Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία
 
μετάφραση Ευαγγελία Ζούργου – Μαριάννα Σπανάκη, Αθήνα 1996, Νεφέλη. σσ. 185-186
 
 
 

Η ζωή εν τάφω, όπως και οι νεανικές ιστορίες του Μυριβήλη, δίνουν μια νέα διάσταση στον «ηθογραφικό ρεαλισμό» των μικρών κοινοτήτων κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η αποσπασματική δομή του μυθιστορήματος και ο μεγάλος θίασος ηρώων, που παρελαύνουν για λίγο στις σελίδες του και στη συνέχεια αποτραβιούνται στο περιθώριο, προσιδιάζουν στο είδος του κυρίαρχου την εποχή εκείνη διηγήματος. Παρ’ όλο που βασίζεται σε πραγματικές εμπειρίες, Η ζωή εν τάφω δεν καταγράφει απλώς τα γεγονότα, όπως κάνει ο Δούκας. Ο Μυριβήλης αποστασιοποιείται από τα βιώματα και τις σκέψεις του, καθώς τα αναθέτει σε ένα φανταστικό πρόσωπο, ένα λοχία, και ισχυρίζεται ότι τα αντλεί από το ημερολόγιο εκείνου. Το βιβλίο (ακόμα και στην πρώτη του μορφή) αρχίζει με την ανακάλυψη, μετά τον πόλεμο, των τετραδίων του (φανταστικού) λοχία, τον οποίο σκότωσαν κατά λάθος οι συστρατιώτες του στην έναρξη της κρίσιμης μάχης το 1918.

Με αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης ξέρει από την αρχή ότι ο ήρωας, του οποίου τις σκέψεις διαβάζει, είναι ήδη νεκρός και ότι στο τέλος του βιβλίου τελειώνει και η ζωή του, την οποία είχε το προνόμιο να γνωρίσει. Αυτό το τέχνασμα του συγγραφέα βοηθάει να αναδειχθεί η βασική διαπίστωση που κάνει ο αφηγητής στην πορεία των ημερολογίων του: ότι από τη στιγμή που αφαιρεθούν τα επιφανειακά στολίδια του πολιτισμού -και συγκεκριμένα ο στόμφος της πολεμικής προπαγάνδας και της συμβατικής έννοιας του ηρωισμού- η ζωή είναι ζήτημα σάρκας και αίματος, όχι ιδεών και μεταφυσικής:

«Ο πόνος του κορμιού! Δεν υπάρχει τίποτ» άλλο που να κάνει πιο δυστυχισμένη την ψυχή και το πνέμα. Όλ’ αυτά είνε κορμί. Και σαν πονά το κορμί όλα πάνε κατά διαβόλου. Ο κόσμος είνε ωραίος, κι ο άθρωπος είνε καλόκαρδος, μεγαλόψυχος ή ευτυχισμένος, κι όλα τα καλά πράματα έχουν αξία, μονάχα σαν είνε γερό το κορμί. Η πλάση υπάρχει μόνο μέσο του κορμιού».

