Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά, Γιατρομανωλάκης Γιώργης, «Αλέξανδρος Κοτζιάς: Ένας συγγραφέας ηθικός»
 
Αθήνα 1994, Κέδρος, σσ. 202-212
 
 
 

Εισαγωγική σημείωση. Το σύντομο κείμενο που ακολουθεί μάλλον δεν υπακούει στους φρόνιμους και αυστηρούς κανόνες μιας φιλολογικής μελέτης: αναφέρεται σε πολλά θέματα, χωρίς να εξαντλεί κανένα. Έτσι, λόγου χάρη, γίνεται σύντομη αναφορά στο καθόλου έργο του πεζογράφου Αλέξανδρου Κοτζιά (για να φανεί κυρίως πόσο ακάματα εργάστηκε στη ζωή του)· περιγράφεται πολύ σχηματικά η θεματική του και η προσφορά του στην υπόθεση της Νεοελληνικής Πεζογραφίας - χωρίς όμως να γίνονται οριστικές αποτιμήσεις. Ακόμη και η ειδικότερη μνεία στον πολυφωνικό λόγο του δεν έχει κάποια αυτοτέλεια - απλώς το θέμα μου έδωσε την ευκαιρία να θυμίσω τις σχετικές παρατηρήσεις ενός άλλου αξέχαστου φίλου μας, του Π. Α. Ζάννα. Παραταύτα το κείμενο μας έχει τελικά μια σταθερή γραμμή. Αυτό που κατά κύριο λόγο θέλει να δηλώσει (μέσα από τις αποσπασματικές απόψεις που εκθέτει) είναι τούτο: ότι ο Κοτζιάς είναι ένας νεοέλληνας συγγραφέας που κοίταξε κατάματα την αλήθεια του βίου μας, μιαν αλήθεια καθόλου ευφρόσυνη και τιμητική, ερεύνησε όσο κανείς το τραγικό, το βλάσφημο και το ακάθαρτο του εθνικού μας βίου, όχι για να ψέξει ή να ειρωνευτεί, αλλά για να δείξει με το ταλέντο του και τη στάση του ότι η ηθική (όπως και η κάθαρσις) περαιώνεται μέσα μας και συντίθεται τελικά από την υπέρβαση του Ανήθικου (και του Ακάθαρτου). Αρκεί να πάρουμε την κατάλληλη στάση.

 

Μέσα στα σαράντα χρόνια δημιουργικής παρουσίας του Αλέξανδρου στα Γράμματα μας - από το 1953, όταν δημοσιεύει την Πολιορκία, ως και ένα χρόνο ύστερα από το θάνατο του, όπου κυκλοφορεί το τελευταίο του πεζογράφημα - οι δραστηριότητες του είναι πολλαπλές. Σχηματικά ωστόσο θα λέγαμε ότι τρεις είναι οι κύριοι τομείς προς τους οποίους στράφηκε και αφοσιώθηκε περισσότερο: Ι. Η πεζογραφία, - II. Η μετάφραση, - III. Η δημιουργική κριτική.

Από τους τρεις τομείς ο σπουδαιότερος (μολονότι όχι ο ευρύτερος) είναι η πεζογραφία, και είναι ακριβώς αυτός ο τομέας γύρω από τον οποίο τοποθετούνται οι άλλοι δύο. Έτσι, εδώ στην πεζογραφία θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τα τρία ιστορικά αφηγήματα του, Ο εθνικός διχασμός (1974), Η δίκη των έξι (1975), και Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών (1975). Με την πεζογραφία κυρίως ασχολείται επίσης στα τρία βιβλία κριτικής του, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι (1982), Αφηγηματικά (1984), και Δοκιμιακά και άλλα (1986). Εδώ επίσης στο χώρο της πεζογραφίας (και της Ιστορίας) στρέφεται κατά κυριότατο λόγο η μεταφραστική του όρεξη, καθώς μεταφέρει στη γλώσσα μας τόσο επιτυχημένα Ντοστογιέφσκι, Καίσλερ, Κάφκα, Φίνλεϋ, Γκαλμπραίηθ, Τσέζαρε Παβέζε, Γιαν Κοττ, και Ρόμπερτ Γκραίηβς, αλλά και την Ελένη του Γκατζογιάννη. Φυσικά η καθαρώς πεζογραφική του παραγωγή, μέσα σε αυτά τα 40 δημιουργικά χρόνια, είναι, όπως είπα, το σημαντικότερο έργο του: εκδίδει (ή, καλύτερα, πρόφτασε και εξέδωσε) επτά μυθιστορήματα και τέσσερις νουβέλες.

