Ρεπούσης Γιώργος, Μάριος Χάκκας. Προσεγγίσεις στο πεζογραφικό του έργο
 
 
Μάριος Χάκκας. Προσεγγίσεις στο πεζογραφικό του έργο, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, Σσ.234-237
 
 

Το ψαράκι της γυάλας

 

Το θέμα του διηγήματος είναι παρμένο από την περίοδο της δικτατορίας και αναφέρεται στην πρώτη μέρα της επιβολής της, την 21η Απριλίου 1967. Περιγράφει κυριολεκτικά το ναυάγιο μιας ιδεολογίας, «το θέμα του ανθρώπου που συμβιβάζεται στα καινούργια πολιτικά γεγονότα που διαδραματίζονται, που κλείνεται στον εαυτό του και αφήνει τους άλλους να λύσουν τα φλέγοντα ζητήματα».

Ο τίτλος του διηγήματος είναι η δικαιολογία του ήρωα, μια από τις τόσες που ο καθένας μπορεί να βρει για να δικαιολογήσει και να αιτιολογήσει την απουσία του από την εξέλιξη των γεγονότων και το κλείσιμο στους ασφαλείς τοίχους του σπιτιού του, μακριά από μπλεξίματα και απρόβλεπτες καταστάσεις. Είναι ο κάποτε αγωνιστής, που πέρασε τη μισή του ζωή στις φυλακές και τώρα έχει μεταμορφωθεί σ' έναν φοβισμένο μικροαστό, που φοβάται τα μπλεξίματα και που προτιμάει να παρακολουθεί εξ αποστάσεως την εξέλιξη των γεγονότων.

Ο παλιός αγωνιστής καθημερινά βουλιάζει στις ανέσεις της μικροαστικής ζωής και χάνει τον παλιό του εαυτό. Ξαφνικά ανακάλυψε τα αγαθά της μικροαστικής ζωής· κάτι λεφτουδάκια, κάποιο σπιτάκι, την ησυχία του μικροαστού που αρχίζει να τρέφει κοιλίτσα και όλο λέει να κάνει ασκήσεις και δίαιτα για να αδυνατίσει και όλο το αναβάλλει.

Ο παλιός αγωνιστής τώρα πια έχει ξεπέσει στο περιθώριο. Πάντα με κάποια κάλυψη -πότε κρατάει ένα καρπούζι, πότε μια φραντζόλα- πηγαίνει στην άκρη των πολιτικών συγκεντρώσεων. Έτσι,

αν γίνει κάποια ταραχή, μπορεί να προσποιηθεί τον φιλήσυχο οικογενειάρχη που πάει σπίτι του.

Τώρα όμως, 21 Απριλίου 1967, ούτε που τολμάει να κατέβει προς το κέντρο, εκεί που πιθανόν να εκτυλίσσονται τα γεγονότα και με τη φραντζόλα στο χέρι τραβάει για να ταΐσει το ψαράκι του.

Ο συγγραφέας έχει πετύχει, παρουσιάζοντας όλες τις μικρολεπτομέρειες της καθημερινής μικροαστικής ζωής, να αποδώσει τη μετατροπή του αγωνιστή σ' έναν φιλήσυχο πολίτη που ασχολείται με την κοιλίτσα που έχει εκθρέψει και με το ψαράκι του στη γυάλα.

Τα καταναλωτικά αγαθά που τον πλάκωσαν μετά τα χρόνια της φυλακής και των στερήσεων, τα οικοπεδάκια, το σπιτάκι με τη βεράντα προς το βουνό, τα φερφορζέ έπιπλα, η σεζλόγκ του δημιουργούν γερό δέσιμο με τούτο τον κόσμο και αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν.

Έξοχα και ανάγλυφα δίνεται η μεταστροφή του προλετάριου σε μικροαστό· το διήγημα είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, το ύφος είναι λιτό και ο λόγος μοιάζει με καθημερινή ομιλία, όμως οι ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα, η αναποφασιστικότητά του, το ναυάγιο της ιδεολογίας δίνονται ζωντανά. Ο διάλογος έχει περιοριστεί σε δυο τρεις μόνο κουβέντες και στο υπόλοιπο διήγημα λειτουργεί ο συγγραφέας ως αφηγητής του παρελθόντος και του παρόντος του ήρωα, ή χρησιμοποιείται ο εσωτερικός μονόλογος, που απεικονίζουν τον συμβιβασμένο αλλοτινό αγωνιστή.

Οι λέξεις, οι περίεργες και πρωτότυπες εικόνες στη σύλληψή τους, οι χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, η τεχνική του φλας μπακ συμβάλλουν στην παρουσίαση της εικόνας του συμβιβασμένου μικροαστού. Η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα, που θα μπορούσαμε να πούμε πως κάποτε φθάνει ως το χλευασμό, φαίνεται από τον γελοίο τρόπο που παρουσιάζει τους μικροαστούς να τρέχουν να φορτωθούν τρόφιμα και μετά να περπατάνε στο δρόμο βαρυφορτωμένοι στο ρυθμό του εμβατηρίου.

Ο ήρωας του διηγήματος ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι τόσο αυτός όσο και ο άλλος μικροαστός, ο φορτωμένος τρόφιμα, που βάδιζε μπροστά του, περπατούσαν με ρυθμό εμβατηρίου, ενδεικτικό του ότι είχαν αρχίσει να δέχονται τη νέα τάξη πραγμάτων, είχαν αρχίσει «να χορεύουν στο ρυθμό της», είχαν συμβιβαστεί. Ένα κουτσό βηματάκι και ο συμβιβασμένος μικροαστός «ήτανε με το ρυθμό της ημέρας και αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του».

Όμως ο ήρωας μας δεν παύει να έχει κάποιο αγωνιστικό παρελθόν που τον τιμά και που κάνει το συγγραφέα κι εμάς να τον βλέπουμε με κάποια συμπάθεια και κατανόηση, όσο κι αν έχει συμβιβαστεί. Ο παλιός αγωνιστής δεν έχει εξομοιωθεί με τον γεννημένο μικροαστό και τον συμβιβασμένο πολίτη. Έχει δώσει κι αυτός το παρών και έχει πληρώσει το μερτικό του. Φυσικά αυτό δεν είναι άλλοθι για τον τωρινό συμβιβασμό του, αλλά είναι στοιχείο για την ανθρώπινη κατανόηση του.

Στο τέλος του διηγήματος ο συγγραφέας λέει: «Για τ' άλλα, τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε τη δύναμη». Ο παλιός αγωνιστής και τώρα συμβιβασμένος αντιμετωπίζεται με κάποια συμπάθεια και κατανόηση από το συγγραφέα.