Σόνια Ιλίσκαγια, «Τα σαράντα χρόνια της ποίησης του Ρίτσου», Γιάννης Ρίτσος. Μελέτες για το έργο του
 
Αθήνα 1975, Διογένης, σσ. 29-40
 
 
 

Στην ποίηση του Ρίτσου ο σύγχρονος αναγνώστης βρίσκει εκείνη την τόσο πολύτιμη ενόραση και καλλιτεχνική ενσάρκωση των πιο ουσιαστικών γνωρισμάτων της εποχής, της ψυχικής της δομής και της ηθικής της εμπειρίας, που είναι εφικτή μόνο σ’ ένα μεγάλο ταλέντο, που έχει δεσμούς αίματος με τον καιρό του. Στη βιογραφία του Ρίτσου οι δεσμοί αυτοί σημειώνονται με την Αντίσταση, με τα στρατόπεδα στη Μακρόνησο, στον Άη Στράτη, στη Γυάρο και τη Λέρο.

Μόνες περγαμηνές μας – τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος. Κι αν αδέξιοι

μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν

κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.

(«Ο Ηρακλής κι εμείς»)

Είναι φυσικό, ποιητικές μαρτυρίες, εδραιωμένες σε τόσο άμεση προσωπική εμπειρία, να εμπνέουν αδιαμφισβήτητη εμπιστοσύνη, την ίδια που εμπνέει στις μέρες μας η λογοτεχνία-ντοκουμέντο. Η ποίηση του Ρίτσου ελκύει τον αναγνώστη του εξωτερικού, σαν μια πλούσια πηγή καλλιτεχνικής ενημέρωσης για μια μικρή χώρα, η νεότερη ιστορία της οποίας είναι γεμάτη ηρωισμό και τραγικότητα. Οι συμπατριώτες του Ρίτσου βρίσκουν στη δημιουργία του την ποιητική γενίκευση και το νόημα του δρόμου που ακολούθησαν στη ζωή, των αναζητήσεών τους, των βασάνων, της πάλης τους, συνειδητοποιούν εναργέστερα την κοσμοαντίληψή τους, κατανοούν το βαθύτερο νόημα της ζωής που κυλά στο στρόβιλο των ίδιων τους των αντιδράσεων.

Από τα πρώτα κιόλας ποιήματα του Ρίτσου η διαδεδομένη εικόνα της ποίησης-κατόπτρου αποκτά μια νέα απόχρωση: οι στίχοι του δεν καθρεφτίζουν μόνο αντικειμενικά, δίχως φτιασίδια τη ζωή του λαού, αλλά και την εκτιμούν, την «κρίνουν», παρέχοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα να κριθεί και ο ποιητής. Ο προσανατολισμός σε μια τέτοια διμερή σύνδεση με τον κόσμο και τους ανθρώπους, προϋποθέτοντας την αμοιβαία ευθύνη, μπαίνει στην ελληνική ποίηση με τους στίχους του Ρίτσου. Ανακηρύσσοντας τον εαυτό του «ζευγά της νέας σποράς», ο ποιητής αποκαλύπτει την παρθένα γη μιας θετικής αρχής, την οποία καθιερώνει όχι μόνο διακηρύσσοντάς την, στους υψηλούς, όπως σε ωδές, τόνους των πρώτων συλλογών (Τρακτέρ 1934, Πυραμίδες 1935), αλλά, πράγμα ιδιαίτερα σοβαρό, με την κίνηση της ζωής, των ανθρώπινων χαρακτήρων και τυχών (κύκλος Ο πόλεμος 1934, Επιτάφιος 1936).

