Τζιόβας Δημήτρης, «Η ρητορική της αποστροφής και της παντάνασσας κραυγής στον Εμπειρίκο»
 
Ποίηση, τεύχ. 5, Άνοιξη 1995, σσ. 106-111
 
 
 

                Η κυρίαρχη κίνηση στην ποίηση του Εμπειρίκου είναι η ανοδική. Μια άνωση εκ βαθέων προς την επιφάνεια αναπαριστώμενη από τη μεταφορά του πίδακα που θεματοποιεί την επιθυμία για την απρόσκοπτη ανάδειξη του απωθημένου. «Δηλαδή» με τα λόγια του ίδιου του Εμπειρίκου «αφήνων περισσότερο, ευρύτερον, πεδίον εις ό,τι εκ βαθέων προέρχεται από κάθε άνθρωπον, αλλά και απωθείται. Από την αποθήκη αυτήν των απωθημένων ανεπήδησαν αυτοί οι πίδακες, τα ποιήματα τα υπερρεαλιστικά…». Σε αυτήν την αποδέσμευση του απωθημένου προσφέρεται περισσότερο η φωνή όντας κάτι το πηγαίο και αδιαμεσολάβητο παρά ο αυτοματισμός της γραφής. Η ποίηση του Εμπειρίκου είναι ποίηση των εκτοξεύσεων και των αναφωνήσεων, της αχαλίνωτης ροής και αυθόρμητης έκφρασης. Μια ποίηση καταρράκτης, θορυβώδης, ορμητική και παφλάζουσα, συνιστώντας ένα συμβάν που αφήνει την εντύπωση ότι προϋποθέτει τόσο το ασυναίσθητο της λαλιάς και της κραυγής όσο και τον αυτοματισμό της γραφής.

                Αν λοιπόν το εκφραστικό ισοδύναμο της ανοδική κίνησης είναι η φωνή («Αίφνης από τα σπλάχνα μου ανέρχεται μια φωνής και μέσα σε φως απόλυτον κραυγάζω»), το βιολογικό ισοδύναμο είναι το σπέρμα («Αίφνης με ορμή το σπέρμα αναβλύζει» Σήμερον…, 115) και το φυσικό αντίστοιχο το νερό-πίδακας. Όλα αυτά ως ζωογόνες δυνάμεις στοιχειοθετούν τη ζωτική ενέργεια και την ορμή της ανανέωσης στην ποίηση του Εμπειρίκου εμπεριέχοντας και διασφαλίζοντας τη συνέχεια της ζωής. Προϋποθέτουν την ορμή και τη ζωική παρουσία ενώ η φωνή μπορεί να εκδηλώνει τη ζωτικότητά της παλλόμενη, ένδειξη σφρίγους και συναισθηματικής έντασης, κάτι που τη διαφοροποιεί από την ουδετερότητα της γραφής. Άλλωστε οι ρευστές λέξεις (Σήμερον…, 67) ή ο κρουνός της ομιλίας (Σήμερον…,109) δεν μπορούν να παραπέμπουν στη γραφή αλλά στη φωνή.

                Η απόλυτη ελευθερία του ανθρώπινου λόγου στην οποία προσδοκά ο υπερρεαλισμός δεν μπορεί να επιτευχθεί τόσο μέσω της γραφής όσο μέσω της φωνής. Η φωνή είναι η αρτεσιανή πηγή του υποσυνειδήτου, ο φορέας των λέξεων-πιδάκων, η αποτύπωση του στιγμιαίου και του εκστατικού. Η αποδιάρθρωση της σε φθογγόσημα ή η θαυμαστική της κορύφωση σε άναρθη κραυγή αντιπροσωπεύει και την κατάλυση ή την υπέρβαση του νοήματος. Ο ακατάληκτος φθόγγος ή η ατίθαση κραυγή προβάλλουν την λανθάνουσα αντι-νοηματική υφή της φωνής οδηγώντας στη σημασιακή αφαίρεση και υποκαθιστώντας τον έλλογο ειρμό με την ορμή της αναφώνησης και την ακουστική εντύπωσης.

