Χατζόπουλος Κωνσταντίνος
Ο πύργος του Ακροπόταμου
 
 
Ο πύργος του Ακροπόταμου, Εκδόσεις Οδυσσέας, Σσ.87-167, Πρώτη Έκδοση Έργου:1915
 
 
Α’

“Κελεπούρ’ με τα σωστά”, είπε μέσα του ο Θώμος Κρανιάς ρίχνοντας το μάτι προς το παλιό στενόψηλο σπίτι εκεί μπροστά του, ενώ ροφούσε τον καφέ στον ήσκιο της γέρικης μελικοκκιάς.
Στα κλαδιά της μελικοκκιάς κελαδούσαν τα πουλιά και στον απομεσημεριάτικο ουρανό αργοκυλούσαν αριόλευκα τα σύννεφα του Μάη.
Η Φρόσω, η μεγάλη κόρη του Κρανιά, καθισμένη κοντά του είχε αφήσει κ’ έπεσε στην ποδιά της το κέντημα και κοίταζε τα σύννεφα κι’ άκουε τα πουλιά.
Ο μικρός Γεσίλας με τον κόρφο του γεμάτο χλωρούς καρπούς απ’ τη μελικοκκιά, μικρούς και στρογγυλούς σα σκάγια, πήγαινε ολόγυρα στη φράχτη και σημάδευε με τη σκάστρα τα σπουργίτια, η Μαριώ κ’ η Κούλα κυνηγιόντανε ξυπόλυτες στον κήπο.
Ο Θώμος Κρανιάς έριξε γύρω μιαν ήσυχη ματιά. Έπειτα ανασήκωσε το μακρύ του νυχτικό και τό ’ζωσε στη μέση με το λουρί, πήρε το κλαδευτήρι κι’ ανέβηκε στη σκάλα την ακουμπημένη στον κορμό ενός φράξου παραπέρα, όπου κρεμότανε μια κληματαριά φτακύλι. Το είχε κλαδέψει πριν και τώρα γύρευε να το κλαρώσει πιο ψηλά.
Η κυρά Θώμαινα, που μόλις ξυπνημένη πλενότανε στο νεροχύτη στην κορφή της σκάλας του σπιτιού, είδε τον άντρα της σκαρφαλωμένον τόσο ψηλά και τρόμαξε:
“Άνθρωπε, έχε το νου σ! Άσ’ το να πάει στ’ν οργή!” του φώναξε.
Και κατέβηκε τη σκάλα σκουπίζοντας το πρόσωπο με την ποδιά της.
Όταν πλησίασε τον άντρα της, είχε κατεβεί και κείνος και κοίταζε το κλήμα.
“Καλά δεν τό ’δεσα;” είπε: “Δεν το φτάνουν τώρα”.
Εννοούσε τα παιδιά. Τσιμπούσανε τις αγουρίδες, που τις χρειαζόντανε ν ‘ αβγοκόβουνε τη σούπα.
Και πρόστεσε:
“Γλυτώνουμ’ έτσι τα λεϊμόνια”.
“Και το ρετσινόλαδο, δε λέω. Μα δε σ’λλογιέσ’ αν παραπάταγες; Είσαι βαρύς”, είπε η κυρά Θώμαινα.
Ο Θώμος Κρανιάς την κοίταξε μια στιγμή στα μάτια. Έπειτα πήγε κοντά της, τη χτύπησε στον ώμο κ’ είπε:
“Καλά δε βολευτήκαμ’, ε; Κελεπούρ’ με τα σωστά”.
Έδειξε τον πύργο εκεί, την κούλια του ακροπόταμου, καθώς τη λέγανε στον τόπο. Την είχε χτίσει αυτού στον όχτο κάποιος σουλιώτης καπετάνιος για ν’ αγναντεύει τα βουνά του τόπου του και τώρα την αγόρασε ο Θώμος Κρανιάς για να τρυπώσει μέσα τα παιδιά και τη γυναίκα του σαν ξαναβρέθηκε παυμένος ξαφνικά.
“Καλά να λέμε”, έκαμε ν’ αναστενάξει η κυρά Θώμαινα.
Μα θυμήθηκε πως ήτανε και δικό της θέλημα να μην κουβαληθούνε μεσοχείμωνα στο χωριό, μα να περιμείνουν τον ξαναδιορισμό εδώ στην πόλη - κ’ έπνιξε τον αναστεναγμό. Κούνησε το κεφάλι κ’ έκαμε προς το σπίτι.
