Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, Μπουκάλας Παντελής, «Η λογοτεχνία των αρνητικών ηρώων»
 
Αθήνα 1994, Κέδρος, σσ. 66-70
 
 
 

Πνεύμα πολύτροπο υπήρξε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς - κι αυτό το «υπήρξε», ο πικρός Αόριστος, εισέβαλε αιφνίδια για να μας ξαναθυμίσει με την αμείλικτη κυριολεξία του ότι τίποτε πιο αφόρητα φυσικό από το τραγικά αφύσικο· μα αφύσικο παραμένει να φεύγουν οι άνθρωποι πάνω στη νιότη της σκέψης τους, πριν να μνημειώσουν με το μολύβι και το μόχθο ό,τι τους τρώει.

Πνεύμα πολύτροπο ο Αλέξανδρος Κοτζιάς. Πεζογράφος, μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας - κι η φιλολογική σελίδα της Καθημερινής, από το 1976 ως το 1982, ένα λαμπρό στέκι του. Δεκάδες τόμοι το έργο του, σοδειά καλή και θ' αντιπαλέψει τον δεσπότη χρόνο, θα τον περιγελάσει: Η Πολιορκία, Ο Γενναίος Τηλέμαχος, η Αντιποίησις Αρχής, η Φανταστική περιπέτεια, η, οριστικά ημιτελής πια, ενότητα Τα Παιδιά του Κρόνου, τα δοκίμιά του, συγκεντρωμένα σε τρεις τόμους, και οι μεταφράσεις του, από τον Ντοστογιέφσκι ως τον Άρθουρ Καίσλερ και τον Κάφκα. Αλήθεια, θα 'χε γοητεύσει τόσο πολλούς Το μηδέν και το άπειρον ή το Εγώ ο Κλαύδιος, αν δεν φαίνονταν γραμμένα σχεδόν από μιας αρχής στα ελληνικά;

Πολιτικός συγγραφέας ήταν ο Αλέξανδρος Κοτζιάς. Κι όχι βέβαια από εκείνους τους πολιτικούς συγγραφείς που βιάζουν το λόγο τους για να τον ρυθμίσουν πάνω στον εκάστοτε κυρίαρχο συρμό. Από τους άλλους ήταν, τους «ηθικολόγους του αρνητικού».

Στις σελίδες του, στα μυθιστορήματα και τις νουβέλες του, στέγασε (με μια προγραμματική συνέπεια που για πολλούς αποδείχθηκε ενοχλητική, αν όχι κατακριτέα, ευθύς εξαρχής) ήρωες «λερούς», ασύλληπτα παρακατιανούς, πρόσωπα της απώλειας και του χαμού, τύπους κοινωνικά απόβλητους και μεμπτούς — από τον ταγματασφαλίτη Μηνά Παπαθανάση της εναρκτήριας Πολιορκίας ως το χαφιέ αλλά και διαρρήκτη και πλαστογράφο και εμπρηστή και κλεπταποδόχο και σωματέμπορο Μένιο Κατσαντώνη της κορυφαίας Αντιποιήσεως Αρχής, αυτού του «σοφά στημένου μυθιστορήματος» κατά την κρίση του Παύλου Ζάννα.

Δύσκολο, σχεδόν ανέφικτο, να ταυτιστεί ο αλλιώς μαθημένος αναγνώστης με τέτοιους «καταραμένους», που η κατάρα τους δεν θα τραπεί ποτέ σε ευλογία παρά θα τους εξουθενώσει χωρίς να τους απαλλάξει. Αλλά αυτό ακριβώς στάθηκε το εσωτερικό στοίχημα του Αλέξανδρου Κοτζιά: Να καταστήσει τα πεζογραφήματά του «λειτουργικά» (με το νόημα που δίνει ο ίδιος στη λέξη, στο αποκαλυπτικό κείμενο του «Αληθομανές Χαλκείον: Η ποιητική ενός πεζογράφου», περ. Γράμματα και Τέχνες, τ. 64-65, Ιαν.-Μάρτ. 1992), δίχως να χρειαστεί να κολακευτεί ο αναγνώστης και οι εγκατεστημένες αξίες του, δίχως να διευκολυνθεί· ο πεζογράφος επιδίωξε να τον έλξει στην πιθανότητα, την ισότιμη πιθανότητα, της διαφορετικής εκδοχής, της μειονοτικής και εκ των προτέρων ανυπόληπτης. Ο Ντοστογιέφσκι, που άνοιγε το σπίτι της γλώσσας του στους «λεπρούς» από φιλανθρωπία όχι τόσο προς αυτούς όσο προς τους αναγνώστες του, για να τους βοηθήσει να θητεύσουν στον εαυτό τους, φαίνεται πως υπήρξε ένας από τους δραστικότερους δασκάλους του.

