Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη: «Ντροπή σ’ αυτούς που υπόσχονται ευτυχία»
 
Εφημερίδα Τα Νέα, 18/03/2000. Σελ. 32
 
 
 

      Ο Νίκος Εγγονόπουλος κρατήθηκε πάντα μακριά από τη δημοσιότητα. «Ο καλλιτέχνης πρέπει να ανυψωθεί, αλλά ο άνθρωπος πρέπει να μένει στη σκιά», έλεγε. Οι περισσότερες συνεντεύξεις που δημοσιεύονται στο βιβλίο έχουν δοθεί με την ευκαιρία των λιγοστών, άλλωστε, παρουσιάσεων του έργου του στο ευρύτερο κοινό. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Εγγονόπουλος απέφευγε να εκθέτει έργα του καθώς και να πουλά τους πίνακές του, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Γιατί με την τέχνη του ζητούσε την αληθινή, τη βαθύτερη επικοινωνία με τους «συνοδίτες» του, όχι τον βόμβο και τη φήμη. «Για τον άνθρωπο δημιουργούμε... Για να του δώσουμε διέξοδο από τη μοναξιά του. Δύναμη να καταργήσει τη μόνωσή του. Επικοινωνία. Αυτό είναι ό,τι προσφέρει η τέχνη...».

      Διαβάζοντας τις συνεντεύξεις του Εγγονόπουλου σκεφτόμουν ότι προσφέρουν πολύτιμο υλικό για να γίνει ένα απάνθισμα στοχασμών, που θα μπορούσε να αποτελέσει εγκόλπιο για τον σύγχρονο Νεοέλληνα, και εννοώ για κάθε άνθρωπο που μεριμνά όχι μονάχα για την τέχνη αλλά για τη ζωή του πνεύματος, και για το πρόσωπο του σύγχρονου κόσμου και του ελληνικού κόσμου, που τον είδε πάντα σαν μια συνέχεια, αλλά ποτέ μέσα από ένα πρίσμα στείρου τοπικισμού.

      Ο Εγγονόπουλος λάτρευε το ελληνικό φως, αυτή «τη σπατάλη φύσεως και ήλιου» και «την ανθρωπιά που υπάρχει στον Ρωμιό, από τους Αρχαίους μέχρι το Εικοσιένα». Αισθανόταν όμως βαθιά και την παγκοσμιότητα των ανθρώπινων: «Τα χρόνια, λέω, μας διδάσκουν πως όσο μια τέχνη είναι πιο προσωπική τόσο κι έχει μια πανανθρώπινη σημασία».

      Αυτή την παγκοσμιότητα αναζήτησε ο Εγγονόπουλος, με μια ματιά γοητευμένη, μαγεμένη, μια ματιά επιθυμίας για τον κόσμο, και πιστεύω πως αυτήν ήθελε να μεταγγίσει στο έργο του και μ’ αυτήν να θεραπεύσει τη βάσανο της «αφόρητης μοναξιάς». Έτσι ζωγράφισε και έγραψε τα «τραγούδια» του, όπως ονόμαζε τα ποιήματά του, βλέποντας στην τέχνη έναν παραμυθητικό δεσμό ανάμεσα στους ανθρώπους. Και έτσι προσπάθησε να γίνει δάσκαλος ενός νέου ανθρωπισμού, δημιουργός και ερμηνευτής της βαθύτερης ανθρώπινης αλήθειας, του κόσμου του ασυνείδητου, εκτεθειμένος ο ίδιος στις αποκαλύψεις του, και μας δίδαξε να σκεφτόμαστε και προπάντων να βιώνουμε αλλιώς τη φαντασία μας και να αμφισβητούμε την «ψυχρή λογική» μας.

      Ο Εγγονόπουλος υπήρξε προπάντων ένας μεγάλος δάσκαλος της ετερότητας, της φοβερής συνύπαρξης του Εαυτού και του Άλλου, και μίλησε για το λεπτό αυτό ζήτημα με λόγια απλά: «Οι μουσουλμάνοι λένε για τους τρελούς αμπντουλά, δηλαδή τον κατέχει ο θεός, και εγώ γι’ αυτό είμαι υπέρ της τρέλας». Αυτή τη θεία τρέλα και την ύπαρξη άγνωστων δυνάμεων στον άνθρωπο την είδε ως αφετηρία, ως βάση σε κάθε μορφή τέχνης, που γι’ αυτόν είναι μεγάλη όταν είναι κοντά στον άνθρωπο: «Ο άνθρωπος είναι η κλίμακα για καθετί: πάντων χρημάτων μέτρον...».