 

                Καμιά φωνή δεν συνεκλόνισε βαθύτερα τα πλήθη. Καμιά πηγή δεν γέλασε πιο ιλαρά. Κανένα σούρουπο δεν άπλωσε μαι βαθύτερη θλίψι. Ω κόρη υστερική! Το σκίρτημά σου είναι οδός που οδηγεί στη γέφυρα της καταστάσεώς σου και η κραυγή σου οξύ χλιμίντρισμα που διαπερνά το μάτι τουρανού. (Ενδοχώρα, 169)

 

                Η κραυγή διαπερνά τα κοσμικά όρια και η φωνή συγκλονίζει, κάτι που ο γραπτός λόγος δύσκολα καταφέρνει μη διαθέτοντας την ανάταση, τον αυξομειούμενο παλμό και την κοινωνική συλλογικότητα της φωνής, ούτε την εκρηκτικότητα και τη διονυσιακή εκστατικότητά της. Οι αναφωνήσεις, οι κραυγές και οι οιμωγές στον Εμπειρίκο έχουν κάτι το βίαιο, το τιτανικό και το υπερβατικά εξωκοσμικό συνιστώντας το δίαυλο επικοινωνίας της ψυχής με το όραμα, της πίστης με την ουτοπία και κορυφώνονται στην καταληκτήρια επίκληση της οικουμενικής Οκτάνας: «όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, ελάτε και ας ανακράξωμεν μαζί (νυν και αεί, νυν και αεί) σαν προσευχή και σαν παιάνα, ας ανακράξωμεν μαζί, με μια ψυχή, με μια φωνή- ΟΚΤΑΝΑ!». Η στεντόρεια κραυγή έχει κάτι το μυητικά μυστικό και το συλλογικά εκστατικό προσκαλώντας την προσήλωση και την πίστη στην ουτοπία της μυθικής Πόλης.

                Η φωνή και ο αποστροφικός τρόπος συνδέουν επίσης την ποίηση του Εμπειρίκου με την ελληνική παράδοση και με την εκκλησιαστική γλώσσα. Η γνωστή αποστροφική φράση Ω γλυκύ μου Έαρ των Εγκωμίων ανιχνεύεται ελαφρά παραλλαγμένη και στα Γραπτά και στην Οκτάνα όταν στο Πολλές φορές την νύκτα παρατίθενται τέσσερις στροφές ενώ στο ίδιο  κείμενο νύχτα, ήχοι και φωνές συνείρονται λειτουργώντας ως επωδός: «Ω ήχοι της νυκτός και της νυκτός φωνές!». Ακόμη και η λέξη παντάνασσα, που χρησιμοποιεί ο Εμπειρικός για να προσδιορίσει την κραυγή έχει εκκλησιαστική προέλευση, δεδομένου ότι αποτελεί συχνή προσηγορία της Θεοτόκου. Η σχέση της φωνής με την παράδοση οφείλεται και στο ότι η γραφή διασκορπίζει ενώ η φωνή ενώνει, προσφέροντας την ψευδαίσθηση μιας μοναδικής καταγωγής και χρονικής ενότητας. Σύμφωνα μάλιστα με τους Goody και Watt ο γραπτός λόγος είναι πιο χαλαρά συνδεδεμένος με τις ιδιαιτερότητες του ατόμου, του χώρου και του χρόνου από ό,τι ο προφορικός, εφόσον είναι πιο αντικειμενικός ή αφηρημένος και ως εκ τούτου πιο αποστασιοποιημένος. Επομένως μια στενή σχέση με έναν ιδιαίτερο (εθνικό) χώρο και χρόνο (ελληνική παράδοση) εγκαθιδρύεται περισσότερο μέσω της φωνής παρά της γραφής.

