν με την αρχαία γλώσσα, ο Χριστόπουλος επινόησε μια ‘αιολοδωρική’ διάλεκτο, που την παρουσιάζει ως κατ’ ευθείαν πρόγονο της σύγχρονης δημοτικής. Με τον τρόπο αυτό, στον χώρο της γλωσσικής φιλοσοφίας του καιρού του, «προσποιήθηκε», κατά τον δικό του όρο, όχι βέβαια συνειδητά, ό,τι απαιτούσε το περιβάλλον του. Οι παραπάνω θλιβερές σκέψεις για τον αυλικό δεν πρέπει να επισκιάσουν καθόλου τις επιτεύξεις της ποίησής του. Σε μια ενδημική αποτελμάτωση της ποίησης, τον καιρό της ανούσιας ποίησης που καλλιεργείται με την καλή αγωγή και της σκοτεινής δασκαλίστικης στιχομανίας, ο Χριστόπουλος επαναφέρει στην ποίηση μια ανάσα δροσερή και μια ματιά παρθένα. Θα ακολουθήσει ο Βηλαράς, ανεξάρτητα. Αλλά ο Χριστόπουλος είναι ο πρώτος που βγάζει την ποίηση από την αμηχανία». (σελ. 151-153)