Δρουκόπουλος Άρης, «Η αμφιθυμία στη ζωή και το έργο του Γιώργου Ιωάννου», [Αφιέρωμα. Γιώργος Ιωάννου]
 
Φιλολογική, Απρίλιος – Μάιος - Ιούνιος 2005, τχ. 91, σσ. 31-36
 
 
 

Α. Εισαγωγή

 

Από τα χαρακτηριστικά του έργου και της ζωής του Γιώργου Ιωάννου είναι η αμφιθυμία, δηλαδή η ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη δύο αντίθετων συναισθημάτων.

Παραδείγματος χάριν απέναντι στην οικογένεια του έχει αμφίθυμα αισθήματα. Από τη μια μεριά γράφει: "Βασικός ογκόλιθος, πάντα μες στη μέση, στάθηκε το σπίτι μου", και αλλού: "Εκεί, την εποχή της εφηβείας σου, το πεισματικό κλείσιμο, για να μην τους βλέπεις και να μην τους ακούς, αυτούς που θέλοντας και μη -και συνήθως θέλοντας- άγρια σε καταπίεζαν. Εκεί στο σκότος οι πρώτες μαγικές ευχές για το θάνατο τους, το πνίξιμο τους, το σβήσιμο τους - την ξαφνική τους εξαφάνιση απ' τη ζωή σου και τις απαιτήσεις της". Και από την άλλη είναι προσκολλημένος στην οικογένεια του. Όταν βρίσκεται στο νοσοκομείο: "Σιγά σιγά δημιούργησα ζώνες απομόνωσης από τους συμπαραστάτες μου. Διότι ο άνθρωπος έτσι και εξασφαλίσει την παρουσία, διψάει ύστερα για την απομόνωση, αλλά την απομόνωση την τεχνητή, που έχει πάντοτε στο φόντο της τη συμπαράσταση".

Και τα τρία αποσπάσματα είναι γραμμένα 2-3 χρόνια πριν από το θάνατο του.

Τα ίδια αμφίθυμα αισθήματα έχει και απέναντι στις θρησκευτικές οργανώσεις στις οποίες είχε ενταχθεί στα εφηβικά του χρόνια: "...με ξεπλάνεσαν σε μια θρησκευτική οργάνωση κάτι νερόβραστοι όσο και ανέραστοι τύποι, κι έχασα ακόμα κι απ' τη μνήμη μου τις πηγές, τις χελώνες και προπαντός τις νεροφίδες. [...] Και ήρθε καιρός που από τις πιέσεις τους έπαθα νευρασθένεια. Μα πάνω στα πρόθυρα της τρέλας τους τα πέταξα από μέσα μου και ξαναγύρισα ολοταχώς στα βράχια, τις πηγές και τις νεροφίδες μου".

Όμως, σε ένα από τα τελευταία γραπτά του, με αφορμή το θάνατο ενός στελέχους της θρησκευτικής οργάνωσης, γράφει: "...και αμέσως έγινε το θαύμα. Ξεχάστηκαν μονομιάς όλα, και τα πολιτικά και οι μικρότητες που αναδύθηκε το έργο, η αγάπη, η συμπαθέστατη φωνή και μορφή. [...] Ήταν σπουδαίο, πολύ ελπιδοφόρο σημάδι για την πόλη μας το ξέσπασμα αυτό της ευγνωμοσύνης".

Αλλά και οι σχέσεις του Γιώργου Ιωάννου με πρόσωπα φιλικά υπήρξαν αμφίθυμες.

Όμως, αυτά αφορούν τους βιογράφους του και έχουν θέση στη βιογραφία του· ενώ εμάς μας ενδιαφέρει η ύπαρξη της αμφιθυμίας στο έργο του ως συστατικό στοιχείο του.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο πεζογράφημα, "Τα κελιά", του πρώτου βιβλίου του πεζογραφημάτων Πα ένα φιλότιμο αρχίζει με τη φράση "Μ' αρέσει να περιφέρομαι στα δικαστήρια", και στο τέλος της δεύτερης παραγράφου γράφει: "Ο πανικός μ' έπιασε μετά τα τριάντα, και τώρα δεν ξέρω από πού να κρατηθώ".

Και δεν μπορεί να είναι τυχαίο για το θέμα της αμφιθυμίας ότι στο τελευταίο πεζογράφημα του τελευταίου του βιβλίου γράφει, σχολιάζοντας τη γραφή των πεζογραφημάτων του πρώτου βιβλίου: "Ήταν θεραπεία ως εκ θαύματος, συμφωνία εν ριπή οφθαλμού εκατοντάδων αντιθέσεων που με καταξέσκιζαν".

Να είναι τάχα οι αμφιθυμίες που προκάλεσαν αυτό που ονομάστηκε "παρανοϊκός" χαρακτήρας του έργου του Γιώργου Ιωάννου και "μετεωρισμός του αφηγηματικού εγώ πάνω από το "μαύρο κενό""] Ίσως, μαζί βέβαια και με άλλα στοιχεία.

Γι' αυτό το λόγο καλό είναι να μελετηθεί το φαινόμενο.

 

Β. Οι μορφές του φαινομένου

 

Και πρώτα πρώτα να δούμε τις μορφές του φαινομένου.

