Καρβέλης Τάκης, Δεύτερη ανάγνωση. Κριτικά κείμενα
 
Τομ. Β΄, Αθήνα 1991, Σοκόλης. «Κων/νος Θεοτόκης – Κων/νος Χατζόπουλος. Συγκριτική επισκόπηση του έργου τους». Σσ. 39-42
 
 
 

Ιδεολογική πρόθεση και καλλιτεχνική εφαρμογή

 

Κρίνοντας τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη ο Χατζόπουλος τη θεωρεί "το αρτιότερο, το δυνατότερο και ωραιότερο απ' όσα ξέρω του Παπαδιαμάντη, μια δημιουργία γνήσια και αυστηρά ρεαλιστική, άμα με το ρεαλισμό δεν εννοούμε το πνίξιμο κάθε ποίησης, αλλά τη φυσική σύνθεση της ζωής, το πιθανό ξετύλιγμα των περιστατικών, τη δημιουργία ζωντανών, υπάρξιμων ανθρώπων. Ο ρεαλισμός του Παπαδιαμάντη ξέρει να βλέπει τον κόσμο σε όλο το βάθος του, τη σκληρότητα της ύπαρξης σε όλη της την έκταση, το άχαρο και θλιβερό της ζωής σε όλη την τραγικότητα του. Ένας αδιάκοπος αγώνας του ανθρώπου μονάχα για τη συντήρηση, ένας αγώνας που σβήνει κάθε άλλο αίσθημα, συντρίβει κάθε δεσμό, πνίγει κάθε ανθρώπινη ευγένεια, κάθε παραδομένη αρετή".

Σοβαρά επίσης τον απασχολούσε ο κίνδυνος να νοθευτεί η τέχνη του από τις ιδεολογικές του προθέσεις. Δυο αποσπάσματα, το ένα από επιστολή του στον Ν. Γιαννιό (Μόναχο, 24.5. 1908) και το δεύτερο από κριτική του για το δράμα του Σπύρου Μελά Το άσπρο και το μαύρο αντικατοπτρίζουν τους προβληματισμούς και τις απόψεις του:

 

α) "Όσο για τη φιλολογική προπαγάντα τί να σου πω. Θαρρώ αυτή την προσδιορίζει, όπως και την παραγωγή, το ένστιχτο και το αίστημα. Μπάζοντας τα κοινωνικά τέτια χωρίς να φαίνεται η τεντέντζα [=πρόθεση] ή δίχως να ξεχνιέται η τέχνη, θάταν όνειρο. Μα από τις ωραίο αερολογίες εγώ τουλάχιστο θα προτιμούσα έστω και τεντέντζα".

β) "Η κοινωνική σάτυρα συνηθίζει να δείχνει την εικόνα αφίνοντάς την να ξεβγεί μονάχη από τα περιστατικά, η τέχνη γυρέβει ν' ανυψώνει μόνο τα πράγματα συγκεντρώνοντας και χρωματίζοντας τα ζωηρότερα. Ο Μελάς όμως τραβά μακρύτερα: τα παρασέρνει στο σκοπό του [...]. Μπροστά στο άσπρο και στο μαύρο της ιδέας του αμελεί μπορεί να πει κανείς το άσπρο και το μαύρο, το φως και τη σκιά της εικόνας κι έτσι αυτή ενεργεί ανήσυχα και ταραγμένα. Δεν περιμένει να μας δειχτεί μόνη με την τεχνική παράσταση της η ηθική ερημιά της αθηνέικης αστικής ζωής, που θέλει να παρουσιάσει, μα βιάζεται και την καταγγέλλει".

 

Τα παραπάνω συνιστούν και τις αισθητικές απόψεις του Χατζόπουλου, που εκφράστηκαν με το πεζογραφικό του έργο. Με δάση αυτό το έργο και τις απαραίτητες τροποποιήσεις και προεκτάσεις των κριτικών του απόψεων, μπορούμε να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του και των εξυπονοούμενων προθέσεων του δημιουργού του, που συνίστανται στα εξής:

1. Ο Χατζόπουλος φροντίζει πάντοτε να αποκρύπτει τις προθέσεις του.

2. Στόχος του είναι το κάθε έργο του να γίνει μια δημιουργία γνήσια και αυστηρά ρεαλιστική. Ο ρεαλισμός αυτός εννοείται ως εξής:

α) Δεν καταλήγει στο πνίξιμο κάθε ποίησης.

β) Αποτελεί μια φυσική σύνθεση της ζωής, επιμένει στην πιθανοφάνεια των περιστατικών και αποβλέπει στη δημιουργία ζωντανών, υπαρκτών ανθρώπων.

γ) Βλέπει τον κόσμο σε όλο το βάθος του, τη σκληρότητα της ύπαρξης σε όλη της την έκταση, το άχαρο και θλιβερό της ζωής σε όλη την τραγικότητα του.