      «Ο άνθρωπος». Γι’ αυτόν μιλά συνεχώς στις συνεντεύξεις του ο Εγγονόπουλος: «Στο έργο μου ο άνθρωπος έχει τον μεγαλύτερο ρόλο. Για τον άνθρωπο ζωγραφίζω. Ο άνθρωπος είναι το θέμα μου. (...) Αλλά εδώ θα πρέπει να εξηγήσουμε τι είναι τέχνη. Πολλοί γελαστήκανε και της αποδώσανε άλλα καθήκοντα: άλλοι θέλησαν η τέχνη να υπακούει σε νόμους, άλλοι ζήτησαν λογής λογής αρετές. Ποιο όμως είναι το σωστό; Το σωστό είναι σ’ ένα έργο τέχνης να υπάρχει η ανθρώπινη παρουσία. Ο Ραφαήλος, ο Πανσέληνος, ο Σολωμός, ο Ντελακρουά, ο Λωτρεαμόν και άλλοι είναι μεγάλοι, γιατί μέσα στο έργο τους προβάλλεται ο άνθρωπος, άσχετα από σχολές και τεχνοτροπίες».

Για τον Εγγονόπουλο «ο άνθρωπος είναι το θέμα του Ελληνισμού». Τέχνη στραμμένη στον άνθρωπο θεωρούσε την αρχαία ελληνική και τη βυζαντινή: «Η ελληνική φυσιογνωμία εκλεπτύνει τον άνθρωπο ­ που δεν παύει να είναι σκληρός και βλαπτικός ­ και τον δίνει ανθρωπινότερο και εξαγνισμένο... Η ελληνική, η βυζαντινή ζωγραφιά αναπνέει αδέσμευτη και αποπνέει ανεμελιά και λεβεντιά... Είναι σαν την Ορθοδοξία που μετέχει στο πνεύμα του Πλάτωνα».

      Για ποιον άνθρωπο ζωγράφισε ο Εγγονόπουλος και ποιον άνθρωπο ονειρεύεται μέσα από το έργο του, το ποιητικό και το ζωγραφικό; Ίσως μια τέτοια σκέψη και μια τέτοια αναζήτηση θα μπορούσε να μας οδηγήσει πιο κοντά στον πυρήνα των προβληματισμών του. Γυρίζω πάλι στα δικά του λόγια: «Δεν υπάρχουν παρά δύο σκοποί: η αγάπη και η ελευθερία». Είναι, πιστεύω, οι δύο αυτές αξίες μαζί, και όχι η καθεμία χωριστά, που δικαιώνουν την παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο. Ο άνθρωπος του Εγγονόπουλου ­ ρομαντικός και ρουσσωικός ­ είναι ο άνθρωπος της καθημερινής αρετής, αλλά είναι και ο άνθρωπος της «ζούρλιας» και του «σεβντά», και προπάντων είναι αυτός που διαλέγεται με τον Άλλο.

      Αυτόν τον άνθρωπο αντιδιαστέλλει προφητικά ο Εγγονόπουλος στα μεγάλα πολιτικά συστήματα και προγράμματα και στον κάθε είδους «εγκεφαλισμό»: «Όλα τα κηρύγματα που υπόσχονται την ευτυχία είναι ντροπής πράγματα!.. Όταν νιώθεις πόσο δραματική είναι η ζωή, τότε δεν ζητάς τίποτα».

      Κι όμως ο Εγγονόπουλος ζήτησε κάτι. Και το ζήτησε από δρόμους ασυνήθιστους, αιρετικούς και σίγουρα όχι τους δρόμους της «ψυχρής λογικής». Και έτσι αναζήτησε τους δασκάλους του και τους βρήκε στον Σολωμό, τον Μπωντλαίρ, τον Χέλντερλιν, αλλά όχι μόνο. Σ' αυτούς προσθέτει τον Χατζή Σεχρέτ, συγγραφέα της Αληπασιάδας, γιατί «αποπέμπει την ψυχρή λογική, στηρίζεται στην έλλειψη λογικής και επικαλείται τον έρωτα και τη φαντασία. Τι είναι λογική; Σήμερα υπάρχουμε, αύριο δεν θα υπάρχουμε. Η μόνη λογική είναι ότι κάποτε δεν θα υπάρχουμε».

