Κόρφης Τάσος, Νίκος Καββαδίας. Συμβολή στην μελέτη της ζωής και του έργου του
 
Αθήνα 1978, Κέδρος. Σσ. 7-9, 19-29
 
 
 

Στην πλώρη αυτή κατάστρεψα τον ήρεμο εαυτό μου,

και σκότωσα την τρυφερή, παιδιάτικη ψυχή.

Όμως ποτέ δε μ άφησε το επίμονο όνειρό μου

και πάντα η θάλασσα πολλά μου λέει, όταν αχεϊ.

 

Η περιπέτεια μιας ανήσυχης, θαλασσινής ψυχής, έντονα εκφράζεται στο έργο του Νίκου Καββαδία. Η θάλασσα κυριαρχεί παντού σαν απέραντος δρόμος γνώσεων, σα διέξοδος του ανικανοποίητου, παρήγορη προέκταση πέρ’ απ’ τους ασφυκτικούς ορίζοντες του παραδεκτού. Η εναλλαγή της, η χωρίς στατικότητα αδιάκοπη κίνηση, το πελώριο και το μεταβλητό της (μόνες πραγματικότητες για τον ποιητή) τον ξεκουράζουν σε μια συνεχή περιπέτεια για την κατάκτηση και την καταστροφή του ξένου, σ' ένα τυραννικό κυνήγι μοναξιάς. Τα λιμάνια μικροί σταθμοί για λίγη ξεκούραση. Οι άνθρωποι επιβάτες: περνούν και φεύγουν. Ο! μνήμες πολλές, πολλές φορές ανώνυμες. Το ταξίδι για το ταξίδι:

 

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει,

κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,

κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων

και ταξιδεύει αδιάκοπα στην ατελείωτη γη

 

Αυτή η «ατελείωτη γη», η αναζήτηση του άλλου, της δικαίωσής μας μέσα στο άλλο, οι παροδικοί δεσμοί: μικρά καταφύγια στη μοναχική μας πορεία, η νεανική αντίσταση στον παραλογισμό της ζωής, αυτή η τραγική σπατάλη (που ξεκινάει από ένα μεταφυσικό πάθος) στην εναλλαγή του κόσμου, το πάθος των συνεχών αναχωρήσεων αποτελούν τους ποιητικούς ορίζοντες που μέσα τους φτερουγίσανε τα όμορφα κι αμαρτωλά «μαραμπού» του Καββαδία. Ο ποιητής, ανήσυχος οδοιπόρος, πάσχει για ελευθερία. Σαν τους ανικανοποίητους νέους που ξεκινάνε χωρίς βάρη από την πατρίδα τους ν’ ανακαλύψουν μέσο της εξωτερικής περιπέτειας του κόσμου τον εαυτό τους, ασυντρόφευτος στη μοναξιά του, αριστοκρατικός, λεπτός και μελαγχολικός, ταξιδεύει τη λύπη του σε χώρες μακρινές. Το ταξίδι, δρόμος ελευθερίας, διασκεδάζει τις εσωτερικές ανησυχίες του. Η ακοίμητη φαντασία του ξεκουράζεται στ’ αμαρτωλά κι επικίνδυνα. Βρίσκει αρκετές φορές δικαιώσεις, φυγές από τα περιορισμένα. Φαντάζεται ακόμα και το θάνατο του απελευθερωμένο, ενωμένο με το απέραντο πέλαγος: το διάφεγγο βυθό και  τ΄ άγριο κύμα.

Μια τέτοια νεανική, όμως, ποίηση, που δονείται από το πάθος και την αμφιβολία, απογυμνωμένη από ιδέες, ασυμβίβαστη δεν αντικατοπτρίζει μόνο τον ψυχισμό ενός από τους πιο προικισμένους ποιητές της εποχής μας. Προεκτείνεται κι αγκαλιάζει ένα ολόκληρο πλήθος ανθρώπων που μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ περιορίζονται, όλο και πιο πολύ αντιστέκονται στις ψεύτικες βεβαιότητες και στις «ασταθείς» σταθερότητες μιας συνεχώς περισσότερο οργανωμένης ζωής.