Ο δρόμος προς το φως μέσα από το πένθιμο σκότος, παρά τα ψυχικά τραύματα και την απειλή του θανάτου γίνεται κατά ένα τρόπο η γραμμή του μύθου των προπολεμικών συνθετικών ποιημάτων του Ρίτσου (Το τραγούδι της αδελφής μου 1937, Εαρινή συμφωνία 1938, Το εμβατήριο του ωκεανού 1940). Σ’ αυτό το μύθο υφαίνονται και οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, και η προεφηβική εμπειρία της ζωής, και η εφηβική αντίληψη της κατεστημένης τάξης της, και η μεγάλη, απέραντη αγάπη, που υποβάλλει στον ποιητή τη συνείδηση, ότι είναι Σταθμός του Απείρου –η καρδιά μας– το ορμητικό, μόλις χαλιναγωγούμενο λυρικό στοιχείο, μέσα από το οποίο ωστόσο μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τη διαμόρφωση της κύριας επιλογής στη ζωή.

Μοίρα μου είναι ο δρόμος –γράφει ο Ρίτσος σ’ ένα του ποίημα αυτής της περιόδου– ο δρόμος «που δεν έχει γυρισμό», ο δρόμος προς τον Ήλιο, στις αχτίδες του οποίου σπιθίζει η ψυχή του ποιητή «λαμπρό συντριβάνι θαυμασμού στο μεγαλείο της Δημιουργίας, προς τον ουρανό, όπου θέλει ν’ ανάψει ένα μεγάλο αστέρι λευτεριάς». Οι μορφές του Ήλιου, που καλεί σε μια ζωή γεμάτη δραστηριότητα, και του Ωκεανού, που συμβολίζει την αιώνια κίνηση, που δε γνωρίζει υποταγή «στη νύχτα και στον ύπνο» - είναι μορφές-κλειδιά των συνθετικών ποιημάτων και των στίχων του Ρίτσου στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1930, που ενσαρκώνουν τους υψηλούς στόχους της ανθρώπινης ζωής. Τη μορφή αυτή του Ήλιου –με το καινούργιο νοηματικό περιεχόμενο– ο Ρίτσος θα τη μεταφέρει στο λυρικό λόγο της Αντίστασης.

Η προσχώρηση στην Αντίσταση στάθηκε για το Ρίτσο η νομοτελειακή συνέχιση του δρόμου που είχε διαλέξει προηγούμενα. Από δω –προς τον ήλιο, γράφει η πινακίδα του δρόμου που τοποθετεί ο ποιητής μπρος στους συμπατριώτες του (ποίημα Η τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία 1942). Πίσω από τις ζοφερές εικόνες: ο δρόμος «ένας άρρωστος, πολύ άρρωστος, τυλιγμένος στο κίτρινο σεντόνι του», «το σούρουπο ραβδωμένο, κόκκινο και μαβί σαν το κορμί του σκλάβου» (Συλλογή Δοκιμασία 1943) – ο Ρίτσος ανάβει στην αρχή το φυτίλι της ελπίδας και μετά τον πυρσό της παννικήτριας πίστης.

Η κίνηση αυτή, που χρησιμοποιήθηκε από το Ρίτσο και στα προπολεμικά συνθετικά του ποιήματα, αποχτά τώρα μια ιδιαίτερη σημαντικότητα. Οι πινελιές στον ποιητικό καμβά, ζωντανεύοντας την αισιόδοξη κίνηση του χρόνου, αναπλάθουν τη γέννηση και την ανάπτυξη της Αντίστασης, θέτουν τον αναγνώστη μπρος στην ανάγκη της επιλογής: «Κοιμούνται οι σπόροι αμίλητοι. Η βροχή θα τους ξυπνήσει, όπου νάναι θ’ αλλάξει ο καιρός…», «Ο άνεμος χτυπάει τα παντζούρια επίμονα, θυμωμένα. Δε σ’ αφήνει να ξεχάσεις, δε σ’ αφήνει να κοιμηθείς – γρονθοκοπάει την πόρτα, όπως η τύψη το δισταγμό… Ο άνεμος σε φωνάζει. Δε μπορείς να του ξεφύγεις. Ένα ναι ή ένα όχι. Δε χωράει ανάμεσα… (Δοκιμασία).