α) Μια πρώτη μορφή είναι η λεκτική αντίθεση· δηλαδή μια σοβαρή κατάσταση περιγράφεται ή δίνεται ένα χαρακτηριστικό της με μια ελαφριά έκφραση. Παραθέτω μερικά παραδείγματα:

"Αυτοί που πάλευαν ήταν ίσως τα πιο γερά παλικάρια και ολοφάνερα γκαρδιακοί φίλοι. Πρόσεχαν πολύ να μη χτυπηθούνε. Οι μύες σ' όλο το κορμί τους έπαιζαν και γυαλοκοπούσαν. Καταλάβαινες κάτω απ' το δέρμα το εκλεκτό κρέας, το διαλεχτότατο μοσχαράκι. Σου 'ρχόταν να δαγκάσεις μια γερή δαγκωνιά".

Ερωτικό κοίταγμα και "διαλεχτό μοσχαράκι" είναι αταίριαστα πράγματα.

"Η σκηνή μου έμοιαζε τώρα σαν ένας ωραίος τάφος, όπου μπορείς ατέλειωτα να συνομιλείς με τους χαμένους. Τα βλαστάρια αυτά ήταν το πρώτο παρηγορητικό σημάδι από πολλές μέρες. Σχεδόν το θεώρησα σα μια χωρατατζίδικη υπόμνηση εκ μέρους του".

Η "χωρατατζίδικη υπόμνηση" δεν ταιριάζει με το θάνατο του φίλου.

"Ο νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Αισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Τα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα".

Έτσι τελειώνει το πεζογράφημα "Ομίχλη". Αλλά αυτό δεν συνάδει με την αρχή του: "Βλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Είχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά· πρέπει να κάνουμε ντολμάδες"". "Οι διηγήσεις της χήρας για την κρεμάλα μου είχαν σφίξει το λαιμό. Πήρα στην αγκαλιά το κοριτσάκι και βγήκα στην ταράτσα. Ήθελα να κάνω τις βαθιές εισπνοές μου, που, όπως δίδασκε ο Ηλίας Πέτρου, ισοδυναμούσε η καθεμιά τους με μια μπριζόλα χοιρινή".

Η "μπριζόλα" ρίχνει την ευαισθησία πολύ χαμηλά. "[...] αυτό το σκοτεινό μυστήριο της μυρωδιάς ερωτικών σωμάτων φορεμένων στο χακί, όχι φρεσκοπλυμένων οπωσδήποτε, μα όχι βέβαια και άπλυτων, [...] μα αλειμμένων ελαφρά με το ερωτικό γρασάρισμα, που αναβρύει το κορμί το έμορφο, αυτό που περικλείει την πηγή της τελειότητας".

Η ερωτική μας ευαισθησία για το "έμορφο κορμί" δεν μπορεί να αποδεχτεί "το ερωτικό γρασσάρισμα"!

Αντίστροφα τώρα, για μια ασήμαντη σχετικά κατάσταση, ο Γιώργος Ιωάννου χρησιμοποιεί καμιά φορά μια βαριά από νόημα έκφραση:

"Είμαι ευχαριστημένος που το κακό με βρήκε καθαρόν, σε κανονική εσωτερική κατάσταση. Γιατί όπως βρέθηκες, βρέθηκες εκείνη την κακιά ώρα. Γρηγορείτε και προσεύχεσθε! Και μπανιαρίζεσθε συνάμα...".

Η βιβλική έκφραση φαντάζει ειρωνική στο πλαίσιο της σωματικής καθαριότητας. Το ίδιο και στο παρακάτω απόσπασμα:

"Μυστήριο όμως για πότε μαζεύονται εκείνες οι γυαλιστερές μύγες. Θυμήθηκα το τροπάριο "Απόστολος εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε..."".

β) Πιο σημαντική, όμως, είναι η ύπαρξη ταυτόχρονα δύο αντίθετων καταστάσεων, αυτό που θα λέγαμε διχασμό. Το διχασμό του ο Γιώργος Ιωάννου τον συνειδητοποιεί και ο ίδιος αναπολώντας την εφηβική του ηλικία. "Είμαι τώρα ένας σωστός εαμίτης [γράφει στο κείμενο "Εις εαυτόν"] και δεν βλέπω αυτό να με εμποδίζει καθόλου από το να είμαι και χριστιανός. Μαζεύω λυσσωδώς προκηρύξεις. [...] Μισώ το βασιλιά, αλλά συμπαθώ πολύ τους Εγγλέζους. [...] Τρελαίνομαι για τα τραγούδια του ΕΑΜ, αλλά δεν αφήνω λειτουργία για λειτουργία. Δεν ξέρω τι μου γίνεται, αλλά δεξιός δεν είμαι".

