Αθανασόπουλος Βαγγέλης, Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα
 
Β΄ τόμος Σεφέρης – θέμελης – Ρίτσος – Βρεττάκος – Ελύτης – Ζευγωλή-Γλέζου – Παπαδίτσας, Αθήνα 1998, Τρίτη έκδοση, Καστανιώτης. «Ο διάλογος του Νικηφόρου Βρεττάκου με την ποίηση». Σσ. 148-151
 
 
 

2.0. Ένας ειλικρινής διάλογος του ποιητή με την ποίηση

 

 

Ο διάλογος του Βρεττάκου με την ποίηση δεν αποτελεί απλώς μέρος του διαλόγου του με τον κόσμο αλλά απόδοση, οργάνωση και συστηματοποίηση αυτού του διαλόγου σύμφωνα με έναν κώδικα που είναι διαφορετικός ή ανεξάρτητος —ή και αντίθετος— από τους κώδικες εκείνους με τους οποίους επιχειρείται η περιγραφή του κόσμου και των σχέσεων που τον συγκροτούν.

Ο διάλογος του Βρεττάκου με τον εαυτό του —δηλαδή με τον ποιητή— και με την ποίηση είναι μια χαμηλόφωνη, απλή, ειλικρινής συνομιλία ενός εργάτη με τα χέρια του και, αντίστοιχα, με το έργο των χεριών του. Αυτή η απλή και ειλικρινής συνομιλία αναπτύσσεται με ένα λόγο ανεπιτήδευτο και ακαλλώπιστο, που ο μόνος σκοπός που υπηρετεί είναι εκείνος της διατύπωσης αληθινών αμφιβολιών, αποριών και ερωτήσεων, καθώς και της αντίστοιχης προσπάθειας να διερευνηθεί η δυνατότητα κάποιας απάντησης.

Ο δεύτερος συντελεστής αυτού του διαλόγου λειτουργεί με λανθάνοντα τρόπο, δίνοντας την εντύπωση ενός μονολόγου μέσα από τον όποιο εκφράζεται πότε η αγωνία, πότε η πίκρα, πότε η ικανοποίηση και πότε η απογοήτευση που ένας εργάτης έχει από τη δουλειά του.

Η αντίληψη που ο Βρεττάκος έχει για την ποίηση είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, επειδή είναι πολύ ρεαλιστική και προσγειωμένη. Η αντίληψη αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τη μυθοποιημένη αντίληψη της ποίησης και, κυρίως, του ποιητή, η οποία με ιδιοτέλεια καλλιεργείται από αρκετούς νεοέλληνες ποιητές. Η καλλιέργεια αυτής της μυθοποιημένης αντίληψης υπηρετεί τους προσωπικούς σκοπούς αυτών των ποιητών με μεγάλη επιτυχία, επειδή η ελληνική κοινωνία είναι αρκετά ανεξέλικτη, σε μεγάλο βαθμό αρχαϊκή — μέσα, ωστόσο, στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο ενός κόσμου οργανωμένου ορθολογικά πάνω στην επιστημονική πίστη και στην οικονομία της κατανάλωσης, αρχές τις όποιες προσπαθεί επιφανειακά να μιμηθεί χωρίς να μπορεί να τις κατανοήσει και να τις αφομοιώσει. Μέσα σε αυτό το κακέκτυπο ανθρώπινης κοινωνίας δίνονται μεγάλα περιθώρια δράσης επιτήδειων που χρησιμοποιούν τις δυνατότητες που προσφέρουν και τα δύο συστατικά αυτού του τερατώδους μείγματος. Οι διαδικασίες που ακολουθούνται είναι δυνατόν συνοπτικά να χαρακτηριστούν ως διαδικασίες μυθοποίησης. Μέσα σε αυτές αναδεικνύονται διάφοροι «απόστολοι», «προφήτες» ή και μικροί «θεοί» που οικειοποιούνται, κυριαρχούν, δυναστεύουν και εκμεταλλεύονται για προσωπικούς λόγους —που μπορεί να μην είναι πάντα οικονομικοί αλλά καθαρά ψυχολογικοί— τις διάφορες ζωτικές περιοχές μιας κοινωνίας: πολιτική, διασκέδαση, εκπαίδευση, τέχνη, αθλητισμός...

