Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, Πατρίκιος Τίτος, «Το μήνυμα της Φρίκης και οι κίνδυνοι του αγγελιοφόρου. Αλέξανδρου Κοτζιά: Πολιορκία»
 
Αθήνα 1994, Κέδρος, σσ. 102-106
 
 
 

Η πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά πρωτοκυκλοφόρησε στα 1953. Ήταν, από μια πρώτη όψη, ένα μυθιστόρημα «επικαιρικό». Το πραγματικό του υλικό το συγκροτούσαν γεγονότα της Κατοχής, που όχι μόνο ήταν ακόμα νωπά, αλλά που, καθώς βρίσκονταν στις ρίζες των οξύτατων εθνικών, ταξικών, πολιτικών αγώνων μιας εποχής που σφράγισε την πρόσφατη ιστορία μας, οι προεκτάσεις τους λειτουργούσαν ακόμα άμεσα και στη συνείδηση των ανθρώπων και στα πολιτικά δρώμενα. Όμως η Πολιορκία δεν προσέγγιζε τα γεγονότα και τους αυτουργούς τους ακολουθώντας τις παγιωμένες τομές, κι αυτό την έκανε ένα βιβλίο που έφερνε αμηχανία, ενοχλούσε, ή, ακόμα, προκαλούσε έντονες απορριπτικές αντιδράσεις, ένα βιβλίο «ανεπίκαιρο» για το οποίο, από μια «σωφρονέστερη» σκοπιά, προτιμότερο θα ήταν να μην πολυγίνεται λόγος. Και πράγματι, λόγος δεν πολυέγινε. Ωστόσο η Πολιορκία έκανε το δρόμο της. Και το ότι τώρα σημειώνει την τρίτη της έκδοση δε δείχνει μόνο πως μπορούμε πια να αντικρίζουμε τις τρομαχτικές, τις αποκρουστικές εικόνες πίσω από τους καταπραϋντικούς καθρέπτες, αλλά, και κυρίως, πως είναι ένα βιβλίο προδρομικό, που μας φτάνει σήμερα χάρη στη δική του δύναμη.

Για ν' αγγίξει κανείς τον πυρήνα της Πολιορκίας πρέπει να διαπεράσει κάποια στρώματα που τον περιβάλλουν. Το πρώτο, είναι το στρώμα των ιστορικών περιστατικών, που, αν τις ύλες του τις προσφέρει η ίδια η αφήγηση, η στερεοποίηση του οφείλεται σε μερικές ιστορηματικές παρεμβολές, ιδίως στην αρχή του βιβλίου. Η έκθεση του τι έγινε, όσο κι αν δεν αποτελεί βασικό στοιχείο του μυθιστορήματος, βαραίνει και προ παντός συγκρούεται με την αντίληψη που έχει για τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνα τα χρόνια ο αναγνώστης που τα έζησε, ή τουλάχιστον ένας αναγνώστης σαν κι εμένα. Φέρνω ένα παράδειγμα και μάλιστα από τα λιγότερο κρίσιμα. Λέει ο συγγραφέας (σελ. 11): «Απ' την πρώτη κιόλας στιγμή που μας κυριέψανε, όλοι, ως κι οι μεγαλουσιάνοι, το λογάριαζαν πως δεν ήταν ζήτημα παραπάνω των δυο μηνών. Το πολύ δυο τριώ, γιατί είτανε των αδυνάτων να στεριώσουνε δω, με τέτια οργή που τους έδειχνε ο λαός και με τέτια πλήγματα που τους καταφέρνανε οι σύμμαχοι μας στα μέτωπα». Όμως η αντίκρουση σ' αυτό έρχεται σχεδόν αυτόματα: κανείς τότε δεν πίστευε πως η απελευθέρωση ήταν ζήτημα μηνών, πολύ περισσότερο που οι Γερμανοί όχι μόνο δε δέχονταν ακόμα και πολύ σπουδαία πλήγματα από τους συμμάχους, αλλά συνέχιζαν τις νίκες τους ως πάνω από ενάμιση χρόνο μετά την κατάληψη της Ελλάδας.