Αργότερα η κατάσταση γίνεται σοβαρότερη. Και ακριβώς το πρώτο πεζογράφημα που γράφει το 1961 την αποδίδει με ακρίβεια:

"Απόψε που δεν έχει συννεφιά και είμαι ήρεμος μ' έπιασε πάλι εκείνη η απέχθεια που νιώθω για τις κότες. Είναι μια σιχαμάρα εντελώς ανεξήγητη, ακόμα και σε μένα τον ίδιο, και γίνεται πολύ πιο περίπλοκη, όταν σκεφθώ ότι τα πουλιά αυτά, όσο είναι ζωντανά, κυριολεκτικά τα λατρεύω. [...] Γενικά δεν μπορώ να βλέπω κότα σφαγμένη. [...] Μα το σπουδαίο είναι ότι δεν αισθάνομαι και μεγάλη δυσκολία να παρασταθώ στο σφάξιμο μιας κότας. Να τη σφάξω ο ίδιος δεν πάει το χέρι μου, πολλές φορές όμως έχω βοηθήσει με ευχαρίστηση, ιδίως όταν δεν ήταν όμορφη. [...] Πάντως είναι ωραίο να τις βλέπεις και ευχάριστο να τις σφάζεις κατά ποικίλους τρόπους, αλλά αηδιαστικό μέχρι ξεράσματος να τρως εκείνο το ασπρουλιάρικο αναιμικό κρέας τους".

Αυτός ο διχασμός τον βασανίζει: "Στην πρωτεύουσα ποθούσα και ήλπιζα στην έρημο, τώρα διψώ μόνο για την πρωτεύουσα, κι ας μην έχω και κει κανέναν, που πραγματικά να με θέλει. Ως πότε θα ζω εκεί που δε θέλω;".

Αλλά τα αισθήματα αυτά μπορεί να μην είναι διαδοχικά, αλλά να κρύβουν μια ταυτόχρονη αντίθεση, όπως στα "Ταυροκαθάψια":

"Κι όταν πια σωθούν τα προκαταρκτικά λόγια, καπνιστεί το καθιερωμένο τσιγαράκι και αρχίσει το ξέντυμα μ' εκείνες τις αδέξιες, τραχιές μάλλον κινήσεις -αποκαλύψεις σάρκας μελαψής (ένα δασύ εφηβαίο το σώμα τους), χουφτώματα μελών, κρυφά χαμόγελα που αποκρύπτουνε αστείες περιγραφές, που κάποτε άλλοτε και φυσικά αλλού θα λάβουν χώρα-, αποφασίζεις τότε να λάβεις το Θεό μετά χαράς εντός σου, να κάμεις τη μετάληψη αυτού, όχι για ν' απολαύσεις μοναχά, μα και για να συνεννοηθείς μαζί του, μήπως και του ομοιάσεις κι εσύ σε τίποτε. [...]".

Τα "κρυφά χαμόγελα" που κρύβουν μελλοντικές "αστείες περιγραφές" έχουν έναν αμφιθυμικό χαρακτήρα, που γίνεται εντονότερος, όταν γίνει η ένωση με το "θεό" αμέσως κατόπιν!

Η συνένωση αυτή με το "Θεό", ό,τι κι αν αυτή σημαίνει ψυχολογικά (ή και ανθρωπολογικά), όσο παροδική ή και στιγμιαία κι αν είναι, δηλώνει σαφέστατα ψυχικό διχασμό όταν γίνεται παραβολή της με τις "αστείες περιγραφές".

Μπορεί, όμως, ο διχασμός να είναι κυμαινόμενος, όπως στο διήγημα "Νύχτα γεμάτη θάματα...": "Ήταν φανερό όλα αυτά τα παιδάκια [εννοεί τους συστρατιώτες του] που παρίσταναν τους μεγάλους και τους σκληρούς, νοσταλγούσαν απόψε τα σπίτια τους, όπου πιθανώς να ήταν καλύτερα κάπως, αλλά πιθανότερα ήταν το ίδιο και χειρότερα κι εκεί, μα αυτούς τους άρεζε εκει-πέρα και όχι στον αγορίστικο στρατώνα, ίσως γιατί δεν είχαν φριχτές αναμνήσεις βασανιστηρίων κι έτσι δεν τους ήταν μισητή η μυρωδιά της μάνας τους".

Πίσω από τα αισθήματα των συστρατιωτών του κρύβονται οι δικές του συναισθηματικές παλινδρομήσεις απέναντι στην οικογένεια του, όπως λέει αμέσως παρακάτω για τον ήρωα της αφήγησης: "Μπήκε στην κατάσταση μιας ορισμένης και όχι οποιασδήποτε σκοπιάς, αυτής που έβλεπε προς το σπίτι του".

Και σε ένα παλαιότερο πεζογράφημα του, από τα πρώτα, φαίνεται αυτή η παλινδρομική κίνηση του διχασμού του:

"Έτσι βλέπω τους διαβάτες [εννοεί τους εργάτες] να έρχονται από μακριό, δε διακρίνω βέβαια φυσιογνωμίες. Τους ξεχωρίζω μονάχα απ' το άφοβο βάδισμα και ποτέ δεν πέφτω έξω. Το βάδισμα είναι σοβαρό τεκμήριο· δείχνει αμέσως τον άνθρωπο, όπως το βλέμμα και ο τόνος της φωνής. Το μπέρδεμα αρχίζει απ' τη στιγμή που θ' αφήσεις κάποιον να σε πλησιάσει και να σου μιλήσει πολλά. Τότε, όσο κι αν πιστεύεις ακράδαντα στην πρώτη εντύπωση, αρχίζεις να κλονίζεσαι.

