Tonnet Henri, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος
 
μετάφραση Μαρίνα Καραμάνου, Αθήνα 1999, Πατάκης. Σσ. 274-281
 
 
 

Τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη (1946-1954): μια ύστατη έκφραση της ηθογραφίας

 

Ο ιστορικός της λογοτεχνίας, κάνοντας τον απολογισμό της μεταπολεμικής λογοτεχνικής παραγωγής, βρίσκεται μπροστά στα μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957), που όλοι διάβασαν κι εκτίμησαν, αλλά που δύσκολα εντάσσονται, τόσο λόγω της μορφής όσο και λόγω της θεματικής τους, στην ατμόσφαιρα της εποχής.

Πριν υπογραμμίσουμε την πρωτοτυπία αυτής της παραγωγής, πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε τα στοιχεία που την κατατάσσουν σ' αυτή την περίοδο. Το θέμα του μυθιστορήματος Οι αδερφοφάδες (1954) είναι ο Εμφύλιος πόλεμος, γεγονός που θα μπορούσε να συνδέσει αυτό το μυθιστόρημα με σύγχρονα βιβλία του ίδιου θέματος. Το θέμα ενός ολόκληρου χωριού που έχει ξεριζωθεί και ψάχνει τόπο να εγκατασταθεί και που πουθενά δεν το δέχονται στο έργο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1948), δεν είναι καθαρή επινόηση, αλλά παραπέμπει σε μια θλιβερή πραγματικότητα του Εμφύλιου πολέμου. Η «φιλοσοφία» του Καζαντζάκη, που εκφράζεται κυρίως στην Ασκητική (1927-1945), παρά το σχηματικό χαρακτήρα της, περιλαμβάνει ένα νεοτερικό στοιχείο που πολλοί σύγχρονοί του συμμερίζονται: ο συγγραφέας παρατηρεί την αποτυχία των αξιών, ιδιαίτερα των θρησκευτικών, και τις νοσταλγεί: ατενίζει με θάρρος το χάος. Σύμφωνα με τον Καζαντζάκη, ο άνθρωπος δίνει ζωή στο Θεό και ταυτίζεται μαζί Του… «και το ένα τούτο δεν υπάρχει». Ο Έλληνας συγγραφέας δεν είναι ο μόνος που παρατηρεί λοιπόν αυτό το θάνατο του ανθρώπου μετά από το θάνατο του Θεού που διακήρυξε ο Nietzsche. Μόνο οι φυσικές αξίες, το ηλιόλουστο και τραγικό τοπίο της Κρήτης, αποκτούν γοητεία στα μάτια του Καζαντζάκη. Αυτός ο μεσογειακός νεοστωικισμός συναντά κάποιες φορές εκείνον του Camus.

Ο Καζαντζάκης, παρά τις ιδιαιτερότητες της «μετακομουνιστικής» θεωρίας του -έκανε τρία ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση και υπήρξε ένθερμος θαυμαστής του Λένιν, πριν αποστασιοποιηθεί από τους Ρώσσους κομουνιστές-, ανήκει χωρίς αμφιβολία στο μαρξιστικό χώρο· αυτό δικαιολογεί την κατάταξη των μυθιστορημάτων του μαζί με εκείνα των συγγραφέων της Αριστεράς. Η προτίμησή του για τα απλά πρόσωπα και η χρήση μιας απολαυστικής γλώσσας της υπαίθρου θα μπορούσαν να τον συσχετίσουν με το Δημήτρη Χατζή. Διαθέτει επίσης, όπως και οι άλλοι πεζογράφοι της Αριστεράς, κάποιον αφελή ιδεαλισμό.

