Μηλιώνης Χριστόφορος, Με το νήμα της Αριάδνης
 
Αθήνα 1991, Σοκόλης, σσ. 128-136
 
 
 

Για «Το ψαράκι της γυάλας»

 

1. ...Το διήγημά μας σχετίζεται στενά με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα τα μεταπολεμικά χρόνια ως το 1967. Τα κυριότερα περιστατικά και τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα της είναι (ανακεφαλαιώνω):

α. Η Κατοχή και η Αντίσταση.

β. Η μετακατοχική και κυρίως η μετεμφυλιακή τύχη όσων συμμετείχαν στην Αντίσταση και σε αριστερές οργανώσεις.

γ. Η εκβιομηχάνιση της χώρας και οι κοινωνικές και ηθικές της συνέπειες. Σ' αυτά πρέπει να προστεθούν:

δ. Τα Ιουλιανά του 1965, δηλαδή οι αντισυνταγματικές ενέργειες των ανακτόρων, για να αποτρέψουν την άνοδο στην εξουσία των κεντροαριστερών δυνάμεων (Ένωση Κέντρου, Γεώργιος Παπανδρέου), που προκάλεσαν μεγάλες διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία.

ε. Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών της Χούντας (21 Απριλίου '67). Από τις πρώτες ενέργειες της ήταν οι συλλήψεις και εκτοπίσεις δημοκρατικών πολιτών.

Για τα γεγονότα αυτά είναι απαραίτητο να προϊδεαστούν οι μαθητές, ώστε να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τις χρονικές αναφορές και τις παλινδρομήσεις στην αφήγηση. Οι διδακτικοί (και ίσως και παιδαγωγικοί) κίνδυνοι που προκύπτουν σε τέτοιες περιπτώσεις είναι: Ο καθηγητής να πλατειάσει στην παροχή ιστορικών πληροφοριών, φορτίζοντας τες μάλιστα συναισθηματικά, να αποπροσανατολίσει τους μαθητές του και να αποπροσανατολιστεί και ο ίδιος, μένοντας έξω από το στόχο του μαθήματος, που είναι η ερμηνεία του διηγήματος.

Η πρώτη σωστή επαφή μας με ένα κείμενο γίνεται με τη σωστή ανάγνωση. Να προσθέσω ακόμη, από τώρα, ότι σε όλη τη διάρκεια της επεξεργασίας πρέπει να επισημαίνονται στο κείμενο τα στοιχεία που σχολιάζονται, ώστε η επαφή των μαθητών με αυτό να είναι συνεχής. Το κείμενο να είναι παρόν, κι όχι να κοιτάζει από το παράθυρο.

Όπως γίνεται αμέσως αντιληπτό από την ανάγνωση, στο διήγημα αυτό ο αφηγητής παρακολουθεί τη συμπεριφορά ενός «ανθρώπου» -τίνος, πότε και πού θα το δούμε.

Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο «άνθρωπος», ο «ήρωας» ας πούμε; Στο κείμενο δεν έχει όνομα. Δηλώνεται, κατά σειρά, με τους εξής τρόπους:

α. ο άνθρωπος με τη φραντζόλα υπομάλης (σελ. 182) στην αρχή.

β. ο δικός μας (σελ. 182, παρ. 3): «όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει». Και στη σελ. 185, παρ. 2: «ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του...».

γ. ο άνθρωπος μας (σελ. 183, παρ. 2): «Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπος μας στις συγκεντρώσεις κτλ.».

δ. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις δηλώνεται είτε με την επαναληπτική αντωνυμία (αυτός) είτε με το 3ο ενικό πρόσωπο του ρήματος.

Σ' ένα διήγημα ο ήρωας δηλώνεται με παρόμοιους αόριστους τρόπους για διάφορους λόγους, ανάμεσα στους οποίους θα μπορούσα να καταλέξω τους εξής:

α. Όταν ο συγγραφέας δε φωτίζει το πρόσωπο του σαν ατομικότητα, αλλά σαν χαρακτηριστική περίπτωση.

β. Όταν επιθυμεί να επιτύχει μια άμεση επαφή αφηγητή και ήρωα, χωρίς την απόσταση που συνεπάγεται η αναφορά του ονόματος.