Περνούν από μπροστά μου σαν ανεμοστρόβιλος, κι απ' το άπιαστο βλέμμα τους φαίνεται καθαρά πως άλλα πράγματα αυτούς τους απασχολούσε. Η μακρινή εντύπωση, όμως, ενισχύεται παρά που χαλνάει. Εντούτοις φοράνε ρούχα, που αν τα φορούσα εγώ, θα πήγαινα κλαίγοντας. Μα ίσια ίσια αυτά τα ρούχα τους αναδεικνύουν πιο πολύ. Τις Κυριακές με τα καλά τους σχεδόν χάνονται. Πάντως αυτοί ό,τι και να βάλουν, ακόμα και παρδαλά, αντέχουν".

γ) Μια τρίτη μορφή του φαινομένου της αμφιθυμίας είναι να αισθάνεται ο αφηγητής ευχαριστημένος σε δυσάρεστο περιβάλλον ή σε δυσάρεστη κατάσταση.

Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να μιλήσει σ' αυτή την περίπτωση για αδιαφορία, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται στο διήγημα "Εσπέρας προκείμενον": "Μπαίνοντας στο γραφείο, κατενθουσιασμένος για την τοποθέτηση του, ο νέος καθηγητής αντίκρισε αυτή την εικόνα των ξεθαμμένων πτωμάτων. Δεν τον τάραξε και πολύ, το αντίθετο μάλιστα".

Η κατάσταση, όμως, αυτή γίνεται προκλητική στο πεζογράφημα "Τα λαϊκά σινεμά": "Όταν βραδυάζει και νιώθω στην τσέπη μου λεφτά αρκετά για ένα πακέτο τσιγάρα και για ένα εισιτήριο, είμαι ευτυχισμένος. Δε φοβάμαι τη μοναξιά, ούτε φοβάμαι γενικότερα. Την άνοιξη και το φθινόπωρο, όταν ο ουρανός μελανιάζει στα δυτικά βουνά και βλέπω ότι έρχεται καταιγίδα, τρέχω και χώνομαι στα σινεμά, όπως ένα καιρό στα καταφύγια. Εκεί δεν εισχωρεί τίποτε. [... ] Κοιτάζω την αίθουσα, ένας κλειστός βρωμερός χώρος. Απορώ με τον εαυτό μου πώς συνήθισα σε τέτοια βρωμιά. [...] Έξοδος κινδύνου ουσιαστικά δεν υπάρχει, είναι σαν φάκα. Αλίμονο αν συμβεί τίποτε".

"Καταφύγιο", "βρωμιά", "φάκα" δεν συμβιβάζονται με την κατάσταση του "ευτυχισμένου" που σπεύδει να τρυπώσει στο λαϊκό σινεμά. Και σε άλλο περιβάλλον η ίδια αμφιθυμία:

"Αναβα το τσιγάρο μου απ' την γκαζόλαμπα, έσκυβα στα χαρτιά μου, βυθιζόμουν και ήμουν σχεδόν ευτυχής. [...] Στο άχαρο δωμάτιο μου ήμουν κλεισμένος κάθε βράδυ, παλεύοντας με χαρτιά και με βιβλία, που μόνο μπελάδες και αποξένωση μου είχαν μέχρι τώρα δημιουργήσει".

Αλλά και σε ευχάριστη ατμόσφαιρα/κατάσταση μπορεί να εμφανιστεί η αμφιθυμία, που σημαίνει ότι ίσως είναι μια κατάσταση σύμφυτη με τον ψυχισμό του αφηγητή: "7α παιδιά αυτά με αγαπούν, το παραδέχομαι. Η αγάπη τους όμως είναι ίδια με κείνη που έχουμε για τον καλόβολο συνταξιδιώτη. Κορυφώνεται κατά το μέσο του ταξιδιού, για ν' αρχίσει να σιγοσβήνει όσο τελειώνουν τα χιλιόμετρα. Στο τέλος μπορεί να μην πούμε ούτε αντίο. Όποιος μιλήσει τα περισσότερα και τα ειλικρινέστερα είναι ο χαμένος. Το 'χω υπόψη μου αυτό το παιχνίδι, κι όμως θέλω με όλη μου την καρδιά να ξαναμιλήσω. [...] Θα δοκιμάσω κι αυτουνού την αντοχή με αποκαλύψεις και θα δούμε. Μ' αυτή τη μέθοδο έχω χάσει όλους τους ανθρώπους μου σιγά σιγά".

Μια άλλη όψη της ίδιας κατάστασης παρουσιάζει στο πεζογράφημα "Ώρα για το κουκούλι":

"Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που ενώ τσουρουφλίζονται μονάχα για στοργή, βρίσκονται διαρκώς μπλεγμένοι μέσα σε ατέλειωτες και φτηνές ερωτικές ιστορίες. [...] Η αποτυχία τους οφείλεται, νομίζω, στο ότι ακολουθούν τον κοινό προαιώνιο δρόμο. [...] Παρόλη όμως την ερωτική επίδοση στον κόσμο επικρατεί φοβερή μοναξιά. Ξέρω εντούτοις πως το απελπιστικό αυτό κενό δεν το αντιλαμβάνονται όλοι. Οι πιο πολλοί είναι απλώς δυστυχισμένοι".

