Πρεβελάκης Παντελής, Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Συνολική θεώρηση του έργου του
 
Αθήνα 1983, Κέδρος. σσ. 136-140
 
 
 

Τους πρώτους στίχους από τη Ρωμιοσύνη (Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, / αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα) τους έχουμε ακούσει και ξανακούσει να τραγουδιώνται. Η μουσική (του Θεοδωράκη) παρακωλύει την κριτική σκέψη. Όμως θα επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε το ποίημα και να ορίσουμε το ύφος του.

Η Ρωμιοσύνη γράφτηκε κι αυτή τα έτη 1945-47, και περιλαμβάνεται στη συλλογή Αγρύπνια (έκδ. 1954 και Β' 59-72). Ο Ρίτσος διαθέτει τώρα μιαν άμεση εμπειρία από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, οπού-καθώς είδαμε-περιπλανήθηκε μερικούς μήνες μαζί με τους συντρόφους του. Συνάμα έχει γνωρίσει από πρώτο χέρι τον ζωντανό θρύλο του αντάρτικου. Η ύλη αυτή ήταν φυσικό να μετουσιωθεί σε ποίηση.

Τα μεγάλα θέματα στη Ρωμιοσύνη είναι η φύση και η ιστορία της πατρίδας.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,

σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,

σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,

σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.

(Β' 59)

Τοπίο ελληνικό, άλλα και μεσογειακό, πού το συναντούμε τόσο στην Ιταλία, την Ισπανία και την Προβηγκία, όσο και στην επιχώρια ποίηση τους (Salvatore Quasimodo, Jorge Guillen, Paul Valery, Σεφέρης κ.ά.).

Tout est brule, defait, regu, dans l’air

- A je ne sais quelle severe essence… (Valery).

To τοπίο ανάγεται από τον ποιητή σε μια γεωμετρία θεμελιωδών μορφών, σε μιαν απογύμνωση πού θυμίζει σκελετό ανθρώπου ή ζώου. Στο πλαίσιο αυτό,

τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται

πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα.

(Β' 60)

Με αυτούς τους στίχους έγινε κιόλας η σύνδεση της φύσης με την ιστορία. «Ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Οδυσσέα», «ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία της δύσης», «στ' Αλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή». «Η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια». Ιστορικός τόπος, που υποδέχεται - ποιον άλλο; - τους αντάρτες. Το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος είναι αφιερωμένο στο θρύλο και στην αποθέωσή τους.

Όσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα

όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό.

(Β' 68)

Όταν μεθαύριο λιώσουνε τα ρούχα τους και μείνουνε γυμνοί

ανάμεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους

έτσι πού μένουν τα κομμάτια τ' ουρανού ανάμεσα από τα καλοκαιριάτικα άστρα

τότε μπορεί να βρούμε τ' όνομά τους και μπορεί να το φωνάξουμε: αγαπώ.

(Β' 72)

Ο Ρίτσος τελειώνει το ποίημα του, έτοιμος να κλάψει από βεβαιότητα για τον εγγενή προορισμό των έμψυχων και των άψυχων.

Μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων και των αδελφών του.

(Β' 72)

Το προσωπικό ύφος του Ρίτσου είναι εδώ πιο ευδιάκριτο παρά σε προγενέστερα ποιήματα του. Τα θησαυρίσματα από τις αισθήσεις και το πνεύμα του, ο ποιητής τα έχει χειρισθεί με τολμηρή εκφραστική, πού θα την ονομάσουμε ξανά «μανιερισμό». Στα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα πού παραθέσαμε στη σελίδα 98-99, θα προσθέσουμε τις καταχρηστικές εκφράσεις, τους "παραλογισμούς", το συμφυρμό των αισθητών με τα νοητά, τον ονειρισμό των παραστάσεων, την περισσολογία, την ανισοτιμία της έκφρασης προς τη συγκίνηση, τα πρωθύστερα, κλπ.

Ιδού μερικά δείγματα μανιεριστικού ύφους από τη Ρωμιοσύνη:

— Από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος.

— Και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο Γαλαξίας καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.

— Νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο.

— Με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι.

— Στυφίζουν τα ούλα της ερμιάς απ' το μπαρούτι.

— Σαν ξεριζώνεις τρίχα απ' το κεφάλι της σιωπής.

— Στρίβει στα δάχτυλα του δ αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο.

Ο μανιερισμός είναι το ύφος πού, κατά την περίοδο αυτή, ταιριάζει στον ψυχισμό του Ρίτσου: εκλεκτική συγγένεια μεταξύ τους, και συνάμα συρμός της εποχής. Υπάρχουν ποιητές πού μέσα τους εξισορροπείται ο Έρως με το Λόγο, θέλω να πω το ζωικό ένστικτο με το στοχασμό. Ο Ρίτσος είναι από κείνους πού, την ώρα της δημιουργίας, ακολουθούν ένα ρεύμα από σκοτεινή πηγή. Τα λογικά στοιχεία, χωρίς να λείπουν ολότελα, είναι περιορισμένα σε αφανή ρόλο. Ο Ρίτσος είναι σύμφωνος με το φυσικό του όταν σαρκάζει το κλασικό, γιατί βέβαια η καταγωγή του κλασικού είναι απ’ το γνωστότατο λαϊκό ρήμα.

(Γίγν. 384)

Ο Γκαίτε θα του απαντούσε: «Ο κλασικισμός είναι υγεία, ο ρομαντισμός είναι αρρώστια». Για τους ποιητές που ανήκουν στην κλασική πνευματική οικογένεια, ο λόγος του Ρίτσου αποτελεί βλασφημία. Για τούτους, τα γεννήματα της μορφοπλαστικής τους συνείδησης μαρτυρούν τι κρύβεται στο βάθος του είναι τους. Φαινόμενο σπάνιο σήμερα, όμως συνηθισμένο στην αρχαία Ελλάδα, κατά την ακμή του πολιτισμού της, και σ' όλες τις Αναγεννήσεις.