δ) Ρίχνει φως στις οικονομικές συνθήκες και γενικότερα στις πιέσεις του περιβάλλοντος, που περισφίγγουν ασφυκτικά τον άνθρωπο και μετατρέπουν τη ζωή του σ' ένα αδιάκοπο αγώνα μονάχα για τη συντήρηση, αγώνα που σβήνει κάθε άλλο αίσθημα, συντρίβει κάθε δεσμό, πνίγει κάθε ανθρώπινη ευγένεια, κάθε παραδομένη αρετή.

ε) Διεκτραγωδεί, ειδικότερα, την ελεεινή μοίρα της γυναίκας.

 

Η μελέτη του έργου του, πράγματι, πείθει ότι, ανεξάρτητα από την ποιότητα του καλλιτεχνικού αποτελέσματος στα διάφορα πεζογραφήματά του -διηγήματα, νουβέλες ή μυθιστορήματα- ο Χατζόπουλος φροντίζει πάντοτε ν' αποκρύψει τις βαθύτερες προθέσεις του. Ακόμη και στο διήγημά του "Αντάρτης", που αποτελεί και την πρώτη πεζογραφική του δημιουργία, και στη νουβέλα Υπεράνθρωπος, τα οποία, σε σύγκριση με το υπόλοιπο έργο του, πνίγουν κάπως την ποίηση, που τόσο επίμονα καλλιέργησε με τη γλώσσα και τη λεπτή και διακριτική διείσδυση στο βυθό των προσώπων και των πραγμάτων, είναι φανερή η προσπάθειά του να εντάξει τις προθέσεις του στο πλαίσιο της εξιστόρησης περιστατικών που η ταύτιση του συγγραφέα με τον αφηγητή ("Αντάρτης") ή με το παραπλανητικό προσωπείο του (Υπεράνθρωπος) αφήνει, ως ένα σημείο, εκτεθειμένη τη διάθεσή του είτε να διεκτραγωδήσει την αθλιότητα των πολιτικών και στρατιωτικών πραγμάτων στην Ελλάδα του 1897 είτε να σατιρίσει τη στρέβλωση των νιτσεϊκών θεωριών. Στα υπόλοιπα επισημαίνουμε μια σταθερή και εμφανή βελτίωση: η απόσταση ανάμεσα στην πρόθεση και στην τέχνη, από έργο σε έργο, ελαττώνεται συνεχώς, ωσότου η πρώτη εξαφανισθεί και η δεύτερη την αφομοιώσει εντελώς.

Το έργο του Θεοτόκη, αντίθετα, μπορούμε να το χωρίσουμε σε δύο ευδιάκριτες κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν τα Διηγήματα και η νουβέλα Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, στη δεύτερη τα πεζογραφήματα Η τιμή και το χρήμα, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους και Κατάδικος. Τα πρώτα ξεχωρίζουν από τα δεύτερα ως προς τα εξής κυρίως: α) Τα πρώτα είτε δεν υπακούουν σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη πρόθεση είτε αυτή εξαφανίζεται εντελώς από το βάρος του σκληρού υλικού των πραγμάτων και της αναπαραστατικής δύναμης της τέχνης· τα δεύτερα απηχούν, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, είτε τη σοσιαλιστική ιδεολογία του συγγραφέα (Η τιμή και το χρήμα, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους), είτε μια χριστιανικά διαποτισμένη φιλοσοφική στάση (Κατάδικος). β) Το αποτέλεσμα είναι εμφανές στη δομή του λόγου και στην ψυχογράφηση των προσώπων: στα πρώτα ο λόγος γίνεται αδρός, άμεσος και δραστικός· η ψυχογράφηση των προσώπων, αδρομερής ή ενδελεχής (τα "Πίστομα" και "Αγάπη παράνομη" αντιστοιχούν σ' αυτές τις δυο ακραίες περιπτώσεις), συνυφαίνεται με τη δράση και τις δραματικές συγκρούσεις, μέσα από τις οποίες ο Θεοτόκης στοχεύει πάντοτε προς την καλλιτεχνική κάθαρση· στα δεύτερα είτε χάνει κάπως την αδρότηταά του (Η τιμή και το χρήμα) ή ως ένα βαθμό σχηματοποιείται (Κατάδικος) είτε αποδυναμώνεται και χαλαρώνει (το αποτέλεσμα εξαρτάται από το βαθμό αποστασιοποίησης ή της ταύτισης του συγγραφέα με τον αφηγητή του και τα δρώμενα). Ας σημειωθεί πάντως ότι η ανωτέρω διάκριση, σχηματική κατ' ανάγκην, που κλίνει σαφώς υπέρ της πρώτης κατηγορίας, δεν υποδηλώνει και την αμφισβήτηση των αναμφίβολων αρετών των πεζογραφημάτων της δεύτερης κατηγορίας.