Βηλαράς Ιωάννης: Ποιήματα. Φιλολογική επιμέλεια: Γιώργος Ανδρειωμένος
 
Αθήνα 1995, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη. Γενική φιλολογική επιμέλεια: Απόστολος Σαχίνης. Σσ. 85-90
 
 
 

Ποιήματα τον Βηλαρά (πρωτότυπα-μεταφράσεις/παραφράσεις)

 

                Μεγάλο μέρος του έργου του Βηλαρά καταλαμβάνει η ποιητική του παραγωγή. Για αυτό, άλλωστε, και οι μελετητές του δεν παραλείπουν να εξετάζουν συχνά —πέρα από τις γλωσσικές του ιδέες, τις επιστολές του και τα πεζά του— τις ποιητικές του συνθέσεις. Αν παρακολουθήσει κανείς από κοντά τα δρώμενα και τα καθέκαστα του βίου του Βηλαρά, μένει με την εντύπωση ότι αυτός ο ρηξικέλευθος γλωσσοπαιδευτικός μεταρρυθμιστής δεν σταμάτησε ποτέ «να επισκέπτεται τις Μούσες», να αποζητεί από αυτές το δώρο της έμπνευσης και να συγγράφει στίχους. Αυτό μαρτυρείται από όσους έτυχε να τον γνωρίσουν άλλα και από την έκταση και το εύρος των ποιημάτων που έγραψε (καθώς και εκείνων που υπάρχουν πληροφορίες πως συνέθεσε και που η τύχη και ή μακρά χειρόγραφη παράδοσή τους δεν μας έδωσαν τη χαρά να τα γνωρίσουμε και αυτά). Η στιχουργική δεινότητα του Βηλαρά, εξάλλου, δεν είναι μόνο κάτι το όποιο μας παραδίδεται από τους συγκαιρινούς του, άλλα εύκολα διαπιστώνεται από την απλή και μόνο ανάγνωση των ποιημάτων του.

                Ο Βηλαράς ήταν ένας πολύ συγκροτημένος «άνθρωπος των γραμμάτων», με πολλές και ποικίλες γνώσεις και ενδιαφέροντα· παράλληλα αφιέρωσε πολλές από τις δυνάμεις του στη γλωσσική και εκπαιδευτική αναγέννηση της πατρίδας του. Σε αυτή του ακριβώς τη διάσταση πρέπει να ιδωθεί, κατά τη γνώμη μου, ο Ιωάννης Βηλαράς και ως ποιητής. Είναι ο τύπος του σοφού ιατροφιλοσόφου, λογίου και ποιητή. Μήπως ο λόγιος-ποιητής δεν είναι —κατά κάποιο τρόπο— και το μοντέλο που φαίνεται να κυριαρχεί στα γράμματά μας εκείνη την περίοδο; Άνθρωποι με πολυμέρεια ενδιαφερόντων και πολυποίκιλες πνευματικές ενασχολήσεις και επιδόσεις πρωταγωνιστούν στην τότε πνευματική ζωή του υπόδουλου Γένους και συντελούν, ο καθένας με τον τρόπο του, στην αφύπνισή του. Δεν είναι λίγες οι φορές που οι κύριες συνιστώσες της ιδεολογίας του Βηλαρά ανιχνεύονται και στην ποίησή του, ενώ δεν λείπουν και οι πραγματικά πολύ καλές στιγμές της. Άλλοτε πάλι μας δίνεται η εντύπωση ότι μεταφράζει, παραφράζει ή διασκευάζει ποιήματα και λογοτεχνικές συνθέσεις άλλων, έχοντας στόχο ψυχαγωγικό και εκπαιδευτικό, δηλ. να τέρψει και να διαπαιδαγωγήσει· αυτό δεν παρατηρείται μόνο στον τόπο μας τότε άλλα αποτελεί ένα ευρύτερο λογοτεχνικό φαινόμενο της εποχής. Αυτό το όποιο ποτέ του δεν φαίνεται να απαρνείται και να αποχωρίζεται είναι το γλωσσικό του όργανο που, φυσικά, δεν είναι άλλο από τη ζωντανή γλώσσα του λαού. Και αυτό είναι που, μαζί με τόσα άλλα τα όποια προαναφέρθηκαν, προσδίδει έναν χαρακτήρα προδρομικό στην ποίησή του.

