Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία 1821-1992
 
μετφ. Ευαγγελία Ζούργου- Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα 1996, Νεφέλη. Σσ. 363-366
 
 
 
Η Ρέα Γαλανάκη, συγγραφέας του μυθιστορήματος Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, άρχισε τη λογοτεχνική της πορεία στη διάρκεια της δικτατορίας ως ποιήτρια. Το μυθιστόρημα αυτό στηρίζεται στη ζωή ενός υπαρκτού ιστορικού προσώπου: του διοικητή του αιγυπτιακού στρατού, που στάλθηκε το 1866 να καταπνίξει την Κρητική επανάσταση εκείνου του χρόνου εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Το μυθιστόρημα υφαίνεται γύρω από δυο επιπλέον ιστορικά γεγονότα: ότι ο Φερίκ ο ίδιος γεννήθηκε Κρητικός χριστιανός και πουλήθηκε ως σκλάβος μετά από τουρκική επιδρομή που έγινε στο χωριό του κατά το ’21, και ότι ο Φερίκ είχε έναν αδελφό, τον Αντώνη, ο οποίος το 1866 είχε αναπτύξει μεγάλη δραστηριότητα για την οργάνωση της Κρητικής επανάστασης και την υποστήριξή της από την Ελλάδα.
Το πρώτο μισό του βιβλίου είναι αφιερωμένο στα πρώτα χρόνια της ζωής του ήρωα, που παρουσιάζονται σχετικά σύντομα σε τρίτο πρόσωπο. Η αφήγηση ξεκινάει από την κρυψώνα του σε μια σπηλιά στο οροπέδιο του Λασιθίου (υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι το ίδιο με το σπήλαιο στο οποίο, σύμφωνα με τη μυθολογία, γεννήθηκε ο Δίας), συνεχίζει με τη σύλληψή του και την ανατροφή του στην Αίγυπτο, τον πλούτο και την υψηλή του θέση, καθώς και την καθοριστική φιλία του με τον Ιμπραήμ, που έγινε αργότερα αντιβασιλέας της Αιγύπτου. Στο δεύτερο μέρος η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη και ο Φερίκ περιγράφει τους εννέα μήνες που έμεινε στην Κρήτη στα χρόνια 1866-7 και που θα τελειώσουν με το θάνατό του στο οροπέδιο του Λασιθίου, όπου γεννήθηκε. Συνδυάζοντας την αυστηρά τεκμηριωμένη αφήγηση με το λυρισμό, το μυθιστόρημα αυτό επεξεργάζεται με έναν πρωτόγνωρο για την ελληνική λογοτεχνία τρόπο το «Θέμα του προδότη και του ήρωα» του Μπόρχες. Αυτά τα δυο στοιχεία του ύφους, όπως και το θέμα του, φαίνονται καθαρά στο τέλος του πρώτου μέρους, όταν ο Φερίκ σαν παιδί κοιτάζει την καταστροφή του χωριού του από τους νικητές Τούρκους:

«Τράβηξε το βλέμμα του από τις φλόγες και κοίταξε τη γη μπροστά στα πόδια του. Βράχια και λίγο ξερό χώμα. Ο Χασάν πασάς, κατακτητής του οροπεδίου και γαμπρός του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη, διέσχιζε το ξερό χώμα επιστρέφοντας στον Χάνδακα νικητής. Το μέγεθος αλόγου και αναβάτη δεν ξεπερνούσε το περίγραμμα της πεταλούδας που πετά. Είδε το άλογο ν' αφηνιάζει κα να ρίχνει καταγής τον ιππέα. Το αγόρι σήκωσε τον σκοτωμένο ιππέα πιάνοντάς τον προσεκτικά από τα φτερά των κόκκινων ρούχων, κι αμέσως τον πέταξε πέρα φοβισμένο? το πρόσωπο του κατακτητή έμοιαζε στο δικό του».