Ένα δεύτερο στρώμα, συσσωματωμένο άλλωστε με το πρώτο, συγκροτείται από τα λεγόμενα του συγγραφέα, όταν ο ίδιος αντιμετωπίζει και εκτιμά το τι έγινε. Βέβαια στην περίπτωση αυτή, το αντίκρισμα των πραγμάτων, η σύλληψη και η εξήγηση της αντίπαλης για τους πρωταγωνιστές του βιβλίου πλευράς, γίνεται απ' αυτούς τους ίδιους. Έτσι η σχηματικότητα της εικόνας του αντίπαλου, τα παραμορφωτικά χαρακτηριστικά και οι πολεμικοί τόνοι της γίνονται αναγκαίες αρθρώσεις του ίδιου του βιβλίου. Όμως μερικές φορές το αντίκρισμα αυτό δείχνει αμφίσημο, και κάποτε, μέσα σε κομμάτια που διαθλώνται μέσα στη ροή του λόγου και που σημαδεύονται από ένα εξατομικευμένο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, δείχνει πως πηγή του έχει την όραση του συγγραφέα. Πράγμα που εύκολα μπορεί όχι πια να δημιουργήσει στον αναγνώστη μια διάθεση αντίκρουσης, αλλά να τον οδηγήσει σε μια στάση αντιδικίας με το συγγραφέα πάνω στα περιστατικά και τις εκτιμήσεις τους, για το αν έγιναν έτσι ή αλλιώς, για το αν η σημασία τους ήταν αυτή ή εκείνη, ακόμα κι αν οι ονομασίες τους ήσαν ετούτες ή άλλες.

Ωστόσο ο αναγνώστης δεν πρέπει να ξεχνάει πως η Πολιορκία δεν είναι μια ιστορική πραγματεία, αλλά ένας μυθιστορηματικός κόσμος που η κυριαρχική αυθαιρεσία του δημιουργού του φέρνει στο φως και μορφοποιεί τα διάπυρα και ρευστά υλικά που αναδεύονται απειλητικά μέσα στα έγκατα του. Κι ο αναγνώστης πρέπει να πάει πέρα από αντικρούσεις και αντιδικίες, να διαπεράσει, όπως λέγαμε, τα αρχικά αυτά στρώματα, που η δύναμη αντίστασης τους, όποια κι αν είναι, δεν παραβλάπτει τόσο την ιστορική αλήθεια, όσο καθιστά δυσκολότερη την προσπέλαση της μυθιστορηματικής αλήθειας. Κι εδώ αξίζει να σημειωθεί πως ο συγγραφέας, μολονότι αναθεώρησε τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου, δεν εξάλειψε τα περιβλήματα αυτά, παρά τις δυσχέρειες που προκαλούν. Το ότι εξακολούθησε να αποδέχεται αυτό το ρίσκο είναι, νομίζω, δείγμα της πνευματικής του εντιμότητας. Και της σιγουριάς του στην ελκτική δύναμη του πυρήνα του βιβλίου του, η οποία επενεργεί και στον πιο απρόθυμο αναγνώστη.

Ο πυρήνας αυτός είναι ένα συγκρότημα περιδινούμενων προσώπων, πραγμάτων, γεγονότων, που η κίνηση τους ανεξαρτητοποιείται από την αρχική ώθηση του συγγραφέα. Ένας κόσμος, αλλά κόσμος κλειστός, μονόπλευρος. Οι άνθρωποι του άλλου χαρακώματος είναι θαμποί, σχηματικοί, σκεπασμένοι από το μισόφωτο όχι μόνο της πραγματικής τους παρανομίας, αλλά και μιας παρανομίας μυθιστορηματικής. Όμως αυτή η έλλειψη ευρύτητας αντισταθμίζεται από το βύθισμα του συγγραφέα, και μαζί του αναγνώστη, μέσα στις αβύσσους μιας ομάδας που δεν μπορεί να επιβιώσει παρά σκορπίζοντας το θάνατο και ταυτιζόμενη με το θάνατο. Βέβαια ο συγγραφέας θέλει να δείξει πως οι τυφλές δυνάμεις της βίας και της καταστροφής αναδύονται από παντού. Όμως το μυθιστόρημα, με τη δική του πια αυτοδυναμία, τις καθηλώνει στην ομάδα αυτή των φονιάδων, των συνεργατών των Γερμανών.