                Βέβαια, ο Βηλαράς, πέρα από τις ποιητικές του συνθέσεις, αποτελεί μια «επιβλητική φυσιογνωμία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Στέρεα συγκροτημένος, ιδεολογικά κατασταλαγμένος, μαχητικός, τραχύς κι ανένδοτος, με το αλάθητο αισθητήριό του και τους σθεναρούς του αγώνες, είναι ο μόνος ίσως [...] που άξιζε να ονομαστή Πρόδρομος». Στην ιστορία των γραμμάτων μας όμως, και ιδίως όσον άφορα τον χώρο της ποίησης, έχουμε συνηθίσει να αποδίδουμε τον τίτλο του «Προδρόμου» σε δύο ποιητές: τον Ιωάννη Βηλαρά και τον σχεδόν συνομήλικό του Αθανάσιο Χριστόπουλο (ενώ «πρόδρομος στην ευρύτερη έννοια του όρου» παραμένει ο εθνομάρτυρας Ρήγας Φεραίος). Αυτό γίνεται κυρίως διότι οι μελετητές και οι ιστορικοί της λογοτεχνίας τείνουν να τους βλέπουν ως συνεχιστές και ανανεωτές της δημοτικής παράδοσης στον έντεχνο ποιητικό λόγο, μιας παράδοσης της οποίας τα φανερώματα δεν έπαψαν στην ουσία ποτέ να υπάρχουν. Το μαρτυρούν τα λόγια και τα έργα των Βικέντιου Δαμωδού, Αγάπιου Λοβέρδου, Μακραίου, Νικηφόρου Θεοτόκη, Ιώσηπου Μοισιόδακα, Δημητρίου Καταρτζή, Γρηγορίου Κωνσταντά, Δανιήλ Φιλιππίδη και άλλων· το δείχνει η λογοτεχνία της Κρητικής Αναγέννησης, κυρίως με τα έργα του Βιτσέντσου Κορνάρου και του Γεωργίου Χορτάτση· το φανερώνει περίτρανα το ανυπέρβλητο δημοτικό τραγούδι και ο ανώνυμος λαϊκός στιχουργός. Στον χώρο της προσωπικής ποίησης, όμως, χρειάσθηκε η έλευση κυρίως αυτών των δύο ποιητών για να προοιωνισθούν, ο καθένας με τον τρόπο του, την εμφάνισή του κατ' εξοχήν εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού και την πραγματική αναγέννηση του νεότερου ποιητικού μας λόγου. Ο Ιάκωβος Πολυλάς είχε την οξυδέρκεια και το θάρρος να το σημειώσει από τους πρώτους, διαχωρίζοντας πάντως την ποιητική αξία του Σολωμού: «Πρόδρομοι του Σολωμού, εις την ρητή διαμαρτύρηση εναντίον εις το πολυχρόνιο σύστημα της γραπτής γλώσσας, είχαν έβγει κυρίως ο Χριστόπουλος και ο Βηλαράς. Ποιητής ο πρώτος. Τεχνικότερος στιχουργός ο δεύτερος· άλλα και οι δύο αμέτοχοι της φλογερής ποιητικής ορμής, η οποία έσπρωχνε τον Σολωμό προς την υψηλότερη σφαίρα της φαντασίας, δεν εδυνήθηκαν να υψώσουν τη γλώσσα εις τη σεμνοπρέπεια της Τέχνης.». Γνώριζαν μάλιστα πιθανότατα οι τρεις αυτοί ιταλοσπουδασμένοι ποιητές, οι γνώστες ξένων φιλολογιών και γεννημένοι σε τρία διαφορετικά κέντρα του Ελληνισμού, ο ένας τις γνώμες του άλλου, αφού υπάρχουν (όπως άλλωστε είδαμε πιο πριν) αρκετά στοιχεία που πιστοποιούν —αν όχι την προσωπική— την πνευματική γνωριμία του Σολωμού και με τους δυο τους και των Βηλαρά-Χριστόπουλου μεταξύ του. Ο Βηλαράς δεν περιορίζεται σε ελαφρά ερωτικά τραγουδάκια ούτε καλλιεργεί συστηματικά μόνο τη γνωμική ποίηση, όπως πολλοί σύγχρονοί του· μπορεί να διακρίνεται ένα μέρος της ποίησής του από έναν τόνο διδακτισμού, όμως δεν αρχίζει ούτε τελειώνει εκεί, όπως γίνεται με μια πλειάδα συγκαιρινών του. Τα ποιήματά του δεν παρουσιάζουν ευκολία στη σύνθεσή τους, ούτε αναλώνονται αποκλειστικά στην υπηρέτηση ιδεολογικών αγώνων, χαρακτηριστικών εκείνης της ταραγμένης εποχής. Μια πρώτη εκτίμηση κάποιου που έρχεται σε επαφή με το έργο του Βηλαρά είναι πως δεν έχει μεγάλη σχέση με τα περισσότερα στιχουργήματα των ομοτέχνων του εκείνης της περιόδου, που ελάχιστα σχετίζονται με αυτό που θα ονομάζαμε καθαυτό ποίηση. Και αυτό αυξάνει τη σπουδαιότητα και την προδρομικότητα του ποιητικού του έργου. Γιατί ας μη ξεχνάμε ότι «από την έμμετρη σάτιρα ως το έμμετρο φιλοσοφικό δοκίμιο, όλα τα είδη της εύκολης στιχοπλοκίας του καιρού έχουν συνήθως πολύ λίγη σχέση με την καθαυτό ποίηση», παρά το ότι αντικαθρεφτίζουν «την κίνηση των ιδεών και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μελετητή των προσανατολισμών και των αγώνων του προεπαναστατικού Ελληνισμού». Η έντεχνη ποίηση της περιόδου εκείνης δεν άφησε εντελώς αδιάφορο τον Βηλαρά, τουλάχιστον στα πρώτα του βήματα. Η τεχνοτροπία του φαναριώτικου ερωτικού τραγουδιού δεν του είναι άγνωστη και κάποιοι μάλιστα πιστεύουν πως το έργο του «δεν νοείται χωρίς τη φαναριώτικη ποίηση, στην οποία απόλυτα εντάσσεται». Οι ρίζες όμως του Βηλαρά δεν βρίσκονταν μόνο στον αρκαδισμό των συγχρόνων του ή στη φαναριώτικη ποίηση αλλά πρωτίστως «στην εύκαρπη γη της ελληνικής υπαίθρου», αντλώντας «ευωδιαστούς χυμούς από τη βρυσομάννα του δημοτικού τραγουδιού. Εντυπωσιακότερα ίσως τα τεχνητά άνθη του Χριστόπουλου, θαυμάστηκαν περισσότερο απ' ό,τι τους άξιζε κ’ έπεσκία-σαν στον καιρό τους τα σεμνά αγριολούλουδα του Βηλαρά. Αυτά όμως ήταν τα γνήσια άνθη που έδρεψε στις πλαγιές του Νεοελληνικού Παρνασσού ο Σολωμός». Η προσποιητή ανεμελιά και η επιτηδευμένη εκζήτηση μπορεί να ταιριάζει στη χλιδή και την καλοπέραση των φαναριώτικων σαλονιών. Όμως ο Βηλαράς ταξιδεύει, ζει την αγωνία και τις αναζητήσεις των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων και δεν μπορεί να διοχετεύσει τον οίστρο του σε τραγουδάκια ανάμεσα στα χόρτα και τα λουλούδια, ούτε να κρούσει τη λύρα του στων πολλών τα συμπόσια. Η σάτιρά του είναι καυστική και ηθογραφεί, ηθικολογώντας πολλές φορές, ανθρώπινους χαρακτήρες. Κάποιοι στίχοι του με ίχνη διδακτισμού και διασκευασμένες υποθέσεις μύθων ή μεταφράσεις αρχαιοελληνικών ποιημάτων έχουν σκοπό να διδάξουν και να διαπαιδαγωγήσουν τη νέα γενιά. Και όλα αυτά στη φυσική γλώσσα. Ο Βηλαράς υπήρξε και στην ποίησή του ένας πολύ συνειδητοποιημένος «άνθρωπος των γραμμάτων» με ξεκάθαρες απόψεις και πιστεύω.                         

