Φραγκόπουλος Θ. Δ., «Ο Καζαντζάκης και το ύψιστο στοίχημα»
 
Καζαντζάκης Νίκος, [Αφιέρωμα], Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1977. Σσ. 44-57
 
 
 

Αν ήταν να κρίνει τον Καζαντζάκη κανείς μόνο από τις κρίσεις εκείνες που δημοσιεύτηκαν την εποχή που πρωτοπαρουσιάστηκαν τα έργα του, το μόνο συμπέρασμα που θα μπορούσε να συναγάγει είναι πως πρέπει να ήταν ένα πολύ αμφιλεγόμενο πρόσωπο, μια πνευματική προσωπικότητα που προκαλούσε πάθη, συζητήσεις, αντιγνωμίες. Κανένα έργο του, από κείνα που τυπώνονται πριν από τα 1940, δεν μοιάζει να συνάντησε την γενική αποδοχή, εκτός ίσως από τα ταξιδιωτικά του.  Ίσως για τούτο να ευθύνεται η απρόσμενα ιδιότυπη γλωσσική τους ενδυμασία, το στοχαστικό τους βάθος (που ωστόσο δεν ερείδεται σε καμιά συγκεκριμένη ιδεολογία) ή η εμμονή του Καζαντζάκη να μην ενταχθεί κάτω από οποιαδήποτε στράτευση.  Η έλλειψη αυτή της κοινής αποδοχής του -για μας τους νεώτερους, αδιαμφισβήτητου- ταλέντου του, οι έντονες συζητήσεις που προκάλεσε πάντοτε η παρουσία του, αντικατοπτρίζονται επιγραμματικά σε μια περιπέτεια, που ο γράφων την έζησε από πολύ κοντά: ένας μελετητής του, και φανατικός στην αρχή θαυμαστής του, αναγγέλλει το 1942 ή 1943 μια σειρά διαλέξεων για την  «Οδύσσειά» του. Οι δυο πρώτες διαλέξεις είναι εκθειαστικές, υπερβολικά μάλιστα. στην τρίτη διάλεξη, ο ομιλητής ξαφνιάζει το ακροατήριό του με μιαν έντονη επίθεση εναντίον του μέχρι χθες ακόμα ειδώλου του· και στην τέταρτη, τον ανασκολοπίζει διαμπάξ. Στις απορίες του έκπληκτου κοινού του, ο ομιλητής (πρόκειται για τον πολύ αξιόλογο φιλόλογο Βασίλη Λαούρδα, που πέθανε πριν λίγα χρόνια, και που ο γράφων ευτύχησε να τον έχει καθηγητή του στο γυμνάσιο) απαντάει με αξιομνημόνευτο θάρρος πως μέσα από την μελέτη της «Οδύσσειας» πείσθηκε για το νιχιλιστικό και διαβρωμένο από την στείρα άρνηση χαρακτήρα του έργου του Καζαντζάκη, που αποτελεί ολέθριο παράδειγμα για τον τόπο. Επειδή η πνευματική εντιμότητα του Β. Λαούρδα ήταν και είναι εκτός πάσης αμφιβήτησης, είναι επόμενο να σκεφτεί κανείς πως αυτή η αναστροφή της κρίσης του, που τυχαίνει να πραγματοποιείται ακριβώς κατά τη διάρκεια μιας προγραμματισμένης σειράς ομιλιών, καθρεφτίζει και την προσωπική πνευματική περιπέτεια του ομιλητή, καθώς εκθέτει τον εαυτό του σε μιαν εγγύτερη και βαθύτερη επαφή με το έργο του Καζαντζάκη. Και τούτη την αμφιθυμικότητα, που ο Βασίλης Λαούρδας έχει το θάρρος και την αξιέπαινη τιμιότητα να παρουσιάσει κατά τρόπο πανηγυρικά δημόσιο, άλλοι κριτικοί την εκφράζουν είτε με μια συστολή και επιφυλακτικότητα κρίσεων μπροστά στο έργο του, είτε -και κυρίως- με μια, προσπάθεια ψαλλιδίσματος του έργου του ώστε να το φτάσουν στα δικά τους μέτρα. Εάν ανατρέξουμε στις κρίσεις που υποδέχτηκαν τον «Όφι και Κρίνο», τις τρεις πρώτες τραγωδίες του, τον «Πρωτομάστορα», την «Ασκητική», αλλά και την «Οδύσσεια», θα δούμε τόσο το δισταγμό, όσο και την υποβάθμιση τούτη των συγχρόνων του.

Αλλά ευτυχώς, ο Καζαντζάκης, ξεπέρασε το πρωτοδικείο της Κριτικής και στάθηκε στο εφετείο του Χρόνου. Και εναπόκειται πια σε μια άλλη, μεταγενέστερη γενιά, τη γενιά που ίσα - ίσα πρόφτασε να τον γνωρίσει προσωπικά, πριν η Φήμη και η Ξενητειά τον πάρουν για δικό τους, τη δική μου γενιά, να βγάλει ένα συμπέρασμα για την προσφορά του. Το ό,τι ήταν, για την εποχή του, σημείο αμφιλεγόμενο, δεν μοιάζει να αφορά και πολύ τούτη τη γενιά· άλλωστε οι πράγματι σημαντικοί πνευματικοί δημιουργοί είναι και αμφιλεγόμενα σημεία στον καιρό τους. Κανένας δεν αμφισβητεί, στην εποχή τους, τον Πορφύρα ή τον Δροσίνη, αλλά πολλοί - σχεδόν όλοι, με εξαίρεση τον Ξενόπουλο! - τον Καβάφη. Το συμπέρασμα ας το βγάλει ο αναγνώστης μόνος του.

Σημείο αμφιλεγόμενο, λοιπόν. Θα προσπαθήσω να βρω τη συνισταμένη των αντινομιών που τον κάνουν να φαντάζει παρά τις  τόσο  φανερές  πνευματικές αρετές του, αντικείμενο μιας αμήχανης απορίας από μέρους της κριτικής. Και όχι μόνο της τοτινής κριτικής, μα και της σημερινής. Ανήκω σε μια γενιά που μόλις πρόφτασε να τον γνωρίσει· καλοθύμητη είναι η μέρα που με τον ποιητή Δημήτρη Δούκαρη πήγαμε στο σπίτι του, στα  Εξάρχεια, το 1946 ή 1947. Έτσι, είμαι απαλλαγμένος από πολλές προκαταλήψεις απέναντί του. Θα προσπαθήσω να επισημάνω μερικές άλλες προκαταλήψεις που έχουν σχέση όχι τόσο με την προσωπικότητά του, μα με το έργο του σαν στάση ζωής. Και, κυρίως, θα προσπαθήσω να βρω το γενικό χαρακτηριστικό σημείο που προσδιορίζει, σαν άξονας αναφοράς, όλο αυτό το έργο, όλη αυτή τη στάση, και που είναι ταυτόχρονα αιτία και αποτέλεσμα της αντιφατικότητας εκείνης που τον κάνει να είναι, μέχρι σήμερα, ένα δυσεπίλυτο αίνιγμα, ή μάλλον ακριβέστερα, ένα θεώρημα που επιδέχεται τόσες πολλές, και αντικρουόμενες μάλιστα, λύσεις.

 

***

 

Δεν νομίζω πως είμαι πολύ μακριά από την αλήθεια, αν πω πως η επιφυλακτικότητα, που φανερώνεται στην κριτική αντιμετώπιση των έργων του Καζαντζάκη κατά την εικοσαετία 1920 - 1940, εξακολουθεί να βρίσκεται στη ζωή μέχρι σήμερα, και στη στάση της νεώτερης γενιάς. Και, θαρρώ, για τους ίδιους λόγους: μιαν απορία μπροστά στην γλωσσική επιλογή του Καζαντζάκη· μια απροθυμία στο να παρακολουθήσει τον ευέλικτο και καλογυμνασμένο στοχασμό του και την φιλοσοφική του σκέψη σε όλο το βάθος των μαιανδρισμών της αποφυγής κάθε συγκεκριμένου φιλοσοφικού συστήματος και κάθε ιδεολογίας  και μια δυσπιστία για την τόσο επίμονη άρνησή του Καζαντζάκη να υιοθετήσει οριστικά ή να απορρίψει τα επαναστατικά ρεύματα του καιρού της νιότης του και να στρατευθεί. Αν υπάρχει ένας λόγος που η νεώτερη γενιά των κριτικών και των νεοελληνιστών μας ασχολείται τόσο φειδωλά με τον Καζαντζάκη, είναι επειδή φοβάται πως τούτη η επιφύλαξη, όπως και τούτοι οι λόγοι που την προκαλούν, έχουν τη βασιμότητά τους. Ευτυχώς, επειδή ο Καζαντζάκης είναι, είτε το θέλουμε είτε όχι, κυρίως ένας πανευρωπαϊκός συγγραφέας, το ρόλο του νηφάλιου παρατηρητή (που μήτε παθιάζεται από την απορριπτική του διάθεση, μήτε χαυνώνεται από τον θαυμαστικό ζήλο μαθητών ή επιγόνων) ήρθαν να τον παίξουν ευρωπαίοι - και  Αμερικανοί - μελετητές. Ξεχωριστή σημασία έχουν οι κριτικές προσεγγίσεις του έργου του Καζαντζάκη από τον Πήτερ Μπίεν και τον Κίμωνα Φράιερ, καθώς και άλλων ξένων ελληνιστών. Ίσως είναι καιρός το παράδειγμά τους να το ακολουθήσουν και οι εντόπιοι νεώτεροι.