Ακόμη και αν υπάρχει κάποια δικαιολογία για την αμφιθυμία, δεν παύει να είναι μια όχι συνηθισμένη ψυχική κατάσταση, όπως στο πεζογράφημα "Το μέντιουμ", που περιλαμβάνεται στη συλλογή Η μόνη κληρονομιά. "Πάντοτε μου άρεζε να βλέπω φωτιές, όμως αυτή τη φορά, που υπήρχε και ανώτερη δικαιολογία, είχα ξετρελαθεί απ' τον ενθουσιασμό μου. Σε μικρό διάστημα είδα να καταβροχθίζονται από τη φωτιά ένα πλήθος γνωστά μου και αγαπητά μου πράγματα".

 

Γ. Η αιτιολόγηση της αμφιθυμίας

 

Σημειώθηκε προηγουμένως ότι η αμφιθυμία, ίσως, είναι μια κατάσταση σύμφυτη με τον ψυχισμό του αφηγητή των πεζογραφημάτων. Ωστόσο μπορούμε να ανιχνεύσουμε μερικές αιτίες της αμφιθυμίας. Και αυτές υπάρχουν είτε στον αντικειμενικό κόσμο, έξω από τον αφηγητή, είτε βρίσκονται ριζωμένες μέσα του. Και, βέβαια, θα τις ανιχνεύσουμε μέσα στο έργο του Γιώργου Ιωάννου, όσο αυτό μας επιτρέπει κάτι τέτοιο.

α) Και πρώτα οι αντικειμενικές αιτίες· δηλαδή, πόσο ο κόσμος που περιέβαλλε τον αφηγητή έγινε αφορμή των αμφιθυμιών του. Οι αντίθετες καταστάσεις που υπάρχουν η μία κοντά στην άλλη μπορούν να αποτελέσουν για ένα μικρό παιδί ή έφηβο, και μάλιστα ευαίσθητο, αφορμή να αναρωτηθεί πώς γίνεται αυτό. "Σε λίγες μέρες το πήρε [εννοείται η μάνα το παιδί την εποχή της Κατοχής] και ξαναγύρισαν στη Φλώρινα. Εκεί υπήρχε βέβαια η φοβερή σκιά της κρεμάλας, αλλά υπήρχε και ψωμί".

Ή για άλλη περίσταση:

"Υπήρχαν άπειροι κίνδυνοι· νάρκες, υπονομεύσεις, απαγωγές αλλά και αποσκιρτήσεις. Ωστόσο εμείς ξιλαρυγγιστήκαμε με το σουξέ της εποχής· "Άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα".

Η ποικιλία των τραγουδιών είναι μια άλλη όψη της ίδιας κατάστασης:

"Στο κατηχητικό τραγουδούσαμε τόσο δυνατά και τόσο με την ψυχή μας, ώστε ένιωθες το νου σου εκείνες τις στιγμές να ψηλώνει. Ποτέ μου δεν ξανατραγούδησα έτσι. Τι τραγούδια λέγαμε δεν Θυμάμαι. Πάντως, ένα πρέπει να ήταν αυτό:

 

Είναι Θεός, αυτός σκορπά

τον ήλιο που τη γη θερμαίνει

και προστατεύει κι αγαπά

ολόκληρη την οικουμένη...".

 

Αλλά, βέβαια, ήμουν και παιδί μιας λαϊκής γειτονιάς και μάθαινα κι από κει πολλά, ιδίως τραγούδια. Μάθαινα και στο σχολείο, μάθαινα κι από τις ταβέρνες κι από τα γραμμόφωνα".

Μπορεί κανείς να φανταστεί τι γινόταν στο μυαλό και στην ευαισθησία ενός δεκαπεντάχρονου με αυτή την ετερόκλητη ποικιλία.

Σε αρκετά πεζογραφήματα ο Γιώργος Ιωάννου επισημαίνει τις αντιθέσεις του περιβάλλοντος κόσμου, πράγμα που σημαίνει κάτι.

Παραδείγματος χάριν, στην "Εξαίσια αστική μας κοινωνία" επισημαίνει την αντίφαση ανάμεσα στη χαρούμενη εξωτερική όψη της οικογενειακής ζωής και τη θλιβερή πραγματικότητα της. Στο πεζογράφημα "Η σειρήνα" παρουσιάζονται σκληρά γεγονότα ανάμεσα σε πολλά εύθυμα και αβέβαια, καθώς και η εύθυμη όψη ενός άσχημου γεγονότος. Στη "Συμμορία της καρφίτσας" πίσω από τη φαιδρή, ιλαροτραγική επιφάνεια κρύβεται κάτι σοβαρό. Στο "Πεντακοσάρι" το δράμα της ανέχειας καλύπτεται από την εύθυμη ιστορία.

