Πολίτης Λίνος , Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας
 
Αθήνα 2003, (13η ανατύπωση), Μ.Ι.Ε.Τ
 
 
 

      «Για πρώτη φορά ύστερ’ από το πέσιμο της Κρήτης και ύστερ’ από ενάμιση περίπου αιώνα ποιητικής σιωπής, ακούγεται μια, αδύνατη ακόμη, αλλά γνήσια λυρική φωνή. Τα Λυρικά έχουν ξεπεράσει αποφασιστικά το επίπεδο των ασήμαντων στιχουργημάτων ή των ποιητικών δοκιμών. Ο Χριστόπουλος (και ο Βηλαράς αργότερα) είναι οι πραγματικοί, σε εθνική και όχι σε τοπική κλίμακα, πρόδρομοι του Σολωμού. Και μαζί και όλης της νεώτερης ελληνικής ποίησης: ύστερ’ από τον Ερωτόκριτο, που κλείνει την πρώτη περίοδο, τα Λυρικά εγκαινιάζουν τη νεώτερη, τη σύγχρονη. Το 1811 είναι στην ιστορία της νεοελληνικής ποίησης μια χρονιά οριακή.

      […] Με το πρώτο διάβασμα αναγνωρίζουμε πως τα «ερωτικά» και τα «βακχικά» του τραγούδια (τον χωρισμό τον έχει κάμει ο ίδιος) βρίσκονται στο ίδιο εντελώς κλίμα του σύγχρονου ευρωπαϊκού κλασικισμού. Μας παρουσιάζεται ο ίδιος κόσμος των κλασικιστικών μυθολογικών αλληγοριών και προσωποποιήσεων, ο έρως, πάντοτε γιος της Αφροδίτης, οι Χάριτες, η Αυγή, ο Τιθωνός κτλ. Τα «Βακχικά» του πάλι (που γι’ αυτά οι σύγχρονοί του τον ονόμασαν «νέον Ανακρέοντα») είναι μιμήσεις των μεταγενέστερων «ανακρεόντειων», από αυτές που αφθονούσαν στην εποχή. Γραμμένα σε μικρούς εύκαμπτους στίχους και σε μιαν γλώσσα δημοτική, λογοτεχνικά χρησιμοποιημένη, έχουν τα τραγούδια του Χριστόπουλου μια χάρη και μια λεπτότητα, αλλά μαζί και κάτι το συγκρατημένο και το διακριτικό, δεν ξεπερνούν την τάξη και το μέτρο. Ψάλλει τον έρωτα και το κρασί, μας παρασταίνει τον εαυτό του διαρκώς πληγωμένον από τον έρωτα· ο έρωτας αυτός δεν είναι όμως ποτέ το μεγάλο πάθος, είναι περισσότερο ένας χαριεντισμός, ένα παιγνίδισμα ή και μια φιλοφρόνηση μονάχα. Το κλίμα μένει πάντοτε εύκρατο· λείπει η θερμή πνοή που θα έλιωνε μονομιάς όλες αυτές τις ψυχρές μυθολογικές αλληγορίες. […]

Τα ποιήματα του Χριστόπουλου, ανάλαφρα, πρόσχαρα τα περισσότερα – αδιάφορο πώς τα κρίνουμε εμείς σήμερα – έφεραν στον καιρό τους μια καινούρια δροσιά, κάποιο διαφορετικό μήνυμα. Και αυτό η εποχή του το κατάλαβε πέρα ως πέρα, ετίμησε τον ποιητή, και τα Λυρικά του κυκλοφορούσαν σε απανωτές εκδόσεις». (σελ. 133-134)