Παγανός Γ. Δ., Αναζητήσεις στη σύγχρονη πεζογραφία. Κριτικά μελετήματα, «Νίκος Κάσδαγλης. Με την απάθεια του ανατόμου»
 
Αθήνα 1984, Καστανιώτης, σσ. 45-51
 
 
 

Ο Νίκος Κάσδαγλης υπηρετεί με σοβαρότητα και ευθύνη πάνω από μια εικοσιπενταετία την πεζογραφία. Ανιχνεύει με επιμονή την παθολογία ειδικών κοινωνικών ομάδων που ζουν στο περιθώριο. Οι πόρνες και η πελατεία τους, ο υπόκοσμος, τα ήθη των νεοσυλλέκτων στρατιωτών και των εκπαιδευτών τους είναι τα θέματα των βιβλίων του. Από τον περιορισμένο και άχαρο αυτό χώρο, στον όποιο κινείται, συνθέτει με την τεχνική του κιαροσκούρου τοιχογραφίες ζοφερές. Τα πρόσωπά του είναι ενεργούμενα μιας τυφλής αναγκαιότητας από την οποία τελικά συνθλίβονται. Δεν υπάρχει αχτίδα φωτός στο σκοτάδι, όπου βολοδέρνουν.

                Η φιλοσοφία του είναι απαισιόδοξη, αρνητική. Ακόμη κι όταν παρουσιάζει ανθρώπους που έχουν αστική προέλευση, περιγράφει αντιδράσεις τους, οι όποιες έχουν τα σημάδια μιας βαριάς παθολογίας. Οι ανθρώπινοι τύποι του δεν είναι ολοκληρωμένοι αλλά πάσχοντες. Βασανίζονται από τις παρορμήσεις της γενετήσιας ορμής και από τη βαριά σκιά που ρίχνουν πάνω τους οι συνθήκες της εξωτερικής πραγματικότητας. Δεν υπάρχουν διέξοδοι στον κόσμο που επιχειρεί να ζωντανέψει.

                Η απαισιόδοξη αυτή στάση είναι συνέπεια των συνθηκών της ελληνικής πραγματικότητας, όπως διαμορφώθηκε μετά το τέλος του πολέμου. Το φαινόμενο είναι γενικό στη σύγχρονη λογοτεχνία μας. Ο Νίκος Κάσδαγλης είναι ένας διεισδυτικός παρατηρητής που καταγράφει κοινά βιώματα και εμπειρίες. Δουλεύει με τη μέθοδο ενός ρεαλιστή και δημιουργεί βαθιές εντυπώσεις χωρίς εξωραϊσμούς. Έτσι τα αφηγήματά του έχουν τη δύναμη και την αξία της μαρτυρίας μιας ταραγμένης εποχής.

                Το πρώτο βιβλίο του, οι Σπιλιάδες (1952), είναι μια συλλογή από θαλασσινά διηγήματα και συνεχίζουν, κατά κάποιον τρόπο, την παράδοση του Καρκαβίτσα και του Μαγκλή. Τονίζονται οι δυσκολίες της ζωής στη θάλασσα. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι με τραχύτητα και πείσμα, ιδιότητες που δεν οφείλονται τόσο στη φύση τους όσο στις περιστάσεις και τα ψυχολογικά τους προβλήματα. Το φροντισμένο ύφος και οι όμορφες θαλασσογραφίες μαρτυρούν τη γνώση του θέματος και γνήσιο πάθος για τη θάλασσα. Ωστόσο τίποτε δεν προδικάζει την κατοπινή του εξέλιξη. Η υπόθεση του δεύτερου βιβλίου του Τα δόντια της μυλόπετρας (1955) τοποθετείται χρονικά στην Κατοχή και τον εμφύλιο. Το θέμα τους είναι η εξοντωτική πάλη ανάμεσα σε ομάδες της δεξιάς και της αριστεράς. Βιβλίο σκληρό, που καταγράφει με την ψυχρή ματιά του παρατηρητή την αλληλοεξόντωση χωρίς να παίρνει καμία θέση. Άλλωστε δεν φαίνεται πουθενά ιδεολογική σύγκρουση. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τα γεγονότα μέσα από μια ομάδα της δεξιάς και δίνει από εκεί τύπους με προέλευση, συμπεριφορά και ψυχολογία υποκόσμου. Κεντρικός ήρωας είναι ένας νέος που αλήτευε και πεινούσε, ο Κοσμάς, τον όποιο περιμάζεψε η ομάδα και τον έκανε όργανό της. Ένα νεαρό κορίτσι, η Μύρρα, είναι φράξια της ομάδας. Κάθε νέος που συνδέεται ερωτικά μαζί της εξοντώνεται από τους αντιπάλους. Παρά το γεγονός ότι έχει κινήσει τις υποψίες, τα μέλη της ομάδος τυφλωμένα από τον ερωτισμό, αποφεύγουν να αποκαλύψουν το ρόλο της και να διακόψουν τη δράση της. Ως το τέλος το ερωτικό κάλεσμα ήταν ισχυρότερο από τη λογική και το συμφέρον. Έτσι και ο Κοσμάς είχε την τύχη των προκατόχων του. Κατά έναν περίεργο τρόπο ο έρωτας συνοδευόταν από το θάνατο και το ερωτικό σκεύος, η Μύρρα, γινόταν η μοίρα του θανάτου. Ο λόγος του τραχύς, κοφτός, ασθματικός εκφράζει στην εντέλεια το ζόφο του θέματος.