Αθησαύριστα μένουν ακόμη αρκετά κριτικά του κείμενα, συνεντεύξεις και συζητήσεις, ενώ η συμβολή του στα Γράμματα μας, όταν επί σειρά ετών διηύθυνε τη "Φιλολογική Καθημερινή", ένα χώρο γεμάτο από την έμπνευση και τη δημιουργική πνοή του, περιμένει την αποδελτίωση και την τελική της αποτίμηση. Ας θυμηθούμε επίσης ότι ο Κοτζιάς ανήκε στην εκδοτική ομάδα των Δεκαοχτώ Κειμένων (1970), και των Νέων Κειμένων (1971), όπως και στη συντακτική επιτροπή του βραχύβιου αλλά σημαντικότατου περιοδικού μέσα στη Δικτατορία Η Συνέχεια. Απομένει μοναδικό ένα θεατρικό του έργο, Ενοικιάζεται δωμάτιον μετ' επίπλων (1962), ενώ, από όσο γνωρίζω, δεν ασχολήθηκε καθόλου με το διήγημα και παρέμεινε "αμόλυντος" πεζογράφος, κρατώντας τον εαυτό του μακριά από την Ποίηση. Την οποία υπεραγαπούσε.

 

Καθαρόαιμος λοιπόν πεζογράφος, ταγμένος με επιμονή και συνέπεια στη δύσκολη και δύστροπη τέχνη της πεζογραφίας και ειδικά της μυθιστοριογραφίας. Γεννιέται το 1926 και ανδρώνεται βιαστικά στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης και των Εμφυλίων Πολέμων, και τούτη η κοσμογονική περίοδος του επιτρέπει, ή, καλύτερα, του επιβάλλει να κρατήσει όχι μόνο το ρόλο του αυτόπτη μάρτυρα, αλλά και το ρόλο του "συμμέτοχου" και του "δράστη". Όσο για τη θεματική των έργων του, ο ίδιος πολλές φορές την ορίζει, καθώς αναφέρεται στα θέματα (ποια είναι ή ποια πρέπει να είναι) των μεταπολεμικών πεζογράφων, όπου και ανήκει: ο Πόλεμος, η Κατοχή, οι Εμφύλιοι και οι επιπτώσεις που είχαν και εξακολουθούν να έχουν αυτές οι τραυματικές εμπειρίες στο νεοελληνικό μας βίο. Σε μια πολύ σημαντική συζήτηση που έχει με τους Αργυρίου, Κουλουφάκο, Πλασκοβίτη και Τσίρκα σχετικά με τη νεοελληνική πραγματικότητα και την πεζογραφία μας (Η Συνέχεια, 4, 1973) αναφέρεται ειδικότερα σε μερικά από αυτά τα θέματα, στα "πρόσωπα" και στους χαρακτήρες που, όπως πιστεύει, απασχολούν ή θα έπρεπε να απασχολήσουν το σύγχρονο Έλληνα πεζογράφο. Παραθέτουμε τις απόψεις του γιατί αποτελούν έναν ιδανικό (και ιδεατό) πίνακα θεμάτων των μεταπολεμικής μας πεζογραφίας και οπωσδήποτε έναν πίνακα θεμάτων του ίδιου του πεζογράφου Κοτζιά:

 