Εκτός απ' αυτά, όλα τα άλλα χαρακτηριστικά φέρνουν τον Καζαντζάκη σε αντίθεση με τους μεταπολεμικούς πεζογράφους. Καταρχήν, και κυρίως, η ηλικία του: γεννήθηκε το 1883, είναι επομένως εξήντα τριών ετών όταν δημοσιεύει το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946), το πρώτο του επιτυχημένο μυθιστόρημα. Έπειτα το λογοτεχνικό παρελθόν του. Το 1906 τον είδαμε να γράφει ένα μυθιστόρημα που είναι επηρεασμένο από τον αισθητισμό και είναι χαρακτηριστικό της περιόδου πριν από τη Γενιά του '30. Στη συνέχεια ο Καζαντζάκης επιδίδεται σ' ένα είδος ποιητικού θεάτρου αρκετά στατικού, όπου επαναλαμβάνει σε μια νιτσεϊκή φιλοσοφική προοπτική τους λαϊκούς μύθους, όπως εκείνο του Γιοφυριού της Άρτας (Ο πρωτομάστορας, 1910), και υμνεί με έναν περίεργο συγκρητισμό τους μεγάλους άντρες της ανθρωπότητας (Χριστός [1915]), Βούδας [1922], Οδυσσέας κτλ.). Ο Λίνος Πολίτης έγραψε με κάποια αυστηρότητα γι' αυτά τα θεατρικά έργα: «Έχεις την εντύπωση πως πρόκειται για το ίδιο θέμα που επαναλαμβάνεται σε ποικίλες παραλλαγές».

Πάνω απ' όλα, μέχρι αυτή την όψιμη μυθιστορηματική παραγωγή ο Καζαντζάκης, που υπήρξε στενός φίλος του Άγγελου Σικελιανού, μπορεί να θεωρηθεί δημοτικιστής ποιητής που συνδυάζει τη φιλοσοφική ανησυχία με την εξύμνηση της λαϊκής ποίησης. Κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου κατά την οποία οι συνάδελφοί του φροντίζουν να δώσουν στην Ελλάδα ένα ευρωπαϊκό αστικό μυθιστόρημα, ο Καζαντζάκης απορροφάται σ' ένα magnum opus εντελώς έξω από τις αισθητικές τάσεις της εποχής του: γράφει ένα έπος με 24 ραψωδίες, όπου περνάει όλη την εμπειρία του, όλα τα αναγνώσματά του και όλα τα φιλοσοφικά ερωτήματά του, την Οδύσσεια (1938), σε 33.333 στίχους. Η φιλοσοφία του Καζαντζάκη, όπου διασταυρώνονται ποικίλες επιρροές, είναι ένα είδος μηδενισμού που φαίνεται ότι οφείλει κάτι στον Ίωνα Δραγούμη - ένα συγγραφέα σύγχρονο των πρώτων γραπτών του Κρητικού συγγραφέα. Ο Καζαντζάκης υμνεί τη δράση για τη δράση, ενώ όλες οι δικαιολογίες που προβάλλει φαίνονται μάταιες. Παρά τις μεγάλες της φιλοδοξίες -ή εξαιτίας τους- το έπος του Καζαντζάκη δεν άγγιξε το ευρύ κοινό, όχι μόνο λόγω του όγκου του, που αποθαρρύνει την ανάγνωση, αλλά και λόγω της γλώσσας του, μιας πολύ δουλεμένης δημοτικής με σπάνιες τοπικές λέξεις, ελάχιστα οικείες στο σύγχρονο αναγνώστη.

Είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς και γιατί, μ' αυτό το «λογοτεχνικό παρελθόν», ο Καζαντζάκης στράφηκε τότε προς το μυθιστόρημα και, κυρίως, στο είδος του μυθιστορήματος που επέλεξε. Ο ίδιος σ' ένα γράμμα ισχυρίζεται ότι το έκανε για να διασκεδάσει, μόλις τέλειωσε την Οδύσσεια. Ο Λίνος Πολίτης υποστηρίζει ότι «κίνητρο για την στροφή του αυτή ήταν η επιθυμία του να επικοινωνήσει με το πλατύτερο κοινό». Αυτό όμως σημαίνει σύγχυση αιτίας κι αποτελέσματος. Θα θέλαμε να ξέρουμε ποια ελληνικά ή ξένα μυθιστορήματα είχε διαβάσει και συνέχιζε να διαβάζει. Και θα επιθυμούσαμε να γνωρίζουμε τις θεωρητικές του ιδέες σχετικά με το μυθιστόρημα· τον απασχολούσαν –πράγμα που δεν είναι φανερό όταν διαβάζουμε το ίδιο το έργο -τα τεχνικά προβλήματα της μυθιστορηματικής διήγησης;