γ. Όταν επιδιώκει να δώσει την εντύπωση απόλυτης μοναξιάς. Διαβάζω π.χ. σ' ένα κείμενο της ίδιας εποχής: «Ο Α., ας τον πούμε έτσι, μια και κανείς ως το τέλος δεν πρόκειται να τον φωνάξει με τ' όνομα του...» κτλ.

Ο Χάκκας χρησιμοποιεί άλλη μια φορά παρόμοιο δηλωτικό τρόπο στο αφήγημα «Καταπληκτικό» (Άπαντα, σελ. 94, Τυφεκιοφόρος του εχθρού), όπου χρησιμοποιεί την προσωνυμία: «ο ήρωάς μας». Αλλά ο τρόπος αυτός είναι περισσότερο συμβατικός, υποβάλλει μια συμφωνία ανάμεσα στον αφηγητή και στον αναγνώστη - κι αν θέλετε και μια συνενοχή.

Εδώ αξίζει να παρατηρήσουμε πως μετά τον ουδέτερο τρόπο της αρχής (α), στην επανάληψη (β και γ) γίνεται ο δικός μας και ο άνθρωπος μας. Τα κτητικά αυτά υποβάλλουν τουλάχιστον μια οικειότητα, αν όχι συναισθηματική και ποιοτική σχέση και συμπάθεια ανάμεσα στον αφηγητή (και τον αναγνώστη) και στον ήρωα. Πάντως μ' αυτές τις προσωνυμίες, τα σχόλια που, όπως θα δούμε, γίνονται κατά την αφήγηση, χρωματίζονται με ιδιότυπο τρόπο ή απαλύνονται.

Ο αφηγητής παρουσιάζει τον «ήρωα» του σε μια μέρα αποφράδα για τα ελληνικά πράγματα, το μήνα Απρίλη. Από τα συμφραζόμενα γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι πρόκειται για την 21 Απριλίου 1967, ημέρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Από κει και ύστερα, ως τη σελ. 184, όπου το τυπογραφικό διάκενο, παρέχονται γενικές πληροφορίες γι' αυτόν - έχουμε επομένως την πρώτη ενότητα του διηγήματος.

Να ιδούμε αυτές τις πληροφορίες, τουλάχιστον τις πιο χαρακτηριστικές:

Στην αρχή γίνεται σύγκριση της συμπεριφοράς του ήρωα στα δυο κρίσιμα πολιτικά γεγονότα που τόσο βάρυναν στην πορεία της δημοκρατικής εξέλιξης της χώρας.

Τότε: (τον Ιούλιο του 1965) πήγαινε στις συγκεντρώσεις («είναι αλήθεια πάντα στα άκρα») κρατώντας όμως ένα καρπούζι για πρόφαση: «αν γινόταν καμιά φασαρία (δηλ. σύγκρουση με την αστυνομία) γλιστρούσε δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος κτλ.»

Τώρα: (21 Απριλίου 1967): Δεν κάνει προσωπική επιλογή, αλλά ακολουθώντας τη συμπεριφορά του πλήθους, «τον γενικό πανικό» (που έκανε «όλους να πέσουν στα τρόφιμα»), πηγαίνει στο φούρνο και παίρνει μια φραντζόλα «για καμουφλάζ στις κινήσεις του». Οι κινήσεις του τώρα αποβλέπουν στο να γλιτώσει από τις συλλήψεις που άρχισαν στη συνοικία (ότι πρόκειται για την Καισαριανή, θα φανεί στο τέλος του διηγήματος). Προφανώς έχει λόγους να φοβάται· κι εκείνοι που είχαν τέτοιους λόγους στην 21 Απριλίου ήταν όσοι είχαν αγωνιστικό παρελθόν (γι' αυτό και στη συνοικία του είχαν αρχίσει οι συλλήψεις).

Η διαφοροποίησή του ανάμεσα στο τότε και στο τώρα είναι σαφής: υποχώρηση της αγωνιστικότητας, υποταγή στο φόβο και συμμόρφωση του προς τη συμπεριφορά «όλου του κόσμου».