Τα πρόσωπα που την αποτελούν είναι περιθωριακά λαϊκά ή μικροαστικά στοιχεία που είτε έχουν ήδη εξαθλιωθεί είτε βρίσκονται στη διαδικασία της εξαθλίωσης. Όσο κι αν οι νοοτροπίες κι οι συμπεριφορές τους θυμίζουν στην εξωτερικότητά τους τα κοινωνικά εκείνα συντρίμμια με τα οποία ασχολήθηκε μια παλιότερη ελληνική και ξένη πεζογραφία, τα πρόσωπα αυτά είναι ποιοτικά διάφορα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με απόβλητους προσκολλημένους όμως στην αντιδραστική ιδεολογία, που αποβλέπουν να ενταχθούν στις κυρίαρχες τάξεις, που είναι ταυτόχρονα καθοριζόμενοι και καθοριστικοί, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, αντικείμενα μιας κοινωνικοπολιτικής διαδικασίας που τους ξεπερνάει και μαζί δρώντα συστατικά της. Πιασμένοι σ' ένα μεγαλύτερο γρανάζι γίνονται με τη σειρά τους μια μηχανή θανάτου, αλλά μηχανή ανθρώπινη. Πίσω από τα εφιαλτικά τους προσωπεία, η ανθρώπινη υπόσταση τους όλο και περισσότερο αλλοιώνεται, αποξενώνεται, χωρίς να εξαφανίζεται. Μια ανθρώπινη υπόσταση που εμπραγματώνει τις αρνητικές δυνατότητες που υπάρχουν στον καθένα. Γι' αυτό και η ανησυχία, ο τρόμος που προκαλούν, δεν οφείλονται μόνο σ' εκείνο που κάνουν και που γίνονται, αλλά και σ' ό,τι μπορούν να προοιωνίσουν.

Κι εδώ ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, φέρνοντας την είδηση και το μήνυμα της φρίκης, ανέλαβε έναν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο: τον κίνδυνο που είχε πάντα ο αγγελιοφόρος να τον ταυτίσουν με την καταστροφή που αγγέλλει. Κι ίσως επί χρόνια να τον ταύτισαν. Όμως, χάρη σ' αυτή την τόλμη η Πολιορκία μπόρεσε να αναδείξει τους ιδεολογικοπρακτικούς μηχανισμούς που, για να συντηρηθούν, πρέπει να εξοντώσουν όσους τους αντιστέκονται και που λειτουργώντας αναγκάζουν τους φορείς τους να καταστρέψουν κι όποιον θα μπορούσαν ν' αγαπούν, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό τους. Μέσα στη διάπλεξη των κατοχικών συγκρούσεων, η Πολιορκία δείχνει τους μηχανισμούς αυτούς σ' έναν τερατώδη παροξυσμό. Αλλά δεν τους κλείνει μόνο σ' αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο. Υποδηλώνει τη λειτουργία τους σε άλλα επίπεδα και μ' άλλες μορφές, που έχουν προϋπάρξει. Έτσι, π.χ., ο Παπαθανάσης, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, την πρακτική της μεταβολής του ανθρώπου σε «άλλον», της αναγωγής του σε αντικείμενο που είναι για να χρησιμοποιείται ή να καταστρέφεται, την έχει ήδη ασκήσει πάνω στους μαύρους της Αφρικής.

Από την άλλη μεριά, η Πολιορκία αφήνει να διαφανεί πως οι μηχανισμοί αυτοί, παρά το ότι φέρουν το σπέρμα της αυτοκαταστροφής τους έχουν και μια δική τους δύναμη διαιώνισης, παρά την εξάρτηση τους από την άρχουσα τάξη έχουν μια τάση αυτονόμησης. Απ’ αυτή την άποψη είναι ένα βιβλίο προδρομικό και τελικά «επίκαιρο»: προοιωνίζει την ανάπτυξη που αυτοί οι μηχανισμοί πήραν μέσα στη δικτατορία, καθώς από λειτουργικοί πήγαν να γίνουν δομικοί.

Η γραφή της Πολιορκίας είναι βασανισμένη και βασανιστική, γεμάτη ουλές, άλλοτε ρέουσα και ταιριαστή, άλλοτε συγκεκομμένη και παράταιρη. Όπως κι οι πυροβολισμοί που τότε έπεφταν στην Αθήνα, άλλοτε κατά ριπές κι άλλοτε κατά βολές, άλλοτε ξαστοχώντας κι άλλοτε βρίσκοντας το στόχο τους. Κι απ' αυτή την πλευρά - που δεν είναι η λιγότερο σημαντική - άνοιξε, μαζί με λιγοστά άλλα μυθιστορήματα, έναν άξιο δρόμο, ξεκόβοντας από την προηγούμενη πεζογραφία του στιλβωμένου, γλυκερού ύφους, έτσι όπως η κατοχική Αθήνα είχε ξεκόψει από τη «μενεξεδένια πολιτεία» της προπολεμικής ειδυλλιακότητας.

Τίτος Πατρίκιος

Φεβρουάριος 1977