                Η Barbara Johnson ισχυρίζεται ότι μπορεί να υπάρχει κάποια βαθύτατη σχέση ανάμεσα στη μητρότητα και την αποστροφή από όσο ενδεχομένως υποψιαζόμαστε. Ακολουθώντας την άποψη του Lacan ότι η ομιλιακή δυνατότητα ενός νηπίου αρχίζει ως άρθρωση μιας ανάγκης που απευθύνεται προς τη μητέρα του, στοιχειοθετώντας έτσι την πρωταρχική επίκληση/ αποστροφή που διασφαλίζει τη συνέχεια της ζωής αλλά και εγκαινιάζει την αποξένωση του, τότε δεν πρέπει να μας εκπλήσσει γιατί ο ρητορικός τρόπος της αποστροφής προϋποθέτει την εμψύχωση. Υπάρχει μια συγγένεια ανάμεσα στην ανάγκη και την εμψύχωση, ανάμεσα στην αποστροφή και την παράταση της ζωής. Εάν λοιπόν η αποστροφή δομείται όπως η νηπιακή ανάγκη που αρθρώνει την εξάρτηση του μωρού από τη μητέρα του, παρομοίως και η λυρική ποίηση ως μεγέθυνση της αποστροφής φαντάζει σαν μια διαρκής αναζήτηση της μητέρας.

                Αν δούμε, λοιπόν, την ποίηση του Εμπειρίκου ως συναίρεση του λυρικού και του αφηγηματικού τρόπου, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο λυρικός τρόπος ως προέκταση της αποστροφής, συνιστά την αποθέωση της φωνής, της ζωής και του έρωτα, είναι η έκφραση του νόστου για τη μητ(έ)ρα ως μάνα και ως παράδοση, είναι το νηπιακό κλάμα μετουσιωμένο σε λυρική κραυγή. Αντίθετα, ο αφηγηματικός τρόπος συνιστά την υπερτίμηση της γραφής, της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης, το οθνείο και το αντιερωτικό. Ο αποστροφικός τρόπος διατρέχει και τα ποιήματα και τα πεζά του Εμπειρικού, αν μπορούμε να υποστηρίξουμε έναν τέτοιο διαχωρισμό. Μάλιστα οι αποστροφικές ενδείξεις (επικλήσεις, αναφωνήσεις, χαιρετισμοί) φαίνεται να πληθαίνουν καθώς ο Εμπειρίκος στρέφεται σταδιακά προς τα πεζόμορφα κείμενα.

                Μια τέτοια ανάγνωση, μέσω του ρητορικού τρόπου της αποστροφής, αποβλέπει στο να αναδείξει στα κείμενα του Εμπειρίκου τη σημασία της φωνής, το ρόλο του λυρικού και του προφορικού για να ισορροπήσει την υπερέμφαση στη γραφή και τη χρήση της καθαρεύουσας, χωρίς όμως να παραβλέπει πως η ρητορική του, όπως και του Εγγονόπουλου, είναι αμφίσημη, ρητορεία και ψευδορητορεία συνάμα, μίμηση των τρόπων της κλασικής  ρητορικής και ειρωνική υπονόμευση τους. Και για να ξαναγυρίσω από εκεί που άρχισα, ίσως μια τέτοια προσέγγιση μας οδηγήσει στο να εξετάσουμε τη σχέση του Εμπειρίκου όχι μόνο με τους Beat ποιητές αλλά και με τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό που παρήγαγε την κατεξοχήν ποίηση των αποστροφών και των ήχων, αν θυμηθούμε όχι μόνο το On the Power of Sound του Wordsworth αλλά και τους μαγευτικού ήχους του δικού μας Σολωμού. Δεν έχω, βέβαια, την πρόθεση να αντιστρέψω τους όρους αλλά να τους ισορροπήσω ακολουθώντας τη ρήση του ίδιου του Εμπειρίκου:

               

                Η πλάστιγξ κλίνει εκεί που προτιμάμε

                Κατά την ερμηνεία που της δίνουμε  (Στέαρ 109)