Στο ποίημα Παραμονές ήλιου (1943) που το αφαίρεσε η λογοκρισία από τη συλλογή Δοκιμασία, το στέργιωμα της Αντίστασης προβάλλει μπρος μας σαν μια ηθική εξέλιξη. Αν στα πρώτα μέρη του ποιήματος ο Ρίτσος κατευθύνει τον αναγνώστη στην αναζήτηση διεξόδου, εδραιώνοντας μέσα του την άρνηση της φασιστικής βίας, στα τελευταία μέρη ο ποιητής σαν ν’ ανοίγει «έναν ουρανό πάνω από την πληγή» των συμπατριωτών του. Η διέξοδος είναι οι άνθρωποι, «ένας άνθρωπος, κι άλλος πλάι του, όλοι οι άνθρωποι». Η σωτηρία βρίσκεται στο ν’ απελευθερωθεί η ήλιος «σαν καρπός» από τα σύννεφα – «ένας πελώριος ήλιος από μέταλλο κι εμπιστοσύνη».

Η Αντίσταση ενέπνευσε και τη «Ρωμιοσύνη», ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Ρίτσου (1945-1947), αν και τα χρονολογικά πλαίσια της Αντίστασης έχουν κάπως πλατύνει. Τα τέσσερα χρόνια της αντιφασιστικής πάλης θεωρούνται από τον ποιητή, όχι σαν ένα επεισόδιο της εθνικής ιστορίας που αποπερατώθηκε, αλλά σαν φαινόμενο στροφής, που καθόρισε μια νέα πορεία της ζωής, που θα είναι επίσης πάλη. Οι αρχές της Αντίστασης, το νέο κοινωνικό ιδεώδες που πρόβαλε, ο Ρίτσος το απλώνει πάνω από το μέλλον της Ελλάδας. Από τώρα και στον αιώνα των αιώνων –

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,

αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,

αυτά τα πρόσωπα δεν βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,

αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Η «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου έκλεινε μια περίοδο και άνοιγε μιαν άλλη, που έφερε νέους εθνικούς συγκλονισμούς και νέες δοκιμασίες για τους λογοτέχνες της Αντίστασης. Στα 1949 πολλοί απ’ αυτούς – και ανάμεσά τους και ο Γιάννης Ρίτσος – βρέθηκαν δεσμώτες στο φοβερό στρατόπεδο στη νήσο Μακρόνησο. Εκεί, στη Μακρόνησο, όπου οι κρατούμενοι αντιμετώπιζαν τις πιο εγκληματικές μέθοδες που ανακάλυψε η μισανθρωπία, δημιουργούνταν η ελληνική ποίηση των κατέργων, η ρωμαλέα ποίηση της Αντίστασης που νίκησε το κακό, τη σαδιστική βία, το θάνατο.

Ανάμεσα στις ποιητικές φωνές της Μακρονήσου η φωνή του Ρίτσου ξεχωρίζει χάρη σε μια ώριμη ψυχική δύναμη και μια σοφή, βγαλμένη μέσα απ’ τη δοκιμασία, ανταύγεια φωτός. Ο ποιητής δεν υψώνει τη φωνή του, αλλά οι ήσυχοι, συγκρατημένοι τόνοι μεταδίδουν την εσωτερική ένταση της δύσκολης συνάντησης για το θάνατο που είναι πάντα παρών, χωρίς ωστόσο να λυγίσει την αποφασιστικότητα και τη θέληση των δεσμωτών.

Δε μιλάμε.

Προχτές ένας σύντροφος μάσησε τη γλώσσα του μη μαρτυρήσει,

ένας άλλος έκοψε το χέρι του μην υπογράψει,

χτες πήραν άλλους 14 για το στρατοδικείο.

