Χαριλάου Νεόφυτος, Ο Νεόφυτος Δούκας και η συμβολή του στο νεοελληνικό Διαφωτισμό
 
Αθήνα 2003, Κυβέλη
 
 
 

    «Σημαντικός εκπρόσωπος και θεωρητικός υποστηρικτής της ομιλούμενης γλώσσας ήταν ο ποιητής και ιατρός Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847), που ανήκε στον κύκλο του Καταρτζή, τις γλωσσικές ιδέες του οποίου υποστήριξε και προώθησε. Λίγο αργότερα, ερχόμενος σε επαφή με τον κύκλο του ποιητή Ιωάννη Βηλαρά, υιοθέτησε πρόσκαιρα την ακραία γλωσσική του θεωρία για κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας και τη χρήση φωνητικού αλφαβήτου. Αργότερα, όπως και πολλοί άλλοι λόγιοι της γενιάς του, εγκατέλειψε τις γλωσσικές θεωρίες της νιότης του και στράφηκε προς συντηρητικότερες απόψεις.

Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο Βουκουρέστι στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας, υπήρξε μαθητής του Δ. Καταρτζή και έζησε από κοντά την ανακαινιστική του προσπάθεια και τις επιθέσεις κατά της δημώδους γλώσσας, γι’ αυτό και επιδίωξε την υπεράσπισή της. Τις αρχές τις γλωσσικής του θεωρίας τις διατύπωσε στον πρόλογο του έργου του Γραμματική της Αιολοδωρικης ή ομιλούμενης τορινής των Ελλήνων γλώσσας, που εξέδωσε το 1805.

    Ο Χριστόπουλος, μετά από συγκριτική μελέτη της αρχαίας ελληνικής και της ομιλούμενης γλώσσας αναγνώρισε πολλές ομοιότητες στις δύο αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, της αιολικής και της δωρικής με την ομιλούμενη, γι’ αυτό άλλωστε υποστήριξε ότι η νεοελληνική γλώσσα αποτελεί συνέχεια της αρχαίας ελληνικής και μάλιστα των δύο αυτών διαλέκτων. Για τον φαναριώτη λόγιο δεν υπάρχουν καλές και κακές γλώσσες, βάρβαρες και πολιτισμένες. Αντίθετα, θεωρεί τη γλώσσα ως όργανο και μέσο επικοινωνίας και παιδείας, αποκρούοντας την άποψη ότι η ομιλούμενη γλώσσα βαρβαρίζει, λόγω των αλλαγών στις λέξεις, στις κλίσεις και τη σύνταξη που έγιναν με την πάροδο του χρόνου. Όπως υποστηρίζει, η αλλαγή στο τυπικό και συντακτικό μέρος μιας γλώσσας, αποτελεί φυσική εξέλιξη, η οποία επέρχεται σταδιακά και σταθερά μέσα στο χρόνο σε όλες τις γλώσσες». (σελ. 280)