                Το επόμενο βιβλίο Κεκαρμένοι (1959) είναι μια μεγαλύτερη πρόοδος προς τη ρεαλιστική γραφή. Περιγράφονται εδώ οι συνθήκες της βασικής εκπαιδεύσεως στο στρατό, η ζωή των νεοσυλλέκτων, τα ήθη των πορνείων και η ειδική ψυχολογία αυτών των ομάδων. Αναπλάθονται με πιστότητα τρόποι ζωής και εντυπώνονται βαθιά μνήμες και βιώματα, για τα όποια δεν μπορεί κανένας να περηφανεύεται. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από στρατιώτες για γεγονότα που σχετίζονται με το καψόνι και τα πορνεία. Ο καθένας αφηγείται το μέρος όπου διαδραμάτισε ο ίδιος κάποιο ρόλο. Με την τεχνική αυτή επινοεί ο πεζογράφος κάποια πλοκή, που θα την επαναλάβει πάλι στο αφήγημα Η Δίψα. Κέντρο των ιστοριών είναι η ερωτική αντιζηλία μεταξύ στρατιωτών και βαθμοφόρων για μια μικρή πόρνη, την Τζίνα. Αυτή συνδέεται με έναν παλιό στρατώτη, τον «ψηλό». Είναι ένας άνθρωπος με έντονο δυναμισμό, που δημιουργεί συνεχώς επεισόδια. Με τη συμπεριφορά του έχει γίνει το φόβητρο των αδύναμων και έχει εξασφαλίσει, καλού-κακού, την προστασία των βαθμοφόρων. Βιβλίο σκληρό, όπως όλα τα βιβλία του Νίκου Κάσδαγλη, που αποδίδει τη βιαιότητα του καψονιού, τα πάθη και το σεξουαλισμό στο στρατό με ένα λόγο χωρίς στολίδια και χωρίς τον καθωσπρεπισμό, με τον όποιο ντύνει η φαντασία τις ωμές στιγμές της ζωής.