(«Λίγο-λίγο»)

Η συντριβή του δημοκρατικού κινήματος, ο χαμός των συντρόφων, η θλίψη και ο πόνος δεν «αφόπλισαν» το Ρίτσο. Η πεποίθηση στην ανοδική πορεία της ζωής, που τη θέση της ποτέ δεν την πήρε η ρηχή αισιοδοξία, εμφανίζεται πιο καθαρά στα ποιήματα των κατέργων. Προβάλλοντας στο σκοτεινό φόντο του στρατοπέδου αποτελεί πηγή πνευματικής αντιπαράταξης προς τις δυνάμεις του σκότους, ανεξάντλητης αγάπης κι εμπιστοσύνης προς τους ανθρώπους.

Η προσήλωση προς το μέλλον είναι συζευγμένη στο Ρίτσο με τη σαφή επίγνωση των δυσκολιών που θάπρεπε να υπερνικήσει ο ποιητής και οι σύντροφοί του στις συνθήκες μιας χώρας που δε γιάτρεψε ακόμα τις πληγές του πρόσφατου εμφυλίου πολέμου. Το συνθετικό ποίημα «Ανυπότακτη πολιτεία» που γράφτηκε στα 1952-1953, αμέσως μετά την απελευθέρωσή του από το στρατόπεδο, δίνει τις εντυπώσεις του Ρίτσου από την Αθήνα που ζούσε στη μνήμη του, σαν πόλη με τις μεγαλειώδεις λαϊκές διαδηλώσεις, πόλη όπου έμπαιναν «τα μεγάλα αγκωνάρια του κόσμου που χτιζόταν». Δύσκολο ήταν στον ποιητή νάβρει την ακριβή του πόλη «πίσω απ’ αυτές τις σκαλωσιές που πιάνονται στον ουρανό σαν τις αράχνες πίσω απ’ αυτές τις κρεμάλες που κλείνουν τον ορίζοντα»…

Το πρόβλημα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, και οι δοκιμασίες που περίμεναν στην ελευθερία τους χτεσινούς δεσμώτες, αποδείχνονταν όχι λιγότερο περίπλοκες από κείνες που άφησαν πίσω τους. Η τρομοκρατία, η αυξανόμενη πίεση του αρπαχτικού και κυνικού μικροαστικού στοιχείου, η τύρβη της καθημερινότητας, η εξαντλητική πάλη για την επιβίωση – αυτή ήταν η βαρειά ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1950, που δημιουργούσε μια πλατιά διαδεδομένη κατάσταση εσωτερικής διαταραχής. Η ποίηση αυτών των χρόνων, αναλύοντας το φάσμα των πνευματικών και ηθικών ασθενειών που γέννησε το κλίμα της ήττας, επιδιώκει να αναπλάσει σ’ όλη την πολυπλοκότητά της την εσωτερική ζωή της προσωπικότητας με τους ψυχικούς συγκλονισμούς, τις επιλογές και τις ηθικές επιταγές της. Το αίσθημα της ανασφάλειας, της δυσπιστίας στις δυνάμεις του, στην αντίληψή του – η αντίδραση του ταραγμένου ανθρώπου, του κυκλωμένου από μια εχθρική προς αυτόν πραγματικότητα αποτυπώνονται στο ποίημα το Ρίτσου «Ξεπέρασμα κινδύνου»:

Κάθε τόσο, ένα άστρο ή μια φωνή

πέφτει τόσο βαθιά, που αυτός κρατιέται

από τα κάγκελα του μπαλκονιού ή άπονα χέρι

(αν βρίσκεται ένα χέρι) μη βουλιάξει μέσα του.

Το πιο πιστό του χέρι, είναι τ’ άλλο του χέρι.

Όμως έτσι τα χέρια του τον κλείνουν σ’ έναν κύκλο.

Δεν το αντέχει. Κι’ απλώνει τα χέρια του

σαν νάναι ν’ αγκαλιάσει κάποιον ή σε στάση ισορροπίας.