Η Φρόσω, καθισμένη κάτω από τη μελικοκκιά, κεντούσε και κοίταζε τα σύννεφα.
Ο Θώμος Κρανιάς έπιασε τώρα και κέντρωνε μια αγριοσυκιά. Το αεράκι της ποταμιάς του χάδευε το μέτωπο, από τις ράχες γύρω αχούσανε κουδούνια και βελάσματα, ο ήλιος φώτιζε μαλακά την πρασινάδα της λαγκαδιάς, τα γέλια των παιδιών γεμίζανε τον κήπο κι’ ο αργαλειός της κυρά Θώμαινας άρχισε ν’ αργοβροντά, σα να βαστούσε από τον πύργο απόβαθα το ρυθμό της ήσυχης ζωής. Ο Θώμος Κρανιάς, εκεί που έδενε με την καινούργια φλούδα τον κορμό, σταμάτησε: Κρίμα που δεν έκλεισε ακόμα τη σύνταξη! Ας πηγαίνανε στην οργή και τα πλιάτσικα και τα πεσκέσια και το κόμμα του Κρανιά.
Το κόμμα και το σόι του Κρανιά ήταν από τα παλιότερα στην επαρχία με τ’ ατέλειωτα βουνά και τους εννιά δήμους, ξακουστούς για τ ‘ αρχαιόπρεπα ονόματά τους, τα κόκκινα ξινόμηλα και τις μακριές καμπυλωτές μύτες των κατοίκων τους. Έναν απ’ αυτούς τους δήμους κυβέρνησε ο Θώμος Κρανιάς τέσσερα χρόνια μια φορά. Μα η ανάγκη το απαίτησε ν’ αφήσει αλλουνού την έννοια αυτή, η γυναίκα του σα να τραβήχτηκε και κείνη περσότερο από τον τίτλο της κυρά επαρχίνας κ’ έτσι η φαμελιά του Θώμου Κρανιά πήρε το ραβδί του στρατοκόπου και τριγύρισε κοντά δεκαπέντε χρόνια μπαγάγια και παιδιά σε κάμπους και βουνά και πέλαγα.
Το περιδιάβασμα κατάντησε να ξεκινά μοιραία από την πόλη αυτή κοντά στον ποταμό. Όχι γιατί ο Θώμος Κρανιάς είχε καημό σαν το γεροσουλιώτη ν’ αγναντεύει από το μπαλκόνι του επαρχείου μακριά τις άκρες των πατρικών βουνών -μεγαλύτερο καημό είχε όπου ήταν τα πεσκέσια πιο πολλά- μα από κείνα τα βουνά κατεβαίνανε και ξεχειμάζαν ένα γύρο στον κάμπο τα κοπάδια κ’ η αργατιά του τόπου του. Η αργατιά αυτή έστελνε βουλευτή τον ξάδερφό του, γι’ αυτό και κείνος, όταν ερχότανε στην εξουσία, βιαζότανε να στείλει εδώ έπαρχο το Θώμο. Αυτός ήταν ο λόγος που όταν άλλαζε η κυβέρνηση, από την πόλη εδώ κοντά στον ποταμό έπαιρνε τις περσότερες φορές το φύσημά του ο έπαρχος Κρανιάς. Μα τη φορά αυτή δεν μπόρεσε η αργατιά να στείλει στη Βουλή τον ξάδερφο κι’ αντίς το φύσημα που πρόσμενε, έλαβε ξαφνικά την πάψη του.
Αυτού απάνω βρέθηκε σωτηρία η κούλια του σουλιώτη καπετάνου. Στις δυο της κάμαρες έπρεπε να στρυμωχτεί όπως όπως η φαμελιά κ’ η πρώην επαρχίνα να στήσει στο κατώγι τον αργαλειό για τα προικιά της Φρόσως. Ήταν ο αργαλειός, όπου ύφανε η μάνα της και τα δικά της προικιά κ’ η επαρχίνα τον κουβαλούσε, χρήσιμο θυμητικό, όπου πήγαινε.
Έτσι τους βρήκε η άνοιξη κάτω από σκεπή δική τους.
Όσο κι’ αν ήτανε στενά εκεί μέσα, όμως ήταν ο αέρας, καθαρός και το απόμερο κ’ η μοναξιά σαν παραγγελμένα για να τρέχουν τα παιδιά ξυπόλυτα και να γλυτώνουν τα παπούτσια κ’ η πρώην επαρχίνα να κάνει μόνη με τη Φρόσω όλες τις δουλειές δίχως να τις βλέπει μάτι.