(Σχόλιο πρώτο): Σ' αυτά που αναφέρθηκαν παρεμβάλλεται ένα πρώτο και αρκετά εκτενές σχόλιο του αφηγητή για την αξία των αντικειμένων: Στις πρωτόγονες κοινωνίες η αξία τους είναι χρηστική, στις εμπορευματικές κοινωνίες η αξία τους είναι ανταλλακτική (προφανώς διαπίστωση κάποιου εγχειριδίου Κοινωνιολογίας). Αλλά στην Ελλάδα, σε έκτακτες περιστάσεις, γίνεται και παραλλακτική ή επανέρχεται στη χρηστική. Πρόκειται βέβαια για σατιρικό σχόλιο του αφηγητή που στρέφεται κατά της σύγχρονης του ελληνικής «εμπορευματικής» κοινωνίας, που δεν έχει σταθεροποιήσει τις αξίες της και ανατρέπει τις αρχές της Κοινωνιολογίας. Και επειδή ο κοινωνιολογισμός είναι προσφιλής στους αριστερούς, η σάτιρα έμμεσα αγγίζει κι αυτούς. Ο σατιρικός χαρακτήρας προσδίδεται στο σχόλιο μέσω του λόγου, που από περιγραφικός γίνεται ξαφνικά επιτηδευμένα θεωρητικός με την προσφυγή σε ανάλογη φρασεολογία και ορολογία και την αναλογική κατασκευή του νεολογισμού «παραλλακτική αξία», με τον οποίο αποδόθηκε η προηγούμενη φράση «για καμουφλάζ στις κινήσεις του».

Ακολουθεί μια αναλυτική παρουσίαση της κατάστασης του ήρωα. Ταξινομώ κάπως τις πληροφορίες:

Το παρελθόν του: «Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας (προφανώς κατά την περίοδο του εμφυλίου και έπειτα) μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια (όχι λεφτά) κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι, όπου ζούσε μονάχος». Έτρωγε με βουλιμία και είχε παχύνει.

Το παρόν τον: Εργένης, πιτζάμες, παντούφλες, κάδρα, πικάπ κι δίσκοι, σαλονάκι δανέζικο (μικροαστική μόδα του '60), στρωματέξ, ψυγείο, βεράντα με φερ-φορζέ, χρυσόψαρο στη γυάλα. Ο κόσμος του μικροαστού, και μάλιστα της δεκαετίας του '60.

Η ψυχική του διάθεση: βαρεμάρα και κάποια εγκατάλειψη.

Η τωρινή σχέση με το παρελθόν του: «Αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν, γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο» (δηλ. με τον κόσμο των αγαθών του). Ωστόσο πηγαίνει πότε-πότε στις πολιτικές συγκεντρώσεις («παραγγελτικά», κατά παραγγελίαν προφανώς των συντρόφων του και όχι από δική του προαίρεση). Μ' ένα λόγο, ένας άνθρωπος σχεδόν αλλοτριωμένος. (Σημείωση: εδώ είναι αναγκαία η ερμηνεία του όρου, σύντομα, με βάση ένα έγκυρο λεξικό).

(Σχόλιο δεύτερο). Ακολουθεί πάλι ένα σχόλιο, αυτή τη φορά για τη ζωή του ήρωα. Αλλά τώρα δε γίνεται με τρόπο άμεσο, από τον αφηγητή, αλλά μέσα από την προοπτική του ήρωα· τούτο δηλώνεται με τη χρήση του 2ου ενικού προσώπου (που παραπέμπει σε διάλογο με τον εαυτό του, ουσιαστικά δηλαδή σε μονόλογο: ν' ακούς... να κάθεσαι... σ' εσένα τον ίδιο), αλλά και με την ενσωμάτωση φράσεων του ήρωα, που τις σκεφτόταν ή που συνήθιζε να τις λέει: «Ε, πάει, περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία».

Αυτό το δεύτερο σχόλιο, όπου συμφύρεται η γλώσσα του σχολιαστή-αφηγητή με τη γλώσσα του ήρωα, μεταφέροντας διαλογισμούς του, έχει πάλι ειρωνικό χαρακτήρα, αλλά τώρα πιο λεπτόν παρά στο πρώτο, καθώς ο ίδιος ο ήρωας παρουσιάζει εξωραϊσμένο το παρελθόν του, μεταπλασμένο σε αναπολήσεις και «αισθητική απόλαυση». Προφανώς εδώ ο αφηγητής κλείνει το μάτι (όπως λέμε) στον αναγνώστη.