Οι μελετητές συνήθως χωρίζουν —χονδρικά— τα ποιήματα του Βηλαρά σύμφωνα με την ταξινόμηση της πρώτης έκδοσης του 1827, ήτοι σε Ερωτικά, Σατυρικά, Ανάμικτα, Μύθους και Βατραχομυομαχία· αύτη ήταν κατ' ουσίαν η διαίρεση την οποία είχε επιφέρει και ο ίδιος ο Βηλαράς στα ποιήματά του, αφού —όπως θα δούμε— τα αυτόγραφά του που μας είναι γνωστά χωρίζονται σε Ερωτικά, Σατυρικά, Συμμικτά, Μύθους και Βατραχομυομαχία. Σώζονται σε χειρόγραφα ή αυτόγραφα και άλλα ποιήματά του, τα όποια κάλλιστα θα μπορούσαν να ενταχθούν σε μια από τις πιο πάνω κατηγορίες, ενώ μας έχει δώσει στη Ρομεηκη Γλοσα κάποια πρώτα δείγματα της ποίησής του (κυρίως της ερωτικής)  και λιγοστές μεταφράσεις ποιημάτων του Ανακρέοντα και στίχων του Πινδάρου. Μόνο που για τη συντριπτική πλειονότητα των ποιημάτων του μας λείπουν χρονολογικές και άλλες ενδείξεις, οι όποιες θα μας διευκόλυναν περαιτέρω στην κατά το δυνατόν ασφαλέστερη παρουσίασή τους. Στη συνέχεια πρόκειται να εξετάσουμε αρχικά τις πρωτότυπες ποιητικές συνθέσεις του Ερωτικά, Σατυρικά, Συμμικτά), ξεχωριστά τους Μύθους (αφού κάποιοι από αυτούς αποτελούν διασκευές είτε μύθων του Αισώπου είτε Ευρωπαίων μυθογράφων, χωρίς ωστόσο να στερούνται —συνολικά— πρωτοτυπίας στη σύνθεσή τους) και τέλος τις μεταφράσεις/αποδόσεις των αρχαίων Ελλήνων ποιητών (Βατραχομυομαχία, Ανακρέων, Πίνδαρος).