Εκτός αυτού, ο αφηγητής αντιλαμβάνεται σε όλη της την ένταση τη δύναμη της ζωής που υπάρχει στον ίδιο και τους άλλους, κυρίως μέσα από την παρουσία του θανάτου. Αυτή η αποκάλυψη γίνεται με πολλούς τρόπους: άλλοτε αφορμή είναι η οργιαστική «επιστροφή στη φύση» του κεφαλαίου «Στο δάσος», άλλοτε πάλι την προκαλεί η έκσταση από την ανακάλυψη του αφηγητή μιας μοναδικής παπαρούνας που άνθισε στο χείλος του χαρακώματός του, και άλλοτε πάλι εκδηλώνεται με τα τρυφερά αισθήματά του για την αρραβωνιαστικιά του, που ζούσε στη Μυτιλήνη και στην οποία θεωρείται ότι απευθύνονται αυτά τα ημερολόγια. Η ζωή εν τάφω συνήθως διαβάζεται ως «αντιπολεμικό» βιβλίο. Το παράδοξο όμως είναι ότι η εμπειρία του πολέμου βοηθάει τον αφηγητή, κατ» επέκταση και τον αναγνώστη, να το αντιληφθεί. Αυτή είναι η σημασία του τίτλου του βιβλίου, ένα χωρίο από τον Ορθόδοξο εκκλησιαστικό θρήνο της Μεγάλης Παρασκευής, στον οποίο ο Χριστός παρουσιάζεται ως η «ζωή» που κείται στον τάφο προκειμένου να αναστηθεί. Το μυθιστόρημα του Μυριβήλη δοξάζει τη ζωή, εξίσου με τον Ύμνο της Μεγάλης Παρασκευής. Αλλά η ζωή που υμνείται στο μυθιστόρημα του Μυριβήλη δεν είναι ούτε πνευματική ούτε αιώνια. Αντίθετα, είναι η έντονη, εμπειρία της σάρκας, που έλκεται και ανταποκρίνεται στις ισχυρές δυνάμεις της φύσης.

Η μανιώδης ενδοσκόπηση του αφηγητή, του οποίου οι διαπιστώσεις σχετικά με τη δική του φύση αλλά και τη φύση του πολέμου, στον οποίο έχει εμπλακεί, ξεπερνούν τα όρια της ρεαλιστικής «μαρτυρίας», απέχει πολύ από την αντικειμενική στάση που κρατάει απέναντι στις πράξεις και τις τύχες όλων των άλλων ηρώων. Το χάσμα αυτό ανάμεσα στις δύο διαφορετικές λογοτεχνικές τεχνικές γεφυρώνει η γλώσσα του μυθιστορήματος, η οποία εκμεταλλεύεται τις αστείρευτες πηγές της δημοτικής της υπαίθρου. Η γλωσσική έκφραση είναι πλουσιότερη από τον ευθύ λόγο των ηρώων, τον οποίο επίσης χρησιμοποιεί, και από αυτή την άποψη δεν αποτελεί «ρεαλιστική» αναπαράσταση της γλώσσας των χαρακωμάτων. Ούτε και στην αφήγηση πραγμάτων ή εμπειριών είναι ιδιαίτερα ακριβής. Ο γλωσσικός πλούτος όμως του βιβλίου (ιδιαίτερα στην έκδοση του 1930) θυμίζει το τέχνασμα του Δούκα με την αναδημιουργία της προφορικής μαρτυρίας στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου: αυτός που παρατηρεί και αυτός που παρατηρείται εντάσσονται σε ένα γλωσσικό σχήμα, το οποίο δίνει έκφραση στις εμπειρίες που πηγάζουν από τα γεγονότα και μόνο.

Ο Μυριβήλης, μαζί με άλλα μέλη της «Αιολικής Σχολής», μετακινήθηκε στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και εκεί, για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με τον ευρύτερο κύκλο των συγχρόνων του, έγραψε και δημοσίευσε το δεύτερο μυθιστόρημά του, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1933). Παρά τον αφοπλιστικό τίτλο και το εξωτερικά ειδυλλιακό περιβάλλον της ειρηνικής Λέσβου, και αυτό το μυθιστόρημα είναι μια μαρτυρία για την εμπειρία και ιδιαίτερα για τα παρεπόμενα του πολέμου και της βίας. Τόσο η μυθοπλασία όσο και η μυθιστορηματική δομή είναι πιο εμφανείς από ό,τι στη, Ζωή εν τάφω. Στην Δασκάλα με τα χρυσά μάτια ο Μυριβήλης επεξεργάζεται τα θέματα της βίας και της σεξουαλικότητας, τα οποία προβάλλονται πάλι μέσα από τα βιώματα του πολέμου και τις οδυνηρές συνέπειές του, που υπερβαίνουν τις καθαρά ατομικές ζωές των ηρώων που δημιουργεί.