Στα "Σκυλιά του Σεΐχ Σου" αφηγείται ότι "όταν άρχιζαν τα ουρλιαχτά των σκύλων, το θέαμα με τα γυμνά ζευγάρια και τους ηδονοβλεψίες από πάνω τους ήταν βαθιά δυσάρεστο. Θαρρείς και έσβηναν τα πάντα". Στα "Ίχνη της πυρκαγιάς" μιλάει για την πομπή με τις τζαμένιες πόρτες, όπου, δήθεν, είχαν ζωγραφιστεί με τρόπο υπερφυσικό πρόσωπα αγίων, "ότι είχε κάτι το ονειρικό μα και το κωμικό συνάμα που μπορούσε να σου σηκώσει μεσημεριάτικα το νου, όπως παλιά οι νεράιδες με τα πέπλα και τα μεσημβρινά δαιμόνια".

Και στο "Τραπέζι της εκκλησίας" αφηγείται πώς το κουτί των νυφικών είδε κάποτε να γίνεται φέρετρο μωρού, και το τραπέζι όπου επάνω του έκανε έρωτα να είναι και το υπόβαθρο όπου τοποθετούσαν τα φέρετρα κατά τη νεκρώσιμη ακολουθία.

Για την αντίφαση ανάμεσα στο "είναι" και το "φαίνεσθαι" είναι πολύ χαρακτηριστική η αφήγηση ενός επεισοδίου από τη στρατιωτική του ζωή, όπως το καταγράφει στα "Κελιά":

"Οι φαντάροι, όταν σηκώνονται τη νύχτα για σωματική τους ανάγκη, δε συνηθίζουν βέβαια να ντύνονται. Βάζουν τ' άρβυλα, τη χλαίνη στους ώμους και περπατούν έτσι με τα εσώρουχα, άσπροι, κάτασπροι από μέσα και με τα ντοκ να χτυπάνε. Μια νύχτα, δε θα ξεχάσω, καθώς ήμουν στα αποχωρητήρια, βλέπω να μπαίνει ξυπόλητος μέσα σε κείνο το βόρβορο ένας στρατιώτης του λόχου μας, που εγώ μέχρι τότε τον είχα σαν πρότυπο λεβεντιάς και καθαριότητας. Κατόπι στο θάλαμο τον είδα να χώνεται μ' αυτά τα πόδια κατ' ευθείαν στο κρεβάτι του. Μέχρι τότε ο μόνος τρόπος που είχα ν' απομονωθώ ήταν να σκεπάζομαι με τις κουβέρτες πάνω απ' το κεφάλι· ύστερα απ' αυτό έχασα κι αυτή την ευχέρεια".

Πέρα, όμως, από τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του γύρω μας κόσμου υπάρχει και μια άλλη αντίθεση· η αντίθεση/ διάσταση που δημιουργείται ανάμεσα στο πριν και το μετά. Είναι, βέβαια, μια κοινή διαπίστωση, όμως με την ευαισθησία του συγγραφέα παίρνει άλλο νόημα. "Η εργατική τάξη [γράφει στα "Λαϊκά σινεμά"] είναι αρσενικιά, βγάζει ωραίους άντρες, που πολύ γρήγορα όμως μαραίνονται. Η βαριά δουλειά ομορφαίνει τον άντρα και τον σακατεύει".

Είναι, όμως, το ίδιο προκλητική και η αντίστροφη κατάσταση, όπως την αποτυπώνει στη "Σκυλοπολιορκία": "Για να εκτιμήσω όμως όλες αυτές τις βασικές χαρές έπρεπε να ρημάξω πολύτιμο μέρος της ζωής μου παλεύοντας ολομόναχος με τους διάφορους σκύλους και την αποσύνθεση".

Είναι διαστροφή, ανθρώπινη διαστροφή, όμως διαστροφή, αυτό που αφηγείται ο Γιώργος Ιωάννου στο πεζογράφημα "Η παρέλαση των προσφύγων:

"Ακόμα και τα κυνηγήματα από τους Τούρκους, οι τρόποι που χρησιμοποιήθηκαν για να γλιτώσουν, έγιναν αστείες διηγήσεις, που τις έλεγαν με ιωνική χάρη και χειρονομίες εκφραστικές οι Σμυρνιές".

β) Πέρα από τις αιτίες που βρίσκονται στον εξωτερικό κόσμο, υπάρχουν και οι αιτίες που ριζώνουν μέσα στον ίδιο τον αφηγητή, έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα.

Και πρώτη απ' όλες έρχεται ο φόβος: "Σ' αυτό το χώρο, μα και μέσα μου συμβαίνει κάτι. Και δεν εκλιπαρώ κανέναν να με πιστέψει. Ακόμα και τώρα, όταν περνώ ή σκέφτομαι, βουλιάζω μες στο φόβο. [...] Αυτές τις άγνωστες φωνές δεν τις φοβόμουν και τόσο, όσο έτρεμα τις δικές μου φωνές, το παραμιλητό μου, μες στο κατάμεστο δωμάτιο τη νύχτα. Από μικρός έμαθα να σφραγίζω την ψυχή μου πριν κοιμηθώ. Στραγγάλισα την ψυχή μου κι έπαψα να βλέπω και ονείρατα".