                Στα δύο επόμενα βιβλία επιχειρεί κάποια σύνθεση με την πλοκή των δρωμένων. Εμπεριέχουν τα στοιχεία σύγχρονων τραγωδιών με κεντρικά πρόσωπα γυναικείους τύπους. Το μυθιστόρημα Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου (1961) είναι το πιο αδύνατο βιβλίο του, από την άποψη ότι, παρά τις προθέσεις, δεν κατορθώνει να λειτουργήσει λογοτεχνικά. Δεν παρουσιάζει απόκλιση από τη γνωστή θεματογραφία του, αφού σ' ένα μεγάλο τμήμα του βιβλίου καταπιάνεται πάλι ο συγγραφέας με τον υπόκοσμο. Ένα από τα κεντρικά πρόσωπα είναι ένας κακοφτιαγμένος και δειλός αλήτης, ο Σπανός, που ερωτεύεται μια πόρνη, την Πάτρα. Πλάι στον αντικοινωνικό κόσμο ζει ένα παράνομο ζευγάρι νέων, ο Κώστας και η Άννα. Οι δύο νέοι περιφρονώντας τις κοινωνικές συμβατικότητες και διαλέγοντας μια μορφή ελευθερίας τοποθετούνται στο κοινωνικό περιθώριο. Αντιμετωπίζουν όμως έτσι ποικίλες δοκιμασίες. Η ψυχική κατάσταση του νέου, προτού εγκαταλείψει την Άννα, περιγράφεται τόσο διαταραγμένη, ώστε να εγγίζει τα όρια του παραλογισμού. Τέλος, η Άννα εγκαταλειμμένη, με ένα παιδί στην αγκαλιά, οδηγείται στην αυτοκτονία, για να μη συνθηκολογήσει με την πραγματικότητα. Επιμένει στην ψυχογραφία των προσώπων ο συγγραφέας και επιχειρεί να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά τους. Και ο αλήτης ο Σπανός και ο Κώστας, που προέρχεται από άλλα κοινωνικά στρώματα, έχουν το έξης κοινό σημείο: επιχειρώντας να εκτονωθούν από τα ψυχικά τους προβλήματα καταφεύγουν σε αντικοινωνικές πράξεις.

                Στο βιβλίο Η Δίψα (1970) μελετά τη σχέση ανάμεσα στη γενετήσια ορμή και τη μητρότητα. Κεντρικό πρόσωπο είναι η Ελένη, νοσοκόμα ενός άτεκνου μαιευτήρα. Τρία άλλα ζευγάρια αποτελούν τα βασικά πρόσωπα: ο Κώστας και η Τερέζα, που είναι το νεαρό ζευγάρι, ο μαιευτήρας και η γυναίκα του, ο παθολόγος γιατρός με τη γυναίκα του. Η αρμονική σχέση του νεαρού ζευγαριού διαταράσσεται επικίνδυνα από την εγκυμοσύνη της Τερέζας. Στην αρχή ακόμη της εγκυμοσύνης της η Τερέζα προσβάλλεται από ερυθρά και οι γιατροί τη συμβουλεύουν να διακόψει την κύηση, για να μη γεννήσει ανάπηρο παιδί. Έγκυος είναι και η Ελένη από το μαιευτήρα, αλλά αυτή δεν θέλει το παιδί. Γύρω από το θέμα της εγκυμοσύνης απεικονίζει ο συγγραφέας πλήθος παθολογικές καταστάσεις και προβλήματα ερωτικής αποστροφής από τη μεριά των εγκύων γυναικών.

                Η Ελένη παρουσιάζεται σαν μια δαιμονική γυναίκα με έντονη σεξουαλικότητα που φτάνει ως τη διαστροφή, και με τυφλά ένστικτα που της εξουδετερώνουν κάθε ηθικό δισταγμό. Οι πράξεις της είναι απάνθρωπες. Στο νατουραλιστικό αυτό πίνακα ο Νίκος Κάσδαγλης απεικονίζει πόρνες και πρόσωπα του υποκόσμου που συμμετέχουν στα διαδραματιζόμενα. Στο ερωτικό γαϊτανάκι παίζουν όλα σχεδόν τα πρόσωπα. Βίτσια όμως και ψυχικές διαστροφές αναρριπίζουν μόνο την Ελένη. Οι τυφλές της παρορμήσεις θα την οδηγήσουν τελικά στην εκμηδένιση της ζωής. Ο πεζογράφος παρατηρεί και απεικονίζει παθολογικές καταστάσεις με την ψυχρότητα και την απάθεια του ανατόμου. Έχουμε εδώ μία χαρακτηριστική περίπτωση του μεταπολεμικού νατουραλισμού.