Ο Φερίκ μεγάλωνε με δυο ταυτότητες, δυο παρελθόντα, δυο θρησκείες, ακόμα ίσως και δυο φυλές, όπως φαίνεται από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της εννιάμηνης αγωνίας του στην Κρήτη, πριν γεννηθεί ο αληθινός εαυτός του. Στο τέλος της ιστορίας επιστρέφει στα ερείπια του πατρικού σπιτιού της παιδικής ηλικίας, όπου ξυπνάει όλα τα φαντάσματα της οικογένειάς του. Τότε το μυθιστόρημα αποκαλύπτει ότι αυτές οι ταυτότητες είναι ασυμβίβαστες. Αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει ένας μοναδικός, αληθινός εαυτός του να ανακαλύψει, και το κείμενο παραπέμπει στην παγκόσμια λογοτεχνία του νόστου, από τον Όμηρο και τον Δάντη ως τον Θ. Σ. Έλιοτ και τον Σεφέρη:

«Το μυαλό του έλαμψε ξαφνικά και κατανόησε ότι δεν υπάρχει, ούτε και υπήρξε, κάτι τόσο αθώο ώστε να χαθεί. Άρα, πως δεν υπάρχει, ούτε και ποτέ υπήρξε, επιστροφή».

Η απόρριψη εκ μέρους του μυθιστορήματος ακόμη και της έννοιας της μίας, μοναδικής και αδιαίρετης ταυτότητας οφείλεται εν μέρει στην εξερεύνηση της υποκειμενικότητας στα προηγούμενα ελληνικά μυθιστορήματα, ιδιαίτερα των δεκαετιών του '70 και του '80. Πρώτη φορά όμως εφαρμόζονται αυτές οι αντιλήψεις στην ίδια την ελληνική αντίληψη του παρελθόντος. Ο Φερίκ δεν έχει μόνο τη διπλή ταυτότητα του κατακτητή και του κατακτημένου. Είναι επιπλέον αυτόχθων Έλληνας, όπως ο Δίας που γεννήθηκε στο σπήλαιο πάνω από το Λασίθι, και την ίδια στιγμή είναι το προϊόν της οθωμανικής ζωής με την οποία αναθρέφεται, μια κληρονομιά που οι αξιώσεις της εθνικής ταυτότητας την απορρίπτουν με περιφρόνηση και ντροπή. Σε αυτό το επίπεδο, ο Φερίκ Πασάς μπορεί να διαβαστεί ως μια παραβολή για την ελληνική ταυτότητα, όπως στη διάρκεια δυο αιώνων σφυρηλατήθηκε από το ανέφικτο της επιστροφής στο ένδοξο παρελθόν. Είναι ίσως η πρώτη φορά που γίνεται αποδεκτό στη λογοτεχνία ότι στην κληρονομιά της Ελλάδας σήμερα ανήκε·, και η ιστορία της ως επαρχίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Το μυθιστόρημα τελειώνει με τρεις διαφορετικές και ασύμπτωτες εκδοχές του θανάτου του ήρωα. Είτε δηλητηριάστηκε από τους Τούρκους, που τον υποπτεύθηκαν ως προδότη, είτε πυροβολήθηκε από τους Έλληνες· σε οποιαδήποτε περίπτωση, το ένα μισό του διπλού εαυτού του σκοτώνει το άλλο. Η τρίτη εκδοχή, η οποία παρουσιάζεται περισσότερο ως στοχασμός πάνω στη μοίρα του Φερίκ και λιγότερο ως γεγονός, τον θέλει να απορρίπτει και τα δυο παρελθόντα του. Σκοτώνεται ο ίδιος με το παλιό μαχαίρι που είχε μαζί του όλη του τη ζωή σαν ένα είδος φυλακτού, και το οποίο είχε βρει παιδάκι στα βάθη της σπηλιάς στο Λασίθι — μαχαίρι που αποτελεί τον αρχαιολογικό κρίκο, που τον συνέδεε με τους πιο μακρινούς προγόνους του.