Θα μπορούσα να ισχυρισθώ, πως αυτό ευρωπαίοι - και αμερικανοί - μελετητές. της λογοτεχνίας μας, πλησιάζοντας το έργο του Καζαντζάκη, αποδίδεται άριστα με τη λέξη εκείνη της γλώσσα μας, που περικλείει ταυτόχρονα τη σημασία της παραδοχής όσο και της αποστροφής: τη λέξη «δέος». Η πνευματική φυσιογνωμία του Καζαντζάκη είναι γιγάντια· είναι ένας υπερύψηλος πύργος που περιγελάει τις προσπάθειές μας να τον σκαρφαλώσουμε. Το αν σε τούτο τον πύργο μένουν βασιλιάδες η μόνο φαντάσματα· το αν εκεί μέσα γίνονται λαμπρές γιορτές ή φτερουγίζουν μόνο νυχτερίδες, θα μπορέσουμε να το διαπιστώσουμε μόνο αν τρυπώσουμε μέσα του ύστερα από  επίπονες απόπειρες αναρρίχησης: απ' έξω, φαίνεται μονάχα η ταχύτητα της τοιχοποιίας του. Και ποιος σήμερα αδειάζει να σκαρφαλώνει σε πύργους, όταν υπάρχουν τόσοι τερπνοί λειμώνες που προσφέρονται για άκοπους καλπασμούς; Έτσι, η ίδια η μεγαλωσύνη του Καζαντζάκη, αντί να ελκύει, αποτρέπει. Είναι εύκολο πράγμα το δέος να γίνει πρόξενος πνευματικής παράλυσης. Και η τάση του ανθρώπινου πνεύματος για ραστώνη, για ήσσονα προσπάθεια, είναι γνωστή.  Ας αποπειραθούμε λοιπόν να αποτινάξουμε το δέος, και να δούμε τον Καζαντζάκη χωρίς προκατάληψη: δηλαδή χωρίς εκείνη την προκατάληψη που δημιουργεί μέσα μας το ύψος των επιτευγμάτων του.

Γιατί τα επιτεύγματά του ήταν, πράγματι, καταπληκτικά. Σε οποιοδήποτε τομέα κι αν κατηύθυνε την δραστηριότητά του, έφτιαξε περιφανή κατορθώματα; στη μετάφραση, μας έφερε στη γλώσσα μας τον Δάντη, τον Όμηρο, τον Γκαίτε - για να σταματήσω εκεί· στην ποίηση, πρόσφερε το μόνο έπος του εικοστού αιώνα ολόκληρης της παγκόσμιας λογοτεχνίας· στο θέατρο, τις τολμηρότερες μεταπλάσεις μύθων (δεν υπάρχει, θαρρώ, κανένας άλλος που τόλμησε να κάνει ήρωα μιας τραγωδίας τον ίδιο το Χριστό!) στο μυθιστόρημα, - όπου ξεπέρασε, με τόση ευκολία μάλιστα, τα όρια της ενοριακής εμβέλειας του ελλαδικού χώρου! - βρήκε την παγκόσμια προσκύρωση και του οφείλουμε τη δημιουργία των πιο άρτιων αρχιτεκτονικά πεζογραφημάτων μας· στο ταξιδιωτικό βιβλίο, μας έδωσε την πιο ευφυή παρατηρητικότητα συνδυασμένη με τον πιο διεισδυτικό στοχασμό στην φιλοσοφία, την μόνη αυτοφυή ελληνική προσφορά ενός συστήματος και ενός φιλοσοφικού πιστεύω από τον καιρό του Πέτρου Βράιλα  Αρμένη, για να μην πω από τον Γεώργιο Γεμιστό. Παντού, ρυμοτόμησε τις πιο κακοτράχαλες πλαγιές, επιχείρησε το αδύνατο, κατορθώνοντάς το. Στο Μουσείο Καζαντζάκη στο Ηράκλειο υπάρχει το χειρόγραφο της μετάφρασης του Φάουστ· γραμμένη με το χέρι του, είναι η παρατήρηση: «έγινε σε 45 μέρες!». Πολιτογράφησε την έννοια «Ζορμπάς» ανεξίτηλα στο παγκόσμιο λεξιλόγιο· έγραψε μιαν αυτοβιογραφία που διαβάζεται σαν νάτανε το πιο ενδιαφέρον μυθιστόρημα. Δεν  υπάρχει, θαρρώ, άλλο  έργο στα γράμματά μας, που να συγκρίνεται, σε έκταση και σε ένταση με εκείνο του Καζαντζάκη. Και η κάθε επαφή με οποιαδήποτε από τις σελίδες του, σε πυρακτώνει και σε ηλεκτρίζει, σε υψώνει σε νέους ορίζοντες, σου ανοίγει καινούργιους ουρανούς. Για να σε αφήσει, μετά, στην πιο κάθετη πτώση.

Γιατί όλα ταύτα τα τόσο τεράστια επιτεύγματα, αυτοί οι αληθινοί άθλοι, βασίζονται σε μια πρόκληση που ο Καζαντζάκης μοιάζει νάχει κάνει στον εαυτό του: ένα δαιμονιακό «στοίχημα» πως μπορεί να κατορθώσει το ακατόρθωτο. Υπάρχουν φορές που, γυρνώντας από το μεθυστικό πέταγμα που είχα κάνει διαβάζοντας αποσπάσματα από τον «Φτωχούλη του θεού» τους «Αδερφοφάδες», ακόμα και τον πρωτολειακό του «Πρωτομάστορα», για να μη μιλήσω για την «Οδύσσεια», που είχα το συναίσθημα της ανώμαλης προσγείωσής μου, του αεροπορικού δυστυχήματος: ο Καζαντζάκης με είχε αφήσει να πέσω χωρίς αλεξίπτωτο, και βρισκόμουν στο χώμα με σπασμένα τα πλευρά. Πού με είχε οδηγήσει; Διαβάζοντας τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά του, είχα εκείνο ακριβώς το ίδιο συναίσθημα που ένιωσα σαν τέλειωσα δυο από τα τελευταία, και ωριμότερα, μυθιστορήματα του Ντ. Χ. Λώρενς: τη «Γυναίκα που έφυγε με το άλογο» και το «Φτερωτό Φίδι». Το πήδημα ήταν υπέροχο, αλλά κατέληγε στο κενό. Στο τέλος του δρόμου με περίμενε, καραδοκώντας, ο μηδενισμός, η absurdité, δείχνοντας το ξεδοντιασμένο τους σαρκαστικό χαμόγελο.

(Θα άξιζε αλήθεια τον κόπο να επιχειρηθεί μια σύγκριση ανάμεσα στον Λώρενς, τον πιο απελπισμένο από τους  Άγγλους μυθιστοριογράφους του μεσοπόλεμου, με τον Καζαντζάκη).

Ωστόσο, η πτώση τούτη είναι, με τη σειρά της, μια άλλη, εξίσου μεθυστική πνευματική περιπέτεια. Σαν ένας επιδέξιος σκηνοθέτης, που φέρνει την αλλαγή του σκηνικού σαν ένα στοιχείο αιφνιδιασμού στο θεατή, ο Καζαντζάκης μοιάζει να περιμένει από τον αναγνώστη του να δείξει και κείνος την ίδια αφοβιά και την ίδια στωικότητα μπροστά στο άχαρο μηδενικό που είναι ο κόσμος. Είναι η άλλη όψη του ίδιου δαιμονιακού «στοιχήματος» που έχει βάλει με τον εαυτό του ο συγγραφέας, να μυήσει τον αναγνώστη του στην ομορφιά της νηφάλιας απελπισίας, αυτό που ο ίδιος θα ορίσει κάποτε σαν την κρητική ματιά, τον πυρήνα του βιωματικού του πιστεύω.

Είναι όμως ο αναγνώστης «ένα ζώο που του αξίζει μονάχα το καμουτσίκι», όπως θα πει κάποτε η Βιρτζίνια Γουλφ; Μπορεί να συμπορευθεί κανείς με τέτοιο σκληρό παραφέντη στα κακοτράχαλα μονοπάτια του πνεύματος; Και γενικώτερα: αξίζει το άθλημα τούτο τους φοβερούς κόπους που προϋποθέτει, για τους αγύμναστους μάλιστα διανοητικούς μας μυς;

Είναι φανερό, πως τα ερωτήματα τούτα, και μόνο επειδή έτσι τίθενται, προδίδουν μιαν άλλη προκατάληψη: όχι μόνο ενοχλούμαστε επειδή ο Καζαντζάκης είναι τόσο χαλκέντερος, τόσο επιτυχής στις επιτεύξεις του, αλλά θέλουμε να του προσδώσουμε και το ρόλο, έστω με το στανιό, του πνευματικού μας τροφού και ποδηγέτη! Του ζητάμε το λόγο, γιατί δεν έχει να μας προσφέρει, πέρα από όλα τα άλλα, και την αισιοδοξία της ζωής! Του απαιτούμε να μας δώσει ένα κήρυγμα ρώμης, υγείας, δύναμης, θετικής αντιμετώπισης, λες και είναι υποχρεωμένος να μας τα προσφέρει! Βέβαια, η εξήγηση είναι απλή: από έναν τιτάνα περιμένουμε, πριν από όλα, να μας δώσει ένα βιωματικό πρότυπο· να μας βοηθήσει μέσα στην αδυναμία μας, μια που εκείνος είναι τόσο πιο περίφημος από μας. Μας τρομάζει η ιδέα ενός παντοδύναμου που ταυτόχρονα δεν είναι πανεύσπλαχνος, γιατί τότε έχουμε μπροστά μας έναν δαίμονα.  Η αναπάντεχη τούτη παγερότητα δεν εκλαμβάνεται σαν ηρωισμός (ηρωισμός ενός ανθρώπου που εξερεύνησε όλα τα βάθη, είδε το απάνθρωπο τίποτα και παρ' όλα αυτά, δαμάζοντας το φόβο των σωθικών του, εξακολουθεί να μάχεται και να παλεύει), αλλά σαν αφιλανθρωπία, σαν μοχθηρία. Η δεύτερη τούτη προκατάληψη είναι μεγαλύτερη, και πιο άδικη από την πρώτη: με ποιο δικαίωμα έχουμε την αξίωση από τον Καζαντζάκη να μας «δώσει λύσεις»; Και μάλιστα σε δικά μας προβλήματα που γεννιούνται εξαιτίας της επαφής μας με το έργο του; Μήπως επειδή το έργο του ακριβώς μας κάνει να υποπτευθούμε την άβυσσο που κρύβουμε όλοι μέσα μας, τον μηδενισμό που μας κατέχει σαν κουφή και κρυφή βεβαιότητα, και που αποπειρώμαστε να τον βουλώσουμε με τη βοήθεια της φιλοσοφίας, της θρησκευτικότητας, του έντονου ευδαιμονισμού;

Είναι, ελπίζω, φανερό, πως η αμφιθυμικότητα που υπαγορεύει τις γραμμές που προηγήθηκαν αποδείχνει πως ακόμα και ο γράφων δεν έχει -δεν μπορεί να έχει!- κατασταλαγμένες απόψεις για τον οριστικό αξιολογικό καταξιωμό του Καζαντζάκη. Μέγεθος έργου έχει  αλλά το ίδιο τούτο μέγεθος απαγορεύει μιαν ανομολόγητη ελπίδα πως το έργο μπορεί νάχει και ηθικό βάθος. Για τούτο, το «δέος». Οι άνθρωποι εξακολουθούν πάντα να φοβούνται το σκοτάδι και τους αόρατους, νύκτιους θεούς.

Η προσπέλαση, από τούτη τη μεριά, του έργου του Καζαντζάκη αποδείχνεται λοιπόν απαγορευτικά δυσπρόσιτη.  Έχει φροντίσει για τούτο ο ίδιος.  Ωστόσο, μπορούμε να δούμε την προσφορά του στα γράμματα από μιαν άλλη σκοπιά: να αναλύσουμε ακριβώς εκείνα τα εμπόδια που θέλησε ο ίδιος να βάλει στο δρόμο του αναγνώστη του, σαν μέρος αυτού του «στοιχήματος» προκειμένου να τον δοκιμάσει. Και να δούμε τη λειτουργία αυτών των εμποδίων σε συνάρτηση με τη γενικώτερη στάση ζωής που τόσο τον χαρακτηρίζει.

Τα εμπόδια αυτά, άλλωστε, είναι εκείνα που ιχνηλάτησε η κριτική στο έργο του από μιας αρχής: εκείνα που θεμελιώσαν και τις επιφυλάξεις της. Δηλαδή η γλώσσα, η στοχαστική άβυσσος, η αστρατευσία.

Ας προσπαθήσουμε να, ασχοληθούμε μαζί τους χωρίς ωστόσο τις δυο προκαταλήψεις που αναφέραμε προηγουμένως.

 

Ι. ΓΛΩΣΣΑ.

 

Ο εξαιρετικά αξιόλογος Τσέχος αισθητικός της ποίησης Γιαν Μουκαρόφσκυ, που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον στρουκτουραλισμό στη λογοτεχνία, σε ένα από τα πρώτα έργα του, το «Φωνολογία και Ποιητική» (1931) αναφέρει μέσα στα άλλα πως, στη λογοτεχνία, η γλώσσα είναι δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα: από τη μια, είναι ένα σημείο, (signe) δηλαδή αναφέρεται σε αλήθειες και πραγματικότητες που βρίσκονται έξω από αυτήν· και από την άλλη είναι «γεγονός»  (fait),  δηλαδή είναι αυτή καθεαυτή μια πραγματικότητα. Στην πρώτη περίπτωση, η γλώσσα στη λογοτεχνία είναι μόνο ένα διάμεσο, δεν έχει καμιά αυθυπαρξία, η ύπαρξή της είναι εξηρτημένη και προσδιορισμένη από τα έξω. Στη δεύτερη, δεν ανάγεται σε καμιά αλλότρια πραγματικότητα, αλλά έχει μια δική της, αυτόνομη, αξία, είναι μια πραγματικότητα που πλάστηκε από τον καλλιτέχνη. Στη δεύτερη ιδιότητα της γλώσσας οφείλεται και το ό,τι μπορεί αέναα να αυτογονιμοποιείται, να αναγεννιέται, να αναπτύσσεται από τον λογοτέχνη. Και πάνω εκεί εδράζεται και το δικαίωμα του λογοτέχνη να γίνεται, όπως λέγαν άλλοτε, «γλωσσοπλάστης».

Επομένως, για τον λογοτέχνη η γλώσσα δεν είναι ένα οποιοδήποτε ψυχρό και άψυχο υλικό που χρησιμεύει μόνο για μέσον, για μεσάζοντας, της προσπάθειά; του να εκφραστεί είναι και πράγμα που μπορεί ο ίδιος να ανανατασκευάσει για να καλύψει τις ανάγκες του. Αν ήταν μόνο το πρώτο, θάπρεπε να γίνεται ο λογοτέχνης το πολύ αποθησαυριστής ενός γλωσσικού υλικού, που θα τον έβρισκε είτε στο στόμα του λαού είτε στα παλιά χειρόγραφα. Όντας όμως η γλώσσα και το δεύτερο, πλάθεται από τον ίδιο τον λογοτέχνη. (Δάντης, Λούθηρος). Στην πρώτη περίπτωση, ο λογοτέχνης το πολύ, διασώζει. Στην δεύτερη, «πραγματοποιεί», φτιάχνει ένα αυταληθές αντικείμενο. Αξιοσημείωτο είναι πως μόνο οι πολύ μεγάλοι λογοτέχνες καταπιάστηκαν με τη δεύτερη τούτη λειτουργία της γλώσσας στην περιοχή της τέχνης.

Από την άλλη μεριά, ο καθηγητής  Ιωάννης Θ. Κακριδής (ας μου συγχωρεθεί η περισπωμένη που βάζω στο όνομά του!) στον πρόλογο, θαρρώ, της μετάφρασης της «Οδύσσειας» του Ομήρου από τον ίδιο και από τον Καζαντζάκη, αναφέρει πως είναι αδύνατον να γράψει κανείς ένα έπος με μόνο τις «οκτακόσιες λέξεις που ξέρει ένας πορτιέρης διεθνούς ξενοδοχείου από μια γλώσσα». Οφείλει να περισυλλέξει το γλωσσικό αποθησαύρισμα ενός ολόκληρου λαού. Και για τούτο πρέπει να πηγαίνει κοντά στο λαό, να μελετάει τη λαλιά του, να σημειώνει όλες, ακόμα και τις πιο σπάνιες, δηλαδή τις όχι συχνά χρησιμοποιούμενες λέξεις του, να προσέχει τις παραλλαγές στο τυπικό, στη σύνταξη, στις πτώσεις, να τρυγάει κάθε ιδιοτυπία, γενικά δηλαδή να συμπεριφέρεται σαν ένας εξερευνητής.που η κάθε του παρατήρηση μπορεί να αποβεί σπουδαία, όσο κι' αν φαίνεται ασήμαντη. Και τούτη την εργασία ο Καζαντζάκης επιτέλεσε με φοβερή ευσυνειδησία, σημειώνει ο Κακριδής. Για τούτο, ίσως, η γλώσσα του ξενίζει. Αλλά ξενίζει όχι επειδή η ίδια είναι δυσπρόσιτη αλλά επειδή εμείς έχουμε συνηθίσει να εκφραζόμαστε σε μια γλώσσα εξαιρετικά περιορισμένη και φτωχή. Η γλώσσα του Καζαντζάκη αμαρτάνει μόνον επειδή είναι τόσο αναπάντεχα πλούσια, και ο πλούτος της είναι το αποτέλεσμα των κόπων του δημιουργού της,-κόπων συλλέκτη.

Δεν νομίζω πως το πρόβλημα της γλώσσας στον Καζαντζάκη βρίσκεται, ωστόσο, μήτε εκεί που το τοποθετεί ο Ι. Θ. Κακριδής, μήτε στα έτοιμα καλούπια του στρουκτουραλισμού. Αμφιβάλλω μάλιστα αν ποτέ ο Καζαντζάκης είχε διαβάσει τίποτε το σχετικό από τα έργα του, -ωστόσο σύγχρονου του- θεμελιωτή της νεώτερης γλωσσολογίας, του Φερδινάνδου ντε Σωσσύρ. Oι έννοιες «signe», «significant» ή «signifié» πρέπει να του ήταν άγνωστες. Και φυσικά, είμαι πρόθυμος να βάλω οποιοδήποτε στοίχημα με τον αναγνώστη μου πως ο Καζαντζάκης δεν θα είχε ακουστά, ώσπου πέθανε, μήτε καν το όνομα του Γιαν Μουκαρόβσκυ. Ούτε όμως είναι σωστό το να θεωρήσουμε τον Καζαντζάκη σαν «βοτανιστή» της Ελληνικής γλώσσας, σαν ένα είδος «εξαδέλφου Βενεδίκτου» του Δεκαπενταετούς Πλοιάρχου του Ιουλίου Βερν, αχόρταγο συλλέκτη γλωσσικών εντόμων στα χείλη του ελληνικού λαού, όσο κι αν υπάρχουν, στα γράμματά του προς τον Πρεβελάκη, π.χ., ενδείξεις που συνηγορούν για τούτη την άποψη. Γιατί αν ο Καζαντζάκης ευχαριστεί τον φίλο του για τη λέξη «ζερβοδεξοχέρης», που μάλιστα, όπως σημειώνει, την χρησιμοποίησε αμέσως (σελ. 318 των «400 Γραμμάτων»), αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο από τη φυσική περιέργεια για το υλικό του, όχι την νοσηρή επιτήδευση του πνευματικού δανδή, που ο Καζαντζάκης δεν υπήρξε ποτέ.

Θα ήθελα να προσφέρω, αν αυτό δεν θεωρηθεί πολύ κομπαστικό, μια θεωρία για τη γλώσσα του Καζαντζάκη, που βασίζεται κυρίως στη σύγκριση των ίδιων του των κειμένων μεταξύ τους και σε συνδυασμό με τις περιπέτειες και τις φάσεις που το γλωσσικό ζήτημα, και μαζί του ο Καζαντζάκης σαν ένας από τους φορείς του, περνάει στη χώρα μας. Παρατηρώ π.χ. πως η γλώσσα του «Όφις και Κρίνο» και του «Πρωτομάστορα» δεν είναι όμοια με κείνη της «Ασκητικής», που πάλι είναι διαφορετική από τη γλώσσα της «Οδύσσειας», που πάλι κι' εκείνη διαφέρει από τη γλώσσα του «Γκρέκο». Για την ακρίβεια, η εξέλιξη της δημοτικής γλώσσας που υιοθετείται κάθε φορά από τον Καζαντζάκη σαν όχημα της εκφραστικής του, διαγράφει μια αξιοπρόσεχτη καμπύλη. Όταν ο Καζαντζάκης φτάνει στην  Αθήνα, το 1906, δεν ήταν καθόλου εξτρεμιστής στη δημοτική του γλώσσα. Βέβαια, στο άρθρο του «Το γλωσσικό μας ζήτημα», στην «Ακρόπολη» (31.5.07), επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα των μαχητικών δημοτικιστών, αλλά κρατιέται σε κάποια απόσταση από τις ακραίες θέσεις των  Μαλλιαρών. Το 1908, που βγαίνει ο «Πρωτομάστορας», η δημοτική του δεν είναι ακόμα εκείνη π.χ. του Γιάννη Καμπύση. Ωστόσο, ένα χρόνο μετά, το 1909, η στάση του στο γλωσσικό σκληρύνεται. (Δες «Καινούργια Εποχή», Φθινόπωρο 1959, Γράμματα του Νίκου Καζαντζάκη, σελ. 38). Τι έχει συμβεί; Την απάντηση ίσως μας την δίνει η βιογραφία του: ο δεσμός του Καζαντζάκη με τον Ίδα ( Ίωνα Δραγούμη) περνάει μια από τις περιοδικές χαλαρώσεις- που χαρακτηρίζουν αυτή την αξιόλογη (και δυστυχώς όχι τόσο καλά ακόμα μελετημένη από τους σχολιαστές) φιλία των δύο ανδρών, και η πίστη του για μια «προοδευτική» και σταδιακή επιβολή της δημοτικής στη χώρα μας καταποντίζεται από την υποδοχή που επιφυλάσσει το επίσημο κράτος στις διάφορες προσπάθειες για την έστω περιορισμένη εισαγωγή της λαϊκής γλώσσας στα σχολεία. Ακόμα και η Κρητική Πολιτεία πολύ άσχημα υποδέχεται το μανιφέστο του «Συλλόγου Δημοτικιστών Ηρακλείου Κρήτης». «Ο Σολωμός», του οποίου ο Καζαντζάκης είναι ο πρόεδρος: η αντίδραση κλιμακώνει την πολεμική της. Έτσι, από τα 1909 μέχρι τα 1920, ο Καζαντζάκης παίρνει μέρος σε όλες τις μάχες του γλωσσικού αγώνα, και επομένως τη θέση του σκληραίνει ολοένα, γίνεται και περισσότερο ακραία. Φυσική συνέπεια αυτό, της αγριότητα, με την οποία δίνονται οι μάχες τούτες.

Στα 1920, χρονιά σημαδιακή για τον Καζαντζάκη, δολοφονείται ο Ίδας. Είναι αδύνατον να γίνει σήμερα κατανοητό το τι συγκλονιστική εντύπωση έκανε στον λογοτεχνικό κόσμο κείνης τη; εποχής τούτη η δολοφονία. Ο Ίδας δεν ήταν μόνο το ίνδαλμα της αθηναϊκής κοινωνίας: ήταν, κυρίως, ένα σημείο προσαγκύρωσης του δημοτικιστικού κινήματος μέσα στα πλαίσια αφ' ενός μεν του πιο άκρατου μεγαλοϊδεατικού εθνικισμού, αφ' ετέρου μιας νηφαλιότητας που εμπεδωνόταν στην μετρημένη, μη εξτρεμιστική χρήση των γλωσσικών κανόνων της Δημοτικής. Με τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, ο Καζαντζάκης παθαίνει μια τεράστια κρίση, που τον οδηγεί στην απογοήτευση για κάθε τι το ελληνικό. Μια απογοήτευση που επιβεβαιώνεται, δυο χρόνια μετά, με την Μικρασιατική καταστροφή, όταν ο Καζαντζάκης έχει ήδη πάρει των ομματιών του και έχει εγκατασταθεί στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, γίνεται ακόμα πιο άτεγκτος στη δημοτική του, που τούτη τη φορά την συνδέει με τα επαναστατικά κηρύγματα που περιτρέχουν την Ευρώπη ύστερα από την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού στη Ρωσία. Κι' όσο πιο συνειδητά δίνεται στον διεθνιστικό χαρακτήρα αυτών των κινημάτων τόσο βαθαίνει η δογματική του στο Δημοτικισμό του. Από εκεί που, με τον Ίδα, τον Ψυχάρη, τον Πάλλη, ο δημοτικισμός ήταν ταυτόχρονα ένα αίτημα γλωσσικής αναγέννησης και ένα κήρυγμα φυλετικού εθνικισμού, στον Καζαντζάκη γίνεται τώρα, μετά το 1922, ένα ξέσπασμα επαναστατικού μένους, μια εικονοκλαστική διάθεση. Για τούτο και ο δογματισμός αυξάνει, για τούτο οξύνεται και η φανατική προσκόλληση σε τύπους και γλωσσικά ευρήματα που είναι βέβαιο πως θα κάνουν να δυσφορήσουν οι «καλοί αστοί». Ζώντας έξω, στην απομόνωση του «εμιγκρέ», με την υπερμεγέθυνση που παθαίνει, παραμορφωτικά, η συνείδηση του αυτεξόριστου για την κοσμοϊστορικότητα της κάθε του κίνησης, της κάθε του πράξης, λες και όλος ο κόσμος αυτόν και μόνο έχει στο νου του (είδαμε τέτοιες παραμορφώσεις και στα τελευταία χρόνια), ο Καζαντζάκης σκληραίνει ολοένα τη δημοτική του, την φτάνει στον εξτρεμισμό. Αλλά και ποια άλλη λύση του έχει απομείνει; Όλες οι προσπάθειές του έχουν πάει στράφι. Τα σχολικά βιβλία του 1915 - 1916, που με τόση αγάπη είχε βοηθήσει τη Γαλάτεια να τα γράψει, έχουν εξοβελισθεί από τα σχολεία· και, φυσικά, οι τωρινές γλωσσικές του πεποιθήσεις τρομάζουν τον (φίλο του, άλλωστε) Γεώργιο Παπανδρέου, σαν γίνεται υπουργός Παιδείας στην τετραετία 1928 - 1932, να τον χρησιμοποιήσει για τη συγγραφή διδακτικών κειμένων. Ο άκρατος «μαλλιαρισμός» του τού έχει στοιχίσει όχι λίγες φιλίες, άλλωστε, ανάμεσα στους συναδέλφους του λογοτέχνες, που αρχίζουν να τον βλέπουν σαν αιρετικό. Εκδοτικά, η «Ασκητική» του είναι μια αποτυχία, όσο κι' αν εκεί προσπαθεί να «σουλουπώσει» τη γλώσσα του και να την κάνει πιο προσιτή μια που πρόκειται για ένα κείμενο, που ο Καζαντζάκης του αποδίδει κεφαλαιώδη σημασία, κι' όχι μόνο για τον ελληνικό χώρο. Έτσι, και η τελευταία προσπάθεια συμφιλίωσης με έναν πιο λόγιο δημοτικισμό, αποτυχαίνει. Ο Καζαντζάκης καταπιάνεται με την «Οδύσσεια» με φαρμακωμένη την καρδιά του από το κατάντημα του δημοτικισμού, από τους συμβιβασμούς, την ηττοπάθεια των άλλων, τις δικές του αποτυχίες.

Οι βιοτικές στενοχώριες της περιόδου 1922 - 1936 έρχονται να προσθέσουν και κείνες το βάρος τους στην ψυχή του Καζαντζάκη και να τον ενισχύσουν στη γλωσσική αδιαλλαξία του. Τώρα πια αισθάνεται σαν τον «τελευταίο πιστό» του παλιού καλού καιρού των ωραίων γλωσσικών αγώνων. Ολοένα περισσότερο αποξενώνεται από το κλίμα που, με τρόπο αξιοθαύμαστα αποφασιστικό, δημιουργεί γύρω στο γλωσσικό ζήτημα η γενιά του 1930. Αισθάνεται εντελώς διαφοροποιημένος από αυτήν: τα ελληνικά του δεν είναι τα ελληνικά τους. Κι όσο βλέπει πως στον αγώνα τούτο μένει ολομόναχος, πως το ρεύμα της λογοτεχνικής και γλωσσικής εξέλιξης μας πάει αλλού, τόσο περισσότερο πεισμώνει: πάλι τον πιάνει και εδώ το δαιμονιακό «στοίχημα», να καταφέρει το ακατόρθωτο. Προωθεί ακόμα περισσότερο το τυπικό του σε ακραίες λύσεις· καταργεί εντελώς τους πληθυντικούς των τριτόκλιτων· δοκιμάζει νέους τρόπους απλοποίησης της ορθογραφίας· ενώνει τις άτονες κτητικές αντωνυμίες με το ουσιαστικό ή επίθετο που τις προηγείται. Δημιουργεί τυπογραφικά τερατογονίδια που ξαφνιάζουν και αποτρέπουν: «κιετσικιέγινε», «καλώσμαστον», «καλήναι». Προτιμάει το «γουρμάζω» από το «ωριμάζω», το «αργάζομαι» από το «εργάζομαι», το «δρόλαπα» από την «καταιγίδα». Γίνεται ακόμα φανατικώτερος στα ονόματα, και θερίζει με καταιγιστικά πυρά τα μισά από τα ουσιαστικά μας που, για κακή μας τύχη, είναι τριτόκλιτης προέλευσης. Είναι απορροφημένος με το «στοίχημά» του, σε βαθμό που να μην θέλει να βρει άλλη λύση, κι' αν ακόμα αυτήν του την προσφέρει ο Άγγελος Σικελιανός, ο καλύτερος φίλος του -και πάντως όχι ένας «συμβιβασμένος» και «πρυσκυνημένος». Μέσα σε τούτο το κλίμα, φτιάχνεται η «Οδύσσεια». Είναι αποφασισμένος να κερδίσει το «στοίχημα». Θα φτιάξει ένα έπος που, από μόνο του, θα καταξιώσει όλες αυτές τις «λέξες»μόνο και μόνο επειδή συμπεριλαμβάνονται στο σημαντικώτερο ποίημα του καιρού του και της γλώσσας του. Έτσι, η «Οδύσσεια» γίνεται «γλωσσάρι», γλωσσική κιβωτός, όπου, σαν τα ζώα του Νώε, συνωθούνται, όχι πάντοτε με άνεση, όλες οι λέξεις του ελληνικού αποθησαυρίσματος. Η γλώσσα της «Οδύσσειας» πρέπει να γίνει η γλώσσα των νεοελλήνων.

Από τούτο το ξέφρενο στοίχημα, νομίζω, πηγάζει η διαφοροποίηση που παρατηρείται ανάμεσα στη γλώσσα της «Ασκητικής» και στη γλώσσα της «Οδύσσειας». Και έτσι εξηγείται η προσπάθεια του Καζαντζάκη να περισυλλέξει όσες περισσότερες λέξεις μπορεί μέσα εκεί, από την «αβανιά» ως την «ωχωνούς». Δεν είναι μήτε ωραιοπάθεια, μήτε γλωσσοπλασία. Δεν είναι μήτε εκζήτηση, μήτε στρουκτουραλισμός. Είναι το  μεγάλο παιχνίδι, η «ρωσική ρουλέττα» του Καζαντζάκη, το «Όλα ή Τίποτα», η προμηθεϊκή πρόκληση στον ουρανό. Είναι το «Pari Universel», το «παγκόσμιο στοίχημα».

Κι' αυτό είναι ένα από τα λίγα στοιχήματα που ο Καζαντζάκης χάνει. Η γλώσσα της «Οδύσσειας» δεν έχει βέβαια γίνει η γλώσσα της νεοελληνικής λογοτεχνίας: κανένας άλλος δεν επιχείρησε μέχρι σήμερα να την μιμηθεί -και είναι μάλλον απίθανο να βρεθεί κάποιος να το κάνει στο μέλλον. Μπορεί, και πρέπει, η «Οδύσσεια» να μας προξενεί το «δέος», αλλά αξιομίμητο παράδειγμα είναι δύσκολο να φαντασθώ πως θα σταθεί. Η γλώσσα της λογοτεχνίας μας τραβάει αλλού.

Στο ενεργητικό της πρακτικότητας και του γερού μυαλού του Καζαντζάκη πρέπει να εγγραφεί το γεγονός πως ο ίδιος ήταν ο πρώτος που είδε πως είχε χάσει τούτο το «στοίχημα». Έτσι, καθώς μετά τον πόλεμο, η βιοτική του στάθμη ανεβαίνει, ο ξενητεμός έχει σαν αντίκρυσμα την άνοδο της φήμης του, το οικογενειακό του περιβάλλον γίνεται στοργικώτερο, και γενικά οι αντικειμενικές προϋποθέσεις της ζωής του βελτιώνονται, καθώς λοιπόν μετά τον πόλεμο στρέφεται για πρώτη φορά ολοκληρωτικά στην πεζογραφία, βλέπουμε να χρησιμοποιεί εκεί μια δημοτική γλώσσα που, από βιβλίο σε βιβλίο, για να μην πω από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, απαλλάσσεται από τη δογματική ακαμψία της, από τον εξτρεμισμό της και από την σκληρή υποταγή σε ένα συμπιεστικό τυπικό. Ταυτόχρονα όμως χάνει και κάτι από την άγρια χάρη της, και κυρίως από κάτι το ανεπανάληπτο: από την ιδιοτυπία της. Αυτό, βέβαια, είναι το τίμημα της χαμένης «ρωσικής ρουλέττας». Αλλά κατά κάποιο τρόπο, τα μυθιστορήματα της έσχατης περιόδου της ζωής του Καζαντζάκη είναι ταυτόχρονα και το μνημείο της συνθήκης ειρήνης που έκανε με τον εαυτό του, όταν πια πείστηκε πως ακόμα και για κείνον ήταν αδύνατο να φτιάξει το ακατόρθωτο, πως έπρεπε κάπου να περιορίσει τις αξιώσεις του, την διάθεσή του να ρυμοτομεί εκεί που κανένας άλλος δεν τολμάει καν να ακροπατήσει. Για τούτο και η γλώσσα των μυθιστορημάτων, καρπός όχι μόνο σοφίας αλλά και αληθινής αγάπης προς το γλωσσικό του φορέα, είναι και το όχημα για το πιο ευπρόσιτο έργο του, εκείνο δηλαδή που, ακριβώς επειδή μπορεί να αποτελέσει τροφή για όλους, μπορεί και να επηρεάσει παιδευτικά την εξέλιξη της γλώσσας μας, στη λογοτεχνία μας όσο και στη ζωή μας.

Με δυο λόγια, η γλωσσική περιπέτεια του Καζαντζάκη είναι ένα προϊόν μακρόχρονου παροξυσμού, που φτάνει στον κατευνασμό του στα ύστατα χρόνια του. Αν δούμε το πρόβλημα της γλώσσας του με τούτο τον τρόπο, όχι μόνο θα καταλάβουμε πολλά, μα και πρόθυμα θα παραβλέψουμε τις εξτρεμιστικές ακρότητές της και τις ιδιορρυθμίες της, και θα την δούμε σαν ένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο της μεγαλωσύνης του και της  αφόρητα άδολης ειλικρίνειάς του και τιμιότητας με τον εαυτό του.

 

ΙΙ. ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ ΑΒΥΣΣΟΣ

 

Απαντώντας στις αντιδράσεις που προκάλεσε η επίθεση εναντίον του από τον Βασίλη Λαούρδα που ανέφερα στην αρχή τούτου του μελετήματος, ο Καζαντζάκης απέκρουσε τον ισχυρισμό του επικριτή του ότι είναι «νιχιλιστής», επικαλούμενος, σαν δικαιολόγηση της γενικής Φιλοσοφικής στάσης του, την «Κρητική Ματιά». Η ζωή του, είπε, η στάση του, η τέχνη του, θα φαινόταν σαν ένα αιώνιο πεδίο μάχης ανάμεσα σε αντιφάσεις, αντιθέσεις, αντινομίες, αν δεν την έβλεπε κανείς με ένα τρίτο μάτι, ανάμεσα από κείνο της «Ανατολής», του Διόνυσου, της Κυβέλης, και εκείνο της  «Ελληνικής Δύσης», του Απόλλωνα, της Δήμητρας. Όπως η αρχαία Ελλάδα είναι το σύνθετο αποτέλεσμα δυο ρευμάτων που αναχωνεύονται σε ένα, έτσι και ο ίδιος είναι το προϊόν της γονιμοποίησης δυο κόσμων που ενώνονται στο σταυροδρόμι εκείνο των ηπείρων και των λαών που είναι η Κρήτη. Από την μια μεριά, υπάρχει η απόλυτη πίστη στην αφθαρσία, στην αθανασία της ψυχής, στην διαχρονική υπεροχή του πνεύματος· από την άλλη η μοιρολατρεία μπροστά στην αδήριτη φθορά, στο θάνατο, στην απαξίωση της ζωής, στο μηδέν της ισοπέδωσης. Υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν πως ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού, όπως και άνθρωποι που πιστεύουν πως είναι δημιούργημα της «τυχαίας» συγκυρίας και της ανάγκης. Αν μένει χαμένος ανάμεσα στα δυο τούτα ρεύματα χωρίς να τολμάει να διαλέξει, ή αν διαλέξει μόνο το ένα από τα δυο τούτα ρεύματα, ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος. Μόνο η σύνθεση των δυο ρευμάτων σώζει: το να δει κανείς το θάνατο, τη φθορά, χωρίς να τρομάζει, σαν να πιστεύει ολόψυχα στην αθανασία· το να δει κανείς την αθανασία χωρίς να ελπίζει, λες και πιστεύει στην φοβερή μονοκρατορία του θανάτου. Αυτή την απελευθέρωση από τις δυο μαυλίστρες του ανθρώπινου νου, τον φόβο όσο και την ελπίδα, μπορεί να την βρει ο Νίκος Καζαντζάκης στην ατάραχη «Κρητική Ματιά». Αυτά τα λόγια, και συνοπτικά, από την απάντηση του Καζαντζάκη στην επίθεση του Λαούρδα. Σκόπιμο είναι να θυμηθούμε πως την απελευθέρωση από τούτες τις δυο μαυλίστρες διακηρύσσει και το επιτάφιο επίγραμμα στην ταφόπετρα της Ντάπιας του Μαρτινέγκου, στο Ηράκλειο.  Μα αρκεί αυτή η εξαπλουστευτική «Κρητική Ματιά» για να αιτιολογήσει την στάση του Καζαντζάκη στο πρόβλημα της ύπαρξης;

Φυσικά όχι. Τουλάχιστον όχι σε τούτο το απλοποιημένο επίπεδο ενός αντινομικού ζεύγματος «Διονυσιακό - Απολλώνιο». Γιατί αυτό προσδιορίζει μια μόνο από τις ρίζες του πολύ πυκνόριζου πλέγματος καταγωγής του υποστρώματος του φιλοσοφικού στοχασμού του Καζαντζάκη. Όντας ποιητής, ο Καζαντζάκης δεν είναι υποχρεωμένος να ασπαστεί καμιά συγκεκριμένη φιλοσοφική θεωρία, η τουλάχιστον, κι' αν την ασπαστεί προσωρινά, να της μείνει αιώνια πιστός. Αν στο ζεύγμα «Απολλώνιο - Διονυσιακό» και μάλιστα στην έμφαση και στην προτίμηση προς το δεύτερο, που κρυφοφαίνεται στον Καζαντζάκη, είναι εύκολο να μαντέψουμε τη σκιά του Φρειδερίκου Νίτσε που κρύβεται από πίσω του, θάταν σφάλμα να υποθέσουμε πως η «Κρητική Ματιά» είναι ένα νιτσεϊκό παράγωγο. Στα πρώτα του χρόνια ο Καζαντζάκης γράφει δυο πραγματείες, που αν η μια τους αναφέρεται στον Νίτσε, η άλλη έχει για αντικείμενό της τον Μπέρξον. Ας μην ξεχνάμε πως αυτός ήταν και ο δάσκαλός του στο «Collège de France» και η Θεωρία του Μπέρξον για το απροσδιόριστο, ρευστό, αλλά παντοδύναμο «élan vital» διατρέχει συνεχώς τόσο τη σκέψη του Καζαντζάκη όσο και την αισθητική του. Δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο το να συνδυάσει κανείς, μέσα σε μια θεωρία, τον Νίτσε και τον Μπέρξον. Αλλά στον Καζαντζάκη τούτη η πρόκληση, τούτο το στοίχημα, δεν αρκεί. Θα κάνει το άθλημα του νου του ακόμα πιο δύσκολο, προσθέτοντας στα αρχικά τούτα δύο δεδομένα του μια τρίτη, εξίσου ισχυρή φιλοσοφική επίδραση, που τούτη τη φορά θα είναι εντελώς αντιφατική με τις άλλες: εκείνη του Βούδδα. Με τον τρόπο αυτό, ο Καζαντζάκης παύει να θέλει να γίνει ένας «συστηματικός φιλόσοφος», ένας οικοδόμος συστημάτων, και προτιμάει να συμπεριφέρεται, στη φιλοσοφία, σαν ένα φυσικό ον που με τα ριζίδια του νου του προσπαθεί, ξαποστέλλοντάς τα παντού, να αδράξει ο,τιδήποτε μπορεί να του προσφέρει τροφή πνευματική, κατάλληλη για την ανάπτυξή του. Μοιάζει με δέντρο: ακόμα και τα πιο αντιφατικά στοιχεία μπορεί να εισρεύσουν μέσα του και, αντί να αλληλοσπαραχθούν μεταξύ τους να τον λιπάνουν τον ίδιο. Και σαν να μην έφτανε ο Νίτσε, ο Μπέρξον, ο Βούδδας, ο ποιητής προσθέτει ανέμελα και άλλα ασυνταίριαστα στοιχεία: Σπέγγλερ, Φραίζερ, Δαρβίνο, Λένιν, τον Χριστό, τον Σπινόζα. Σε ποια σύνθεση οδηγούν αυτά; Ποιο είναι το αποτέλεσμα που φέρνει τούτο το ηράκλειο, το νέο «στοίχημα»;

Τρία, γράφει ο Καζαντζάκης, είναι τα καθήκοντα του ανθρώπου. Το πρώτο του είναι το καθήκον που έχει απέναντι στη νόησή του, στο μυαλό που επιβάλλει τάξη στο χάος, διατυπώνει νόμους και χτίζει γεφύρια πάνω από την άβυσσο, ορίζει τα σύνορα της λογικής που πέρα τους δεν επιτρέπεται στον άνθρωπο να περπατήσει. Ωστόσο, το δεύτερο καθήκον του είναι εκείνο που έχει απέναντι στην καρδιά του, που δεν παραδέχεται κανένα περιορισμό, κανένα όριο, που λαχταράει να διεισδύσει πίσω από τα φαινόμενα και να ενωθεί με κάτι που είναι πέρα από τη νόηση και πέρα από την ύλη. (Παρατηρούμε: νους και καρδιά, ένα νοηματικό ζεύγμα απόλυτα γνωστό και προσμετρημένο κιόλας από την αρχαιότητα. Θάταν πολύ απλό για τον Καζαντζάκη όμως το να σταματούσε εδώ. Θα ήταν, με πιο διαφορετικά λόγια, η αντινομία «Απολλώνιο - Διονυσιακό», ή, με κάποιο τέντωμα της φαντασίας μας, κατ' οικονομίαν, η σύζευξη σε ένα σχήμα του Νίτσε και του Μπέρξον. Επαναλαμβάνω, κατ' οικονομίαν). Αλλά ο Καζαντζάκης δεν σταματάει εδώ: το στοίχημα θάταν πολύ εύκολο. Προχωράει στο τρίτο καθήκον του ανθρώπου, που σχεδόν αναιρεί τα άλλα δυο και μας φέρνει στην πιο τέλεια φιλοσοφική ακροβασία, από όπου μόνο ένας ποιητής μπορεί να βγει: Το τρίτο καθήκον του ανθρώπου είναι, λέει ο Καζαντζάκης, το να ελευθερωθεί απόλυτα τόσο από το νου όσο και από την καρδιά του, από τον παμμέγιστο πειρασμό που προσφέρουν και τα δυο, με τον τρόπο τους, στον άνθρωπο: τον πειρασμό της ελπίδας. Τότε, ο άνθρωπος πρέπει να αγκαλιάσει την εκμηδενιστική άβυσσο που τον περιζώνει, να παραδεχτεί τούτη την αναγκαιότητα σαν ένας γενναίος και μάλιστα τραγουδώντας, με  αγαλλίαση. Γιατί μόνο τότε μπορεί να χτίσει το δικό του,  καταφατικό οικοδόμημα της ζωής του πάνω από το χάος, μέσα σε μια έκσταση τραγικής χαράς. Αυτή είναι σε τελευταία ανάλυση, η «Κρητική Ματιά».

Οι συνεχείς αμφιθυμικότητες που χαρακτηρίζουν τη δομή αυτού του θεωρήματος όχι μόνο είναι ορατές διά γυμνού οφθαλμού, αλλά είναι και εύκολα προσγράψιμες στους αντίστοιχους εμπνευστές τους: μπορούμε να πούμε που σταματάει ο Μπέρξον και αρχίζει ο Βούδδας, που αυτός υποχωρεί μπρος στον Σπέγγλερ και που μπαίνει στο λογαριασμό ο Σπινόζα ή ο Χριστός. Ωστόσο, όπως ακριβώς ο χυμός που ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου στον κορμό του δεν έχει σχέση μήτε με τον βόρβορο ή την κόπρο που απορροφούν οι ρίζες του, μήτε με τα φύλλα, τα άνθη ή τους καρπούς τούτου του ίδιου δέντρου, οι φιλοσοφικές θεωρίες που αντικρούονται μέσα στο στοχαστικό «πιστεύω» του Καζαντζάκη δεν έχουν καμιά σχέση με το παράγωγό τους. Έτσι, ο τραγικός οπτιμισμός του Νίτσε δίνει στον Καζαντζάκη ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα που ο δημιουργός του θέλησε να δώσει: αντί για την περιφρόνηση στον μικρό άνθρωπο, ο Καζαντζάκης υιοθετεί μιαν έντονη αγάπη προς τον κατατρεγμένο και μια αφάνταστη δυσπιστία προς τον διανοούμενο. Η αταραξία μέσα στην ανυπαρξία, η αντιμετώπιση της ζωής- σαν αναγκαίο κακό και της μη - ζωής σαν μια μακάρια κατάσταση, όπως το θέλει ο βουδδισμός, εξουδετερώνεται με την αέναη προσπάθεια του ανθρώπου για την οικοδόμηση, το χτίσιμο, την πρόοδο, που επιζητεί ο Καζαντζάκης. Αλλά πέρα από όλα αυτά, εκείνο που είναι αποφασιστικό στοιχείο για την ιχνηλάτηση του στοχασμού του Καζαντζάκη είναι, κατά τη γνώμη μου, το αποτέλεσμα που φέρνουν αυτές οι αντικρουόμενες θεωρίες.

Γιατί φοβάμαι πως, αντί ο Καζαντζάκης να καταλήγει σε μια «σύνθεση» από όλες αυτές τις ρίζες του, φτάνει μόνο σε έναν διαρκή αλληλοαναιρούμενο δισταγμό. Το στοχαστικό του βάθος τον κάνει να μετεωρίζεται πάνω σε μια διαρκή άβυσσο, σαν σχοινοβάτης. Έτσι, κάθε στιγμή άλλες είναι οι αντίρροπες δυνάμεις που προσδιορίζουν την εύθραυστη ισορροπία του. Μπορεί   αυτό να μας φαίνεται αλλοπρόσαλλο. Όμως, ακριβώς αυτό το συναίσθημα θα είχαμε, αν βλέπαμε έναν ακροβάτη να περπατάει, χωρίς νάχουμε αντιληφθεί πως προχωράει πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί πενήντα μέτρα άνω από το έδαφος. Ιδωμένος, έτσι, ο σαλτιμπάγκος φαντάζει σπαστικός. Περπατώντας πάνω σε τούτο το «τεντωμένο σύρμα» που μόνος του, χάρις στο δαιμονιακό του «στοίχημα», έστησε ο Καζαντζάκης, είναι υποχρεωμένος να ρίχνει το βάρος της προτίμησής του κάθε στιγμή και αλλού. Έτσι εξηγούνται οι τόσο αντιφατικές του κατευθύνσεις έτσι και τα αλληλοαναιρούμενα σχήματα, που αλλιώς θα ήταν μόνο πυροτεχνήματα φραστικά. Έτσι επίσης, θαρρώ, εξηγείται και η απόλυτη καλοπιστία της ψυχικής του έντασης σαν στοχάζεται όλα τούτα. Έτσι εξηγείται, τέλος, και η σχέση του Καζαντζάκη με το Θεό.