"Ο σπεκουλαδόρος, π.χ., δεν είναι μια μάστιγα της κοινωνίας μας; [...] Ο αφελληνισμένος παράγων της οικονομικής ολιγαρχίας· [...] Ύστερα είναι ο χαφιές, βασικό στοιχείο του εθνικού μας βίου στα τελευταία 50 χρόνια. Ο σφαγέας και ο βασανιστής, χιλιάδες άνθρωποι μαρτύρησαν και σκοτώθηκαν στον τόπο μας· κάποιοι είναι οι θύτες, βέβαια. Είναι και ο συμβιβασμένος, επίσης βασικό στοιχείο της ζωής μας. Έξυπνοι που κάνουν το κορόιδο "των οικιών ημών εμπιπραμένων", άλλοι που φροντίζουν να το 'χουν δίπορτο σε κάθε κατάσταση. Ή και ο δοσίλογος· τι απόγιναν, αλήθεια, όλοι εκείνοι οι ειδεχθείς συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής, έρεψαν στις φυλακές μετανιώνοντας για τα κρίματά τους ή μήπως απεναντίας εξελίχθηκαν σε άσπιλους στυλοβάτες του κατεστημένου; Κι ακόμη ο πράκτορας· όλος ο πλανήτης έχει ασφυκτικά ζωστεί από δίκτυα μυστικών υπηρεσιών με κατά τόπους εγχώριους και ξένους πράκτορες που εγκληματούν ανενδοίαστα [...] Λοιπόν, στην Ελλάδα τι γίνεται; είμαστε ανέγγιχτοι από αυτή τη διεθνή επιδημία; [...] Φαίνεται πουθενά στα πεζογραφήματα μας η μισοαποικιακή κατάσταση της πατρίδας μας; [...] Κι ακόμη αναρωτιέμαι: υπάρχουν στις πεζογραφικές σελίδες μας τα αληθινά προβλήματα του τόπου; η φτώχεια, η μετανάστευση, ο παρασιτισμός, η μιζέρια, η αγραμματοσύνη, η καταπίεση, η απογοήτευση, ο φόβος; [...] Έπειτα, βλέπετε πουθενά στις σελίδες της πεζογραφίας μας τη "νεοελληνική σχιζοφρενία", δηλαδή τη διάσταση της πραγματικότητας μας και εκείνου που υποδυόμαστε ή που ειλικρινώς πιστεύουμε ότι είμαστε; θέμα που προσφέρεται για σάτιρα μεγάλης ολκής" (ό.π., σελ. 173).

 

Αυτές λοιπόν είναι οι οδυνηρές όψεις και πλευρές της σύγχρονης ιστορίας μας, δηλαδή ο Πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Και είναι αυτές οι καταστάσεις που ορίζουν τη θεματική τριγωνομετρία και ιδεοληψία του Κοτζιά. Όσον αφορά τη στάση του απέναντι στην πραγματικότητα, αυτή είναι θέση ηθική με την πρωταρχική σημασία του όρου, όπου ηθική σημαίνει την ικανότητα και τη δύναμη της επιλογής. Έτσι, ο συγγραφέας Κοτζιάς εμφανίζεται όχι ως απλός θεατής, αλλά ως συμμέτοχος ή, ακόμη χειρότερο, "συνένοχος" στα όσα περιγράφει να γίνονται. Επιλέγει αυτή τη θέση και συμμετέχει διακηρύσσοντας μέσα από το ανήθικο το ηθικό, μέσα από την ασκήμια την ομορφιά. Ακριβώς τούτη η επιλογή φαίνεται στα όσα λέγει για τον Εμφύλιο, "τον πόλεμο μας", όπως τον αποκαλεί και για τα όσα τραυματικά επακολούθησαν.

