Αργυρίου Αλέξ., Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών
 
Αθήνα 1983, Γνώση. «Ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο υπερρεαλισμός». Σσ.160-166
 
 
 

Το τρίτο βιβλίο του είναι μιας άλλης λογής υπερρεαλισμός. Ο Μπολιβάρ εκδίδεται μεν στο τέλος της Κατοχής αλλά ο ποιητής/ζωγράφος μάς δίνει το ακόλουθο χρονικό στοιχείο:

 

"Το ποίημα Μπολιβάρ γράφτηκε τον χειμώνα του 1942 προς το 1943. Κυκλοφόρησε, στην αρχή, σε χειρόγραφα αντίγραφα που έκαναν πολλοί, και το διάβαζαν σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα" (υπογραμμίζω εγώ).

 

Δεν νομίζω πως είναι μια απλή πληροφορία εδώ του Εγγονόπουλου, αλλά έμμεσα, και μια αποδοχή του ότι το έργο του αυτό νόμιμα εγγράφεται σε ένα αντιστασιακό φρόνημα.

Όμως ενώ στο "Δρόμο" του Εμπειρίκου τα ελληνικά περιστατικά φέρονται προς το να γίνουν παγκόσμια, παρατηρούμε ότι στον Μπολιβάρ η φορά είναι αντίστροφη: Ο ήρωας του ποιήματος, μια ξένη προσωπικότητα, εγγράφεται στα ελληνικά δεδομένα από τα οποία άμεσα και έμμεσα προσδιορίζεται. Ακόμη και για την απαρίθμηση των ονομασιών των κρατών της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής, που γίνεται σε ένα σημείο του κειμένου (από τα ελάχιστα μη ελληνικά δεδομένα του ποιήματος), σε σημείωσή του τού 1962 ο Εγγονόπουλος διευκρινίζει: "Πέρα από εμορφιά και την ευρυθμία τους η αναφώνηση των ονομάτων αυτών των κρατών χρησιμεύει εδώ σαν προπέτασμα για την έξαλλη εκδήλωση ελληνολατρίας του ποιήματος". Αλλά μήπως (πηγαίνοντας τη σκέψη πιο μακριά) επιβάλλεται να θεωρήσομε ότι και το θέμα "Μπολιβάρ" ολόκληρο: υπήρξε ένα προπέτασμα, ένα πρόσχημα; Και ότι, αν αγνοήσομε όσα βρίσκονται στην περιφέρεια, θα μας μένει στο κέντρο: η ελληνολατρία; Και αν είναι έτσι, τότε με ποια στοιχεία θα καθορίσομε την ελληνολατρία σχετικά ή σε διάκριση με τον ελληνοκεντρισμό;

Αλλά και ταυτόχρονα: Με ποια έννοια εγγράφεται στο "αντιστασιακό φρόνημα" το ποίημα, όταν με συγκεκριμένους στίχους του το υποσκάπτει;

Και για να στηρίξω την τελευταία υποψία, παραθέτω τους ακόλουθους στίχους από το ποίημα, υπενθυμίζοντας ότι οι δυο που αναφέρονται στο απόσπασμα είναι οι μορφές του "Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ".

 

...Κι' αυτά όχι για τα ότι κι' οι δυο τους υπήρξαν για τις

πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,

 κι' άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,

Παρά γιατί σταθήκανε μέσ' στους αιώνες, κι οι δυο τους,

μονάχοι πάντα, κι' ελεύθεροι, μεγάλοι, γεν-

 ναίοι και δυνατοί...