Επιλέγοντας «αντιήρωες», ο Κοτζιάς ετοίμασε την ευκαιρία να ανοιχτεί σε κόσμους μυθοπλαστικά βωβούς και να μεταφέρει τη γλώσσα τους (να την πλάσει μάλλον, γιατί αν επρόκειτο για νατουραλιστική αναπαραγωγή, θα ανέκυπταν άλλης τάξεως ερωτήματα). Μια γλώσσα αγροίκα, άξεστη, επιφωνηματική, βωμολοχική. Για να το επιτύχει αυτό, δεν χρειάστηκε μόνο να περάσει από την παραδοσιακή βαθμιαία αφηγηματική τεχνική στον εσωτερικό μονόλογο, για να καταγράψει, όσο είναι εφικτό, τη «ροή της συνείδησής» τους. Χρειάστηκε, προπαντός, το ψαλίδι.

Μάλλον, λοιπόν, δεν αφορά όσους αρκούνται σε μια κάποια «δωρεά» για να παράγουν χωρίς φειδώ καταναλώσιμα μπεστ σέλερ τούτη η παρακαταθήκη του:

 

«Όσον αφορά στη φραστική του μυθιστορήματος — μη χρησιμοποιείς ποτέ τρεις λέξεις εάν αυτό που έχεις να πεις λέγεται με δύο. Δηλαδή, όλες οι λέξεις — και οι εκατό ή διακόσιες χιλιάδες λέξεις ενός ογκώδους μυθιστορήματος — πρέπει: να είναι λειτουργικές. Συνεπώς, κόβε! σβήνε! ψαλίδιζε! Όσον αφορά στη σύνθεση — μην επεξηγείς όσα ο επαρκής αναγνώστης μπορεί ν' αντιληφθεί, του αφαιρείς την απόλαυση να λειτουργεί σαν συν-συγγραφέας. Συνεπώς, κόβε! σβήνε! ψαλίδιζε!»

 

Τα βιβλία του δικαιώνουν τη διακήρυξή του ότι στο λογοτέχνη, εκτός από την «κλίση» (την ονομάζει και «κλήση»), χρειάζεται «σκληρή δουλειά» και «αδυσώπητη πειθαρχία». Ίσως έτσι ερμηνεύεται η απουσία τους από τους καταλόγους των μπεστ σέλερ. Με κανέναν τρόπο, πάντως, δεν ερμηνεύεται η αλγεινή αδιαφορία σταθμών και καναλιών να ψάξουν να βρουν δυο τρεις τίτλους να συνοδεύσουν την ολιγόψυχη αναφορά τους.

Η επιμονή του Αλέξανδρου Κοτζιά να συλλάβει το αρνητικό της ελληνικής μεταπολεμικής ιστορίας, όταν μάλιστα η ίδια η κοινωνική συγκρότηση είχε εκβάλει πλέον στο πλην, γρήγορα παρανοήθηκε από όσους φέρονταν σαν να κατείχαν τα απόλυτα σταθμά.

Ο πολιτικός χώρος με τον οποίο ένιωθε ως τότε οικείος, η Αριστερά, από τις γραμμές της οποίας έδρασε κατά την Κατοχή, ήθελε «θετικούς» ήρωες, αψεγάδιαστους, σχεδόν απ-άνθρωπους. Εύκολη, λοιπόν, η κρίση, ευκολότερη η κατάκριση: ο μυθιστορηματικός λόγος του Κοτζιά, που αντιδικούσε με το «φωτεινό πρότυπο» του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, διαβάστηκε και επικρίθηκε σαν πολιτική αίρεση.