Με απόλυτη συνέπεια και προγραμματισμό περιπατεί το μόνο δρόμο που, όπως πιστεύει, οφείλει να ακολουθήσει ο πεζογράφος της εποχής μας (άσχετα με τους εκφραστικούς τρόπους που επιλέγει): το δρόμο του οδυνηρού προβληματισμού πάνω στην ελληνική πραγματικότητα (Διαβάζω, 5, 63). "Γράφουμε για την Κατοχή, για τον Παγκόσμιο Πόλεμο, για τη Μέση Ανατολή. Όχι όμως για τον Εμφύλιο πόλεμο. Δηλαδή εδώ έχουμε ένα κενό, σαν να θέλουμε να ξεχάσουμε, να το διώξουμε από τη συνείδηση μας". Ο συγγραφέας δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραμένει ασυγκίνητος από τα δρώμενα. Όσο φρικτά, όσο βέβηλα, όσο γελοία ή τραγικά κι αν είναι. Αυτό που θα πρέπει να χαρακτηρίζει το δημιουργό είναι η "πολιτικοποίηση" (αν και η λέξη δεν του αρέσει πολύ) και αυτή τη γραμμή πρέπει να ακολουθεί πάντοτε. Επειδή ο συγγραφέας πρέπει να επιστρατεύεται ηθικά. Έτσι, αν το όλο θέμα της πεζογραφίας του Κοτζιά είναι ο Πόλεμος και ο Εμφύλιος και οι συνέπειες του (καλύτερα οι συνεχείς εμφύλιοι από το 1943 ως το 1973, αυτός είναι ο δικός του Τριακονταετής Πόλεμος), η στάση του, η πρόθεση του είναι η συνεχής ανάμνηση και υπόμνηση των σκοτεινών κυρίως πλευρών της νεοελληνικής πραγματικότητας. Είναι στάση συμμετοχής και τόσο μάλιστα έντονα συνειδητή, ώστε κάποτε να αποβαίνει εις βάρος του, όπως γράφει ένας άλλος "συμμέτοχος" και "δράστης" μέσα σε τούτα τα χρόνια, ο Τίτος Πατρίκιος: "Ο Α. Κοτζιάς, φέροντας την είδηση και το μήνυμα της φρίκης, ανέλαβε έναν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο: τον κίνδυνο που έχει πάντα ο αγγελιοφόρος να τον ταυτίσουν με την καταστροφή που αγγέλλει. Κι ίσως επί χρόνια να τον ταύτισαν" (Διαβάζω, 7, 1977, 65).

Ο Κοτζιάς λοιπόν ακολουθεί συνειδητά και προγραμματικά το δρόμο της δικής του πεζογραφίας. Όχι μόνο προγραμματικά, αλλά στρατηγικά αναλαμβάνει τον άχαρο ρόλο του εξαγγέλου. Λίγοι, νομίζω, συγγραφείς μας είναι τόσο ιδεοληπτικά προσκολλημένοι σε τούτη την Ελληνική Τραγωδία, σε τούτο το οικείον πάθος του νεότερου βίου μας. Λίγοι τόλμησαν να ασχοληθούν με τούτη την επίπονη αλλά και σαρκαστική συνάμα περιγραφή και έκθεση των πραγμάτων, και λίγοι έδωσαν τόσο καθαρά αυτή την τραυματική αλλά και γελοία και εξωφρενική επίσης εικόνα της εμφύλιας διαμάχης και της μετεμφυλιωτικής εποχής.