Κι έτσι σαν σκοινοβάτης, κοιτώντας ολόισια μπροστά του,

κρατιέται ευθυτενής επάνω απ’ το ίδιο του το βάθος.

Το ενδιαφέρον του Ρίτσου προς την ψυχολογία του ήρωα εκδηλώνεται στο ότι τ’ αφηγηματικά στοιχεία γίνονται πιο λιτά και λακωνικά, αραιώνει η προηγούμενη πυκνότητα μεταφορών, τον ιμπρεσιονιστικό χείμαρρο αντικαθιστά η ενεργητική συγκέντρωση και των συγκινήσεων και της σύνταξης.

Ο κύκλος από ποιητικές μινιατούρες πάνω στον οποίο εργάζεται ο Ρίτσος από το 1957 αποκρυσταλλώνεται σε δυο συλλογές στα 1963 και 1066 με τον ίδιο τίτλο – «Μαρτυρίες». Και πραγματικά αποτελούν αδιάψευστες μαρτυρίες, κι ωστόσο με ακρίβεια και πολυεδρικότητα εικονίζουν το πρόσωπο και το χαρακτήρα του χρόνου.

Τα συνηθισμένα φαινόμενα, όπου συγκεντρώνει την προσοχή του ο ποιητής, δεν χάνουν την υλική τους υφή, και ταυτόχρονα τα άψυχα – το σπίτι, τα έπιπλα, τα φορέματα – αποχτούν μια ιδιαίτερη σημασία, και αποχτώντας τα χάρισμα του λόγου, παίζουν το καθένα το ρόλο του, προκαλώντας συνειρμούς, που καθορίζουν όχι μόνο τη διάθεση των δρώντων προσώπων, αλλά και την κατεύθυνση της αναζήτησης της αλήθειας από μέρους του αναγνώστη, της διεξόδου, του νοήματος της ζωής. Έτσι, ένα από τα πιο επίκαιρα θέματα αυτής της περιόδου – το θέμα της ευθύνης απέναντι στους συντρόφους που έπεσαν – αποκαλύπτεται από το Ρίτσο στον ποίημα «Κάτω από τη λήθη» διά μέσου της μαρτυρίας ενός παλιού σακκακιού:

Το μόνο απτό που απόμεινε από κείνον ήταν το σακκάκι του

Το κρέμασα εκεί, στη μεγάλη ντουλάπα. Ξεχάστηκε,

στριμώχτηκε στο βάθος, απ’ τα δικά μας ρούχα, θερινά, χειμωνιάτικα,

κάθε χρόνο καινούργια για τις καινούργιες ανάγκες μας.Ώσπου

μια μέρα μάς χτύπησε στο μάτι, – μπορεί κι απ’ το περίεργο χρώμα του,

μπορεί κι απ’ την κοψιά της παλιάς μόδας. Πάνω στα κουμπιά του

έμειναν τρία κυκλικά, ομοιόμορφα τοπία:

ο τοίχος της εκτέλεσης με τέσσερις τρύπες, κι ολόγυρα η τύψη μας.

Στην ίδια περίοδο ο Ρίτσος ανακαλύπτει για τον εαυτό του το είδος του συνθετικού ποιήματος-μονολόγου, που θα το χρησιμοποιήσει επανειλημμένα μετά. Η δυνατότητα να σμίξει στο ίδιο έργο το επικό, το λυρικό και το δραματικό στοιχείο τον ελκύει ιδιαίτερα σαν μέσο που επιτρέπει να φωτιστεί το μεγάλο στο μικρό, σαν τρόπος να παρατηρήσει την εποχή διά μέσου της αυτοαποκάλυψης του ήρωα. Το πρώτο στη σειρά των συνθετικών ποιημάτων-μονολόγων ήταν ένα από τα καλύτερα έργα του Ρίτσου – «Η σονάτα του σεληνόφωτος» (1956).