      Και συνεχίζει ο Εγγονόπουλος: «Όλα τ’ άλλα είναι παραλογισμός. Κατηγορούν τον υπερρεαλισμό ότι δεν έχει σχέση με τη ζωή, ότι είναι ασυνάρτητος. Μα η ζωή είναι συναρτημένη; Ασυνάρτητη δεν είναι κι αυτή;».

      Τι ήταν, αλήθεια, ο υπερρεαλισμός για τον Εγγονόπουλο; Το ζήτημα επανέρχεται στις συνεντεύξεις και όσοι θέλουν να σχηματίσουν μια ιδέα, θα βρουν σίγουρα πλούσιο υλικό. Άλλωστε, παντού στο βιβλίο είναι διάχυτο το πνεύμα τής υπερρεαλιστικής ανατροπής, της παρωδίας, του μαύρου χιούμορ. Εγώ συγκρατώ τούτη τη φράση: «Αρέσκομαι να λέω ότι οι υπερρεαλισταί ποιηταί είναι οι καλύτεροι, αλλά τέτοιοι ποιηταί ήταν κι ο Όμηρος κι ο Πίνδαρος κι ο Σολωμός. Αυτοί για μένα είναι υπερρεαλισταί, γιατί αν οι ποιητικές σχολές είναι πολλές, η ποίηση ­ το ξαναλέω ­ είναι μία». Διαβάζω μιαν ακόμη: «Προσωπικά δεν πιστεύω στον σουρρεαλισμό σαν σχολή. Όμως μου ταιριάζει. Εκείνο που προσπάθησα να κάνω είναι να τον ανανεώσω με ελληνικά στοιχεία, να προσθέσω σ' αυτόν την ελληνική μεταφυσική, να τον ανεβάσω από τον απλό μορφασμό, όπου τον έχουν σταματήσει οι Φράγκοι. Νομίζω πως ο σουρρεαλισμός σήμερα σημαίνει το καθετί που βλέπει κανείς με πάθος».

      Η «ελληνική μεταφυσική» μας ξαναγυρίζει στο ζήτημα του ελληνισμού, της ελληνικής ταυτότητας: «Είμαι Έλληνας, αλλά δεν είμαι Έλληνας! Γι' αυτό ποτέ μου δεν χάνω την ελπίδα στις τεράστιες αρετές της φυλής μας... Το πρόβλημα είναι τι είδος Έλληνας είσαι· και αν είσαι καλός, πόση αντοχή έχεις, για να μη σε αφανίσουν οι κακοί...».

      Ποιοι ήταν οι κακοί για τον Εγγονόπουλο; «Οι άξεστοι, οι φιλοχρήματοι, οι αδαείς». Θα προσθέταμε, παραφράζοντας τα λόγια του, είναι οι άνθρωποι χωρίς πάθος. Είναι οι άνθρωποι με τους οποίους αναγκαστικά συγχρωτίστηκε, συνεργάστηκε και έζησε, στην πολύπλευρη και αδιάκοπη τριβή του με τη νεοελληνική πραγματικότητα, στη μίσθια δουλειά του δημοσίου υπαλλήλου που έκανε στα δύσκολα νεανικά του χρόνια, στις οδυνηρές περιπέτειες του πολέμου, στη δουλειά του πανεπιστημιακού δασκάλου, στις συνεχείς περιπλανήσεις του στον ελληνικό χώρο ως μελετητής της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, ως σκηνογράφος στα αρχαία θέατρα.

      Στην άλλη όχθη, των καλών, είναι οι «πολυβασανισμένοι», οι άνθρωποι της «υπερευαισθησίας», κι εκείνοι που υπηρετούν την τέχνη «με το αίμα τση καρδίας», όπως συνήθιζε να λέει. Είναι ακόμη οι δάσκαλοι στους οποίους θήτευσε, ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ο Φώτης Κόντογλου, είναι ο φίλος του Ανδρέας Εμπειρίκος. Και εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο Εγγονόπουλος γνώριζε κάτι που οι περισσότεροι σημερινοί μοιάζουν εντελώς να αγνοούν, πόσο στην τέχνη, και στη ζωή, είναι απαραίτητη η μαθητεία. Και γι’ αυτό δεν παύει να εκφράζει την οφειλή του στους δασκάλους του με ταπεινότητα, δίνοντας ένα μάθημα ήθους, ίσως το μέγιστο μάθημα αυτού του βιβλίου, που προπάντων μας διδάσκει ότι «η αγάπη συνθέτει, δεν διαλύει».