Γνωρίζοντας πολύ καλά, όπως υποθέτω, την αριστοτελική συνταγή ότι η κάλλιστη τραγωδία συγκροτείται μόνον όταν τα μέλη ενός οίκου εμπλέκονται στην εμφύλια διαμάχη, ο Κοτζιάς συνθέτει τα έργα του μέσα σε τούτον τον σπαραγμένο οικογενειακό, φυλετικό χώρο. Η διαφορά όμως είναι ότι ο Αλέξανδρος δεν συνθέτει μια τραγωδία μυθικών προσώπων, δεν αναφέρεται στην τραγική μοίρα ενός αλλότριου οίκου: εκθέτει την αποτρόπαια αλλά και τερατώδη ιστορία του οίκου του και της πολιτείας του. Και αυτό τελικά, όπως φαίνεται, είναι το απώτατο θέμα του, το τραγικό και το κωμικοτραγικό του νεότερου βίου μας. Η έκθεση (με ανελέητο και κάποτε γκροτέσκο τρόπο) και η περιήγηση μέσα στα φρικτά και γελοία πράγματα του νεοελληνικού βίου - με ένα σκοπό: να πάρουν τα πράγματα την τελική τους σημασία, την ηθική τους διάσταση. Ας δούμε δύο από τα "προγραμματικά" του κείμενα, από όπου φαίνεται καθαρά αυτή η εμμονή του στη δική μας ιστορία, η παθιασμένη συμμετοχή του στη συνεχώς "χαμένη" αλλά και συνεχώς "κερδισμένη" ελληνική υπόθεση. Στο πρώτο (στο προλογικό σημείωμα της Πολιορκίας, 1953) παρουσιάζεται από τον Κοτζιά με τρόπο ζωντανό η πορεία της πολεμικής και πολιτικής νόσου από το εξωτερικό περιβάλλον προς τα ένδον, προς τα μύχια του οίκου μας. Πρόκειται για εφιαλτική εικόνα ελληνικού τύπου, όπως φαίνεται από μια ανάλογη περιγραφή του Σόλωνα, του κατεξοχήν Αθηναίου πολιτικού ποιητή, Ούτω δημόσιον κακόν έρχεται οίκαδ' εκάστω· / Αύλειοι δ' έτ' έχειν ουκ εθέλουσι θύραι, / Υψηλόν δ' υπέρ έρκος υπέρθορεν, ηύρε δε πάντως, / Ει και τις φεύγων εν μυχώ ή θαλάμου ("Έτσι το δημόσιο κακό έρχεται και μπαίνει στο σπίτι του καθενός. Οι πόρτες της αυλής δεν μπορούν να το σταματήσουν, γιατί πηδά πάνω από τον ψηλό μαντρότοιχο. Κι αν κάποιος καταφύγει και κλειστεί στο βάθος του σπιτιού του, κι εκεί έρχεται και τον βρίσκει"), Ευνομία, 26-29. Και το κείμενο του Κοτζιά:

 

"Στα 1943 άρχισε στην πατρίδα μας ένας πόλεμος. Μέσα στην καθολική, τη μεγάλη σφαγή που συνάρπαζε και θέρμαινε τότε τις καρδιές και τα πνεύματα, ετούτα τα "τοπικά", τα "επεισοδιακά", αγνοήθηκαν, σχεδόν απορριγμένα στο περιθώριο, καθώς μάλιστα βρισκόντανε - πράμα που τόσο συχνά συμβαίνει με τα διαδραματιζόμενα στην πατρίδα μας - ολωσδιόλου έξω από το "κλίμα της εποχής". Οπωσδήποτε, αυτός είτανε ο δικός μας ο πόλεμος. Γίνηκε εδώ, μέσα στις δικές μας εστίες και με το δικό μας το αίμα καταβλήθηκε το βαρύ του αντίτιμο. Η αναδίφηση των αιτίων, η ανάλυση και η γενικότερη τοποθέτηση τους, καθώς και η ερμηνεία των γεγονότων, ανήκουνε στις αρμοδιότητες των πιο τρανών επιστημών του καιρού μας. Πάντως, μια "αντικειμενική" και ουσιαστική παρατήρηση: Η φάση που μας απασχολεί ξετυλίχθηκε όλη μέσα στα σπίτια μας, μέσα στους δρόμους, στα δωμάτια, στα κρεβάτια μας [...]".

 

Το δεύτερο κείμενο (από το οπισθόφυλλο του μυθιστορήματος Αντιποίησης Αρχής, 1979) συμπληρώνει τη σκέψη του πρώτου και αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο ο Κοτζιάς μπορούσε να κοιτάζει συνθετικά την ιστορία και από εκεί να προχωρεί στην τέχνη του -στο μυθιστόρημα.

 

"Σ' ένα Τριακονταετή Πόλεμο πολλοί είναι εκείνοι που εκούσια ή ακούσια θυσιάζονται· υπάρχουν όμως και κάποιοι δεξιοτέχνες της επιβίωσης που μεθοδικά και αδίσταχτα αξιοποιώντας τα όσα προσόντα τους χάρισε η φύση επιδιώκουν ένα και μοναδικό σκοπό: να διολισθήσουν μέσα από την κοινή δοκιμασία αλώβητοι. Τέτοιος προικισμένος δεξιοτέχνης είναι και ο ήρωας αυτού του βιβλίου. Το κρίσιμο τριήμερο της φοιτητικής εξέγερσης στις 14, 15 και 16 Νοεμβρίου 1973 τον ρίχνει βέβαια σε μια δεινή εμπλοκή που τον αναγκάζει να κινητοποιήσει όλες του τις δυνάμεις για να εξασφαλίσει την προσωπική σωτηρία του· συνάμα δίνει το έναυσμα για μια συνοπτική αλλά γόνιμη και διδακτική αναδρομή στον νεοελληνικό Τριακονταετή Πόλεμο. Ωστόσο, ο αναγνώστης θα πρέπει να σημειώσει ότι το βιβλίο αυτό δεν είναι ιστορία ή χρονικό· ο συγγραφέας του φιλοδόξησε να γράψει κάτι πιο αληθινό από την ιστορική αλήθεια - ένα μυθιστόρημα."