Στο πεζογράφημα "Στη δύσκολη ώρα", ο αφηγητής περιγράφει πώς η εξωτερική πίεση δημιούργησε μέσα του το φόβο και ποια αποτελέσματα είχε αυτή η κατάσταση στο δημιουργικό του γράψιμο: "Περισσότερο φοβήθηκες κάτι άλλο στη ζωή σου. Το συνδυασμό της ταυτόχρονης αποκάλυψης σου στην υπηρεσία σου και στην οικογένεια σου. Γιατί, πάμπτωχος καθώς ήσουν, το πιο μεγάλο κακό η δημόσια υπηρεσία μπορούσε να σου το κάνει. Να σε απολύσει δηλαδή είτε για τα γραψίματα σου, είτε για τη ζωή σου, είτε, το πιθανότερο, και για τα δυο μαζί. [...] Συμπαθητικό, βέβαια, είναι αυτό το υποτρέμον ύφος που τελικά απόχτησες και η δισταχτική έκφραση που ανέπτυξες, ώστε και την αλήθεια σου να λες και από τους δράκους να ξεφεύγεις. [...]

Δεν ξεσφραγίζεσαι με τίποτα και δεν ξεφοβάσαι με τίποτα. Ως την τελευταία σου στιγμή θα βάζεις φωτιά στη θρυαλίδα, αλλά το χέρι σου θα τρέμει. Πάντως θα βάζεις".

Ο φόβος συνήθως έχει ως αποτέλεσμα τη δειλία, μια κατάσταση που την εκφράζει συχνά ο αφηγητής των πεζογραφημάτων του Γιώργου Ιωάννου. "Έκλαψα [αφηγείται στο πεζογράφημα "Πώς εξοντώθηκε ο Ταμανάκιας"] έκλαψα κάμποσο κι όχι μονάχα για τους άλλους. Είχα φερθεί και πάλι άναντρα. Δείλιασα να εναντιωθώ στην κτηνωδία. Παρέμεινα πάλι ένας υπομονετικός θεατής, εξίσου όμως υπεύθυνος".

Και στα "Καρυδωμένα τσιγάρα" εξομολογείται: "Δεν θυμάσαι άλλο τίποτε, ούτε και θέλεις να θυμάσαι. [...] Δεν τόλμησες ποτέ σου να σηκωθείς να πας στο παραμεθόριο χωριό του και να τον βρεις. Ούτε και να του γράψεις. [...] Το άφησες, λοιπόν, αυτό και χάθηκε. [...] Είσαι μια μελοδραματική πατσαβούρα. Μια σαχλαμάρα, ένα τίποτε, που όμως κινείται. Κινείται ακόμα...".

Για την έκφραση αυτής της ατολμίας στη λογοτεχνική γραφή του μιλάει στο πεζογράφημα "Με τη λαδιά της ψυχής":

"Κι έτσι πηγαίνω ως ένα σημείο και μετά σταματώ. Κι όχι μόνο σταματώ, αλλά και κρύβομαι πίσω από την πρώτη κολόνα ή παριστάνω τον αμέριμνο περιπατητή, για να μη με νιώσει ο αστυφύλακας. Και όσο για τους άλλους όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Αλλά η στάση αυτή και στη ζωή και στην τέχνη δεν αποφέρει. [...] Μιλώ για την αποκάλυψη όλης της αλήθειας μας, είτε άμεσα, σε κείμενα εξομολογητικά και απερίφραστα, είτε έμμεσα, σε κείμενα παραβολικά, σε ιστορίες πολλές και διάφορες, με άντρες και γυναίκες, που να μοιράζονται το ψυχικό βάρος μας, να λεν ή να κάνουν με το στόμα τους αυτά που εμείς δεν τολμούμε να κάνουμε ή να πούμε".

Τα τελευταία αποσπάσματα, όπου ο αφηγητής ομολογεί τη δειλία του, έχουν εμφανώς εξομολογητικό χαρακτήρα - ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του Γιώργου Ιωάννου. Και η εξομολόγηση σημαίνει συναίσθηση ενοχής.

Σε ένα από τα πρώτα πεζογραφήματα ο αφηγητής κάνει την εξής ομολογία:

"Μικρός οραματιζόμουν να 'χα ένα πολυβόλο στημένο στην ταράτσα μας και να θερίζω τους περαστικούς. Τότε όμως δεν ήξερα καθόλου το γιατί, απλώς με διέτρεχε καλπάζουσα πίεση. Αλλά τώρα, εγώ είμαι που νιώθω σα σκοπευμένος από κάποια ταράτσα. Αλλαξα, φαίνεται, ρόλο κι ούτε το πήρα καθόλου χαμπάρι".