“Καλά βολευτήκαμε”, συλλογιζόταν ο Θώμος Κρανιάς, ενώ ξανάνιωνε τον κήπο και μια θλίψη έσμιγε μέσα του με τη χαρά της ώρας, που θ’ άλλαζε η κυβέρνηση και θα τον ξανάριχνε στο σήκω απίθω.

Η κυβέρνηση δεν άργησε ν’ αλλάξει. Ο Θώμος Κρανιάς ήρθε τρεχάτος ένα βράδυ στον πύργο με το μήνυμα κ’ η κυρά Θώμαινα άρχισε την άλλη μέρα να σιγοετοιμάζεται. Ο δισταγμός ήτανε μόνο αν τα μπαούλα θα δεθούνε για μακρινό ταξίδι ή μονάχα για το επαρχείο μέσα στην πόλη.
Απάνω αυτού όμως ήρθε το ανέλπιστο. Η νέα κυβέρνηση κατάργησε τα επαρχεία κι’ ο Θώμος Κρανιάς έπρεπε να στρέξει να πάει γραμματικός σε νομαρχία.
“Γραμματ’κός! Αδύνατοι!” φώναξε και ξαναφώναξε, ενώ η γυναίκα του μουρμούριζε:
“Νά ’τανε κάνε διαυτεντής!”
Το γράψανε του ξαδέρφου και προσμένανε. Μα όσο έπεφτε το μάτι στα πόδια των παιδιών και στα σύννεφα, που όλο και χαμηλώναν από τα βουνά, όσο έπαιρνε να δυναμώνει το βοριαδάκι της ποταμιάς κι’ ο μπακάλης να στέλνει να ζητά συχνότερα όσα του χρωστούσαν, άρχισε κ’ η κυρά Θώμαινα να πέφτει.
Μα η δυσκολία δεν ήτανε μόνο στο πως θά ’πεφτε η μύτη. Κάθε φορά που κόντευε να πείσει τον άντρα της, έβγαινε κείνος με το πρόβλημα:
“Δίχως νοίκι τζάμπα πια, δίχως τυχερά, δίχως πεσκέσια πώς θα τα βγάλουν πέρα έξη νομάτοι με το μιστό ξερό;”
Η γνωστικάδα της κυρά Θώμαινας ξαναβρήκε τη λύση: “Να πάει ο άντρας της μοναχός στη θέση του. Αυτή και τα παιδιά, με τα λιγοστά που θα τους στέλνει, θα οικονομηθούνε καλύτερα εδώ στην ερημιά παρά στην πολιτεία, όπου θέλουνε λούσα, φορέματα, σπίτι καλό και χώρια δούλα. Εκεί πρέπει να φαίνουνται καθώς αξίζει στη θέση τους και στ’ όνομα της φαμελιάς. Εδώ συνηθίσαν, εδώ, όπως και να ζούνε, τους ξέρει και τους τιμά όλος ο κόσμος.
Ο Θώμος Κρανιάς αναγνώρισε τη λογική και με καρδιά θλιμμένη παράτησε τον πύργο του ακροπόταμου και το σκάλισμα στον κήπο. Ο χωρισμός δεν ήταν και για τη γυναίκα του λιγότερο πικρός κ’ ήρθανε στιγμές που μετάνοιωσε για την απόφασή της. Μα οι λόγοι που έφερε στον άντρα της δεν ήταν οι μόνοι που την κάμανε να πάρει τέτοια απόφαση. Η κυρά Θώμαινα είχε στο νου της και κάτι άλλο το ίδιο πράμα που την έκαμε πρωτύτερα να προτιμήσει τη στενή κούλια του σουλιώτη από την απλοχωριά του αρχοντικού της αδερφής της στο χωριό. Ένα πλουσιόπαιδο του τόπου εδώ τριγύριζε τη Φρόσω από καιρό, από τότε που κατοικούσαν ακόμα στο επαρχείο. Στο πρώτο δεν της άρεσε της μάνας. Η σειρά της θυγατέρας της δεν ήτανε να κρεμιέται στα παράθυρα. Τη φοβέριξε πως θα της κόψει τα μαλλιά, πως θα βάλει τον πατέρα της να τη λιανίσει, μια μέρα κιόλας που την ξαδιαντράπηκε της άστραψε η ίδια δυο τρεις στα μάγουλα.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα