Θέμελης Νίκος
Η Ανατροπή
 
 
Η ανατροπή, Εκδόσεις Κέδρος 2002, Σσ.63-230, Πρώτη Έκδοση Έργου:2000
 
 
II
Πρώτα τα γράμματα
κι η ανατροφή, μετά τα όπλα

Αλλού η είδηση είχε άλλη τύχη. Έφθασε με καθυστέρηση κάποιων ημερών κι ας ήταν η απόσταση μικρότερη από την Πόλη μέχρι τη Μακεδονία. Στη Σαλονίκη στάθηκε μια ολόκληρη ημέρα προτού συνεχίσει δυτικά για την Κοζάνη και τα άλλα μέρη. "Παραιτήθηκε ο Ιωακείμ, παραιτήθηκε ο Πατριάρχης", φώναξε σαν τελάλης κάτω απ’ τον πλάτανο ο γιος του πεταλωτή και συνέχισε σκούζοντας και τρέχοντας πάνω κάτω στης αγοράς τα σκαλοπάτια. Μπαινόβγαινε στα στενά της, άνοιγε τη μια ύστερα από την άλλη των μαγαζιών τις πόρτες, έχωνε τα αναψοκοκκινισμένα μούτρα του λαχανιασμένος, πέταγε την είδηση κι εξαφανιζόταν, μέχρι που έσβησε στην ανηφοριά μαζί με τη φωνή και ο απόηχός της. Λίγο αργότερα ακούστηκε ξανά ν’ αντιλαλεί για κάμποσες φορές στον πάνω μαχαλά, πότε στη γούβα, πότε στα τρία πηγάδια σαν διάγγελμα θανάτου. Και το χιόνι ακόμη στοιβαγμένο, παγωμένο από μέρες στις σκεπές των σπιτιών, τις ράχες των μαντρότοιχων, στους δρόμους, στα κατάγυμνα υψώματα, που έζωναν την πόλη, έστελνε τη φωνή παντού με καθαρότητα, μεγάλωνε την απόσταση της αντοχής της.
Στους καφενέδες, στα μπαρμπέρικα, στα χάνια, στους φούρνους και στα φαρμακεία, από τον πλάτανο της κάτω γειτονιάς μέχρι τον πλάτανο της Χώρας, το μαντάτο σάρωνε κάθε συζήτηση που έβρισκε μπροστά του. Πραματευτάδες, καραβανάρηδες και αγωγιάτες αφήναν στη μέση τις συναλλαγές και τις συνεννοήσεις και πιάναν να ρωτούν, να σχολιάζουν και να κρίνουν. Κάποιοι φορτώσαν βιαστικά και φύγαν μάνι μάνι. Στα σιδεράδικα, στην είσοδο της πόλης, οι γύφτοι χριστιανοί σταμάτησαν να χτυπούν το σίδερο στ’ αμόνι, να βιάζουν το μουχάνι. Οι μάστοροι απ’ το Ντολό που ύψωναν το καμπαναριό παράτησαν τη λάσπη. Στα γουναράδικα οι ραφτάδες κάναν στην άκρη το σωρό τα κομματάκια γούνας που με υπομονή ξεδιάλεγαν, ταξινομούσαν και συρράψαν και κάρφωσαν πάνω στον πάγκο τις βελόνες. Όσοι ήτανε έτοιμοι να βάλουνε υπογραφή, το ξανασκέφτηκαν, ακούμπησαν αργά στο πλάι την πένα. Όσα κιτάπια ήταν ανοικτά, το ένα μετά το άλλο κλείσαν. Κάποιοι σταμάτησαν να ξεδιπλώνουν την επιστολή που μόλις είχαν λάβει και άλλοι να λιώνουνε το βουλοκέρι γι’ αυτήν που είχαν ετοιμάσει. Όσοι μετράγαν γρόσια, δραχμές, λίρες κάθε λογιών, τα γύρισαν μες στο πουγκί τους. Κλειδιά κάνανε μια και δυο στροφές στις κλειδαριές τους. Προσθέσεις μείνανε μετέωρες μ’ αβέβαιο το άθροισμά τους, πολλαπλασιασμοί διακόπηκαν, δε βρήκαν το γινόμενό τους. Η προκομμένη Σιάτιστα - το Φλωροχώρι όπως τη λέγαν στην Ευρώπη - σταμάτησε για λίγες ώρες να πλουταίνει.
Μεμιάς φουντώσανε οι φήμες για τους λόγους της παραίτησης Να λέγονται, ν’ ακούγονται οι εξηγήσεις, οι βεβαιότητες, χαλάζι οι εικασίες. Νταμπλάς, καρδιά, πίεση που δεν έλεγε να πέσει, βαριά παράξενη ασθένεια διέγνωσαν οι γεροντότεροι, κάποιοι παχύσαρκοι και οι χήρες. Διχόνοια στο Φανάρι ανάμεσα σε κληρικούς και λαϊκούς, είπαν στα γουναράδικα. Κατ’ άλλη εκδοχή, που έβρισκε απήχηση στο καφενείο και στο φαρμακείο, αιτία ήταν η διχόνοια ανάμεσα σ’ αυτούς που βλέπαν το Πατριαρχείο κορόνα της Ορθοδοξίας και σ’ εκείνους που το θέλανε ταγμένο στην υπόθεση του έθνους. Οι πιο πολλοί, ωστόσο, πίστευαν πως πίσω απ’ όλα κρύβονταν άλλοτε οι Βούλγαροι κι άλλοτε η Πύλη. Άλλες ακραίες εκδοχές, πως τον πιάσανε γιατί τάχα εξύφαινε συνωμοσία κατά του σουλτάνου ή ακόμα πως αιφνίδια αποδήμησε και το απόκρυβαν μέχρι να μαγειρέψουν τη διαδοχή του, να χρεώνονται επιτήδεια από κάθε γειτονιά, σε λόγια που κυκλοφορούσαν μόνο στον άλλο μαχαλά.
Μέχρι το βράδυ είχαν ξεδιαλύνει την αιτία. Τη διασταύρωσαν απανωτά δυο και τρεις φορές απ’ τους καραβανάρηδες που φθάσανε την ίδια μέρα, στο τέλος κι από τον Γιάννη τον μηχανικό που είχε έρθει με το σούρουπο απ’ την Κοζάνη. Η Πύλη περιόριζε συνεχώς τα προνόμια του Πατριάρχη, προνόμια που είχαν κατακτηθεί με κόπους πριν τόσα χρόνια. Ο ίδιος δεν άντεχε άλλο τις πιέσεις, τους περιορισμούς και τις αυθαιρεσίες. Ένιωσε τις ευθύνες να τον πνίγουν, οι περιστάσεις να τον ξεπερνούν κι έδωσε την παραίτησή του.
Ο Ευάγγελος Σιατζιστιανός, προύχοντας σεβαστός και εύπραγος στη Σιάτιστα, με το που πάτησε το πόδι του στο αρχοντικό του, βρήκε ένα μήνυμα του δεσπότη να τον περιμένει. Ήθελε να μιλήσουνε για τον Πατριάρχη και τους φόβους του, για την κατάσταση στα σχολεία και τις ανησυχίες του, για τα πράγματα γενικά, για όλα. Αναζήτησε το ίδιο βράδυ κιόλας τον δεσπότη. Έριξε την κάπα του την καθημερινή στους ώμους, πήρε τη μαγκούρα του και χωρίς να δώσει εξήγηση στη γυναίκα του, που προσπαθούσε να του σηκώσει τους γιακάδες και ανήσυχη τον ρώταγε πού πήγαινε έτσι άξαφνα, προχωρημένη ώρα, βγήκε έξω τραντάζοντας πίσω του τη δρύινη αυλόθυρα και όσο χιόνι είχε μαζέψει από πάνω στο στεγάδι. Απότομα ο καιρός είχε κλείσει όλον τον κόσμο από νωρίς μες στους οντάδες. Μπερντέδες σ’ όλα τα παράθυρα, για να κρατήσουνε τη ζεστασιά όσο γινόταν, έκρυβαν και τα λίγα φώτα που θα μπορούσαν πίσω από τα τζάμια να φωτίζουν. Μοναδικό σημάδι ζωής στο δρόμο η μυρωδιά του ξύλου που καιγότανε παντού και μοσχομύριζε μέσα στη νύχτα. Τράβηξε κατά τη Μητρόπολη, τη βρήκε θεοσκότεινη. Δεν πτοήθηκε, πάσκισε να διακρίνει κάποια ανταύγειά πίσω από τα κλειστά κανάτια. Μάταια χτύπησε με το ματσούκι πορτόφυλλα και κάγκελα, πιστεύοντας ότι ίσως να κρύβανε από μέσα τους αυτιά που θα μπορούσανε να ακούσουν. Απόκριση καμία.