 

Σημειώνοντας παρενθετικά ότι το: κι' άλλα παρόμοια παραπέμπει στο καβαφικό: κι άλλα ηχηρά παρόμοια, μπορούμε να προσθέσομε στις απορίες μας και την ακόλουθη, που νομίζω ότι προκύπτει από την προσεκτική ανάγνωση αυτού του αποσπάσματος:

Μήπως πρόκειται για έναν Ύμνο στην Ελευθερία συνθεμένο με αντιηρωικό πνεύμα, έτσι που τελικά μεταβάλλεται σε Ύμνο της Μοναξιάς του Ήρωα (o altra cosa, όπως έγραφε κι ο Σολωμός) που παρανοήθηκε, παραμερίστηκε και δολοφονήθηκε (πραγματικά και συμβολικά) από τους ανθρώπους της εποχής του;

Και τότε, μήπως πρέπει να εισαγάγομε, στους ερμηνευτικούς όρους του ποιήματος, ή τα βιογραφικά στοιχεία του ίδιου του Μπολιβάρ, ή περισσότερο ίσως του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ή (πιθανώς ακόμη περισσότερο) τα βιογραφικά του ίδιου του ποιητή;

Αφήνω την απάντηση για τον αναγνώστη, στον οποίο προτείνω να μελετήσει και την ακόλουθη σύμπτωση, που μπορεί να έχει τη σημασία της για τη σχέση μορφής και περιεχομένου. Συμβαίνει αρκετές φορές η ανάγνωση ενός κειμένου να μας αφήνει αόριστα την εντύπωση ότι κάτι παρόμοιο το έχομε συναντήσει. Και συνήθως πρόκειται για κείμενα που έχουν κοινούς (ποιητικούς) προγόνους η γεννήθηκαν κάτω από παρόμοιο φρόνημα.

Και τώρα τα κείμενα που (μου) φαίνονται ότι συμπίπτουν.

Πρώτα ο "Χορός" από τον Μπολιβάρ:

 

ΧΟΡΟΣ

 

στροφή                                                                        (entrée des guitares)

 

Αν η νύχτα, αργή να περάση,

Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,

Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια

Λυσικόμους παρθένες μ' αλυσίδες φορτώνουν,

Ήρθ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.

Εις τα σκέλεθρα τ' άδεια στρατηγών πολεμάρχων

Τρικαντά θά φορέσουν που ποτίστηκαν μ' αίμα,

Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία

Θα σκεπαση μ' αχτίδες της σημαίας το θάμπος.

 

και τώρα η αρχή από το ποίημα του Βάρναλη:

 

ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΙΔΩΝ

 

Αν ταράζουνε γης, ουρανό και πελάη

και με πάνε μακριά, με τινάζουνε πλάι

των αβύσσων πλουτώνειοι θυμοί

κι αν το δρόμο μου χάνω σε τόση μαβρίλα,

αντηχάνε βαθιά στης καρδιάς μου τα φύλλα

της οργής σου οι μεγάλες βροντές.

Δε σε χάνω ποτές.

 

Μίλησα για τις σημειώσεις που συνοδεύουν τις δεύτερες εκδόσεις τόσο του Μπολιβάρ όσο και των δυο πρώτων ποιητικών του συλλογών. Θέλω να επιστήσω την προσοχή όσων τις διαβάσουν ως βοηθητικά στοιχεία για τις ερμηνείες των στίχων του. Υποπτεύομαι ότι (μερικές σημειώσεις τουλάχιστον) είναι εσκεμμένα παραπλανητικές. Πιθανολογώ (και το λέω με κάθε επιφύλαξη) ότι ειρωνεύεται κάποιες άλλες ερμηνευτικές σημειώσεις-σχόλια (όπως αίφνης του Eliot και στα καθ' ημάς του Σεφέρη), ή ίσως και ερμηνείες σχολαστικών γραμματοδιδασκάλων. Εξάλλου ο Εγγονόπουλος πάλι, στο ίδιο το σχόλιό του, στον Μπολιβάρ, λέει ότι είναι ή (α) εξηγήσεις ή (β) αποσπάσματα από διάφορες αναγνώσεις, "μεταγενέστερες της συνθέσεως του ποιήματος, που επικυρώνουν, και ενισχύουν, τρόπον τινά, ένιες εικόνες του Μπολιβάρ".