Τα βιβλία του, έτσι όπως παρουσιάζονται, δεν τοποθετούνται καθαρά σε κάποια γνωστή ευρωπαϊκή μυθιστορηματική σχολή, εκτός αν θελήσουμε να συνδέσουμε τον «πρωτόγονο» χαρακτήρα των προσώπων του Κρητικού μυθιστοριογράφου με την προτίμηση για τα απλά πρόσωπα, και μάλιστα ανόητα ή κτηνώδη, που εκδηλώνεται στο αμερικάνικο μυθιστόρημα, που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή (Steinbeck [Άνθρωποι και ποντίκια, 1938], Faulkner)∙ έχουμε δει όμως ότι μπορούμε να βρούμε, από την εποχή του Βουτυρά και του Κόντογλου, Έλληνες εκπροσώπους αυτής της τάσης. Ωστόσο δεν υπάρχει τίποτα στην κλασική αφήγηση του Καζαντζάκη που να προσεγγίζει την τεχνική του αντικειμενικού ρεαλισμού των υπερατλαντικών μυθιστοριογράφων.

Είναι ολοφάνερο ότι ο Καζαντζάκης δεν ακολούθησε το ελληνικό μυθιστορηματικό κίνημα της Γενιάς του '30 κι ότι εκτός από μια αριστερή πολιτική «απόχρωση» το έργο του δεν οφείλει τίποτα στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Τα μυθιστορήματά του δεν αφορούν ούτε τους αστούς των πόλεων ούτε τους προλετάριους, αλλά τους χωρικούς. Όπως ο Εφταλιώτης κι ο Παπαδιαμάντης, έτσι και ο Καζαντζάκης περιορίζει συχνά το μυθιστορηματικό του όνειρο στα όρια του νησιού που γεννήθηκε, ιδιαίτερα την εποχή που βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή.

Πράγματι, τα πιο επιτυχημένα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη αποτελούν μια αναγέννηση της λογοτεχνικής συνταγής της ηθογραφίας. Ο κόσμος που αναφέρει ο Κρητικός συγγραφέας δε διαφέρει ουσιαστικά από εκείνον του Δροσίνη, του Καρκαβίτσα, του Θεοτόκη και του Κονδυλάκη. Ίδια τραχιά πρόσωπα βοσκών, ίδιοι χοντροί και χυδαίοι παπάδες με υλικά συμφέροντα, ίδιες νεαρές χήρες που ξυπνούν τον πόθο στους άντρες του χωριού. Έτσι, το σχήμα των ιστοριών παραμένει πανομοιότυπο: ένας τραγικός ήρωας θέλει να φτάσει ως το τέρμα του πάθους του ή της πεποίθησής του. Έχει να παλέψει με τις συντηρητικές αξίες του χωριού και «πρέπει να πεθάνει». Όπως ο θάνατος του πρωτομάστορα στο γεφύρι της Άρτας, έτσι και η δική του εξαφάνιση προορίζεται να σφραγίσει την ενότητα της κοινότητας. Γενικά, το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη είναι ένα μεγάλο ηθογραφικό διήγημα.

Η πρώτη γόνιμη ιδέα του Καζαντζάκη ήταν ότι η ηθογραφία, που παρέπεμπε στον κόσμο της υπαίθρου, που είχε εξαφανιστεί στη δυτική Ευρώπη και στην Ελλάδα επιβίωνε μόνο ως κινηματογραφικό ντεκόρ, μπορούσε να τροφοδοτήσει τη νοσταλγία όλων των αναγνωστών.

Ο μυθιστοριογράφος του Ζορμπά κατάλαβε επίσης πως η ηθογραφία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για άλλους σκοπούς, εκτός από το να εξυμνήσει σε μια πατριωτική προοπτική «τα ευγενή ελληνικά ήθη». Ο Καζαντζάκης ερμηνεύει αλληγορικά, πολιτικά και φιλοσοφικά τα ήθη της ελληνικής υπαίθρου (έστω κι αν η δράση στο έργο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται τοποθετείται στη Μικρασία). Από πολλές απόψεις, εκδηλώνοντας το ενδιαφέρον του γι' αυτό τον κόσμο που εξαφανίζεται τη στιγμή που γράφει, προαναγγέλλει την προσπάθεια του Κοσμά Πολίτη, που στο έργο του Στου Χατζηφράγκου (1966) θα αναστήσει μια Σμύρνη που, όπως οι χαρταετοί που πετούσαν στον ουρανό της, είναι μόνο μια φωτεινή ανταύγεια κι αυτή στον ουρανό. Ενσαρκώνοντας σε απλούς χωρικούς τους ρόλους των βιβλικών προσώπων που είχε χρησιμοποιήσει στο θέατρό του, ο Καζαντζάκης αποφεύγει το πομπώδες ύφος, που είναι το μεγαλύτερο ελάττωμά του. Όταν βλέπουμε τα απλά γραφικά πρόσωπα που σκιαγραφεί ο Καζαντζάκης, έχουμε την εντύπωση πως βρισκόμαστε μπροστά στα ομοιώματα που φτιάχνουν για τις χριστουγεννιάτικες φάτνες στην Προβηγκία!

Ο Καζαντζάκης συνειδητοποίησε επίσης ότι όλο το γραφικό, όλο το λυρικό στοιχείο, όλες οι απλοϊκές εικόνες που διαπερνούν την ποίησή του, ιδιαίτερα την αφηγηματική εποποιία του, μπορούσαν να περάσουν στα μυθιστορήματά του και να εξυψώσουν τη λογοτεχνική τους ποιότητα. Η περιπέτεια του παραγνωρισμένου επικού συγγραφέα που έγινε, χωρίς φανερή προσπάθεια, επιτυχημένος μυθιστοριογράφος επιβεβαιώνει μια γνωστή αλήθεια της ιστορίας του μυθιστορηματικού είδους. Το μυθιστόρημα είναι μια μορφή απλοποιημένης και προσιτής σε όλους εποποιίας. Το πέρασμα από το ρεαλιστικό μυθιστόρημα στην πεζή εποποιία είναι, κατά τα άλλα, ένα από τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου μυθιστορήματος που επισήμανε ο R.-M. Alberes. Έτσι, σ' αυτό το απόσπασμα από το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, ο Καζαντζάκης μπόρεσε να δώσει έναν επικό τόνο σ' αυτή την άγρια και πρωτόγονη σύγκρουση δύο αρσενικών, ενός νεαρού βοσκού κι ενός κριαριού:

«Έπεφτε ο ήλιος σταλαχτός απάνω στο βουνό, ακίνητος ο αγέρας· οι ίσκιοι είχαν κουλουριαστεί στα πόδια των δέντρων, φοβισμένοι. Και τα κελαηδοπούλια είχαν σωπάσει, είχαν τρυπώξει μέσα στις φυλλωσιές και περίμεναν να περάσει η δύσκολη ώρα.

