Κοτζιάς Αλέξανδρος, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Κριτικά κείμενα, «Ανδρέας Φραγκιάς. Λοιμός, 1972»
 
Αθήνα 1982, Κέδρος, σσ. 175-180
 
 
 

Λοιμός, 1972

 

Σπουδή οργανωμένης απανθρωπιάς θα ήταν μάλλον ο προσιδιάζων υπότιτλος στο βαρυσήμαντο αυτό βιβλίο του Αντρέα Φραγκιά, που ύστερα από δύο πολυσέλιδα ρεαλιστικά μυθιστορήματα της ελληνικής καθημερινότητας, της μοιραία σφραγισμένης από τους πολέμους και τους κατατρεγμούς της δεκαετίας 1940-50, πραγματοποιεί εδώ μια εντυπωσιακή αλλαγή πορείας. Ο συγγραφέας της Καγκελόπορτας εγκαταλείπει τον χώρο του, την αθηναϊκή φτωχογειτονιά, τον φορτωμένο κατανάγκη με στοιχεία αναγνωρίσιμα σε περιορισμένη μόνο εμβέλεια, και "ξεναγεί" τον αναγνώστη του σ' ένα ανώνυμο "κρανίου τόπο", που πέρα από τις οποίες σχέσεις του με συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα, αναγνωρίζεται ως τυπικός "κρανίου τόπος" από τον κάθε άνθρωπο του καιρού μας, όπου γης. Εγκαταλείπει ακόμα χαρακτηριστικούς του συγγραφικούς τρόπους - την πληθωρική συσσώρευση μικρολεπτομερειών, το αργόσυρτο ξετύλιγμα μιας πλοκής, τον αναλυτικό φωτισμό ψυχολογικών μεταπτώσεων, τη διαγραφή προσώπων - για να συγκεντρωθεί με θαυμαστή λακωνικότητά και δύναμη αφαίρεσης στο στόχο του: τη σπουδή μιας θεμελιακής κατάστασης των καιρών μας, της οργανωμένης απανθρωπιάς του στρατοπέδου συγκεντρώσεως, που τόσο συχνά απαντάται κάτω από τις κατάφωτες προθήκες της αλόγιστης κατανάλωσης. Το αποτέλεσμα είναι - χωρίς περιφράσεις - αριστουργηματικό. Ο Ιβάν Ντενίσοβιτς που χάρισε επάξια το Νόμπελ στον Σολζενίτσιν δεν βαραίνει στη συνείδηση μας περισσότερο από το Λοιμό.

                Στο συγκλονιστικό αυτό βιβλίο δεν αναπτύσσεται υπόθεση. Ό,τι συμβαίνει έχει συμβεί και προηγουμένως, και θα ξανασυμβεί. Ουσιαστικά υπάρχει μόνο μια στατική κατάσταση: η κόλαση, που οι διάφορες πτυχές της αποκαλύπτονται από σελίδα σε σελίδα. Και οι ψηφίδες, τα απέριττα ειπωμένα και για τούτο τρομαχτικότερα περιστατικά που συνθέτουν αυτές τις πτυχές, υποτυπωδώς συνέχονται μεταξύ τους για να διαγράψουν μια σειρά από στοιχειώδεις "εξελίξεις".

Δεν υπάρχει άλλωστε χρόνος. Είναι άγνωστο αν το μαρτύριο των κολασμένων διαρκεί μερικούς μήνες, μερικά χρόνια η ολόκληρη μια ζωή. Ο χρόνος εδώ είναι μια άτμητη ατέλειωτη μέρα καταναγκαστικού μόχθου και απύθμενου εξευτελισμού, μια άτμητη ατέλειωτη νύχτα συστηματικού τρόμου ή αναμονής του τρόμου που είναι εξίσου καταλυτική όσο και ο ίδιος ο τρόμος. Και όλα τούτα σ' έναν τόπο άγονο, φαλακρό, άνυδρο, καψαλισμένο από την άρμη και τους τρελούς ανέμους, φίλιο μόνο για τ' αναρίθμητα τρωκτικά που καταβροχθίζουν απτόητα σάρκες ανθρώπινες. Η εικόνα της κόλασης τοποθετείται στο κατάλληλο πλαίσιο.