Όλο το ποίημα είναι ένας αδιάκοπος μονόλογος μια ηλικιωμένος Γυναίκας με τα μαύρα, που η τύχη της συνδέεται μ’ ένα παλιό, ερειπωμένο σπίτι – «κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου, πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου, που έρχεται να με πάρει με τα μαντήλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια, τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου, χωρίς καθόλου βαλίτσες – τι να τις κάνεις;…» Αυτή είναι η θλιβερή έκβαση της Ζωής, όπου υπήρχαν αρκετές ωραίες επιδιώξεις (και ανάμεσά τους – να κρατήσει το πρόσωπό της «καθάριο» κι «αδιαίρετο»), που δεν άφησε ωστόσο ούτε ίχνος στη ζωή των άλλων ανθρώπων και έμεινε ουσιαστικά ανώφελη. Η επίγνωση της καταδίκης του παλιού κόσμου, η δίψα της ανανέωσης και η πλήρης αδυναμία ν’ αλλάξει κάτι ήρθαν μπρος στα μάτια μας σε μια τραγική ρήξη, και η αδυναμία αποδείχτηκε ισχυρότερη.

Από την πρώτη άποψη στο ποίημα δεν υπάρχει καμιά δράση, ωστόσο η στατική εικόνα της «Σονάτας του σεληνόφωτος» μεταδίδει κάτι το πολύ ουσιαστικό – την αντίθεση με την κίνηση του χρόνου, την ανάγκη της απόσπασης από το παλιό και της ενεργού επέμβασης στη ζωή. Η απέραντη μοναξιά της ηρωίδας του ποιήματος (που την υπογραμμίζει η σιωπή του νέου στον οποίον απευθύνεται ο μονόλογος, και η βουβή του αναχώρηση), η αποξένωση από κάθε τι το ζωντανό και η πλήρης απελπισία – μοτίβα διαδεδομένα τόσο στην ποίηση εκείνων των χρόνων – απόχτησαν εδώ έναν συγκεκριμένο κοινωνικό φορέα. Αυτή είναι η τύχη όχι όλης της ανθρωπότητας, αλλά εκείνου του τμήματός της, που δεν είναι σε θέση ν’ απαντήσει στο κάλεσμα του χρόνου, για το οποίο «η πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, η πολιτεία του μεροκάματου» είναι «τόσο αδιάφορη κι άυλη». Το αίσθημα αυτό ακριβώς της ιστορικής προοπτικής, η ικανότητα να συλλάβει την προοδευτική κίνηση της ζωής, χωρίς να κλείνει τα μάτια στις οδυνηρές αποτυχίες, απώλειες, επιβραδύνσεις, χωρίς να κωφεύει στον ανθρώπινο πόνο, αποτελούν εξαιρετικά πολύτιμη ιδιότητα της ποιητικής θεώρησης του κόσμου από το Ρίτσο.