Το Νικολιό ένιωσε ξαφνικά.να ξεχειλίζει η δύναμή του· στράφηκε γύρα να δει με ποιον να ξοδέψει τη δύναμη που του περίσσευε. Ερημιά. Μήτε άντρας να πιαστούν, μήτε γυναίκα να τη ρίξει κάτω· τα πρόβατα είχαν ξαπλώσει κάτω από τα πουρνάρια, στον ίσκιο, χαχόλικα κι ειρηνικά· ντροπή να τα βάλεις μαζί τους. Μα ξάφνου ο μεγάλος μπροσταρόκριος, ο Δάσος, πρόβαλε με τα χοντρά, στρουφηχτά κέρατα,    με το λιγδερό δασό μαλλί και με τη βαριά κουδούνα του αρχηγού στο λαιμό του. Κοίταξε με το θολό του μάτι, ξαπλωμένες χάμω, τις προβάτες του, μπεμπέρισε ευχαριστημένος και κουνήθηκε βαρύς, αργός, με βασιλικό καμάρι, να σεριανίσει· στουμπώθηκε ο αγέρας από τη βρώμα του αρσενικού  -και το Νικολιό χίμηξε απάνω του, σα να 'στριψε ξαφνικά το μυαλό του, κι άρχισε να τον χτυπάει με το ραβδί του στα κέρατα, στη ράχη, στην κοιλιά, μανιασμένος.

Ο περήφανος αρσενικός στράφηκε· δεν του γέμισε το μάτι ο αντίμαχος - δεν είχε κέρατα, δεν είχε δασό κρεμάμενο μαλλί, πατούσε μονάχα σε δύο πόδια και μ' ένα αλαφρό κουτούλημα μπορούσες να τον ρίξεις κάτω. Εξακολούθησε λοιπόν ακατάδεχτος το σεριάνι ανάμεσα στις προβάτες του.

Μα το Νικολιό τον πήρε καταπόδι, του φούχτωσε τα κέρατα, έδωκε ένα σάλτο και χύθηκε να τον καβαλήσει. Θύμωσε τότε ο Δάσος, τίναξε το κεφάλι, και το Νικολιό ξαπλώθηκε ανάσκελα χάμω.

Άτιμε! τώρα θα σου δείξω εγώ! φώναξε το Νικολιό και πετάχτηκε ορθός με τους αγκώνους αιματωμένους.

Έχωσε το σβέρκο ανάμεσα στους ώμους του, χαμήλωσε το κεφάλι να κουτουλήσει και πήρε φόρα· πήρε φόρα κι αντίκρα του ο Δάσος, σκούντρηξαν, το Νικολιό ζαλίστηκε, στρουφογύρισε στα πόδια του, και μαζί του στρουφογύρισε και το βουνό μα μπόρεσε και κρατήθηκε ορθός, άρπαξε από κάτω το ραβδί του, χίμηξε κι άρχισε να βαράει λυσσασμένα τον μπροσταρόκριο, να του σπάσει τα κέρατα».

(σ.109)

Ο Καζαντζάκης θέλει να δείξει ότι οι τραχείς βοσκοί είναι τόσο κοντά με τα ζώα, που μπορεί να είναι ερωτικοί αντίπαλοι. Καταφέρνει, έτσι, να μπει στο πετσί του ζώου, του οποίου διαβάζει τις «σκέψεις» («αυτός ο αντίμαχος δεν είχε κέρατα…»). Ο επικός τόνος αποδίδεται με τη συμμετοχή της φύσης, που αρχικά δημιουργεί μια αισθησιακή ατμόσφαιρα, έπειτα, όπως και στο δημοτικό τραγούδι, πάλλεται στον ήχο των χτυπημάτων που ανταλλάσσουν οι πολεμιστές. Θυμόμαστε τη σύγκρουση ανάμεσα στο Διγενή και τον αντίπαλό του που έκανε τα βουνά να αντηχούν.

Η γλώσσα, με ιδιωματικές λέξεις σε πολλά σημεία, και το ύφος, χωρίς καθόλου σχεδόν υποτακτική σύνδεση των προτάσεων, συνοπτικό και συμπαγές, με πολλά επίθετα που προσδιορίζουν μια εντύπωση, επωφελούνται απ' όλη την προηγούμενη ποιητική δουλειά του Καζαντζάκη.