Τερζάκης Άγγελος, κριτική στο έργο Η αυλή των θαυμάτων στην εφημερίδα Το Βήμα, Δεκέμβριος 1957, δημοσιευμένη και στο Καμπανέλης Ι., Θέατρο, τομ. Α΄ Η αυλή των θαυμάτων
 
σσ. 290-291, Αθήνα 1978, Κέδρος
 
 
 

«ΤΟ ΒΗΜΑ», Δεκέμβριος 1957

 

Ο κ. Ιάκ. Καμπανέλλης είναι, νομίζω, ο πιο προικισμένος από τους νέους θεατρικούς μας συγγραφείς. Έχει πρώτα-πρώτα -μέγα δώρο- την έφεση και την γεύση του ποιοτικά καλού: Δεν συγχέει το κάλλος με τον μπεζαχτά. Έχει, έπειτα, γνήσιο το αίσθημα του θεάτρου. Κι ακόμα διαθέτει νοημοσύνη, επινοητικότητα, φαντασία, παρατηρητικότητα. Ξέρει να επισημαίνει και να θερμαίνει.

Τα προτερήματα αυτά τα είχαμε διακρίνει κιόλας στην «Έβδομη ήμερα της δημιουργίας», που την ανέβασε πέρυσι το Εθνικό θέατρο. Η «Αυλή των θαυμάτων», στο θέατρο Τέχνης τώρα, ξεκινάει πάλι από τον οικείο λαϊκό περίγυρο της αυλής, για να τραβήξει όμως άλλο δρόμο. Όχι πια το δράμα των ανθρώπων μιας εποχής, όπως - αν θυμάμαι καλά - φιλοδοξούσε η «Έβδομη ήμερα», άλλα το δράμα των ανθρώπων μιας φυλής: της ρωμέικης. Οι ήρωες της «Αυλής των θαυμάτων» παλεύουν με το ριζικό τους -φτώχια, καταφορά των κοινωνικών όρων, αναλγησία της ιστορικής ώρας, ανυπόμονο πνεύμα του καιρού, στερεότυπη ελληνική προσφυγιά - και κάνουν την καρδιά τους κόμπο, υπομένουν, εμμένουν για να επιζήσουν.

Ωραίο θέμα και καλός ο χειρισμός του. Η «Αυλή των θαυμάτων» είναι ένα ρεαλιστικό έργο συνόλου, με ηθελημένα διάσπαρτο υλικό; έτσι ώστε ν' αναδίνονται συγχορδίες κι' όχι σόλα. Τα πρόσωπα μετέχουν κατ' ισομοιρίαν σχεδόν στη δράση. Θα ευχόταν ίσως κανείς κάπως εντονώτερες, στερεότερες δυο-τρεις μορφές, εδώ - εκεί, για να μην επιπλέει τελικά η εντύπωση πως το έργο συνθέτει μερικά σκετς σε δραματική δέσμη. Όπως και θα είταν προτιμότερο αν η σύγκρουση της ακμαίας στιγμής (γ΄ πράξη) επήγαζε από το κεντρικό θέμα του έργου κι' όχι από μια λίγο-πολύ συμβατική περιπλοκή του γνωστού συναισθηματικού τύπου. Όμως αυτά τα μειονεκτήματα έρχονται σε δευτερεύουσα μοίρα. Εκείνο που επικρατεί είναι η εντύπωση πως ο κ. Καμπανέλλης, μέσα στη διάχυτη γύρω μας ερημιά και στυγνότητα, έχει ευγένεια στις προθέσεις και καλλιτεχνική εντιμότητα στα μέσα του.

Ο αξιολογότατος θίασος του Θεάτρου Τέχνης παίζει μ’ αισθητή στοργή το ελληνικό αυτό έργο. Ο κ. Κουν το έχει υπηρετήσει με ιδιαίτερο ζήλο, ανέδειξε όλα του τα προτερήματα. Ρυθμοί, διακυμάνσεις, θερμοκρασίες, όλα είναι ρεγουλαρισμένα στην εντέλεια. Τόσο καλά μάλιστα παίζουν οι ηθοποιοί, που δύσκολα θα ξεχώριζε κανένας μερικούς, χωρίς τον κίνδυνο ν' αδικήσει τους άλλους. Το Θέατρο Τέχνης έχει την αρετή να μην αναδείχνει βεντέττους, δηλαδή δεν εκτρέφει δολοφόνους. Πάντως σημειώνουν έντονα την παρουσία τους οι κυρίες Εκάλη Σώκου, Νέλλη Αγγελίδου, Αν. Πανταζοπούλου, Β. Ζαβιτσιάνου, Μ. Κωνσταντάρου και οι κ.κ. Κ. Μπάκας (σ' ένα τύπο κάπως εξιδανικευμένου τεμπέλη-χαρτοπαίχτη, δυσανάλογα φαντασιοκόπου για Ρωμιό) Δημ. Χατζημάρκος, Ν. Μπιρμπίλης, Γ. Λαζάνης, Μ. Χρηστίδης. Ένα ερώτημα μου γεννιέται μόνο: Μήπως λείπει, σ' αυτήν ειδικά την παράσταση, κάποιος τόνος ιθαγένειας; Είναι, βλέπετε, ο κόσμος της αυλής που προκαλεί τη σχετική προσδοκία. Δεν θα ζητούσε βέβαια κανείς την επιθεωρησιακού τύπου, εξωτερική, ηθογραφική ποιότητα στη συμπεριφορά των ηθοποιών, το ρωμέικο ύφος. Κάθε άλλο! Φοβάμαι μόνο μήπως οι κάλλιστοι ηθοποιοί του Θεάτρου Τέχνης από το να παίζουν πολύ, κατά σύστημα, Αμερικανούς και βόρειους συγγράφεις, έχουν αποχρωματίσει το κύτταρο τους. Στιγμές-στιγμές προχτές το βράδυ είχαμε το αίσθημα πως βλέπαμε Τεννεσή Γουίλλιαμς, χωρίς να είναι βέβαια ο κ. Καμπανέλλης που να μας τον θυμίζει.

Πάντως, κι ανεξάρτητα από αυτή την επιφύλαξη, η ερμηνεία έχει έντονη την σφραγίδα της αλήθειας, με την ψυχικότητα εκείνη που είναι το ιδιαίτερο κλίμα του Θεάτρου Τέχνης. Καλλίτερη ανάδειξη του έργου του δεν θα μπορούσε ο κ. Καμπανέλλης να ευχηθεί.

Ο κ. Τσαρούχης έχει σχεδιάσει σε ρεαλιστικά μέτρα το σκηνικό διάκοσμο με τη γνωστή του δεξιοσύνη άλλα και χωρίς, εδώ, οίστρο ξεχωριστό. Ο κ. Χατζηδάκης έχει επιμεληθεί τη μουσική κι’ αυτό λέει, υποθέτω, αρκετά πόσο είναι θερμή, ταιριαστή.