Κάποιος περαστικός που τον είδε να γυροφέρνει στην αυλή, να καλεί μες στο σκοτάδι τον δεσπότη, ν’ αφουγκράζεται πάνω στην πόρτα, του φώναξε πως ο Αθανάσιος ήτανε στην Αγία Παρασκευή και ο Ευάγγελος καληνυχτίζοντάς τον, δίχως άλλη κουβέντα, πήρε το δρόμο βιαστικά για τη Γεράνεια. Πριν δρασκελίσει την αυλή της εκκλησιάς, διέκρινε λίγο πιο δίπλα από τον πλάτανο του κάτω μαχαλά κάποια σκιά στα μαύρα να κουλαντρίζει μέσα στο σκοτάδι. Πλησίασε μέχρι που αναγνώρισε τον παπα-Διαμαντή από τη Σέλτσα, σχεδόν να τρέμει από το κρύο, να προσπαθεί να δέσει το μουλάρι του στη βρύση και από την παγωνιά τα χέρια του να μην μπορούν να κάνουν κόμπο. "Τι τρέχει, παπά, και έκανες μέσα στη νύχτα τόσο δρόμο; Δεν είσαι πια όπως παλιά." Και ο παπα-Διαμαντής του αποκρίθηκε: "Ευάγγελε, τα ’μαθες; Παραιτήθηκε ο Πατριάρχης!" και του παρέδωσε τα γκέμια.
Ο Αθανάσιος, Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης, είχε λάβει ήδη πριν τέσσερα χρόνια το μήνυμα της Πύλης. Όσο κι αν διάβαζε και ξαναδιάβαζε το βεράτι για το διορισμό του, Πουθενά δεν έβρισκε τα πιο σημαντικά δικαιώματα που είχαν τόσοι και τόσοι μητροπολίτες, ν’ αποφασίζουν ή να μετέχουν στα συμβούλια που ήταν αρμόδια για τα κοινά στις επαρχίες της Ορθοδοξίας. Απ’ όλο το σαντζάκι των Σερβίων μόνο σ’ αυτόν είχε γίνει μια τέτοια προσβολή. Όπως κι απ’ το διπλανό σαντζάκι την ίδια μεταχείριση είχε γευθεί μόνο ο Κύριλλος της Καστορίας. Δεν το κατάπιαν τότε, αντέδρασαν όσο μπορούσαν. Οι διαμαρτυρίες όμως, όπως και τόσες άλλες, πνίγηκαν στα νερά του Βόσπορου. Η παραίτηση του Πατριάρχη ερχότανε μαζί με άλλα σύννεφα να τον ταράξει κι άλλο. Καθισμένος στο πρώτο στασίδι έξω από την πλαϊνή είσοδο του ιερού συλλογιζόταν μόνος του μέσα στο σύθαμπο που αφήνανε δυο τρία κεριά ακόμα αναμμένα. "Άσ’ τα ν’ αποκαούνε και σύρε σπίτι σου", είπε στην καντηλανάφτισσα, “Θα μείνω εγώ να τα φυλάω", και την απέπεμψε δίνοντάς της την ευχή του.