Τη μορφή του μονολόγου δίνει ο Ρίτσος και στα φιλοσοφικά του ποιήματα της δεκαετίας του 1960. Από το πώς τίθενται στα ποιήματα «Φιλοκτήτης» (1965), «Ορέστης» (1966) τα θέματα του προσωπικού και του κοινωνικού, της ελευθερίας και του καθήκοντος, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι προβλήματα του 20ού αιώνα, όπως η κατανόηση από τον άνθρωπο της θέσης του στο στοιχείο της ύπαρξης, των δυνατοτήτων του στα όρια της σύντομης γήινης ύπαρξης, της ευθύνης του για την επιλογή που πραγματοποιείται διαρκώς – συγκινούν βαθιά και την ποίηση του Ρίτσου. Η θεματική ανάπτυξη του μύθου σ’ αυτά τα ποιήματα ανάγεται ουσιαστικά στην κίνηση της σκέψης που αναζητεί. Της σκέψης που ζυγίζει τις αντιφατικές αλήθειες της ζωής, που βγάζει (κάποτε με υπερβολική τάση προς την προσγείωση) τα συμβατικά καλύμματα από τις προθέσεις και τις πράξεις, και αποκαλύπτει κάτω από το χείμαρρο των γεγονότων την κίνηση της ιστορίας. Η σκέψη αυτή είναι αναμφίβολα εδώ ο κεντρικός ήρωας. Η μυθολογική υφή των ποιημάτων αποτελεί αρχή που οργανώνει μια μεγάλη εμπειρία ζωής, κοίτη που οδηγεί στην αναπόφευκτη, γνωστή εκ των προτέρων έκβαση πλήθους πηγών σύγχρονης ψυχολογικής ενημέρωσης. Ανάμεσα σ’ αυτές τις πηγές είναι και η πείρα της υπαρξιακής λογοτεχνίας. Ωστόσο, αποδίδοντας ορισμένη προσοχή σε μερικά ψυχολογικά μοντέλα του υπαρξισμού, ο Ρίτσος προβάλλει τη δικιά του ερμηνεία της ζωής. Η λύση των ποιημάτων σημαίνει γι’ αυτόν τη συνειδητοποίηση από μέρους των ηρώων της ανάγκης της δράσης, που ανταποκρίνεται προς τις νομοτέλειες του ιστορικού προτσές.

Το επόμενο μετά τον «Ορέστη» βιβλίο του Ρίτσου εκδόθηκε μετά από μακρόχρονη καταναγκαστική σιωπή. Αμέσως μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 ο Ρίτσος πιάστηκε. Πέρασε τρία χρόνια στο στρατόπεδο στη νήσο Λέρο και εξόριστος στη Σάμο. Εκεί δημιουργήθηκαν οι ποιητικοί του κύκλοι «Πέτρες», «Επαναλήψεις», «Κιγκλίδωμα» – νέες μαρτυρίες ψυχικής δύναμης που δεν τη λύγισε άλλο ένα στάδιο στρατοπέδων. Στον κύκλο «Επαναλήψεις» ο Ρίτσος επιστρέφει και πάλι στους αρχαίους μύθους (υποθέσεις) και, επαναλαμβάνοντάς τους, φωτίζει αναλογίες με τη σύγχρονη εποχή. Η πυκνότητα περιεχομένου σ’ αυτά τα ποιήματα συμβαδίζει με τη συγκρατημένη, σχεδόν καλυμμένη δραματικότητα της σύγκρουσης και τον απαλλαγμένο απ’ οποιαδήποτε διακόσμηση «γυμνό» λόγο.

Πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι

λέει ο ίδιος ο Ρίτσος για τους στίχους του στο ποίημά του «Ο Ηρακλής κι εμείς»,

πιότερα ο Θουκυδίδης ο στεγνός θα σας πει απ’ τον περίτεχνο τον Ξενοφώντα.

Η συλλογή «Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα» εκδόθηκε στα 1972. Πριν από ένα χρόνο στη συλλογική έκδοση «Νέα κείμενα» δημοσιεύτηκε το ποίημα του Ρίτσου «Ο αφανισμός της Μήλος».

Παρά τις πολλές εξωτερικές διαφορές, που καθορίζει η απόσταση 20 και πάνω χρόνων, το ποίημα αυτό είναι εξαιρετικά κοντά στη «Ρωμιοσύνη»: στο νέο στάδιο της ζωής, στην περίοδο της νέας εθνικής δοκιμασίας ο ποιητής επιδιώκει να βρει το νόημα της ιστορικής πορείας του λαού του και καταλήγει και πάλι στο συμπέρασμα ότι, παρ’ όλα τα βάσανα που πέρασαν, στις καρδιές των συμπατριωτών του έμειναν ζωντανές οι λέξεις «πατρίδα» και «ελευθερία» και η λέξη «ελευθερία» είναι αναπόσπαστο μέρος της περήφανης ρήσης «Ελευθερία ή θάνατος!»