 

Το «Πούσι» (1947) είναι το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του Καββαδία, τυπωμένο 15 περίπου χρόνια μετά το «Μαραμπού». Μέσα σ' αυτά τα χρόνια (1933-47) πολλά συνέβηκαν που επηρέασαν τη ζωή και το έργο του ποιητή: Οι εμπειρίες του από τα καράβια και τα λιμάνια, τα χρόνια που πέρασαν κι άμβλυναν τις επιθυμίες, όνειρα που διαψεύστηκαν, ο πόλεμος. Υποχωρήσεις, συμβιβασμοί, προσφιλή φορτία που ρίχνονται στη θάλασσα.  Αλλά, παράλληλα, και μια άκαμπτη (η ίδια η νεανική) δύναμη γι΄ αντίσταση, που συχνά φθάνει σε δραματικές κορυφώσεις.

 

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό

κι είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα.

Από να φοβάμαι και να καρτερώ

κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.

 

Εδώ ο ποιητής αφήνει πια την επίπεδη γραφή του «Μαραμπού». Όπως γράφει και ο   Αιμ. Χουρμούζιος  «ο στίχος είναι υπαινικτικός κι όχι πλαστικός. Νοσταλγικός μάλλον παρά δημιουργός άμεσων συγκινήσεων από την επαφή του αναγνώστη με τον ποιητή. Έχει τη γοητεία όλων των πραγμάτων που βρίσκονται σε κάποιαν απόσταση από το καθημερινό, συνηθισμένο και τυπικό γεγονός».  Αλλά ας αναλύσουμε πιο διεξοδικά αυτή τη «γοητεία», τον καινούργιο τρόπο γραφής του ποιητή γιατί, βέβαια, πρόκειται για ένα καινούργιο τρόπο γραφής, απόλυτα και πάλι εναρμονισμένο με τον ψυχισμό του.

Στο «Μαραμπού» κυριαρχούσε η έξαρση, ο αφηγηματικός, ο ευθύς τρόπος. Υπήρχε μια ιστορία: έναυσμα για την εκτόνωση, διέξοδος μιας, σχεδόν πάντα, ανικανοποίητης επιθυμίας. Στο «Πούσι» αντίθετα, ο Καββαδίας δε μας διηγείται πια, τις περισσότερες φορές, συγκεκριμένες θαλασσινές ιστορίες, αλλά πολλά κι ασύνδετα στιγμιότυπα από τη ζωή του στα καράβια, εναλλασσόμενα, την ίδια σχεδόν στιγμή, με μνήμες από οικογενειακά του συμβάντα, περιπέτειές του και διαβάσματα.

Το ποίημα γίνεται δυσκολότερο, πολλές φορές χρειάζεται αποκρυπτογράφηση, προπάντων όταν προσωπικά ή οικογενειακά επεισόδια η πρόσωπα μπλέκονται με το παρόν. Ο Γουίλλιαμ του «Θαλασσία Πανίς» («Γουίλλιαμ... γέλα στο βυθό φλεγματικά, αφού πια τίποτα δε μέλει να προδώσεις») δεν είναι άλλος από ένα ναύτη του βυθισμένου στον πόλεμο βρετανικού πολεμικού πλοίου «Ρήπουλς» και η Σμαρώ από την Καλαμαριά του «Θεσσαλονίκη» μια νεανική του όμορφη ιστορία που είχα κάποτε την τύχη ν' ακούσω από τα χείλη του. Αλλά ποιος θα μας πει ποιο ήταν το κορίτσι που νύσταζε στην Καράστρα, («Στεριανή Ζάλη»), τι αναμνήσεις είχε από τους τελωνοφύλακες στο Τσίλι, («Αρμίδα») και ποια ήταν η Fanny του Λονδίνου, («Black and white»); Ποιος θα μας πει, ποιες ήταν οι εμπειρίες, δικές του και ξένες, που απρόοπτα παρεμβάλλονται στους στίχους του και τους χαρίζουν την ομορφιά του απρόοπτου, «τροχίζοντας τα σπαθιά του λόγου» που τόσο του άρεσαν;