Υπενθυμίζω εδώ ότι οι περισσότεροι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Φιλοσοφία της συνθέσεως που έγραψε ο Edgar Allan Poe για τον τρόπο που συνέθεσε το ποίημά του "Κοράκι", δεν αποτελούν σκέψεις του Poe πριν γράψει το Κοράκι, αλλά μετά που το έγραψε. Άρα, θα μπορούσαμε και τον Poe να κατηγορήσομε για κατεργαριά.

Θα μου πείτε: Αλλά ο Εγγονόπουλος δηλώνει ότι μερικά σχόλια είναι μεταγενέστερα του ποιήματος. Πού μπαίνει λοιπόν το παραπλανητικό του;

Για να υπερασπίσω την εικασία μου θα καταφύγω στην πρώτη σημείωσή του τού Μπολιβάρ, ο οποίος (ας υπενθυμίσω) έχει ένα πρώτο μότο που είναι (μας λέει ο Εγγονόπουλος) παρμένο από τον Πλούταρχο, και το δεύτερο μότο είναι μια φράση γαλλική που τη βρήκε σε ένα βιβλίο του Gabriele d'Annunzio. "Αλλά, [αντιγράφω το  σχόλιο του Εγγονόπουλου] καθώς σημειώνεται με εισαγωγικά στο κείμενο, είναι μάλλον αμφίβολο να είναι του ίδιου του ντ' Αννούντσιο, παρ όλο που δεν αναφέρεται πηγή".

Κοιτάζω τώρα εγώ τη φράση (τη μεταφράζω πρόχειρα: "Η καρδιά ενός ανθρώπου αξίζει όλο το χρυσάφι μιας χώρας") και παρατηρώ ότι δεν ακολουθεί τη σημερινή αλλά τη μεσαιωνική γαλλική ορθογραφία. Λέτε λοιπόν σοβαρά να αγωνιούσε ο Εγγονόπουλος αν ανήκε η δεν ανήκε η φράση στον d'Annunzio, που τάχα θα την έγραφε (ο Ιταλός αυτός καμποτίνος) και με σχολαστική ακρίβεια με μεσαιωνική γαλλική ορθογραφία;

Αλλά και ουσιαστικά: Κατά ποια έννοια, με το σχόλιο αυτό, γινόμαστε σοφότεροι στο να καταλάβομε καλύτερα το "μότο", που το νόημα του είναι απολύτως σαφές;

Πιστεύω ότι η έναρξη των σχολίων του Εγγονόπουλου μ' ένα σχολαστικισμό υπονομεύει τη σημασία των σχολίων. Ο ποιητής μάλιστα που έγραψε το "Οι θεοί ζηλεύουν" με το οποίο μαστιγώνεται ο ακραίος, έστω και αθώος, σχολαστικισμός στην εκδοχή του βυζαντινισμού. Αντιγράφω ολόκληρο το γραμμένο σε πρόζα ποίημα.

 

Κύριε, τι οδυνηρό, τι φοβερό, τι μέγα πρόβλημα!  Άραγες να ζηλεύουν οι θεοί;... Δηλαδή, όχι αν οι θεοί ζηλεύουν ή δεν ζηλεύουν, αλλά αν "οι θεοί ζηλεύουν" ή "οι θεοί ζουλεύουν".

 

Ποιες όμως είναι οι προθέσεις του Εγγονόπουλου;

Αν κοιτάξομε ως σύνολο το έργο του ποιητή, θα παρατηρήσομε ότι ήδη από την πρώτη ποιητική του συλλογή είναι  σχεδόν ποιητικά ορισμένος. Βλέπομε δηλαδή ότι  το αρκετά  ευρύ πεδίο του διαγράφεται από τότε καθαρά και μπορείς να  διακρίνεις τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά. Με την πάροδο  των ετών τα βαθαίνει και τα καθιστά πιο ισχυρά. Αλλά αμέσως, παρουσιάζεται να έχει ευρύ προσληπτικό πεδίο· να είναι  πολυφωνικός. Από την αρχή δείχνει τη φροντίδα του να αγνοήσει τα φραστικά και τα διανοητικά κλισέ, να αδιαφορήσει  για ό,τι θά ονομάζαμε "αστική φρόνηση", με όλα τα παρεπόμενά της. Αν ο κόσμος του (που ιδρύει) υπακούει στο  παράλογο, είναι γιατί τα ίδια τα φαινόμενα βλέπονται από  τον ποιητή ως παράλογα.