Ο Βρεττάκος δεν είχε σχέση με αυτά τα τέρατα της ελληνικής κοινωνίας. Η αντίληψή του για τον ποιητή εαυτό του και για την ποίηση ήταν πολύ ταπεινή. Με τον τρόπο αυτόν, φαντάζομαι, θα κατόρθωσε να πείσει τον εαυτό του πως γράφοντας ποιήματα δεν ζει παρασιτικά μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων και, έτσι, να απαλλαγεί από την αντίστοιχη ενοχή. Ο Βρεττάκος, αντιλαμβανόμενος και θεωρώντας τον εαυτό του ως ποιητή, δεν παρασύρεται σε διαδικασίες διαφοροποίησης από τους άλλους ανθρώπους. Η ποίηση και ο ποιητής δεν μυθοποιούνται σε καμιά περίπτωση. Αντίθετα, αν υφίσταται κάποιο αίσθημα διαφοράς, αυτό σχετίζεται με ένα συναίσθημα ένοχης απέναντι στους άλλους ανθρώπους. Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να ισχυριστούμε πως ο Βρεττάκος δεν θεωρεί τον εαυτό του ποιητή και δεν αισθάνεται ποιητής. Είναι χαρακτηριστικό πως η λέξη «ποιητής» συναντιέται σπάνια μέσα στο έργο του, ενώ αντίθετα η λέξη «ποίημα» εμφανίζεται πολύ συχνά, προφανώς επειδή δεν είναι φορτισμένη με κάποια σημασία μεταφυσική και διατηρεί τη σημασία του τεχνουργήματος, του προϊόντος, του ανθρώπινου κατασκευάσματος.

Η πράξη της γραφής όχι μόνο δεν μυθοποιείται από τον Βρεττάκο, αλλά περιγράφεται σύμφωνα με τους πιο φυσικούς όρους, όπως εκείνος της κίνησης του χεριού. Αυτό συμβαίνει επειδή από αυτόν δεν αποδίδεται κάποια ιδιαίτερη σημασία στο πρόσωπο του ποιητή ή στη διαδικασία και πράξη της γραφής αλλά μόνο στο ποίημα, δηλαδή στο αγαθό εκείνο που μπορεί να κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι και να γίνεται χρήσιμο. Η ποίηση για τον Βρεττάκο είναι μια εργασία χειρωνακτική και το ποίημα είναι ένα έργο των χεριών του. Ο ποιητής δεν παρουσιάζεται ως ένας λειτουργός του πνεύματος, δεν χαρακτηρίζεται από ματαιοδοξία και μεγαλοφροσύνη· δεν εμφανίζεται διαφοροποιούμενος από τους συνανθρώπους του πιστεύοντας πως είναι ένα προνομιούχο ανώτερο ον, ένας προφήτης ή ένας επί της γης αντιπρόσωπος του Θεού. Ο Βρεττάκος, όταν βλέπει τον εαυτό του ως ποιητή, τον κοιτάζει στα χέρια, όπως θα κοίταζε στα χέρια έναν αγρότη ή έναν εργάτη.

Η αντίληψη και η περιγραφή της δραστηριότητας του ποιητή γίνεται σύμφωνα με τους όρους της παραγωγής ενός κοινωνικού αγαθού που φτιάχνεται και προσφέρεται για να βοηθήσει τον άνθρωπο στον καθημερινό αγώνα του για επιβίωση ή για βελτίωση των συνθηκών της ζωής του.

Αυτός είναι σε γενικές γραμμές ο τρόπος με τον όποιο ο Βρεττάκος αντιλαμβάνεται το ποίημα, την ποίηση και τον ποιητή. Στη συνέχεια θα παρουσιάσω τις επιμέρους πλευρές αυτής της γενικής εικόνας μέσα από τα ποιήματα δύο συλλογών της ποιητικής ωριμότητάς του, Το βάθος του κόσμου και Οδοιπορία, επειδή σε αυτές υπάρχουν τα χαρακτηριστικότερα σχετικά παραδείγματα.

 

 

2.1. Η φυσικότητα και νομοτέλεια της ποίησης

 

Το ποίημα, κατά τον Βρεττάκο, δεν είναι συνέπεια μιας υπέρβασης, μιας συναισθηματικής εκλέπτυνσης ή αισθηματικής αξίωσης και επιτήδευσης· το ποίημα είναι καρπός μιας φυσικής νομοτέλειας: όπως, λίγο πριν μπει η άνοιξη, κάτω από το χώμα μυρμηγκιάζει μια ασυγκράτητη δύναμη, κάτω από τον φλοιό των δέντρων φουσκώνει η μουσική κίνηση των χυμών κι ακόμη κι η πετρώδης γη μπορεί κι ανθίζει, έτσι και ο εργάτης της ποίησης πλημμυρίζει από τη δύναμη της εποχής και τα δάχτυλα των χεριών του αναζωογονούνται και αδημονούν να πιάσουν την πένα.

 

Θα ετοιμάζονται τώρα όλα ν' ανοίξουν.

Μπαίνει ο Φλεβάρης. Σ' αυτό το νησί