                Η Μυθολογία (1977) αποκαλύπτει μιαν άλλη ευαισθησία του Ν. Κάσδαγλη για την πολιτική παθολογία του τόπου μας. Τα τρία διηγήματα που περιέχονται στη συλλογή αυτή έχουν ως στόχο να δείξουν άλλου είδους αναθυμιάσεις. Ο συγγραφέας απεικονίζει εδώ τιμίως και ευθαρσώς τις καταπιεστικές μεθόδους από τον εμφύλιο και την εφτάχρονη τυραννία και ψυχογραφεί με μαεστρία θύτες και θύματα. Στο πρώτο διήγημα («Μακάριοι οι ελεήμονες...») παρουσιάζει ένα επεισόδιο από την κόλαση της Μακρονήσου, όταν αποστέλλονταν εκεί κληρωτοί, που τους υποψιαζόταν το καθεστώς της εποχής εκείνης. Η θέση του πεζογράφου είναι ξεκάθαρη: δεν πρόσκειται ιδεολογικά με τα θύματα. Παρουσιάζοντας όμως πειστικά τις απάνθρωπες μεθόδους που χρησιμοποιούσε το καθεστώς, για να κάμψει την αντίσταση και το φρόνημα των κληρωτών, ώστε να υπογράψουν τη γνωστή δήλωση, καταγγέλλει ένα τυραννικό θεσμό. Συγκεκριμένα περιγράφει την απομόνωση και τα βασανιστήρια ενός στρατιώτη, που δεν είχε καμιά πολιτική ανάμειξη. Συγχρόνως όμως αποκαλύπτει και την ειδική ψυχολογία των βασανιστών εκπαιδευτών, που εξέθρεψε το σύστημα, καθώς και τη μεταστροφή των δηλωσιών και την προθυμία τους να «συνεργαστούν». Μέσα σ' αυτό τον εφιαλτικό χώρο υπάρχουν και οι φιλάνθρωποι σκοποί και ο αξιωματικός, ο οποίος σώζει τελικά τον τραγικό στρατιώτη και επιβάλλει κυρώσεις στον υπεύθυνο για την ανοχή στα απάνθρωπα βασανιστήρια. Αυτοί είναι οι ελεήμονες.

                Παράλληλη είναι η υπόθεση και του δεύτερου διηγήματος («Επιβάσεις»). Συνδέεται με το προηγούμενο εσωτερικά, από την άποψη δηλαδή της εκλεκτικής συγγένειας καθεστώτων και μεθόδων. Περιγράφεται εδώ η ταλαιπωρία ενός φιλήσυχου γιατρού από τις γνωστές υπηρεσίες, που χρησιμοποιούσε το καθεστώς της εφταετίας για την αστυνόμευση και την τρομοκράτηση των πολιτών. Ύστερα από μία αόριστη καταγγελία που χαλκεύτηκε με τη γνωστή ευκολία και μέθοδο, ο γιατρός σέρνεται στα κρατητήρια και κρατείται στην απομόνωση σαράντα μέρες χωρίς ανάκριση, για να διαπιστωθεί στο τέλος ότι δεν βαρύνεται με ενοχοποιητικά στοιχεία. Στο μεταξύ τη θέση του στο ΙΚΑ την πήρε κάποιος άλλος «συνάδερφός του» και όταν θα απολυόταν από τις φυλακές, θα κινδύνευε να μείνει χωρίς δουλειά και πελατεία, γιατί θα τον βάραινε πάντα η υποψία. Η απουσία του γιατρού από το σπίτι δημιούργησε πολλά και δύσκολα προβλήματα στην οικογένειά του, και το σοβαρότερο, κίνδυνο για τη ζωή της άρρωστης κόρης του. Με το επεισόδιο αυτό ο Νίκος Κάσδαγλης αποκαλύπτει τις ηλίθιες και εκβιαστικές μεθόδους του καθεστώτος, τη σκαιότητα των οργάνων της εξουσίας, περιγράφει τη φοβία και τη δειλία των ανθρώπων και γενικά όλο το ζόφο της τυραννίας.

                Το τελευταίο διήγημα («Άγος») δεν βρίσκει το στόχο του. Έχει θέμα του την τραγική ερωτική ιστορία του νεαρού γιου ενός εφοπλιστή με ένα ελεύθερο σύγχρονο κορίτσι. Αποδίδεται όμως με πειστικότητα η ζωή και ο χαρακτήρας των εφοπλιστών, που σωρεύουν τόσες συμφορές και δυστυχία στις οικογένειές τους. Το διήγημα δεν δένει με τα προηγούμενα. Θα μπορούσε να δώσει μια τριλογία με συναφή θέματα. Αν το επιδίωξε, δεν το κατόρθωσε. Ωστόσο η προσφορά του στη ρεαλιστική πεζογραφία μας παραμένει πάντοτε σημαντική.