Στο «Πούσι» κυριαρχεί το δεύτερο πρόσωπο, το «Εσύ», κάτι που δίνει μεγαλύτερη αμεσότητα και θέρμη στην εξομολόγηση άλλα και βαθύτερη συνοχή στο βιβλίο (... Κάτασπρα φορείς κι έχεις βραχεί... Κι εσύ κοιτάς απάνω απ' το τιμόνι... Τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα... Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το γεια σου... κλπ.). Τα ποιήματα μοιάζουνε σα γράμματα ενός ναυτικού σε συγγενείς και φίλους η μάλλον σα σύντομες καρτ-ποστάλ  από λιμάνια. Οι αφιερώσεις που υπάρχουν σ’ όλα, σχεδόν, τα ποιήματα,  οι παραλήπτες τους. Και τα εικονογραφημένα με ναυτικές φιγούρες φίλων του ζωγράφων ξεχωριστά δίφυλλα της πρώτης έκδοσης, ένα για κάθε ποίημα, εντείνουν την εντύπωση μιας συλλογής γραμμάτων. Εδώ δεν υπάρχει ο νέος του «Μαραμπού» που φλέγεται για τις αμαρτωλές εμπειρίες, για φολκλορική «ναυτοσύνη», αλλά ο ναυτικός που μέσα στο πούσι ενός ακαθόριστου παρόντος ζητάει να  συνδεθεί με τη στεριανή ζάλη ή ξορκίζει τον τυφώνα να βρει περήφανο θάνατο μεσοπέλαγα.

 

Κι έπειτα στις ξέρες τον Ακορά

τσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλει

τέρατα βαμμένα πορφυρά

 με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.

 

Η επιστολική, όμως, μορφή του δεύτερου και βασικότερου, κατά την εκτίμηση μου, βιβλίου του Νίκου Καββαδία αλλά και γενικότερα, η μορφή των ποιημάτων του στο «Πούσι», έγινε αφορμή για μερικές γενικεύσεις, επάνω στις επιδράσεις που δέχτηκε ο ποιητής από ξένα ποιητικά κείμενα. Και, βέβαια, η σχέση των «Cartes Postales» του Γάλλου ποιητή Levet  με αρκετά ποιήματα από το «Πούσι» είναι συγγενική. Πάρα πολλοί, όμως, Γάλλοι ποιητές  όπως ο Καρκό, ο Λαφόργκ, ο Τουλέ κι αυτός ακόμα ο Μιλόζ χρησιμοποιούν αρκετές φορές στα ποιήματα τους μια παράλληλη γραφή, όπου η «παρούσα» στάσιμη εικόνα διακόπτεται από άλλες, ασύνδετες κάποτε και τολμηρές, χαρίζοντας στο ποίημα μιάν εναλλαγή και μιαν ένταση κι όπου οι εμβόλιμες ξένες λέξεις δε λείπουν και η συγκρατημένη ειρωνεία αποδυναμώνει την αισθηματική φόρτιση. Αντιγράφω στην τύχη για παράδειγμα το «Τρίζει γλυκά» του Μιλόζ ενός ποιητή που κανένα, βέβαια, κοινό σημείο δεν έχει με τον Καββαδία εκτός από μερικές ομοιότητες γραφής (σ' αυτό το ποίημα):

 

GRINCEMENT DOUX

Grincement doux et rouillé d'une berline...

Le crépuscule pleure de vieille joie.

- Il faudrait pour tant aller voir qui est là.