Το τρίξιμο της εξώθυρας τον έβγαλε από τους συλλογισμούς του. Έκπληκτος είδε στο απέναντί του κλίτος μπροστά να προχωρά ο Ευάγγελος, πίσω του ο παπα-Διαμαντής να τον κρατά απ’ τον αγκώνα και σαν χαμένοι να προσπαθούν να διακρίνουν μέσα στο σκοτάδι. Η έκπληξη του δεσπότη ήτανε διπλή με τον απρόσμενο ερχομό του παπα-Διαμαντή. Τα ’χαν τσουγκρίσει από καιρό και δε μιλιόνταν. Το ’ξεραν όλοι, ακόμη κι οι πέτρες. Όμως κανείς δεν ήξερε στη Σέλτσα ή αλλού να πει με σιγουριά και με το χέρι στη καρδιά ή στη Γραφή ποιος είχε δίκιο. Ο παπα-Διαμαντής, άνθρωπος που μεγάλωσε μέσα στη στέρηση και από ανέχεια οδηγήθηκε να ασπασθεί το σχήμα του ιερωμένου, ήξερε να εκτιμά τα αγαθά του ουρανού, τους κόπους του ανθρώπου, να τα φυλάττει ως κόρη οφθαλμού, με σύνεση να τα ξοδεύει. Οικονόμος, σφιχτοχέρης μπορεί να λέγαν μερικοί, μέτραγε κι υπολόγιζε το καθετί. Έτσι και κάθε Κυριακή εκεί που τέλειωνε η λειτουργία, μετρούσε έναν προς έναν τους πιστούς μία και δυο φορές, για να ’ναι σίγουρος πόσα κεφάλια ήταν κι ανάλογα με τον αριθμό έκοβε τότε και τα αντίδωρά τους. Τόσα ακριβώς όσα κεφάλια είχε μετρήσει.
Κάποιος συγχωριανός του, που ενοχλήθηκε από τη συνήθεια εκείνη, δύστροπος και κακογερασμένος όπως ήταν, μπορεί κι από τα χρόνια τα πολλά μισοχαμένος, έκανε μπρος στο εκκλησίασμα παρατήρηση στον παπα-Διαμαντή πως ήτανε τσιγκούνης, πως η ενορία δεν ήτανε τόσο φτωχή ώστε να μην μπορεί απλόχερα να δίνει κάθε Σάββατο ακόμα ένα πρόσφορο για τις ανάγκες των πιστών της επομένης. Ο παπα-Διαμαντής του αποκρίθηκε πως το αντίδωρο δεν ήτανε για χόρταση, ο άλλος σαν να μην άκουσε, άπλωσε το χέρι του και χούφτωσε τέσσερα πέντε. Ο παπα-Διαμαντής δε μίλησε. Την επομένη Κυριακή ο εριστικός συγχωριανός από το ποίμνιό του, μονολογώντας ενοχλητικά τη γνώμη του, που τη συγκάλυπτε ωστόσο η ψαλμωδία, άπλωσε πάλι το χέρι του στο πανεράκι την ώρα της περιφοράς και χούφτωσε πέντε έξι αντίδωρα, το ένα μάλιστα του ’πεσε χάμω, κοιτώντας αδιάφορα τον παπα-Διαμαντή που κόντεψε να σκάσει.
Όταν επανελήφθη το ίδιο περιστατικό για τρίτη Κυριακή, ο παπα-Διαμαντής θυμίαζε μπρος στην εικόνα της Κοιμήσεως, γύρισε με μια κίνηση αριστοτεχνική φέρνοντας βόλτα το θυμιατό και το ’σκασε στο κούτελο του αμνού του. Εκείνος τρέκλισε λιγάκι, έχασε την ισορροπία του και έπεσε μπρούμυτα στα σκαλοπάτια μπρος στο τέμπλο. Άνοιξε η μύτη του, μια γυναίκα τσίριξε: "αίμα!" και οι υπόλοιπες μουγκές απ’ την εικόνα που αντίκρισαν μπροστά τους, αδειάσανε την εκκλησιά αμέσως. Οι άντρες τρέξανε και τον σηκώσαν. Ο παπα-Διαμαντής τον περιποιήθηκε με τη γενναιοψυχία αυτού που είχε νικήσει.
