Καρβέλης Τάκης, Δεύτερη ανάγνωση. Δοκίμια, «Ρέα Γαλανάκη. Πλην Εύχαρις»
 
Αθήνα 1984, Καστανιώτης. σσ. 107-109
 
 
 

Βασικό χαρακτηριστικό στην ποίηση της Ρέας Γαλανάκη είναι η εκφραστική πυκνότητα και η ελλειπτικότητα. Η εκφραστική πυκνότητα, στις ευτυχισμένες στιγμές της, γίνεται ερμηνευτής μιας λεπτής κι αδρής συνάμα αισθητικής λειτουργίας: «το δειλινό διδάσκει δωρικήν αισθητική / με τρέμουλο λαφίνας που άκουσε λιοντάρι»· Η ελλειπτικότητα είναι το απόσταγμα εσωτερικής διεργασίας· Η Ρέα Γαλανάκη δεν αφηγείται και γι’ αυτό απορρίπτει τον νοηματικά ολοκληρωμένο λόγο. Παραθέτει τις εικόνες ή τις εντυπώσεις της, όπως βγαίνουν απ' το καθαρτήριο της μνήμης: «Η αγωνία μας / καμπύλη στόματος κλειστού./ Στόμα κρυφό ποτάμι./Άλογα διψασμένα αντάρτικα». Όπου όμως η γραφή της ακολουθεί τον αφηγηματικό ή θεματικό τρόπο ή καβαφίζει, τότε χάνει τη φωνή της και βγαίνει έξω απ' το κλίμα της:

Είπε

δε φτάνει ν αγνοήσεις τον πατέρα

πρέπει να παρακούσεις και τη μοίρα

που σου ορίζει θάνατο στο Αιγαίο.

Λένε

τσακίστηκε σε μια χαράδρα.

(«Ίκαρος»)

Τα ποιήματα της Ρέας Γαλανάκη είναι γραμμένα με αντίληψη καθαρά εικαστική. Σ’ αυτό την οδηγεί η αρχαιογνωσία της, ιδίως σ' ο,τι έχει σχέση με την αρχαία μυθολογία και τέχνη. Η πρώτη της δάνεισε τα σύμβολα (Μήδεια, Μέδουσα, Μοίρες, Ερινύες, Περσέας, Ίκαρος), για να διοχετεύσει τον σύγχρονο προβληματισμό της η δεύτερη, εικόνες («το πρόσωπο μου θρήνος γεωμετρικού αμφορέα», «ολολυγμός της μυροφόρου στην ταβέρνα») και μιαν εικαστική αίσθηση στη δόμηση των ποιημάτων, που ακολουθεί δύο βασικά τρόπους: 1) στην ήδη σχηματισμένη εικόνα, που δίνεται με το ποίημα, προστίθενται στίχοι που τη σχολιάζουν και την ερμηνεύουν 2) μας δίνεται η εικόνα κι αφήνεται να λειτουργήσει, όπως σ' έναν πίνακα:

θάνατος δέντρου σπιτικού.

Σπίτι καμένο στον εμφύλιο

ολολυγμός της μυροφόρου στην ταβέρνα.

Το αίμα κόκκινο.

Η εκφραστική πυκνότητα κινδυνεύει, βέβαια, πολλές φορές να ολισθήσει προς τη λογική κατασκευή ή την παγερότητα και την ακαμψία, αν υπολογίσει κανείς πως και η δόμηση του στίχου πάνω στα παραδοσιακά μέτρα είναι αρκετά αισθητή. Η ελλειπτικότητα, πάντως, δεν πέφτει στις ίδιες παγίδες. Κατορθώνει, γενικά, να ισορροπεί, να συμπλέκει τις εικόνες, να σφηνώνει τους δημοτικογενείς στίχους, να ζεσταίνει προβλήματα και καταστάσεις, που είτε έχουν σχέση με προσωπικά της βιώματα είτε καλύπτουν ένα ευρύτερο φάσμα στην προβληματική της πάνω στην ελληνική μοίρα και την ανθρώπινη αγωνία.

Η Μέδουσα χτενίζει φίδια τα μαλλιά.

Θα ρθει με ξίφος και καθρέφτη ο Περσέας

Ίσκιος βαρύς και μυρωδιά συκιάς.

Χτένι τα δάχτυλα του Ιούδα τη χαϊδεύουν.

Ο ήχος μιας σταγόνας του λαδιού

και το Θρυμμάτισμα του ήλιου σε χρωματιστό γυαλί

καθώς χαμογελούσες κι ήξερες

για τα ερωτικά και για τα Νικηφόρα σώματα.