 

Ιδού λοιπόν τα θέματα και το ευρύτερο ιστορικό τους πλαίσιο, αλλά και η καθόλου ιδεολογία μέσα στην οποία θα πρέπει να κινείται κατά τον Κοτζιά το "Ελληνικό Μυθιστόρημα". Και ο λογοτεχνικός του τρόπος ποιος είναι; Με ποιον τρόπο ένας πεζογράφος μπορεί (ή πρέπει) να εκμεταλλευτεί αυτό το πανόραμα των θεμάτων; Ρεαλιστικά, μη ρεαλιστικά, αφηρημένα; Στην ίδια συζήτηση της Συνέχειας, ο Κοτζιάς (ερχόμενος και σε αντίθεση με τον Τσίρκα που εισηγείται και προτείνει έναν "κριτικό ρεαλισμό", ό.π. 176), λέει:

 

"Πιστεύω πως με αυτά τα στοιχεία, και φυσικά με πολλά άλλα ακόμη, πρέπει να δουλέψει ο σημερινός πεζογράφος - ρεαλιστικά, υπερρεαλιστικά, αφηρημένα, ηθολογικά, όπως ταιριάζει καλύτερα στην ιδιοσυγκρασία του. Αυτά τα στοιχεία θα τον δέσουν με την πραγματικότητα του τόπου του και του χρόνου του, και αυτά θα τον βοηθήσουν, αν είναι σπουδαίος καλλιτέχνης, ν' αγγίξει και τα "αιώνια", τον άνθρωπο, στις καθολικότερες διαστάσεις του - ο δρόμος προς το πανανθρώπινο και το υπερχρονικό περνάει μέσα από το "τοπικό" και το "επικαιρικό", περνάει μέσα από τη Φλωρεντία του Βοκκάκιου, από την Αγία Πετρούπολη του Ντοστογιέφσκι, από τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη".

 

Εδώ, πιστεύουμε, θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε το συλλογισμό του Κοτζιά και να προσθέσουμε (αγκαλά και ο λόγος για τους πεζογράφους) ότι ο δρόμος για το "καθολικότερο" περνάει και μέσα από το μικρό κύκλο του Μεσολογγίου, όπως το εδήλωσε πρώτος ο εθνικός μας ποιητής και το επαναλαμβάνει με τον τρόπο του ο Πεζογράφος: "Κάμε ώστε ο μικρός Κύκλος, μέσα εις τον οποίο κινείται η πολιορκημένη πόλη, να ξεσκεπάζη εις την ατμόσφαιρα του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας, για την υλική θέση, οπού αξίζει τόσο για εκείνους οπού θέλουν να τη βαστάξουν, όσο για εκείνους οπού θέλουν να την αρπάξουν, - και, για την ηθική θέση, τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητος. Τοιουτοτρόπως η υπόθεση δένεται με το παγκόσμιο σύστημα." (Διονύσιος Σολωμός, Στοχασμοί)

 