Ίσως αυτό θα μας κάνει να δούμε την «Ασκητική» του με ένα κατανοητικώτερο μάτι. Έτσι εξηγούνται ορθότερα και τα τέσσερα στάδια που περνάει ο άνθρωπος, στην αγωνιώδη ιχνηλασία του εαυτού του. (έρευνα στο εγώ, έρευνα στις ρίζες των προγόνων, έρευνα στην ανθρωπότητα ολόκληρη και τέλος σε όλο το σύμπαν· δίνω την «Ασκητική» τόσο περιληπτικά ώστε να την σκοτώνω, το ξέρω). Τα τέσσερα στάδια αυτού του ψαξίματος δεν είναι δύσκολο να τα αναγάγουμε στον Χριστό, στον Δαρβίνο, στον Λένιν και στον Μπέρξον. Εκείνο που είναι όμως απείρως αποκαλυπτικώτερο είναι ο ρόλος του θεού σε όλα αυτά. Γιατί ο θεός δεν είναι, για τον Καζαντζάκη, το τέλειο ον, προς το οποίο ο άνθρωπος, έστω και ατελέσφορα, ελπίζει να του μοιάσει, αλλά μια πνευματική ενότητα που οδεύει προς την καθαρότητα και την αγνότητα με τον ίδιο τρόπο που ο άνθρωπος οδεύει προς τη δική του πνευματική πρόοδο πάνω στη γη. Φυσικά, δεν είναι ο Θεός τούτος μήτε παντοδύναμος (γεμάτος πληγές, αγωνίζεται να συνεχίσει την ύπαρξή του) μήτε πανάγαθος (ανήλεος, είναι σκληρός στις επιλογές του για το τι θα επιζήσει και τι θα πεθάνει στη γη) μήτε παντογνώστης (σύγχυση τον κατατρύχει ανάμεσα στο χάος και στο φως). Ζητάει και κείνος τη λύτρωση και τη σωτηρία του, που μόνο ο άνθρωπος μπορεί να του τη δώσει. Όλη η προετοιμασία του ανθρώπου, τα τρία καθήκοντα, τα τέσσερα στάδια που αναφέραμε πιο πάνω, είναι για να σώσουν τούτο τον ταλαντευόμενο θεό, τούτο τον ταλαίπωρο θεό που μας ικετεύει να τον σώσουμε.

Και που, φυσικά, μόλις πάμε να τον σώσουμε, θα μας την σκάσει τη βόμβα. Έχουμε σώσει μια πομφόλυγα. Μόλις «γίναμε ένα» μαζί του, μας αποκαλύπτεται το μεγάλο μυστικό: και το «ένα» τούτο δεν υπάρχει!

Αναρωτιέται κανείς αν έτσι ξεπερνιέται η άβυσσος ή απλώς και μόνο βαθαίνει, μήπως επαυξάνεται το κάλεσμά της πάνω μας, ο μεθυστικός ίλιγγος. Σε τελευταία ανάλυση, γίνεται εδώ μια αλληλοαναίρεση, μια ακροβασία. Ο Καζαντζάκης δεν αποφασίζει, διστάζει. Αλλά ο δισταγμός αυτός, πέρα από την ταλάντευση, δίνει το προβάδισμα ακριβώς στην άβυσσο, στο χάος, που αποδείχνεται η κυρίαρχη δύναμη.

Και εδώ, λοιπόν, το στοίχημα, όπως και πριν, στη γλώσσα, καταλήγει σε ένα αδιέξοδο. Κι' αν το αδιέξοδο αναιρείται κάπως, με το πυροτέχνημα των πέντε τελευταίων φράσεων της «Ασκητικής», δεν παύει ο τρόπος αυτός νάχει τα χαρακτηριστικά ενός νομικού σοφίσματος. Ο φιλοσοφικός στοχασμός του Καζαντζάκη, φτιαγμένος με τόσο κόπο για να ελκύσει τον άλλον άνθρωπο, στο τέλος τον αποπροσανατολίζει, τον απωθεί. Αλλά μέσα σε τούτη την αποτυχία του, το τραγικό μεγαλείο του Καζαντζάκη αυξάνει ακόμα περισσότερο, οι διαστάσεις του πνεύματός του φαντάζουν ακόμα πιο γιγάντιες. Για να μιμηθούμε το ύφος του: «χάνει, και, χάνοντας, κερδίζει» τούτο το στοίχημά του.

 

ΙΙΙ. ΑΣΤΡΑΤΕΥΣΙΑ

 

Όσο κι' αν ο Καζαντζάκης επισκέφθηκε όσο κανένας άλλος συχνά τη Ρωσία Έλληνας λογοτέχνης, και μ' όλο που φανερά στάθηκε πολύ εντυπωσιασμένος από τα όσα είδε κι ένιωσε εκεί στην πρώτη δεκαετία μετά το θάνατο του Λένιν, είναι φανερό πως απέναντι τόσο στην  Επανάσταση του 1917 όσο και στο σοβιετικό σύστημα που προήλθε από αυτήν, έχει όλους τους φόβους και όλη την επιφύλαξη ενός πνευματικού ανθρώπου που προφητικά αισθάνεται τους κινδύνους που κρύβει ένας άκαμπτος δογματισμός για την εξέλιξη της πνευματικής δημιουργίας. Από την άλλη όμως μεριά, πέρα από τούτες τις επιφυλάξεις, έχει και έναν ανυπόκριτο θαυμασμό για το τεράστιο πείραμα που πραγματοποιείται, από την άποψη της εφαρμογής ενός νέου συστήματος ανθρώπινης συνύπαρξης και συμπεριφοράς, στη Σοβιετική Ένωση. Αυτό το ζεύγμα αντινομιών, αυτή η σχέση ερωτομίσους, θα είναι και εκείνη που θα τον οδηγήσει σε μύριους πνευματικούς και φιλοσοφικούς ακροβατισμούς, αλλά και σε άπειρες ταλαντεύσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής του, προκειμένου να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Ίσως ήταν ο μόνος Έλληνας λογοτέχνης της γενιάς του που έκανε τέσσερα, και αρκετά μακρόχρονα, ταξίδια στη Ρωσία· που έγραψε όχι μόνο την πληρέστερη «Ιστορία της Ρούσικης Λογοτεχνίας» σε δυο τόμους που τυχαίνει μέχρι σήμερα να έχουμε· που στο γραμμένο απ' ευθείας γαλλικά μυθιστόρημά του «Τόντα Ράμπα» άφησε εναργέστατες- περιγραφές της ρωσικής ζωής· που μας άφησε το ζωντανότερο και αντικτιμενικώτερο ταξιδιωτικό βιβλίο για τη Σοβιετική Ένωση εκείνου του καιρού, το «Τι είδα στη Ρουσία». Αλλά πέρα από την αγάπη για τη Χώρα του Λένιν και του Πούσκιν, του Στένκα Ράζιν και του Αντρέι Ρουμπλιώφ, υπάρχει και ο φόβος για τη χώρα του Ιβάν του Τρομερού, του Ρασπουτίν, του Μπέρια. Σε τελευταία ανάλυση, αυτή η διχοτομημένη συνείδηση πάνω στο φαινόμενο «Επανάσταση» θα είναι εκείνη που θα τον κάνει, σε μια σπάνιας ειλικρίνειας κραυγή ξεσπάσματος, να δημιουργήσει το διχοτομημένο κόσμο της «Οδύσσειας», τη θεωρία της «Κρητικής Ματιάς», το σκεπτικισμό της αντρειωσύνης του «Ζορμπά» και την αμφιθυμικότητα της «Ασκητικής», όπου προσπαθεί, με ένα υπέροχης υφής και σύλληψης σόφισμα, τέλειο, μεθυστικό, μαυλιστικό, αλλά πάντως σόφισμα, να συμβιβάσει τούτα τα ασυμβίβαστα.

