Tonnet Henri, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος
 
μετάφραση Μαρίνα Καραμάνου, Αθήνα 1999, Πατάκης. Σσ. 193-197
 
 
 

Το Φθινόπωρο του Χατζόπουλου

 

Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920) είναι κεντρικήν προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων στις αρχές του αιώνα. Διευθύνει μαζί με το Γιάννη Καμπύση τα περιοδικά Τέχνη (1898-1899) και Διόνυσος (1982) και εισάγει στην Ελλάδα τη γερμανική σκέψη και την ιμπρεσιονιστική τέχνη.

Το μυθιστόρημά του Ο πύργος του Ακροπόταμου (1909) αποτελεί τη μετάβαση ανάμεσα στο ηθογραφικό διήγημα και το μυθιστόρημα της μοναξιάς των μικροαστών του 1900. Η δράση τοποθετείται σ' ένα μικρό επαρχιακό μέρος και σκιαγραφεί τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις τριών νεαρών κοριτσιών που έχουν απομείνει χωρίς αρσενικούς προστάτες στη μεγάλη αστική τους κατοικία. Ο πατέρας τους έχει πεθάνει, ο αδερφός τους τις εγκαταλείπει. Οι τρεις κοπέλες μάταια ψάχνουν να παντρευτούν, χωρίς να αποφεύγουν πάντα να εκτίθενται με νεαρούς στρατιωτικούς ενός γειτονικού στρατοπέδου. Η ζωή κυλά γύρω τους και αυτές την κοιτάζουν από το δωμάτιο του σπιτιού τους, όπου βρίσκονται σαν φυλακισμένες. Τελικά, καμία δεν παντρεύεται. Ακόμα πιο τραγικό τέλος από εκείνο της Ανθής, της ηρωίδας της Λυγερής του Καρκαβίτσα. Αυτό το μυθιστόρημα έχει ήδη δύο χαρακτηριστικά, που θα ξαναβρούμε στο Φθινόπωρο. Αντικειμενικά δε συμβαίνει σχεδόν τίποτα και όλο το ενδιαφέρον έχει μετατοπιστεί στον εσωτερικό κόσμο των προσώπων.

Το θέμα του Φθινοπώρου (1917) είναι πολύ απλό αυτό καθεαυτό. Ο Στέφανος είναι αρραβωνιασμένος με τη Μαρίκα, μια πολύ ευαίσθητη και φιλάσθενη κοπέλα. Ωστόσο, χωρίς να το πει στην αρραβωνιαστικιά του και χωρίς να το ομολογεί στον εαυτό του, αισθάνεται γοητευμένος από μια φίλη της Μαρίκας, την Ευανθία. Η Μαρίκα καταλαβαίνει τι συμβαίνει, η αβεβαιότητα όμως στην οποία την κρατάει ο Στέφανος τη βασανίζει. Δεν προσέχει την υγεία της, περνάει μια νύχτα μπροστά στο ανοιχτό παράθυρό της και πεθαίνει από αυτή τη σκόπιμη αμέλειά της.

Η μεγάλη καινοτομία του βιβλίου βρίσκεται στην τεχνική της διήγησης, που βασίζεται ολοκληρωτικά στην υποβολή. Ιδιαίτερα ο διάλογος πρέπει να διαβαστεί σε δύο επίπεδα: πίσω απ' αυτό που λέγεται, που είναι κοινότοπο, ο αναγνώστης πρέπει να μαντέψει αυτό που αποσιωπάται ή υπονοείται. Στην επόμενη σκηνή, πολύ χαρακτηριστική της ευαισθησίας της εποχής, τα δύο πρόσωπα είναι κλεισμένα σ' ένα δωμάτιο και δεν καταφέρνουν να πουν ευθέως μεταξύ τους αυτό που θα ήθελαν. Διάφορα συμβολικά στοιχεία -το τοπίο, π.χ., που φαίνεται από το παράθυρο- αποβαίνουν σημαντικά για ό,τι υπαινίσσεται ο συγγραφέας:

«Πώς μου αρέσει που σκοτείνιασε», ξαναψιθύρισε η Μαρίκα.

Δεν έπνεε πνοή, και ο λόγος φάνηκε στο Στέφανο σαν ψιθύρισμα της ίδιας θολωμένης ώρας. Δε μίλησε από φόβο μην ταράξη τη σιγή της. Έσκυψε μόνο στη Μαρίκα και της φίλησε το μέτωπο. Κ' έμειναν και οι δυο άφωνοι κοιτάζοντας στο μάκρος.

Έπειτα η Μαρίκα βάζοντας το χέρι γύρω στο λαιμό του:

«Στην ησυχία αυτή», είπε σιγά.

«Πόσο είμαι ευτυχισμένη», περίμενε ν' ακούση ο Στέφανος, μα η Μαρίκα αλλάζοντας τόνο μεμιάς και φέρνοντας το πρόσωπο σιμότερα προς το δικό του:

«Δεν ξέρω, Στέφανε, γιατί, μα με πειράζει το πολύ το φως κοντά σου», είπε και τον κοίταξε κατάματα.

Την κοίταζε και ο Στέφανος: το βλέμμα της είχε σαν κάποια ανησυχία, σαν κάποιο τρόμο, όπως και η φωνή της.