Η πρώτη ενότητα κλείνει συμπερασματικά:

«Ήταν μια χαρά βολεμένος, και τώρα το κυνηγητό, και πού να πάει;» Να λοιπόν, σ' αυτή την κατακλείδα μια συνοπτική παρουσίαση του ήρωα και του προβλήματος του, το πρωί της 21ης Απριλίου 1967.

Στο δεύτερο μέρος ο αφηγητής ξαναπιάνει τον ήρωα από το σημείο όπου τον είχε αφήσει στην αρχή του διηγήματος, με τη φραντζόλα υπομάλης, και τον παρακολουθεί στην έξοδο του από τη συνοικία του: (Καισαριανή), Βύρωνας, Δάφνη, Καλλιθέα -συνεχόμενες συνοικίες της Αθήνας, έξω από το κέντρο της. Ο αφηγητής παρακολουθεί τους διαλογισμούς του (ξέρει τα πάντα γι' αυτόν, ως τα μύχια της ψυχής του). Είναι ένας περίπατος, σκέφτεται, που θα του κάνει καλό («καλή άσκηση»). Η αισιόδοξη διάθεση του τον οδηγεί στη σκέψη πως η δικτατορία που κηρύχτηκε εκείνη την ημέρα δε θα κρατήσει πολύ («όπου να 'ναι θα πέσουν»). Αυτή η σκέψη τού προβάλλει το ερώτημα «πώς θα πέσουν;» και δίνει την απάντηση πως «θα τους ρίξει ο λαός», βγάζοντας αυτή τη φορά (σε αντίθεση με άλλες, στο παρελθόν) έξω τον εαυτό του από τον αγώνα. Αντιλαμβάνεται την ασυνέπεια του και αναζητεί άλλοθι. Αναρωτιέται μήπως στο βάθος υπακούει στη (βολική) θεωρία πως τα στελέχη (όπως αυτός, καθώς εξυπακούεται) χρειάζονται, και δεν πρέπει να εκτίθενται σε κίνδυνο (άλλη μία αιχμή κατά του αριστερού θεωρητικισμού). Τελικά αντιλαμβάνεται την αδυναμία του να κινηθεί προς το κέντρο (όχι των διαδηλώσεων τώρα, αλλά της πόλης), όπου «μπορούσε να διαδραματισθούν γεγονότα» (όπως έκανε στα Ιουλιανά) και καταφεύγει στο άλλοθι: «ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».

Αυτοί οι διαλογισμοί δεν είναι ανώδυνοι για τον ήρωα. Αισθάνεται πίκρα που την αποδίδει στα πολλά τσιγάρα. Αυτό γίνεται αφορμή για την επόμενη κίνηση.

(Σχόλιο τρίτο): Αλλά πριν προχωρήσουμε, ας επισημάνουμε ότι πάλι παρεμβαίνει ενδιάμεσα ο αφηγητής, για να σχολιάσει την αοριστία και τα κενά των διαλογισμών του - τρίτο λοιπόν εκτενές σχόλιο: «Τώρα όποιος θα 'θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα, θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη, κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου («θα πέσουν»). Βέβαια η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού (= θα τους ρίξω ή θα τους ρίξουμε) στη συγκεκριμένη περίπτωση θέλει καρδιά και προσωπική παρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο...», θα 'λεγε κανείς πως ο αφηγητής διαλέγεται με τον ήρωα του, τον κοντράρει και τον ειρωνεύεται.

Η επίσκεψη στης εξαδέλφης για καφέ (η επόμενη κίνηση) προσθέτει δεύτερο πρόσωπο στην αφήγηση: τον άντρα της εξαδέλφης που μέσα στα εμβατήρια του ραδιοφώνου σκέφτεται πως τα γεγονότα θα είχαν ως συνέπεια να ματαιωθεί η ποδοσφαιρική συνάντηση της Κυριακής. Ο άνθρωπος αυτός είναι πια εντελώς αλλοτριωμένος· μοναδική του αξία, το γήπεδο.