Θεωρώ όχι τυχαίο το ότι ο Καζαντζάκης έδειξε αυτή την αμφιθυμικότητά του τόσο στον καιρό του πρώτου εμφύλιου πολέμου, στον καιρό της κατοχής, όσο και μετά. Και νομίζω πως ανακαλύπτοντας αυτή την ασάφεια του ιδεολογικού υποστρώματος της «Οδύσσειας» -και φυσικά, ολόκληρης της ίδιας της προσωπικότητας του Καζαντζάκη- ο ελλαδολάτρης, συντηρητικός, ιδεοκράτης Βασίλης Λαούρδας αντιλαμβάνεται σε τι άβυσσους αιρεσιολογίας τείνει να τον παρασύρει ο θαυμασμός του προς τον Καζαντζάκη, σε εποχή μάλιστα υπερόξυνσης των ιδεολογικών αγώνων ανάμεσα στη δεξιά και στην αριστερά, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Η ίδια ασάφεια και αντινομικότητα είναι που θα κάνει να γεννηθούν οι λυσσαλέες επιθέσεις των εφημερίδων της άκρας δεξιάς («Εστία», «Ελληνικόν Αίμα»), εναντίον του, (με την αποκορύφωση τους στο σαμποτάρισμα της προσπάθειας να του απονεμηθεί από τους Σουηδούς το Βραβείο Νόμπελ), όσο και των θεωρητικών οργάνων της αριστεράς. Ο Καζαντζάκης, που δεν αρνιέται μήτε το σοβιετικό βραβείο Ειρήνης του 1956 μήτε την πρόσκληση να επισκεφθεί την Κίνα στο μοιραίο για κείνον ταξίδι του 1957, έχει να επιδείξει σε όλη του τη ζωή μια αποφασιστική απόρριψη του σοβιετικού υπερφανατισμού, βλέποντας τη ρωσική επανάσταση σαν ένα από τα κυκλικά εκείνα φαινόμενα κατακλυσμικών καταστροφών που η ανθρωπότητα τάχει ανάγκη για να ξεπηδήσει μέσα από την «τυράγνια» τους ακόμα πιο λαγαρό το αποκαθαρμένο πνεύμα: στο μυαλό του, η επανάσταση του 1917 δεν είναι παρά μια επανάληψη της καθόδου των Δωριέων (που, ισοπεδώνοντας τις Μυκήνες, θα δημιουργήσει τον Ναό του Απόλλωνος στις Βάσσες), της επιδρομής- των γερμανικών φυλών κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (που, γκρεμίζοντας το Καπιτώλιο, θα οικοδομήσουν τους γοτθικούς ναούς στην Κολωνία και τη Ρέιμς), μια πλημμυρίδα που, μαζί με τον όλεθρο, φέρνει και την υπόσχεση για την πλούσια γονιμοποίηση της κατακλυσμένης από τα ύδατα γης. «Δεν έχω», θα γράψει στην Γαλάτεια το 1922 από το Βερολίνο, «κανενός είδους ψευδαίστηση για το τι γίνεται στη Ρουσία». Αλλά αμέσως μετά θα συνεχίσει στο ίδιο γράμμα να εκθέτει την ιδέα πως όσο μια ιδεολογία μένει μετέωρη, στον αγέρα, άσπιλη από τη λάσπη και το αίμα της πρακτικής της εφαρμογής, παραμένει και στείρα και άκαρπη· μόνο αν κατέβει από τη σφαίρα του αφηρημένου και προχωρέσει στην εφαρμογή της πάνω στη γη και καταλερωθεί από τα αίματα, τις λάσπες τα λάθη, τα εγκλήματα και τις τρέλες των ανθρώπων, που, στα τυφλά, αλλά με τόση ελπίδα, πάνε να πετύχουν την εφαρμογή αυτής της ιδεολογίας, μόνο τότε -μέσα από ασύλληπτα εγκλήματα, ντροπιασμένες προδοσίες και θλιβερές βλακείες- γίνεται η ιδέα τούτη μήτρα, μάνα, φύτρο, και ξεπηδάει από μέσα της ο σπόρος της νέας ζωής. Τότε, για τούτο, δεν είναι ανάγκη να ρωτάει κανείς: «μα που πάμε;» γιατί η απάντηση είναι: «τράβα!», γιατί έτσι κατακτάει και νικάει κανείς τον ύστατο πειρασμό του, την  Ελπίδα! Αυτό είναι, γράφει τελειώνοντας τούτο το πολύ αποκαλυπτικό γράμμα του, και ο αληθινός ηρωισμός: απελπισμένοι, ήρεμοι και ελεύθεροι, το μόνο αληθινό επίτευγμα του ανθρώπου. Ας προσέξουμε την ημερομηνία αυτού του ντοκουμέντου (που συνόψισα τα σημαντικώτερα σημεία του, μεταγράφοντάς τα, μια που έκανα τον πρώτο κόπο, και σε μια γλώσσα που μου είναι αισθητικά περισσότερο οικεία) που στέλνει ο Καζαντζάκης στη γυναίκα του Γαλάτεια. Είναι Νοέμβρης του 1922. Στην Ελλάδα, έχει επέλθει το πένθος της Μικρασιάτικης καταστροφής, και οι προβληματισμοί των προσφύγων για το ποιος είναι ο υπεύθυνος της κατάντιας τους∙ πρώτες ευκαιρίες για την ανάπτυξη ενός μαρξιστικού κινήματος μαζών ανάμεσα στους απελπισμένους. Στη Γερμανία, το 1922 είναι μια ακόμα πιο σημαδιακή χρονιά: Οκτώβριος 1922, η αποτυχημένη εξέγερση των κομμουνιστών στο Αμβούργο, που πνίγεται στο αίμα∙ Νοέμβρης 1922, το κίνημα του Χίτλερ στο Μόναχο που η αστυνομία διαλύει σε λίγα λεπτά: η ληξιαρχική πράξη της γέννησης του φασισμού. Ανάμεσα Δεκέμβρη 1922 και Απρίλη 1923, μας λένε οι βιογράφοι του, ο Καζαντζάκης γράφει, στη Γερμανία, την «Ασκητική» του. Νομίζω πως είναι φανερό πως στο παραπάνω γράμμα του ο Καζαντζάκης συμπυκνώνει σπερματικά τις Ιδέες εκείνες που θα βρουν στους «Salvatores Dei» την ευτυχέστερη διατύπωση τους. Σε μια πυκνή εποχή «κρισίμων ετών», με τους λογής προφήτες να ξελαρυγγίζονται σε κηρύγματα και κρούσεις κωδώνων κινδύνου, από τον Στέφαν Γκεόργκε μέχρι τον Μπερνάρ Σω, ο Καζαντζάκης αισθάνεται την ανάγκη να ξεκαθαρίσει τη θέση του, τους λογαριασμούς του με τη συνείδηση του. Βέβαια, δεν είναι «αστός». Βέβαια, δεν μάχεται για την διατήρηση του φθαρμένου, του σάπιου, του αδιέξοδου. Ωστόσο, η εναλλακτική επιλογή, δηλαδή η προσχώρηση στο στρατόπεδο του μόνου παρουσιαζόμενου τότε αντίπαλου του αστικού συστήματος, του κομμουνισμού, τον τρομάζει. Βλέπει την επανάσταση σαν μια καταλυτική, όσο κι αν είναι καθαρτήρια, φωτιά. «Δεν είναι η Ρουσία που μ' ενδιαφέρει, είναι η φλόγα που τώρα καρβουνιάζει τη Ρουσία», θα πει αργότερα, στην «Τόντα Ράμπα». Και στην πρώτη έκδοση, του 1927, της «Ασκητικής» αναφέρει στο προλογικό του σημείωμα πως οι « Salvatores Dei» είναι μια έκφραση των πνευματικών αγωνιών και των ελπίδων ενός κύκλου Γερμανών, Πολωνών και Ρώσων κομμουνιστών που δεν μπορούν να ανασάνουν μέσα στα πλαίσια μιας στενά ματεριαλιστικά ιδωμένης κομμουνιστικής Ιδεολογίας. Και συνεχίζει: «Ας είναι η «Ασκητική» τούτη σαν το πρώτο λυρικό πιάσιμο, η πρώτη κραυγή ενός μετακομμουνιστικού Πιστεύω».

Μετακομμουνισμός; Οι Nouveanx Philosophes, οι «νέοι φιλόσοφοι» της σημερινής Γαλλίας θα ανατριχιάσουν από χαρά. Ωστόσο, για το 1922 η το 1927, ο μετακομμουνισμός μεταφράζεται μόνο σε αντικομμουνισμό. Πώς ο Καζαντζάκης θα ξεπεράσει τις σειρήνες της «ανανήψεως», και δεν θα γίνει ένας άλλος «μετανιωμένος πρώην κομμουνιστής» σαν τόσους και τόσους όμοιους με τον Άρθουρ Καίστλερ; Απλούστατα: θα αρνηθεί να ξεπεράσει το δίλημμα, θα μείνει πάντα μεταιχμιακός. Και σε τούτο θα τον βοηθήσει η μέχρι τώρα εκγύμναση του στις φιλοσοφικές παλαίστρες: Ο Νίτσε, ο Ανρί Μπερξόν, ο Βούδδας. Η «Κρητική Ματιά», πάλι.

Έτσι, η αστρατευσία του θα γίνει και κείνη με τη σειρά της ένα άλλο «στοίχημα»: προδομένος ίσως από όλους, αλλά ο ίδιος ποτέ προδότης. Ωστόσο, το τόλμημα ενός τέτοιου στοιχήματος δεν μπορεί παρά να τρομάζει τους «στρατευμένους», να τους ενοχλεί, ακόμα και να τους προβληματίζει. Ιδίως τους σημερινούς νέους, που ίσως βιάζονται τόσο πολύ να δοθούν σε μια στράτευση γιατί δεν αντέχουν να βάζουν με τον εαυτό τους τόσο επικίνδυνα στοιχήματα όπως ο Καζαντζάκης.

 

***

 

Η κριτική αντιμετώπιση του έργου του Καζαντζάκη, φυσικά, δεν τελείωσε, μήτε εκεί όπου την έφεραν οι πρώτοι σύγχρονοι κριτικοί του, μήτε εκεί που προσπάθησε να την φέρει τούτη η αποσπασματική μελέτη. Ωστόσο, είναι πια φανερό πως οι δισταγμοί της κριτικής δεν κάνουν άλλο παρά να αντικαθρεφτίζουν μέσα σε μια υποδειγματικά υποσυνείδητη σοφία, τους δισταγμούς που χαρακτηρίζουν το ίδιο το έργο, την ίδια την υφή του πνεύματος του Καζαντζάκη. Τόσο οι επιφυλάξεις της παλιάς κριτικής, όσο και οι αμηχανίες της νέας, αυτό σημαίνουν, από αυτό προσδιορίζονται: και οι αντιφατικότητες της, προφανείς ακόμα και σε τούτο το παρόν κείμενο, βασίζονται στην  πολύ  πιο πολύπλοκη, αντιστιξιακή και δυσπρόσιτη προσωπικότητα του Νίκου Καζαντζάκη.

Φοβάμαι πως θα χρειαστεί ακόμα πολύς καιρός για να αποφασίσουμε αν ο γίγαντας τούτος του πνεύματος κέρδισε η όχι τούτο το «στοίχημα» του. Το ότι όμως το επεχείρησε, με τέτοια αφοπλιστική εντιμότητα ψυχής, με τέτοια αφοβιά και τέτοια πριγκηπική αδιαφορία για τις συνέπειες, δεν μπορεί παρά να μας τον κάνει σεβαστό. Όπως και, ελπίζω, θα μας τον κάνει αντικείμενο μελέτης από πολλούς ακόμα σχολιαστές, που θα επιζητήσουν τη λύση τούτων των αντιφάσεων, τούτων των δισταγμών και τούτων των αμφιβολιών, που η μελέτη αυτή αποπειράθηκε να επισημάνει.