«Έμειναν έτσι μερικές στιγμές. Ο Στέφανος δεν έβρισκε τι να μιλήση. Μα όταν έκανε κάτι να πη∙

«Ω σώπα∙ κοίταζέ με μόνο», τον σταμάτησε η Μαρίκα, κ' έμειναν πάλι άφωνοι βλέποντας έξω. […] Μόνο τα φύλλα έτριξαν στα κλαδιά με ήχο ξερό σαν ξέσκισμα. […] Η Μαρίκα κοίταξε άφωνη το Στέφανο. Έπειτα έσκυψε στο παράθυρο: τα ξερά φύλλα είχαν γεμίσει την αυλή. Ο Στέφανος σα ν’ ανατρίχιασε. […] «Θα βρέξη», ψιθύρισε ο παππούς και κοίταζε έξω το βαρύ αέρα".

(κεφ. 9, έκδ. Π. Χάρη, σσ. 99-100)

Φαίνεται εδώ ότι το αντικείμενο που η λογοτεχνία προτίθεται να περιγράψει δεν είναι πια μόνο οι καθαρές ιδέες, αλλά και οι εντυπώσεις και ίσως αυτό που μετά βίας συνειδητοποιεί το πρόσωπο, αλλά που ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί. Το σύνολο αυτών των εντυπώσεων δεν είναι πολύ ευδιάκριτο, πράγμα που δηλώνεται από το ύφος με ορισμένες εκφράσεις που απαλύνουν και χρωματίζουν την κρίση («σαν ψιθύρισμα, σαν κάποια ανησυχία, σαν ν' ανατρίχιασε ), τη στιγμή που όλα φαίνονται να περιβάλλονται από ένα φως αβεβαιότητας. Αυτό επίσης υποβάλλεται από την εναλλαγή φωτός-σκοταδιού στη σκηνή, που μελετήθηκε καθαρά για να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα αμφιβολίας. Ο Χατζόπουλος δουλεύει το φωτισμό, τους διαλόγους, τις μετακινήσεις και τις κινήσεις των προσώπων του, σαν να σκηνοθετούσε ένα συμβολιστικό θεατρικό έργο.

Το τοπίο παίζει πάλι το ρόλο που είχε την εποχή του ρομαντισμού. Τα πρόσωπα προβάλλουν σ' αυτό τα συναισθήματά τους, τους φόβους τους η ακόμα και τα ερωτηματικά τους. Η ατμόσφαιρα της επικείμενης καταιγίδας που βασιλεύει εδώ αντιστοιχεί ακριβώς με την πνευματική κατάσταση των πρωταγωνιστών. Το σκοτάδι ταιριάζει στη Μαρίκα, που τυφλώνεται. Το δέντρο που χάνει τα φύλλα του είναι το ολοφάνερο σύμβολο του τέλους του έρωτα των δύο νέων.

Ο διάλογος χαρακτηρίζεται από μια εμφανή κοινοτοπία και από έντονη συναισθηματική φόρτιση, που μετατρέπει την παραμικρή παρατήρηση σε σοβαρή πρόταση φορτωμένη με απειλές: «Θα βρέξει» λέει ο παππούς, φράση που ηχεί σαν αναγγελία μιας μεγάλης καταστροφής. Φαίνεται ότι όλα τα λόγια είναι «παγιδευμένα» από τραγικές ερμηνείες.

Κινήσεις, χειρονομίες και βλέμματα πρέπει να ερμηνευτούν. Έτσι, στο ζευγάρι του Στέφανου και της Μαρίκας το παθητικό πρόσωπο είναι ο Στέφανος. Αυτό το δηλώνουν οι χειρονομίες. Ο νέος αφήνει τη Μαρίκα να τον πιάσει από το λαιμό. Κι αυτός της δίνει μόνο ένα φιλί στο μέτωπο, πράγμα που δε φαίνεται καθόλου σαν ένδειξη αγάπης αλλά σαν ένας τρόπος για να κρατήσει τη Μαρίκα σε απόσταση. Η εναλλαγή των λόγων και των παύσεων είναι επίσης γεμάτη νόημα. Στην αρχή ο Στέφανος δε μιλάει καθόλου,  από φόβο μην ταράξη τη σιγή της», όπως σίγουρα πιστεύει, στην πραγματικότητα όμως αποφεύγει να μιλήσει, για να μη φανεί ψεύτης από τον τόνο της φωνής του. Και, τη στιγμή που πάει να εκφραστεί, η Μαρίκα τον διακόπτει: «Ω σώπα∙ κοίταζέ με μόνο». Φοβάται αυτό που θα της αποκάλυπτε ο τόνος των λόγων του. Γι' αυτήν, τα βλέμματα του Στέφανου είναι το ίδιο επικίνδυνα. Ενώ παλαιότερα αναζητούσε τα μάτια του νέου, τώρα τα αποφεύγει. Δεν της αρέσει το πολύ φως κοντά στο πρόσωπό του∙ για τον ίδιο λόγο ο Καβάφης δεν ήθελε να βρει τα «παράθυρα», από φόβο για το δυσάρεστο που το φως θα μπορούσε να του αποκαλύψει. Μην μπορώντας να τον κοιτάξει, η Μαρίκα θα ευχόταν να επικοινωνεί με το Στέφανο ατενίζοντας το ίδιο θέαμα μ' αυτόν. Το εξωτερικό θέαμα όμως αντανακλά, με συμβολική μορφή, την ίδια τους την αγωνία.