- ((Bonsoir, comment vous portez-qous, Mylord Spleen?»

 

Les che vaux, les chevaux du passé hennissent.

Le soir, le soir, au fenêtres de l'oubli.

- ((La diva que vos sentiments applaudissent,

Mylord, l'avez-vous revue en Italie?»

 

Il pleut, il pleut doux de la pluie ancienne

Sur les toits, sur les toits rouges d' autrefois.

- ((Merci pour votre aimable lettre de Sienne;

Et Noël, se souvient-il encore de moi?»

 

Ton coq, ton coq, girouette, dit jamais plus.

J'ai mal, j'ai mal, o grand-pére soir, α l'âme.

- ((Ces maudites routes d'automne, goddam!

- Α propos... Godwyn et Percy vous saluent».

 

Soir de jadis, naïf, doux comme un qui cuve

Son vieux vin de l'an vingt prés d'un feu léger.

- ((Et puis vous savez, je suis si distrait! — J'ai

oublié de jeter moi dans le Vésuve».

 

ΤΡΙΖΕΙ ΓΛΥΚΑ

 

Τρίζει γλυκά και σκουριασμένα κάποιο αμάξι...

Κλαίει το δειλινό παλιά χαρά... Ποιος είν’;

Πρέπει να βγει κανένας να κοιτάξει.

- «Καλησπέρα, τι κάνετε, Μυλόρδε Σπλην;»

 

Τ άλογα, τ' άλογα των περασμένων χλιμιντρούν μ' ανησυχία,

στης λήθης τα παράθυρα, μες στη βραδιά, μες στη βραδιά.

- «Τη ντίβα που σας είχε πάρει την καρδιά,

Μυλόρδε, την ξαναείδατε στην Ιταλία;»

 

Βρέχει, βρέχει γλυκά η παλιά βροχή, θλιμμένα,

στις στέγες, στις κόκκινες στέγες του παλιού καιρού.

- «Ευχαριστώ για το θερμό σας γράμμα από τη Σιέννα.

Κι ο Νόελ, με θυμάται που και που;»

 

Ο πετεινός σου, ο πετεινός σου, ανεμοδείχτη, λέει ποτέ πια,

 πονάω, πονάω μες στην ψυχή, ω γιαγιά βραδιά.

- «Γκόνταμ! Αυτοί οι τρισάθλιοι του φθινοπώρου δρόμοι...

Α, ναι... Σας χαιρετούν ο Γκόντουϊν κι ο Πέρσυ από τη Ρώμη».

 

Αλλοτινή  βραδιά, γλυκιά σαν κάποιος που, πιωμένος

παλιό κρασί των είκοσι χρονώ, κοιμάται δίπλα στη φωτιά.

- «Κι έπειτα, ξέρετε, είμαι τόσο αφηρημένος.

Ξέχασα στο Βεζούβιο να κάνω μια βουτιά».

 

Αλλά και η πληροφορία ότι ο Καββαδίας γνώριζε καλά τα ποιήματα του Λεβέ δεν πρέπει, νομίζω, να μας οδηγήσει στη διαπίστωση ότι επηρεάστηκε μόνον από τον ολιγογράφο, σαν κι αυτόν, Γάλλο ποιητή. Με την έφεση που είχε για ενημέρωση στα σύγχρονα παγκόσμια ποιητικά ρεύματα και με τη βοήθεια της αδελφής του που ήξερε καλά γαλλικά κι είχε πολύ επιτυχημένα μεταφράσει Γάλλους ποιητές, ήταν επόμενο να έχει μια πλατιά εποπτεία του έργου όλων των ποιητών εκείνης της εποχής, που πολύ αγαπούσε, αλλά και των νεωτέρων τους. Σε ποιο, βέβαια, σημείο επηρέασε τον ποιητή καθένας ξεχωριστά από τους ποιητές αυτούς είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Εκείνο, όμως, που μπορεί να τονιστεί είναι πως ο Καββαδίας, προπάντων στο «Πούσι» και «Τραβέρσο», με μια βαθιά διείσδυση στα κείμενα και μια, επίσης, πλατιά γνώση ζωής, μπόρεσε να ξεπεράσει το κατώφλι της παράδοσης και να βρει οργανικά το μοντέρνο, ακολουθώντας με συνέπεια και ειλικρίνεια το δρόμο που ξεκίνησε με το παραδοσιακό «Μαραμπού». Και σ' αυτή την ποιητική πορεία του, εκτός από τα ξένα κείμενα, πολύ τον βοήθησε η μαθητεία του στη νεοελληνική ποίηση του Μεσοπολέμου.

