Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία
 
μετάφραση Ευαγγελία Ζούργου – Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα 1996, Νεφέλη. Σσ. 238-239
 
 
 

               Ο ποιητής που, περισσότερο από κάθε άλλον, προσπάθησε να εξοβελίσει από όλο το έργο του την ιστορία και τις παραδόσεις της πατρίδας του ήταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Ασπάστηκε τον Υπερρεαλισμό στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και έμεινε πιστός στο κίνημα όσο κανένας άλλος Έλληνας συγγραφέας. Το μεγαλύτερο μέρος όσων συνέθεσε μετά την Ενδοχώρα, με δυσκολία κατατάσσεται σε κάποιο από τα γνωστά λογοτεχνικά είδη και ο άτακτος τρόπος της έκδοσής του καθιστούσε αδύνατη μέχρι πρόσφατα και αυτήν ακόμη τη μελέτη του. Τα περισσότερα έργα του ανήκουν στη μεταπολεμική περίοδο και θα εξεταστούν σε επόμενο κεφάλαιο. Όσον αφορά όμως τα έργα που συνέθεσε στη διάρκεια του πολέμου, τύποις πεζά και αδημοσίευτα μέχρι το 1960, είναι από κάθε άποψη προτιμότερο να εξεταστούν σε αυτό το σημείο. Ο Εμπειρίκος τότε είχε αρχίσει να επεξεργάζεται μια νέα μορφή αφήγησης σε πεζό λόγο, στην οποία βρήκε κάποια θέση και η αρχαία ελληνική μυθολογία.

                Τα τελευταία χρόνια του πολέμου γέννησαν τέσσερα αφηγηματικά κείμενα, στο καθένα από τα οποία ο Εμπειρίκος διαστρέφει με εντελώς απροσδόκητο τρόπο έναν αρχαίο μύθο. Το πρώτο κατά χρονολογική σειρά είναι πιθανώς η Αργώ ή πλους αεροστάτου, που αν και ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 1944 δημοσιεύτηκε πολύ αργότερα. Η Αργώ είναι το εκτενέστερο από αυτά τα κείμενα και θα μπορούσε να θεωρηθεί νουβέλα. Το θέμα της δεν έχει άμεση σχέση με την αρχαία μυθολογία. Αρχίζοντας από την προσέγγιση που υιοθέτησε ο Εγγονόπουλος στον Μπολιβάρ (το ποίημα μάλιστα μνημονεύεται στο κείμενο), η Αργώ εξιστορεί την ανύψωση ενός αεροστάτου με διεθνές πλήρωμα αεροναυτών στην Μπογκοτά το 1906, πέντε χρόνια μετά τη γέννηση του Εμπειρίκου. Το αερόστατο, που έχει την ίδια ονομασία με το καράβι του Ιάσονα, ανυψώθηκε για το χωρίς επιστροφή ταξίδι του προς τον Ισημερινό, και ο φλογερός έρωτας μιας αριστοκρατικής κόρης και ενός μιγάδα νοτιοαμερικάνου Ινδιάνου βρήκε την πλήρη ολοκλήρωσή του όταν ο πατέρας του κοριτσιού πυροβόλησε τους δύο εραστές ακριβώς τη στιγμή του οργασμού. Καθώς παρακολουθούσε τη σκηνή από το αερόστατο ο άγαρμπος Ρώσος ναύαρχος Βλαδίμηρος Βιερχόυ, ψιθύρισε στον εαυτό του:

 

                «Ο μέγας Παν δεν πέθανε! Ο μέγας Πάνας δεν πεθαίνει!».

 

                Παρά τον εξωτισμό του, αυτό το σύγχρονο εξερευνητικό ταξίδι είναι, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του, συνέχεια του μυθικού ταξιδιού της Αργώς για το Χρυσόμαλλο Δέρας. Εξάλλου, ο σκοπός του ταξιδιού αυτού εκφράζεται με όρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: μέσα από τον αυθορμητισμό και την ενότητα του φυσικού κόσμου των ενστίκτων και των ορμών, στις οποίες βασιλεύει ο παγανιστικός θεός Πάνας.