Αυτή λοιπόν είναι η στάση του Κοτζιά: η στάση του μάρτυρα και του αποκαλυπτικού εξάγγελου - πάντοτε για τις ανάγκες της κάθαρσης και πάντοτε για τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας. Σε όλα του τα βιβλία αυτό είναι που κάνει: αποκαλύπτει το άσχημο, το γελοίο ή το φρικτό ως μέρος του βίου μας για να μπορέσει να συνθέσει στο απώτατο βάθος του κάθε βιβλίου του τη χαμένη ιδέα του Καλού. Αυτό, όπως πιστεύω, φαίνεται και στον τρόπο με τον οποίο πολλές φορές χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα, την οποία χειριζόταν όσο λίγοι: έφτανε σε τόνους γελοίους και γκροτέσκους, έδινε τη διάλυση και τη φθορά της για να υπαινιχθεί τη λαμπρότητα και τη δύναμη της να υπερβαίνει την ίδια τη φθορά και την παραποίηση της. Θα περιοριστούμε (δίκην παραδείγματος) στη γλώσσα του μυθιστορήματος Αντιποίησις Αρχής, έχοντας, όπως είπα, βοηθό τον Παύλο Ζάννα (βλέπε περισσότερα, Πολίτης, 34, 35, 1980, πρβ. Πετροκαλαμήθρες, 1990, σελ. 361 κ.ε.)

Στην προσπάθεια του ο Ζάννας να χαράξει τους δρόμους του μέσα στην πολυδαίδαλη Αντιποίηση (που την περιγράφει ως μυθιστόρημα των συνεχών απωλειών), να μελετήσει τη γλώσσα του Κοτζιά ειδικότερα, καταφεύγει (εκτός των άλλων) στην άποψη του Gaeten Picon (Le style de la nouvelle litterature) σχετικά με το λόγο του μυθιστοριογράφου: "Ο μυθιστοριογράφος γνωρίζει τώρα πως δουλεύει πάνω σε λέξεις, όχι πάνω σε πράγματα: το μυθιστόρημα προσφέρει ένα όραμα του κόσμου και του ανθρώπου, ανταποκρίνεται στα προβλήματα μιας εποχής. Ο μυθιστοριογράφος όμως δεν μπορεί να φωτίσει τον κόσμο παρά ξεφεύγοντας απ' αυτόν και συνθέτοντας τον με άλλους νόμους. Αν στόχος ενός μυθιστοριογράφου είναι να μεταδώσει ένα όραμα [...] αυτό δεν του προσφέρεται ακούγοντας εσωτερικές φωνές ούτε κοιτάζοντας πράγματα υπαρκτά, το κατακτά δημιουργώντας έναν λόγο (language)". Έτσι, στηριγμένος σε τούτη τη θεωρητική άποψη, αφού ο Ζάννας αναφερθεί στον μυθιστορηματικό χώρο και χρόνο, στον αφηγηματικό τρόπο και στους αρμούς του έργου, στρέφει την προσοχή του στη γλώσσα του Μυθιστορήματος, που, ως γνωστόν, ενσωματώνει ευφυώς πολλά αποσπάσματα από το έργο του Κ. Ράμφου (1776-1821), Ο Κατσαντώνης. Κλέφτικον επεισόδιον ή ελληνικόν μυθιστόρημα.

