Tonnet Henri, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος
 
μετφ. Μ. Καραμάνου, Αθήνα 2001, Πατάκης. Σσ. 284-285
 
 
 

Η Πολιορκία (1953) του Αλέξανδρου Κοτζιά είναι ένα πολύ διαφορετικό έργο, όπου η φαντασία κατέχει μια πολύ σημαντική θέση.  Το βιβλίο περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό προσώπων και η προσωπικότητα του αφηγητή δεν είναι πανταχού παρούσα, όπως στο Ρένο Αποστολίδη.

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926. Ως δημοσιογράφος ασχολούνταν με τα λογοτεχνικά θέματα και για μεγάλο χρονικό διάστημα κράτησε τη στήλη της λογοτεχνικής κριτικής στις εφημερίδες Μεσημβρινή, Βήμα και Καθημερινή. Αντίθετα από το Ρένο Αποστολίδη, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, δεν ανήκει στην καθαρή Δεξιά. Το 1969 είχε προβλήματα γιατί εναντιώθηκε στη χούντα των Συνταγματαρχών. Απλώς, στρέφει την προσοχή του σ' αυτό που ονομάζει «τριακονταετή πόλεμο» των Ελλήνων, διαμάχη που ξεκινά το 1943 με τη μάχη ανάμεσα σε κομουνιστές και μη κομουνιστές αντάρτες και σταματά το 1973 με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και προσπαθεί να καταλάβει τη νοοτροπία εκείνων που ενεπλάκησαν στον αντικομουνιστικό αγώνα, πράγμα που τον οδηγεί να διαλέξει ως κύριο πρόσωπο το Μηνά Παπαθανάση, έναν επικεφαλής αντικομουνιστικής ομάδας.

Εδώ η ιδεολογία φαίνεται αδιάφορη. Ο Παπαθανάσης πολεμά εναντίον των κομουνιστών σκοτώνει και βασανίζει, όχι για ιδεολογικούς λόγους, αλλά για να σταθεί στο ύψος της ιδέας που έχει

για τον εαυτό του. Είναι ένα είδος αρχαίου τραγικού ήρωα που βυθίζεται στην εξαθλίωση και βαδίζει προς το θάνατό του.

Η γλώσσα του Κοτζιά, όπως και του Ρένου, είναι σκληρή, πράγμα που ταιριάζει απόλυτα με τη σκοτεινή, και μάλιστα αποκρουστική, ατμόσφαιρα του βιβλίου, όπου βρίσκουμε χυδαιότητα, βία και κάποιες φορές σκηινές βασανισμού, όπως στο ακόλουθο απόσπασμα:

«Τα λεπτά φεύγανε αργά, σε μια παράξενη, βασανιστική απροσδιοριστία, κ' η «ανάκριση» συνεχιζόταν δίχως ενδιαφέρο, μέσα στον αυτοματισμό ορισμένων κινήσεων – όπως τα πετρωμένα χέρια του, που ανεβοκατεβαίνανε σα σφυριές στη μαλακή σάρκα. [… ] Μέσα στη σκοτοδίνη του, ένα μόνο    ένιωθε πια - πως η πρώτη λύσσα που τον έσπρωχνε σε τυφλά ξεσπάσματα, είχε γυρίσει τώρα σε θανάσιμο μίσος για τούτο το πρόσωπο. Μίσος, που απαιτούσε μια πιο σύνθετη μεταχείρισι, καρικευμένη με κάποια τρίσβαθη απόλαυση. Και ταυτόχρονα, κάτι αφόρητο ένιωθε να τον ζώνει ολούθε. Θυμόταν πολύ καλά, πόσο τόνε τάραζε τ’ αδύνατο φως πάνω από τα κεφάλια τους -μια παγωνιά στο δέρμα, σα να του γλείφαν το σβέρκο κάμπιιες […] Μέσα στο μισόφωτο [ο Παπαθανάσης] δεν ξάνοιγε καθαρά αν είτανε δυο δάκρυα εκείνα που λαμπυρίσαν άκρη άκρη στα πληγιασμένα του βλέφαρα. […] -Θα μιλήσεις; σαβούρα;

Τούτη τη φορά το χτύπημα παραείτανε άγριο».

(σσ. 140, 147)

 

Η αντιπαράθεση του δήμιου και του θύματος οφείλει κάτι στον Ντοστογέφσκι, έργα του οποίου ο Κοτζιάς μετέφραζε το ίδιο διάστημα (Οι φτωχοί, Μια αξιοθρήνητη ιστορία). Η έννοια όμως του παραλόγου στον Κοτζιά προδίδει σίγουρα και την επίδραση του Franz Kafka, έργα του οποίου είχε επίσης μεταφράσει (Η δίκη, Ο πύργος).