 

Τώρα βρισκόμαστε στον ωκεανό.

 

Έτσι τελειώνει το ποίημά του "Ο Ατλαντικός" ένα  ποίημα στο οποίο (κατά τη μέθοδο του Εγγονόπουλου) το  δραματικό νόημα της ζωής δίνεται με ιλαρούς τόνους. Συχνά, εξάλλου, στον Εγγονόπουλο χλευάζεται η σοβαροφάνεια. Γι' αυτό και πάντοτε το επώδυνο το δίνει πλάγια, λοξά.  Για να μην κινδυνεύει να ολισθήσει στο μελοδραματικό, ή,  πιθανώς, από φόβο: μήπως εκληφθεί ως μελοδραματικό. Δεν  ξέρω, ίσως το χιούμορ του Εγγονόπουλου, εκτός από το να  αποβλέπει στο να ξιπάσει τους αστούς, μπορεί να είναι και  αμυντική ασπίδα απέναντι ενός παραδοσιακού οργανισμού  (μιας μεγάλης μερίδας της παραδοσιακής μας κληρονομιάς)  που μας έχει εμποτίσει με ένα ρητορικό και ακάλυπτο, από  πράγματα, λόγο. (Κάτι τέτοιο πρέπει να υπονοούσε ο Καβάφης όταν χαρακτήριζε, στη συνομιλία του με τον Γιώργο  Θεοτοκά, τους Αθηναίους ποιητές: "Είναι ρομαντικοί! Είναι  ρομαντικοί!"). Για ενίσχυση της εικασίας μου αντιγράφω τη  σημείωση του Εγγονόπουλου: "Ας σημειωθεί ότι ο γράφων  δεν υπήρξε ποτέ θιασώτης της ζωγραφικής της λεγομένης  abstraite". Δηλαδή, ο ζωγράφος Εγγονόπουλος δεν θέλει  να ζωγραφίζει αφηρημένα. Νομίζω ότι μάλλον πρέπει και  τον ποιητή Εγγονόπουλο να τον κατατάξομε στην ιδία κατηγορία. Εμπνέεται από το συγκεκριμένο και δουλεύει με  τρόπο συγκεκριμένο. Και τα συγκεκριμένα δεν αλέθονται μέσα στη φαντασία του, έτσι που να εξαφανιστούν, αλλά μετά σχηματίζονται από τη φαντασία (με τρόπο αυθαίρετο ίσως, σε πρώτη εντύπωση), έτσι όμως που: και η ρίζα τους να αναγνωρίζεται και το αίτημα για καινούριο κοίταγμα των πραγμάτων να ικανοποιείται με την παραμόρφωση του υπαρκτού.

Πιστεύω ότι αν ένα έργο, μέσα από τις εξελίξεις του, τις διαφοροποιήσεις του, και τις αμφισημίες του ακόμη, μας αφήνει την υποψία ότι υπακούει σε κάποια ενότητα (εφόσον δεν υποκύπτει σε ιδεοληψίες), αποτελεί κριτήριο ότι το έργο αυτό είναι αυθεντικό, και έμμεσα (για όποιον το έχει διαπιστώσει) επαληθεύει την αξία του. Το κριτήριο αυτό είναι προφανώς υποκειμενικό, αλλά διόλου επισφαλές, για να προσεγγίζεις ένα καλλιτεχνικό γεγονός σωστά, αφού μέσα σου βρίσκει ανταποκρίσεις.

(1976)