                Δύο είναι οι δυνάμεις που "διαλέγονται" μέσα σ' αυτό το καταραμένο τοπίο: ο μηχανισμός της κόλασης και οι κολασμένοι, οι μυριάδες εγκάθειρκτοι του στρατοπέδου συγκεντρώσεως. Βρίσκονται στην απόλυτη διάκριση του μηχανισμού που θα μπορούσε εύκολα να τους εξοντώσει, όπως το κάνει κατά περιστάσεις ή όπως έγινε και γίνεται σε διάφορα ανάλογα καθιδρύματα του 20ού αιώνα. Ωστόσο ο μηχανισμός δεν επιθυμεί τη φυσική εξόντωση των εγκαθείρκτων του, είναι ίσως πολιτικά ή οικονομικά ασύμφορη. Επιδιώκει απλώς να τους εκμηδενίσει ηθικά, να τους "αλλοιώσει" την υπόσταση, να τους εξαναγκάσει να του παραδώσουν την ψυχή τους. Αυτό προβλέπει το σχέδιο, και ο μηχανισμός που κατέστρωσε ένα τέτοιο σχέδιο δεν έχει ψυχή για να ορρωδήσει· το εφαρμόζει. Ούτε και πρόσωπο έχει. Διαθέτει μόνο όργανα - διοικητές, επόπτες, εργοδηγούς, καρφωτές, παρακολουθητές, ζητωκραυγαστές, ομιλιογράφους κτλ. κτλ., μια πειθαρχική στρατιά από ρομπότ που εκτελούν τυφλά ό,τι προβλέπεται από το επιστημονικά προμελετημένο σχέδιο ηθικού σφαγιασμού.

                Τα όργανα εκδηλώνουν πότε πότε την ικανοποίηση που τους χαρίζει το εξουσιάζειν ή πανωβάζουν στους δρακόντειους νόμους του μηχανισμού και μια προσωπική αντιδικία με τους εγκάθειρκτους κινημένη από εύλογα συμπλέγματα αφού οι σημερινοί δήμιοι είναι χτεσινοί "ανανήψαντες" εγκάθειρκτοι. Ενίοτε ο μηχανισμός αποκαλύπτει αντί για πρόσωπο μια μάσκα που μοιάζει με εμπυασμένο σπυρί ή με πατικωμένα εντόσθια σαύρας - στα σημεία αυτά οι παρομοιώσεις και οι μεταφορές έχουν διαλεχτεί προσεχτικά ώστε ν' ανακαλούν από τα βάθη τον ασυνειδήτου κύματα φυσικής αηδίας. Ο μηχανισμός έχει επίσης θεωρητικές απόψεις για τον προορισμό του και την επάρκεια των μεθόδων του.

 

"Όταν κάποιος κάνει τα εντελώς αντίθετα από κείνα που θέλει ή πιστεύει, τόσο η υποταγή τον είναι πληρέστερη".

 

                Και βέβαια, σαν μηχανισμός που είναι, έχει και τα εξωφρενικά γραφειοκρατικά του αδιέξοδα - τι γίνεται αλήθεια όταν έχεις καταχωρήσει από λάθος ως νεκρό κάποιον που δεν υπέκυψε;

Το δεύτερο πάλι σκέλος του "διαλόγου", οι εγκάθειρκτοι παρουσιάζονται σαν μια άμορφη ανοιχτή πληγή. Όσα περιστατικά ξεχωρίζουν από τη μάζα επειδή επανέρχονται για να δέσουν την αφήγηση, δεν έχουν όνομα, το έχουν λησμονήσει. Και χαρακτηρίζονται ενδεικτικά από κάποιο τυχαίο επεισόδιο της δοκιμασίας τους - ο ασυλλόγιστος, ο εκκρεμής, ο επιεικής, ο περιδεής, ο καταστροφέας. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί δεν είναι βέβαια συνυφασμένοι με μια προσωπικότητα και ευχερώς ανατρέπονται από τα πράγματα αφού ο αισιόδοξος είναι εκείνος που αυτοκτονεί από την απελπισία του ή ο τυχερός εκείνος που καταποντίζεται ως το βυθό της κόλασης. Πάντως, μέσα σ' αυτό το πυρακτωμένο καμίνι αναδεύουν μερικές αδρές οντότητες, "εκπληκτικοί άνθρωποι" - όσοι δεν λυγίζουν. Τίποτε άλλο δε γνωρίζουμε γι' αυτούς, μόνο ότι δεν λυγίζουν ακόμα και στο βυθό της κόλασης. Και μολαταύτα, τη μάζα των κολασμένων τη διαπερνάνε ακοίμητες οι ανθρώπινες αξίες, ως οδυνηρή ανάμνηση κάποιου άλλου κόσμου, ως ηθική επιταγή που επαυξάνει το μαρτύριο αλλά και σώζει. Οι κολασμένοι, άσχετο αν δεν αντέχουν κατά κανόνα να το τιμήσουν, έχουν μέσα τους το αίτημα της αξιοπρέπειας, του ανδρισμού, της ακεραιότητας απέναντι στον καχύποπτο συμπάσχοντα.