Βούιξε ο τόπος από τα Γρεβενά ίσαμε την Κοζάνη για εκείνο το περιστατικό. Παπάς χτύπησε με το θυμιατό πιστό, για ένα αντίδωρο η διαφορά τους. Ο παπα-Διαμαντής δεν καταδέχτηκε να υποκριθεί πως το συμβάν ήταν τυχαίο μήτε να δικαιολογηθεί πως έφταιγε η ώρα η κακιά. "Για τον χορτάτο τα αντίδωρα δεν περισσεύουν, του πρέπει μόνο ένα", είπε κι επέμεινε ακλόνητος μέχρι το τέλος. Ο δεσπότης είπε πως ν’ αρνηθεί αντίδωρο ήταν ανήκουστο, διπλά τριπλά ανήκουστη η βία παπά σε γέρο. Καθένας είχε δίκιο, με όσα πίστευε για τα πρέποντα και τα σωστά. Όσο κι αν μίλησαν άκρη δε βγήκε. Ο δεσπότης τιμώρησε τον παπα-Διαμαντή με αποχή από τα καθήκοντά του. Πεισμώσανε κι οι δυο τους, μουτρώσανε, κακιώσανε, πάψανε να μιλάνε. Ο κόσμος εχανότανε, μα αυτοί εκεί, γινάτι. Όσοι κι αν πέσανε ανάμεσά τους για να ξαναμονοιάσουνε, γιατί αυτό δεν ήταν πια παράδειγμα ανθρώπων του Θεού, τίποτα δεν καταφέραν.
Γι’ αυτό και η έκπληξη του δεσπότη, σαν είδε τον παπα-Διαμαντή μπροστά του να φιλά το χέρι του και να κάθεται χωρίς σχόλιο, βουβός στο διπλανό στασίδι. Ο δεσπότης άπλωσε το κομπολόι του στον παπά λέγοντας: "Πιάσε να κουνάς τα δάχτυλά σου, να κυλήσει το αίμα για να ζεσταθείς". Εκείνο το βράδυ ο δεσπότης κι ο παπάς ξαναφιλιώσανε και ο Ευάγγελος, αφού άναψε ένα κερί και προσκύνησε την εικόνα της Αγίας, έφερε αμέσως τη συζήτηση στα νέα από την Πόλη.
Η συνάντηση δεν κράτησε πολύ μέσα στην παγωμένη εκκλησία. Ο Ευάγγελος, ο δεσπότης και ο παπα-Διαμαντής μισοόρθιοι, μισοκαθιστοί στα στασίδια τα μιλήσανε, τα ζυγιάσανε και καταλήξαν. Τα πράγματα χαλάγαν αργά μα σταθερά. Κάτι έπρεπε να γίνει. Τα συμφωνήσανε το ίδιο βράδυ. Βγαίνοντας από την Αγία Παρασκευή ο Ευάγγελος παραπάτησε, κόντεψε να σωριαστεί πάνω στο πετρωμένο χιόνι που δεν έλεγε να απολιώσει. "Αργεί ακόμα η άνοιξη", σιγομουρμούρισε και τράβηξε μέσα στην παγωνιά την ανηφόρα για το σπιτικό του. Τον παπα-Διαμαντή τον κράτησε ο δεσπότης. Την άλλη μέρα Πρωί πρωί δυο νεωκόροι από τη Μητρόπολη και δύο παραγιοί απ’ το αρχοντικό του Ευάγγελου ξεκινήσανε για την αποστολή τους. Ένας στα Γρεβενά, ο άλλος στο Τσοτύλι και στην Καστοριά, ο τρίτος στην Κοζάνη και τα Σέρβια, ο τέταρτος στο Μπλάτσι. Το μήνυμα ήταν απλό: Σύναξη στο αρχοντικό του Ευάγγελου το Σάββατο σε δυο βδομάδες. Τα γνωστά πρόσωπα, έτσι όπως μαζεύονταν χρόνια τώρα, κάθε που ήτανε ανάγκη. Η Σιάτιστα, οχυρωμένη γύρω γύρω από βουνά με όσο πιο λίγα ξένα μάτια να παρακολουθούν, να υποψιάζονται, να σχολιάζουν, βόλευε για τέτοιες συναθροίσεις.