Αυτοί οι στοχασμοί και το συμπέρασμα αυτό προβάλλουν στον «Αφανισμό της Μήλος», όχι διά του στόματος του ποιητή αλλά μέσ’ από τη φωνή του ίδιου του λαού, – τριών ηρωίδων του ποιήματος, ηλικιωμένων αγροτισσών, που διηγούνται μια συμβατικά ιστορία μιας συμβατικής (στα συμφραζόμενα του ποιήματος) νήσου – της Μήλος, που παραδόθηκε για το ανυπόταχτο σθένος της στη φωτιά και στο θάνατο και αναστήθηκε με τη γεμάτη πάθος θέλησή τους. Ο συνδυασμός του στοιχείου της συμβατικότητας με τη ρεαλιστική πιστότητα των λαϊκών χαρακτήρων και της λαϊκής ζωής, καθώς και με φολκλορική βάση των ποιητικών εικόνων δημιουργεί την εντύπωση μιας μεγάλης καλλιτεχνικής γενίκευσης. Όπως κι η «Ρωμιοσύνη», ο «Αφανισμός της Μήλος» είναι έπος της ασταμάτητης ελληνικής Αντίστασης.

Η τύχη του Ρίτσου και η δημιουργία του συγκέντρωσαν ό,τι το ουσιαστικό και ευγενές χαρακτηρίζει τη ζωή του ελληνικού λαού στα 40 χρόνια που πέρασαν. Πλάι στην αλάνθαστη αίσθηση εκείνου που καθορίζει στις διάφορες ιστορικές στιγμές τη μορφή του χρόνου, οι «μαρτυρίες» της ποίησης του Ρίτσου μεταδίδουν στον αναγνώστη έναν απέραντο πλούτο συγκεκριμένων γνώσεων για την εποχή μας. Η μέθοδος του ελεύθερου ποιητικού χείμαρρου επιτρέπει στον ποιητή να προωθεί τις μορφές του όχι μόνο στην κύρια κατεύθυνση της σύνθεσης, αλλά και να τις στρέφει σαν δέσμες προβολέα, σε διάφορες κατευθύνσεις, σε διάφορες σφαίρες ζωής. Η πλατύτητα της μεταφοράς του Ρίτσου πετυχαίνει να συζεύξει στη σύγκριση φαινόμενα των πιο ανόμοιων στρωμάτων ζωής, ανοίγοντας απεριόριστες δυνατότητες παραπέρα προβολών. Ο Ρίτσος είναι ποιητής που τα έργα του σε κάθε νέο διάβασμά τους ευρύνουν το νοηματικό ορίζοντα, εμφανίζουν νέες τομές των πολύπλοκων αμοιβαίων σχέσεων της προσωπικότητας και του χρόνου και – ταυτόχρονα – βαθαίνουν τη συνθετική αντίληψη. Ο Ρίτσος ανήκει στην πλειάδα των διακεκριμένων ποιητών του 20ού αιώνα, που βρήκαν το δικό τους δρόμο καλλιτεχνικής γνώσης και ποιητικής αφομοίωσης της εποχής, που συνέλαβαν την ιστορική της κίνηση, που συνειδητοποίησαν και εξέφρασαν τον βγαλμένο μέσ’ από τα βάσανα ανθρωπισμό της.

Το κύριο που μας δίνει η ποίηση του Ρίτσου, μπορεί κανείς να το εκφράσει με τα δικά του λόγια για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, που θ’ αφήσει στους απογόνους «την πιο ευγενική και πιο διαυγή εικόνα της αγωνίας και του αγώνα του ανθρώπου για μεγαλύτερη ανθρωπιά και ουσιαστικότερη ελευθερία». Αυτά τα λόγια ανταποκρίνονται περισσότερο στη δημιουργία του ίδιου του Ρίτσου.