Το 1977, ο Τίτος Πατρίκιος, ξαναδιαβάζοντας την Πολιορκία, σημείωνε στο περιοδικό Διαβάζω, δίνοντας μια ισχυρή εξήγηση:

 

«Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, φέρνοντας την είδηση και το μήνυμα της φρίκης, ανέλαβε έναν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο: τον κίνδυνο που έχει πάντα ο αγγελιοφόρος να τον ταυτίσουν με την καταστροφή

που αγγέλλει. Κι ίσως επί χρόνια να τον ταύτισαν. Όμως, χάρη σ' αυτή την τόλμη, η Πολιορκία μπόρεσε να αναδείξει τους ιδεολογικοπρακτικούς μηχανισμούς που για να συντηρηθούν πρέπει να εξοντώσουν όσους τους αντιστέκονται και που λειτουργώντας αναγκάζουν τους φορείς τους να καταστρέψουν κι όποιον θα μπορούσαν ν' αγαπούν, ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό τους.»

 

Τις σακατεμένες ιδιολέκτους αυτών των στυμμένων ανθρώπων συνέλεξε ο Κοτζιάς, όπως υποχρεωτικά τον κινούσε το πρόγραμμά του, τις άρθρωσε σε μια γλώσσα πειστική μέσα στην άναρχη εκφορά της, και προπαντός τις εφοδίασε με το μη αυτονόητο δικαίωμα να ειπωθούν και να πούνε. Κατόρθωσε έτσι, ξεκινώντας από έναν «κόκκο σινάπεως», να στήσει δράματα με ταπεινά υλικά.

Η λογοτεχνία δεν είναι αθώα παιδιά. Πολύ περισσότερο όταν ο συγγραφέας αποποιείται το ρόλο του «μικρού θεού» που έχει χωρίσει τελεσίδικα και ευδιάκριτα τον κόσμο σε καλό και σε κακό, προτιμώντας τη σκοπιά του επίμονου δαιμονίου.

Το βλέπουμε αυτό στα καλά βιβλία του Κοτζιά, εκεί όπου ο αναγνώστης αδυνατεί να «ψηφίσει» και να γυρίσει αμέριμνος σελίδα, γιατί νιώθει να συμπάσχει με κάποιον που έξω από το βιβλίο τον έχει ήδη καταδικάσει. Η παγίδα δεν εκλείπει με την έξοδο από το χώρο του μυθιστορήματος· παραμένει, μνημόνιο της ανάγκης να πορευτεί η ανάγνωση στο δεύτερο συνθετικό της, και να κατασταλάξει σ' αυτό.

Η λογοτεχνία ασκείται σαν αντιποίηση της αρχής της Αλήθειας, της μίας και μόνης και απαρασάλευτης Αλήθειας. Σφετερίζεται προσωρινά την εξουσία της μόνο και μόνο για να αποπειραθεί να την καταλύσει, ν' ανοίξει τον κόσμο στις άναρχες και ατελεύτητες δυνατότητες  του, αφού πρώτα αναλάβει το ρίσκο να δώσει ισότιμο λόγο στο πλάγιο, το κακοφωτισμένο, το άσχημο, το καταχωνιασμένο, το καταφρονεμένο, το σκεπασμένο από το λούστρο, το «κακό» εν τέλει.

Κάποτε οι φορτωμένες δεκαετίες του '50, του '60, του '70, θα διαβάζονται και μέσα από τα μάτια του Αλέξανδρου Κοτζιά, γιατί πάντοτε, έτσι οφείλουμε να ελπίζουμε, θα υπάρχουν άνθρωποι που θα θέλουν να δουν τι υπάρχει κάτω από τον όγκο του μαύρου και του άσπρου, στα πλάγια της εικόνας, στο περιθώριο και πίσω από τη σκηνή.