Πρόκειται για ένα επιτυχημένο τέχνασμα, όπου και μόνο η λεκτική και ηχητική αντιπαράθεση του λόγου των δύο συγγραφέων, του παλαιού Ράμφου και του νεότερου Κοτζιά, θα αρκούσε ώστε η Αντιποίησις να αποκτήσει μια γλωσσική προοπτική,  πολύ ασυνήθιστη στην πεζογραφία μας. Όμως ο Κοτζιάς δεν μένει μόνο σε αυτή τη γλωσσική  (εκτός των άλλων)  "αντιπαράθεση". Όπως πιστεύει ο Ζάννας, όλο το πολύπλοκο σύστημα υπαινιγμών και συνειρμών που διαπερνά το έργο στηρίζεται σε μια σύνθετη επεξεργασία της γλώσσας. "Το μυθιστόρημα του Κοτζιά", γράφει, "είναι πολυφωνικό στη σύλληψη του [...]. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η "πολυγλωσσία" του. Γλώσσα του Κ. Ράμφου [...], γλώσσα των εφημερίδων, γλώσσα των φοιτητικών εκπομπών του Πολυτεχνείου, γλώσσα "υπουργική" με κάποιο μεγαλείο, γλώσσα της ΕΣΑ (από την τυπική ευγενική διατύπωση ως τη βωμολοχία και την άναρθρη κραυγή), γλώσσα της φυλακής, της πόρνης, του υπόκοσμου, γλώσσα του καθηγητή Πανεπιστημίου, τις αγκαλιάζει όλες το γλωσσικό ιδίωμα και το παραφθαρμένο γλωσσικό αισθητήριο του Μένιου Κατσαντώνη. Όλες αυτές οι γλώσσες με τις ιδιωματικές τους αποχρώσεις τονίζουν [...] τη διάλυση, την καταστροφή της γλώσσας." Όμως το αποτέλεσμα αυτής της πολυφωνίας είναι, σύμφωνα με τον ευαίσθητο Ζάννα, τελείως διαφορετικό από ό,τι θα περίμεναν κάποιοι από τους πολυώνυμους "ρυθμιστές" και Ηρακλείς της γλώσσας μας. Πρόκειται, λέει, για μια γλωσσική αναδημιουργία που αποκαλύπτει την παραφθορά και ταυτόχρονα τις δυνατότητες της γλώσσας. "Και βρισκόμαστε μπροστά σε τούτο το παράδοξο αποτέλεσμα: η γλώσσα αυτή η διαλυμένη, η σακαταμένη, η γλώσσα βόρβορος, η γλώσσα δίχως φραγμούς κι αναστολές, να γίνεται στη μυθιστορηματική γραφή του Κοτζιά γλώσσα καθαρή κι αστραφτερή, γλωσσικό ήθος και γλωσσική ελπίδα" (υπογραμμίζω).

Έτσι λοιπόν φαίνεται ότι όχι μόνο το πολυφωνικό μυθιστόρημα του Κοτζιά καταφέρνει τελικά να αποδειχθεί "πιο αληθινό από την ιστορική αλήθεια" που το εμπνέει, αλλά και ανάλογα η χρεοκοπημένη και διαλυμένη γλώσσα που χρησιμοποιεί, εκλαμπρύνεται στο τέλος και δημιουργεί ήθος και ελπίδα. Και τούτο επειδή, όπως πιστεύω, έχουμε (και στην περίπτωση του Κοτζιά) τη δημιουργία ενός πρωτογενούς λόγου μυθιστορηματικού, ενός λόγου συνολικού. Ο αφηγητής (αδιάφορα αν είναι ο Καρδερίνης ή άλλο πρόσωπο) αποτελεί ένα ηχείο που συνείρει συνεχώς ετερόκλητα γλωσσικά στοιχεία, "γλώσσες" πολλές της ελληνικής λαλιάς και στη συνέχεια τις εκπέμπει εν ταυτώ ως νέο λόγο. Η "αλήθεια" του λόγου αυτού είναι συνεπώς ανώτερη από την καθημερινή γλωσσική "αλήθεια", επειδή η πρώτη δημιουργεί την αίσθηση ενός πραγματικού πολυφωνικού και ανεξίθρησκου γλωσσικού συστήματος, ενώ ο συγκεκριμένος λόγος ενός ατόμου ή μιας ομάδας εκφράζει μόνο μια πλευρά της γλωσσικής πραγματικότητας. Με παρόμοιο τρόπο η Αντιποίησις, μολονότι περιγράφει τη φθορά του ελληνισμού, μέσα από τα αλλεπάλληλα κύματα των εμφυλίων σπαραγμών (οικογενειακών, κοινωνικών, πολιτικών και εθνικών), παράγει τελικά μιαν οικεία "αλήθεια" πιο "πραγματική" από την καθημερινότητα της φθοράς, την αλήθεια που παρέχει η θέαση του όλου, σε αντίθεση με τη συνεχώς διαφημιζόμενη αποσπασματικότητα. Με άλλα λόγια, το μυθιστόρημα των Εμφυλίων Πολέμων προβάλλει ένα αληθινό όραμα που, μολονότι δεν φαίνεται να πραγματοποιείται στη συγκεκριμένη στιγμή, παραμένει εντός μας ανεξίτηλο. Αφού, εκτός των άλλων, φωτίζεται από τον ηθικό λόγο του πεζογράφου Αλέξανδρου Κοτζιά.

 

Αθήνα, Μάρτιος 1994