Η επόμενη σκηνή στο δρόμο είναι από τις πιο σημαντικές (παρά τη συντομία της) και η πιο χαριτωμένη στο διήγημα: ο ήρωας συλλαμβάνει τον εαυτό του να βαδίζει στο ρυθμό του εμβατηρίου και να σιγομουρμουρίζει τα λόγια του -η δικτατορία αρχίζει να τον διαποτίζει, να περνάει μέσα του και να του υποβάλλει (ή επιβάλλει) τους ρυθμούς της. Το ίδιο παρατηρεί και σ' έναν περαστικό, φορτωμένο ψώνια, που πηγαίνει στο σπίτι του ν' ασφαλιστεί, αυτός και τ' αγαθά του. Παρατηρεί πως με μικρές κινήσεις αναπροσαρμόζεται αμέσως στη νέα κατάσταση. Άλλος ένας αλλοτριωμένος μέσα στις μικροαστικές του αξίες. Αυτά τα δυο πρόσωπα, που σφηνώνονται στη διήγηση, δείχνουν πως η αλλοτρίωση έχει πάρει έκταση. Ουσιαστικά δηλαδή τα δυο αυτά πρόσωπα είναι παραπληρώματα του ήρωά μας.

Η συνάντηση αυτή στο δρόμο φέρνει νέους διαλογισμούς. Αυτός ο άνθρωπος που συνάντησε, αποδέχεται τη νέα κατάσταση, γιατί είναι δεμένος με τις μικροχαρές της ζωής του. Ο ίδιος τι θα μπορούσε να προβάλει, ποιον δεσμό του, αφού ζει ολομόναχος; Τελικά βρίσκει κι αυτός «το πρόσχημα του βίου του»: είναι το ψαράκι της γυάλας, που η ζωή του εξαρτάται από τη δική του φροντίδα - πρόσχημα πολύ ντελικάτο για να δικαιώσει έναν τρόπο ζωής, αυτόν στον οποίο και θα επιστρέψει. «Για τ' άλλα, τα σοβαρά και μεγάλα δεν είχε δύναμη». Το δίλημμα που πήγε προς στιγμήν να του φαρμακώσει τα χείλη και να δώσει μια δραματική διάσταση στην περίπτωση του, εύκολα ξεπεράστηκε.

Αν ανακεφαλαιώσουμε τώρα τη ζωή του ήρωά μας, την εξέλιξή του, παρατηρούμε μια συνεχή έκπτωση:

αγώνας-φυλακίσεις-εξορίες-βόλεμα μέσα στα μικροαστικά αγαθά, περιφερειακή συμμετοχή στα κρίσιμα πολιτικά γεγονότα, αυτοεγκατάλειψη, υποταγή στο φόβο, συνειδητοποίηση της αδυναμίας του, υποταγή στη δικτατορία (με κάποιο ευτελές άλλοθι) -προσαρμογή σε μια κατάσταση εντελώς ξένη προς τον βαθύτερο εαυτό του και τις αξίες του, όπως εκφράστηκε στα νιάτα του.

Μ' άλλα λόγια: η όλη πορεία του είναι πορεία προς την αλλοτρίωση, όπου τον οδηγούν οι μικροαστικές συνθήκες και η παραίτηση του. Και η πορεία του έξω από την Καισαριανή, μια μάταιη προσπάθεια, κι ανώδυνη, να ξεφύγει. Τελικά επιστρέφει σ' αυτήν.

Τι σημαίνει για τον Χάκκα η Καισαριανή της δεκαετίας του 1960 (κι όχι πια της Κατοχής); Συνεχίζω με το απόσπασμα της «Τοιχογραφίας» και από το σημείο όπου το είχα σταματήσει:

«...Κάποτε Καισαριανή, ήσουν ένα αστέρι, έλαμψες για μια στιγμή στο στερέωμα και χάθηκες για πάντα στο χάος της Ιστορίας.

Τώρα, γριά τσατσά, τρως σάμαλι και τουλούμπα, μασάς μπατιρόσπορους στα θερινά σινεμά και φτύνεις τα τσόφλια στο σβέρκο ευυπόληπτων καταστηματαρχών, εμπορομανάβηδων, χασάπηδων, εργολάβων, που θέλουν ν' απαλλαγούν από τη ντροπή σου. Από μια πλευρά συμφωνώ με το Δήμαρχο που θέλει ν' αλλάξει την ονομασία σου. Τι δουλειά έχεις πια εσύ μ' αυτά τ' ανθρωπάκια, το πνεύμα της ιδιοχτησίας και της αντιπαροχής;»

Η ιστορία λοιπόν του ήρωα μας είναι και ιστορία της συνοικίας του. Λίγο-πολύ είναι και η ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Αυτήν αγωνίζεται να εκφράσει ο Μάριος Χάκκας στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του, μαζί με τα αισθήματα ασφυξίας και εξέγερσης που του προκαλεί. Το ιδεολογικό του ράγισμα είναι αναπόφευκτο:

«Άτιμη κατάψυξη (λέει κάπου για το ψυγείο), τι μου κάνεις! Ανέτρεψες όλο το μαρξισμό».

Πώς ο Χάκκας από πιστός που ήταν («μπήκα στη φυλακή με τη θέληση μου» λέει) φτάνει σε μια ιδεολογική ανεξαρτησία, είναι ένα θέμα που μπορεί κανείς να το παρακολουθήσει βήμα προς βήμα μέσα στο έργο του, αλλά θα χρειαζόταν περισσότερος χρόνος και ίσως δεν είναι του παρόντος.

Λίγες ακόμα παρατηρήσεις θα ήθελα να κάνω:

Το «Ψαράκι της γυάλας» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1971 μαζί με δυο άλλα διηγήματα του («Ένα κορίτσι», -, «Ο Γιάννης το θεριό μυρμήγκι») στο συλλογικό τόμο Νέα Κείμενα, 2, που ακολούθησαν τα Νέα Κείμενα, κι αυτά: τα Δεκαοχτώ Κείμενα («Κέδρος», 1970). Αργότερα, με δική του επιθυμία, όπως είπαμε, τα τρία διηγήματα προσαρτήθηκαν στο τέλος της συλλογής του Τυφεκιοφόρος του εχθρού. Όλα τα κείμενα αυτού του πρώτου βιβλίου πεζογραφίας του Χάκκα τείνουν προς το παραδοσιακό διήγημα -μορφολογικά τουλάχιστον. Ωστόσο παρατηρούμε σ' αυτά κάποια γνωρίσματα που θα εξελιχθούν στο επόμενο βιβλίο του, Ο μπιντές.

Α. Στο διήγημα που μας απασχόλησε παρατηρήσαμε πως στο μεγαλύτερο μέρος του (στην α' ενότητα) έχουμε μια άφθονη και άμεση παροχή πληροφοριών από τον αφηγητή. Επί πλέον: τρεις τουλάχιστον φορές παρεμβαίνει ο αφηγητής με εκτενή σχόλια. Αυτός ο άμεσος λόγος του αφηγητή και ο εκτενής σχολιασμός θα κυριαρχήσει στον Μπιντέ και θα γίνει το κύριο χαρακτηριστικό της γραφής του Χάκκα. Τα σχόλια του, από ευφυολογήματα που ήταν συνήθως στα πρώτα διηγήματα του, εξελίσσονται σε ειρωνεία, σε σάτιρα, σε σαρκασμό και φτάνουν ως τον αυτοσαρκασμό και τον κυνισμό.

Β. Στο διήγημά μας -και στ' άλλα διηγήματα του Τυφεκιοφόρου- ο αφηγητής είναι ανώνυμος. Θα μπορούσε κανείς υποθετικά να τον ταυτίσει με τον συγγραφέα. Στα κείμενα του Μπιντέ πετάει πια κάθε προσωπείο και παρουσιάζεται με ακάλυπτο το πρόσωπο του· χρησιμοποιεί το α' ενικό πρόσωπο στην αφήγηση και συχνά το αυθεντικό του όνομα. Θα 'λεγες πως ο Χάκκας ασφυκτιά μέσα στις συμβάσεις του είδους και τις απορρίπτει, για ν' αφηγηθεί ή να σχολιάσει κατά το δοκούν, με τρόπο άμεσο και εμπαθή -δηλαδή παθιασμένον. «Αναρχούμενα κείμενα» ονομάζει ο ίδιος τα κείμενα του Μπιντέ και προσθέτει: «μονόλογος βέβαια, εσωτερικός ή εξωτερικός, όπως γουστάρω».