 

Ερωτικά

 

                Ο Βηλαράς διακρίθηκε αρκετά ως λυρικός ποιητής. Στα πιο πολλά από τα Ερωτικά ποιήματά του διαφαίνεται μια ζεστή και ελπιδοφόρα ποιητική φωνή, που γνωρίζει πως να χειρίζεται τον στίχο και να ενσωματώνει δημιουργικά μοιχεία από την προγενέστερη ποιητική παράδοση. Τα όνειρα, η ξενητειά, τα πάθια του ερωτοχτυπημένου, οι κλάψες, οι σφοδροί έρωτες, η νύχτα, το φεγγάρι, οι αλυσίδες είναι μερικά από τα μοτίβα που κυριαρχούν ή εναλλάσσονται στα Ερωτικά ποιήματα του Βηλαρά. Συχνές είναι και οι αναφορές στα μάτια, τα χείλη, το στόμα και τα φρύδια της αγαπημένης. Μήπως αυτά, άλλωστε, δεν αποτελούν κοινά μοτίβα στην παγκόσμια ερωτική ποίηση; Η γερή κλασσική μόρφωση του Βηλαρά και οι στενοί δεσμοί του με το λαϊκό αίσθημα καθίστανται εμφανή και από τη συχνή χρησιμοποίηση μοτίβων της αρχαιοελληνικής και κυρίως της ελληνιστικής παράδοσης των μυθιστορημάτων της β' σοφιστικής που μέσω των βυζαντινών ιπποτικών μυθιστορημάτων, του δημοτικού τραγουδιού και της λαϊκής παράδοσης φθάνουν ως τις μέρες μας.

Η σχέση του με το δημοτικό τραγούδι είναι κάτι παραπάνω από δεδομένη. Πόσοι, άραγε, από τους σημερινούς Έλληνες γνωρίζουν πως το τραγούδι «Πουλάκι ξένο», το όποιο τραγουδιέται και χορεύεται ευρέως σε τόσες χαρμόσυνες περιστάσεις, είναι μελοποιημένο ποίημα του Βηλαρά; Και πώς να μην παρασύρεται κάποιος από την ωραία μελωδία που συνοδεύει στίχους σαν και τους πιο κάτω, ώστε να τους θεωρεί καμωμένους από τον ανώνυμο στιχουργό του δημοτικού τραγουδιού;