Δ. Σύνθεση ή "συμφωνία"

Είδαμε στην αρχή πως, όταν άρχισε το 1961 να γράφει τα πεζογραφήματα του, ένιωσε "εν ριπή οφθαλμού" "συμφωνία εκατοντάδων αντιθέσεων" Αυτά καταγράφει στο τελευταίο κείμενο του "Εις εαυτόν", το 1984 και είναι πιθανόν γραμμένα κάτω από την προοπτική των 33 χρόνων που είχαν περάσει. Προς το τέλος αυτού του κειμένου μιλάει για μια "νέα ανάσα", με την οποία "ξαναμίλησε" μετά το 1978 ότι θέλησε "να ξαναπεί πιο σύνθετα, πιο ακριβοζυγισμένα τα συμβαίνοντα εντός του με την ανδρωμένη πια φωνή του και να τα ξαναπεράσει μέσα από την ολοκλήρωση του". Αν κρατήσουμε στο μυαλό μας τις λέξεις "ολοκλήρωση", "ακριβοζυγισμένα", προπάντων όμως τις λέξεις "σύνθετα" και "συμφωνία εκατοντάδων αντιθέσεων", μπορούμε να δούμε την αμφιθυμία σε μερικά κείμενα της τελευταίας συγγραφικής περιόδου του Γιώργου Ιωάννου κάτω από την προοπτική τους· δηλαδή μήπως επήλθε συμφωνία ή σύνθεση των αντιθέσεων.

Στο διήγημα "Ένας Μαχάων στην Ομόνοια" από τον Επιτάφιο θρήνο διαβάζουμε·

"Ξαφνικά καθώς στριμωχνόμασταν στα Χαυτεία και είχα το μάτι μου μήπως αντικρίσω τον άγνωστο μου θεό, αυτόν που με γλιτώνει με την απουσία του, αλλά και με ανεβάζει στα ουράνια με τη Θερμή αόρατη επαφή του, είδα τον σπαθοφόρο εκείνο, τον Αι Γιώργη του Καλοκαιριού /.../".

Ένα πλήθος αντιθέσεων "στριμώχνονται", κυριολεκτικά, σε 5 γραμμές· ορατό και αόρατο, παρουσία και απουσία, γνωστό και άγνωστο, αμφιθυμίες, χωνεύονται το ένα μέσα στο άλλο χωρίς να προκαλούν τη λογική του αναγνώστη.

Ακόμη περισσότερο αισθητή γίνεται η ταύτιση ορατού /απτού και αόρατου στο πεζογράφημα "Το σκυλί δεν ξεχνάει" από την Καταπακτή:

"Κι όμως στο ξεροχώρι, όπου σε λίγο τον έριξε η υπηρεσία του, λησμόνησε μες στον ακύμαντο καιρό το περιστατικό. Μάλλον δεν το λησμόνησε, αλλά το συγχώρεσε. Του βρήκε ελαφρυντικά, βαθύτερα ελατήρια, που, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστο αφαιρούσαν από το περιστατικό το προσωπικό βάρος. "Δε βαριέσαι", είπε και σχεδόν το ξέχασε. Του έμεινε μόνο ζωηρή η επαφή των δυνατών χεριών του /.../".

Η αίσθηση η "ζωηρή της επαφής" και ταυτόχρονα το ξέχασμα, για να χρησιμοποιήσω μια καβαφική λέξη, ενώνονται αξεδιάλυτα.

Και ένα τελευταίο παράδειγμα από την Πρωτεύουσα των προσφύγων είναι η αρχή του διηγήματος "Το λειρί του πετεινού":

"Κοίταγες προχτές μια ωραία φωτογραφία, έγχρωμη. Και μολονότι σου έδινε τόση ευχαρίστηση, δεν μπορούσες στην αρχή να καταλάβεις τι ακριβώς δείχνει.

Ωστόσο κάτι σάλεψε μέσα σου δυσοίωνα".

Η ευχαρίστηση και το δυσοίωνο μήνυμα συμπλέκονται μέσα σε ένα πλαίσιο, όπου ο αφηγητής δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς συμβαίνει, για να συνεχίσει η συμπλοκή του ευχάριστου και του δυσοίωνου σε όλο το διήγημα.

Αν συγκρίνουμε την αμφιθυμία του πρώτου πεζογραφήματος, των "Κελιών", όπου, όπως λέει, την εποχή της γραφής του τον "καταξέσχιζαν" εκατοντάδες αντιθέσεις, με την αμφιθυμία του διηγήματος "Το λειρί του πετεινού" θα δούμε τη "συμφωνία" και τη "σύνθεση" που πέτυχε στα τελευταία γραπτά του.

Όταν άρχισε να γράφει τα πεζογραφήματα του, όπως διηγείται στο κείμενο "Εις εαυτόν", "ήθελε να βρει μια πολύπτυχη φόρμα που να διευκολύνει τη σύζευξη των πάντων".

Σ' αυτή τη "σύζευξη" πρέπει να εννοήσουμε και τα αμφιθυμικά αισθήματα, που τα συναίρεσε στα πεζογραφήματα του με τρόπο αρκετά τολμηρό.

"Ήθελες να τολμήσεις τα ατόλμητα ως τώρα, και να δοκιμάσεις τη δύναμη της τέχνης σου σε καταστάσεις, που αδέξια λεγόμενες προκαλούν τον αποτροπιασμό. Να αποδείξεις ότι μπορούν να λεχθούν τα ιδιαίτερα των ανθρώπων, είτε πράξεις είναι, είτε λόγια, είτε συναισθήματα, να λεχθούν και να γίνουν αποδεκτά από τους τρίτους, όταν υπάρχει τέχνη". Και ο Γιώργος Ιωάννου ήταν μεγάλος τεχνίτης.