Μονάχα που δεν ήταν πια όλοι οι πρωτεργάτες της ιδέας στις επάλξεις. Στα δεκατέσσερα, μπορεί και δεκαπέντε, χρόνια της προσπάθειάς τους άλλοι πέθαναν, άλλοι κουράστηκαν και αποσυρθήκαν. Ιδίως κάποιοι που πίστευαν πως η μεγάλη τους ιδέα θα ’πρεπε να είχε στόχο την ένοπλη εξέγερση και απογοητεύτηκαν μετά τον άτυχο ξεσηκωμό του ’78, όταν το κίνημα του Ολύμπου έσβησε άδοξα και συμπαρέσυρε και το δικό τους. Ζήτημα να είχαν απομείνει απ’ τους πρώτους μία χούφτα. Όμως καινούριο αίμα αβίαστα μεταγγιζότανε, δε χρειαζόταν να ψάξουν. Εκείνοι διάλεγαν ποιους θέλαν να μυήσουν και ούτε μία φορά δεν πέσαν έξω στις επιλογές τους. Ούτε για την αποδοχή της πρότασης, μήτε για το ήθος, τη σύνεση, την εχεμύθεια, το ποιόν εκείνου στον οποίο εμπιστεύονταν το έργο που επιτελούσαν.
Εκτός απ’ τον πυρήνα αυτόν που αριθμούσε γύρω στους είκοσι νοματαίους στο σαντζάκι των Σερβίων και την Καστοριά μ’ επίκεντρο τη Σιάτιστα, ένας ολόκληρος κόσμος Ρωμιών άρχισε να υφαίνεται σιγά σιγά από την Πόλη, τη Χερσώνα, την Οδησσό, την Μπράιλα, το Γαλάτσι και το Βουκουρέστι, μέχρι το Βελιγράδι, το Σεμλίνο, το Κέτσκεμετ, το Μπρασόβ, τη Βουδαπέστη, τη Βιέννη, την Τεργέστη. Πλέκανε όλοι μαζί διακριτικά ένα δίχτυ συνεννόησης και αλληλεγγύης με έργο πρωταρχικά κοινωνικό. Εύρωστοι οικονομικά, άνθρωποι μορφωμένοι, έμποροι οι πιο πολλοί, που πίστευαν στην προσπάθεια κι αυτό αρκούσε. Κι αν δεν μπορούσανε πάντοτε από τα πέρατα του Αίμου και της Μαύρης Θάλασσας να τρέξουν, να ’ναι παρόντες, να πάρουνε ευθύνες κι αποφάσεις, ξέρανε να τις σέβονται και να ’ναι απ’ τους πρώτους πληρωτάδες σαν ήτανε ανάγκη.
Ευάγγελος στις προσφωνήσεις, σε γιορτές και σε εκδηλώσεις ανοικτές, κυρ Βαγγέλης στα γουναράδικα, στην αγορά και στα παζάρια, Βαγγέλη-γιέμ, οι γεροντότεροι, τον ξέραν όλοι.
Κυρίως για τη σύνεσή του και την προκοπή του, όταν θυμούνταν πως ξεκίνησε ξυπόλητος. Καραβανάρης στην αρχή, αμούστακο παιδί ακόμη, μπήκε σιγά σιγά στο εμπόριο της γούνας. Η συμπάθεια που του είχαν και στις δύο γειτονιές για την ανοιχτή του την καρδιά κι η προθυμία του να εξυπηρετεί συνήθως δίχως κέρδος, του βγήκε γρήγορα σε καλό. Σε όποια αναποδιά δουλειάς ή και παραγγελιάς η σκέψη έτρεχε αμέσως στον Βαγγέλη. Κι αυτός τους έβγαζε ασπροπρόσωπους, όσο μπορούσε.
Μέχρι που κάποτε ήρθαν τα πράγματα δεξιά σε τρεις χρονιές απανωτά, βοήθησε κι η τύχη κι ο Βαγγέλης πιάστηκε, πιάστηκε για τα καλά, χωρίς να φτιάξει πλούτη αλόγιστα κι αρχίσανε Ευάγγελο να τον αποκαλούνε. Η γενναιοδωρία του για τα σχολειά ακολούθησε και κόσμησε το όνομά του στη Σιάτιστα, στη
Σέλτσα, στο Μπλάτσι, στο Τσοτύλι.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα