Πλασκοβίτης Σπύρος, «Μάριος Χάκκας (είκοσι χρόνια από το θάνατό του)»
 
Διαβάζω, αρ. 297, 28-10-1992, σσ. 33-36
 
 
 

1. ...Ο Μ. Χάκκας στα λίγα του χρόνια έχει ζήσει πολύ περισσότερο απ' όσο άλλοι έζησαν στα εβδομήντα ή και τα ογδόντα χρόνια τους - ιδιαίτερα η πλειοψηφία κάποιων ακαδημαϊκών και λογοτεχνών της Γενιάς του '30... «Θα ήθελα», γράφει, «γι' αυτούς που ασχολούνται με τον Mallarme και την αισθητική του, «αυτούς» που έχουν αυτό το μεράκι, να έχουν αγγίξει έστω και με το μικρό δαχτυλάκι την καραβάνα της απελπισίας... Γι' αυτό αναφέρθηκα σε κάτι φιόγκους... που γράφουνε ανούσια ποιήματα, χάνονται στις λέξεις, γιατί δε δώσανε γι' αυτή την υπόθεση σταγόνα αίμα. Δε γίνεται». (Από το διήγημα «Το τρίτο Νεφρό» της συλλογής του «Ο Μπιντές»). Και, πράγματι, δε γίνεται μήτε ποίηση, μήτε πεζογραφία με λέξεις. Όσο και αν οι διάφοροι «φιόγκοι» του Χάκκα -πολύ πιο συχνά κι επίμονα σήμερα παρά στην εποχή του - έχουν θεοποιήσει τη «λέξη» κι επιχειρούν να την επιβάλλουν σαν «ταμπού», πίσω από την οποία μπορούν να κρύβουν την ανημποριά και την ασάφεια τους...

Ο Μ. Χάκκας ανήκει στην ίδια κατηγορία συγγραφέων όπου και ο Χρόνης Μίσσιος με το «... Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» και ο Αρης Αλεξάνδρου με το «Κιβώτιο». Θα ήταν εύκολο και αρκετά μεταχειρισμένο να χαρακτηρίσουμε και τους τρεις σαν «πεζογράφους της ήττας». Ο χαμένος αγώνας της Αριστεράς, η πρακτική του, τα λάθη του, το οραματικό και το απάνθρωπο, η συνείδηση του αγωνιστή, αποτελούν το κοινό περίγραμμα της δραματικής σύνθεσης του έργου τους. Αλλά στην Τέχνη - όταν υπάρχει «Τέχνη» και πάθος - κανένας αγώνας δεν χάνεται και καμιά ήττα δεν παραμένει «ήττα». Έτσι μπορούμε να μιλάμε για τρεις πεζογράφους από τους πιο ζωντανούς και πιο δυναμικούς στο χώρο τους. Από μια άποψη η πεζογραφία τους εντάσσεται στα Χρονικά. Και στους τρεις κύριο γνώρισμα είναι η απομνημόνευση. Αφήγηση πρωτοπρόσωπη - και, για να θυμηθούμε το μεγάλο σε αναλογίες πρότυπο της, αφήγηση στο πνεύμα των «Απομνημονευμάτων του στρατηγού Μακρυγιάννη». Ωστόσο, παρά την κοινή αφετηρία, οι ιδιοσυγκρασίες διαφέρουν. Έντονα σαρκαστικός, περισσότερο προσκολλημένος στη ρεαλιστική απεικόνιση ο Χρ. Μίσσιος, πολιτικά καυστικός. Αλληγορικός, καφικός στη σύλληψη του όλου αφηγήματος ο Άρης Αλεξάνδρου - και για τούτο δραματικότερος. Πιο πονεμένος κι από τους τρεις, συχνά τρυφερός, γνωρίζοντας ως πού ν' αγγίξει το περίγραμμα των πραγμάτων για να περάσει τα σύνορα της ποιητικής έκφρασης ο Μ. Χάκκας, διαθέτει ένα σπάνιο αισθητήριο δραστικού λόγου.