                Γιατί εκτός από τη μεθοδική και ανεξάντλητα πολύμορφη ωμή βία, που κυμαίνεται από τη χειροδικία ως τη μετατροπή ενός ανθρώπου σε πειραματόζωο αντοχής ή σε όργανο εφαρμογής δεξιοτεχνίας κατά τις πτυχιακές εξετάσεις των υποψήφιων βασανιστών (μια από τις λαμπρότερες σκηνές του βιβλίου), η καθολική καχυποψία αποτελεί ένα ακόμη από τα μεγάλα μαρτύρια σ' αυτό τον τόπο. Για κανένα δεν είσαι σίγουρος ότι δε θα σε καταδώσει στο μηχανισμό, ούτε και για τον ίδιο τον εαυτό σου, αφού μπορεί να παραμιλήσεις στον ύπνο σου. Ύστερα έρχονται τα μεγάφωνα, που εγκατεσπαρμένα παντού αντιβουίζουν ασταμάτητα: λόγοι, προσταγές, τραγουδάκια, θούρια. Ύστερα, οι "αυθόρμητες" επιδείξεις συντριβής και μεταμέλειας, οι δημόσιες ομολογίες αμαρτημάτων.

                Ύστερα, και πάνω απ' όλα ίσως, η ατμόσφαιρα του γενικού παραλογισμού που επικρατεί στην κάθε εκδήλωση, στην κάθε ενέργεια ή και στιχομυθία· μια τέτοια ατμόσφαιρα την προβλέπει φυσικά το σχέδιο του μηχανισμού. Γιατί στον "γολγοθά" αυτόν οφείλεις να ομολογήσεις - και να τιμωρηθείς - ότι ονειρεύτηκες επιβλαβώς, ότι απέφυγες επιτούτου τον ήλιο ενώ είναι βαριά συννεφιά, ότι ο μαύρος σκούφος που φοράς είναι κίτρινος σαν το κροκάδι του αυγού. Κι ακόμα οφείλεις να εργάζεσαι εξοντωτικά για να κατασκευάζονται μεγαλεπήβολα έργα χωρίς κανένα προορισμό, γεφύρια πάνω από ανύπαρκτα ποτάμια, πεζούλες για κήπους που δεν φυτρώνουν ποτέ, αγάλματα και άλλα καλλωπίσματα της κόλασης. Το κλίμα του παραλογισμού το συμπυκνώνει και το αναδείχνει έξοχα (επίσης από τις λαμπρότερες σκηνές του βιβλίου) η ιστορία με το κυνήγι της μύγας. Οι μύγες που υποχρεώνονται να πιάνουν οι εγκάθειρκτοι καθεμέρα για να μη μείνουν χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, γίνονται θησαυρός, νόμισμα, μέσο συναλλαγής και εμπορίας, αίτια φονικών σχεδόν ρήξεων, αντικείμενο νομικών λεπτολογιών. Ανυψώνονται σε σύμβολο.

                Όταν προς το τέλος του βιβλίου αρχίζουν επιδημικά τα κρούσματα της τρέλας έρχονται τόσο φυσιολογικά, και τα δέχεσαι με τόση ανακούφιση. Είναι μια λύτρωση από ένα κόσμο ντροπής και αηδίας που μια ξεκοιλιασμένη μύγα είναι το πρόσφορο σύμβολό του.

 

Το Βήμα, 31/3/72