Tonnet Henri, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος
 
μετφ. Μ. Καραμάνου, Αθήνα 2001, Πατάκης. Σσ. 271-274
 
 
 

Ο λοιμός (1962) μιλάει με συμβολικό τρόπο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχε εγκαταστήσει η Δεξιά στα ελληνικά νησιά. Ένα από τα καλύτερα βιβλία του, Η καγκελόπορτα (1969), εξετάζει το ζήτημα της επανένταξης στην «κανονική» ζωή των παλαιών κομουνιστών που είχαν πολεμήσει στον Εμφύλιο πόλεμο. Το βιβλίο διηγείται την ιστορία ενός παράνομου κομουνιστή που εξακολουθεί να κρύβεται, ενώ δε διατρέχει πια κανέναν κίνδυνο. Πρόσφατα ο Φραγκιάς καταφέρθηκε ενάντια στα προβλήματα της καταναλωτικής κοινωνίας και του περιβάλλοντος σ' ένα μυθιστόρημα σε δύο τόμους, Το πλήθος (1985-1986).

Παρά τη στράτευσή του, ο Φραγκιάς καταφέρνει να βγει από το στενό πλαίσιο της πολιτικής ενός κόμματος και να στείλει ένα ανθρωπιστικό μήνυμα αποδεκτό από όλους. Ακόμα κι αν καταγγέλλει την αδικία ενός «συστήματος», συμπάσχει με ολοφάνερη ειλικρίνεια με τον πόνο των φτωχών ανθρώπων.

Το Άνθρωποι και σπίτια (1955) είναι ίσως το καλύτερο μυθιστόρημά του και αποδίδει με έξοχο τρόπο την ατμόσφαιρα της Ελλάδας μετά το τέλος του Εμφύλιου πολέμου. Η επιτυχία του βιβλίου έγκειται στη «νεορεαλιστική» παρουσίαση, που καταφέρνει να δώσει ποιητική διάσταση στο δράμα της ανεργίας. Γίνεται αισθητή η αναβάθμιση του μόχθου των εργατών, που δε δίνεται ως καθαρά αλλοτριωτικός, όπως συνέβαινε στους νατουραλιστές συγγραφείς και στο Βουτυρά. Στο ακόλουθο απόσπασμα ο Φραγκιάς παρουσιάζει έναν άνεργο εργάτη που εισχωρεί στο εγκαταλελειμμένο του εργοστάσιο κι έπειτα ξαναβρίσκει την οικογενειακή ζεστασιά, παρά την ανεργία που απειλεί το σπιτικό του:

 

«Είναι ανάγκη να δουλέψει τούτη η μεγάλη μηχανή. Να, όπως βγαίνει ο ήλιος το πρωί και λες καλημέρα στη Γεωργία. 'Ο καπνός του φουγάρου του μας τρέφει σαν το πιο παχύ γάλα. […] Τα μαστόρικα χέρια του που γνωρίζουνε το σίδερο, όπως ένας άλλος μπορεί να ξέρει το μάγουλό του. […] Όλ' αυτά, όμως, τα ξέρει μόνο σαν λαδωθούν τα χέρια του ζεσταμένα, όταν κάνουν κάποιο έργο, όπως ο τροχός. Τώρα που είναι κι αυτός παρατημένος, χωρίς να δίνει πουθενά κίνηση, ο Αργύρης, νομίζει πως είναι κουλός. […] Δεν πολυσυνηθίζουνε να μιλάνε καθένας για τον εαυτό του.

Η Γεωργία έκανε πως ήταν βιαστική πιάνοντας ένα πανί για να ράψει, επειδή δε μπορούσε να στέκεται έτσι όρθια να τον κοιτάζει. «Μα πάλι θα ράψεις;» Οι ίσκοι κουνιούνται στην κάμαρη μαζί με το γλόμπο. […]

- Τι έχεις στο χέρι σου;

- Τρυπήθηκα το πρωί με τη βελόνα.

- Πονάς;

- Τώρα όχι. […] Ο Αργύρης κοιτάει τα χέρια της. Η κάμαρη, το φουστάνι της Γεωργίας και το πανί που ράβει είναι σκούρα. Μόνο το χέρι της είναι σαν ένα άσπρο πουλί που πετάει χαμηλά, όλο στο ίδιο μέρος. Κάνει μια βόλτα, ακουμπάει χάμω να τσιμπήσει κι ύστερα ξαναφεύγει να κάνει ένα μικρό φτερούγισμα σα νάναι δεμένο με κλωστή».

(σσ. 46-47)

 

Βλέπουμε στο Φραγκιά μια ανανέωση των λογοτεχνικών συμβόλων, με το θέμα του εργοστασίου που παρέχει τροφή και ζωή -θέμα που αντιτίθεται απόλυτα σ' εκείνο της αλλοτριωτικής μηχανής που εμφανιζόταν στο Βουτυρά. Ενώ ο Φάρμας είχε αποβλακωθεί από τον «τροχό», ο Αργύρης έχει ανάγκη τον τροχό για να ζήσει∙ είναι κι ο ίδιος ένα βασικό εξάρτημα της μηχανής: όταν αυτή σταματάει, αυτός χάνει το χέρι του. Πίσω από την κρυφή επιστροφή του Αργύρη στο εγκαταλειμμένο εργοστάσιο, βλέπουμε το βιβλικό θέμα του Αδάμ που εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο.

 

Τέλος, εμφανίζεται κυρίως εδώ μια νέα εργατική ψυχολογία, που αντιτίθεται στο νατουραλισμό του Zola. Ο Φραγκιάς θέλει να δείξει την αξιοπρέπεια του εργάτη στις σχέσεις του ζευγαριού και συγχρόνως να καταγγείλει το «σύστημα» που μετατρέπει τον άνεργο εργάτη σε άχρηστο αντικείμενο που χάνει κάθε εμπιστοσύνη στον εαυτό του, γεγονός που καταστρέφει ως και τη συναισθηματική του ζωή. Εδώ οι ερωτικές σχέσεις ενός ζευγαριού εργατών αποδίδονται με μεγάλη λεπτότητα, σ' ένα φαινομενικά συνηθισμένο διάλογο και κυρίως στην ποιητική μεταμόρφωση των κινήσεων: έτσι, το χέρι της Γιωργίας που κεντάει μοιάζει με ένα φυλακισμένο πουλί…

Το κείμενο του Φραγκιά, παραμένοντας ρεαλιστικό, μπορεί επίσης να διαβαστεί σ' ένα άλλο επίπεδο, ως σύμβολο. Αυτή η τάση δεν είναι πολύ εμφανής: θα είναι έντονη στο Λοιμό. Πάντως ο Φραγκιάς δεν είχε τη δυνατότητα να βγει από τις νόρμες της ρεαλιστικής τέχνης. Θα πρέπει να περιμένουμε ως το1960-1965 και την τριλογία Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα, για να βρούμε έναν Έλληνα κομουνιστή συγγραφέα που να υιοθετεί μια πιο σύγχρονη τεχνική: σύνθετη δομή της αφήγησης, χρήση του εσωτερικού μονολόγου.