 

Ας πάρουμε, όμως, στην τύχη, σαν κατακλείδα της επαφής μας με το «Πούσι» του, ένα τετράστιχο κι ας προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε το πως λειτουργεί τεχνικά ο ποιητής για να μας δώσει εκείνη την εξαίσια γεύση της πραγματικότητας και της φυγής, τη ματιά προς τον έξω κόσμο (τις περισσότερες φορές γυμνό και θλιβερό) και τον έσω (τον πλούσιο, το γόνιμο και τον παρήγορο).

 

Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί,

Οι μαθήτριες σχόλασαν του Ωδείου.

Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου.

Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.

 

                                                                     (Black and white)

 

Το τετράστιχο είναι γραμμένο σε τραχαϊκό μέτρο, με απροσδόκητες, όπως πάντα, ρίμες (φανεί, σκοτεινή, ωδείου, Σταδίου), στους στίχους 1-4, 2-3 και ανισόμετρους ακραίους στίχους (1ος: ενδεκασύλλαβος, 4ος: εννεασύλλαβος). Το γρήγορο βάδισμα του πρώτου στίχου (του ΄Αλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί) με τις συνηχούμενες λέξεις «φανάρι», «φανεί», κυριαρχούμενες από το φωνήεν «α», [συμπυκνώνει όλη την εναγώνια ανυπομονησία του ποιητή για κάτι που, μέσα στην πραγματικότητα, περιμένει και δεν έρχεται, ελπίζει αλλά απραγματοποίητο ξεφεύγει. Ακολουθεί η ανάμνηση (οι μαθήτριες σχόλασαν του ωδείου) με μια μακάρια εικόνα που ο παρατονισμένος ανάπαιστος «οι μαθήτριες» διακόπτει το βιαστικό τροχαϊκό μέτρο, δίνοντας ένα βραδύτερο περπάτημα στο στίχο και το «σχόλασαν», παιγνιδιάρικο, ηχεί χαρούμενες φωνές παιδιών και αθώα πειράγματα. Το ίδιο, όμως, με παρατονισμένο ανάπαιστο («φωτεινές» ρεκλάμες της οδού Σταδίου) συνεχίζει η ανάμνηση και στον τρίτο στίχο, πάμφωτο από τη φράση «φωτεινές ρεκλάμες» σε μια ένταση της συγκίνησης του άλλοτε πριν να πέσει στην πραγματικότητα του παρόντος: γέφυρα βρεγμένη, σκοτεινή. Κι αυτή η τελική εικόνα με τις τρεις μόνο λέξεις (δυο κατηγορούμενα: βρεγμένη, σκοτεινή) στο ουσιαστικό της παρούσας θέσης του ποιητή: γέφυρα, έτσι όπως παρατακτά τοποθετούνται σ' ένα κουτσουρεμένο στίχο και αντιθετικά συνθέτονται με την προηγούμενη εκτυφλωτική εικόνα της αγαπημένης ανάμνησης, δίνει μια δραματική κορύφωση στο τετράστιχο μια και ο τελευταίος στίχος του, ατέλειωτος λες, προχωρεί σε μάκρος, συνθλίβοντας το παρελθόν.