Tonnet Henri, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος
 
μετάφραση Μαρίνα Καραμάνου, Αθήνα 1999, Πατάκης. Σσ.213-216
 
 
 

Δύο μεγάλοι συγγραφείς που είχαν ζήσει τον πόλεμο, ο Στράτης Μυριβήλης (1892-1969) και ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973), έχοντας διαφορετικά κίνητρα και εκφραστικά μέσα, έδωσαν πλήρη λογοτεχνική έκφραση στη ζωή των χαρακωμάτων (Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω, [1924,1930]) και στην αιχμαλωσία (Βενέζης, Το νούμερο 31328 [1931]). Εδώ θα μιλήσουμε μόνο για το βιβλίο του Μυριβήλη.

Όπως συμβαίνει στη Γαλλία και στη Γερμανία (Roland Dorgeles, Henri Barbusse, Maurice Genevoix, Georges Duhamel, E.M Remarque), έτσι και στην Ελλάδα εκείνοι που επιστρέφουν από το μέτωπο είναι αντιμιλιταριστές και ειρηνιστές. Ο Στράτης Μυριβήλης ανήκει σ' αυτή την κατηγορία παλαιών πολεμιστών. Γεννημένος στη Λέσβο, που τότε ανήκε στους Τούρκους, έζησε τον ενθουσιασμό της προσάρτησης στην Ελλάδα και κατατάχθηκε στα βενιζελικά στρατεύματα. Συνειδητοποίησε τι σημαίνει πόλεμος μέσα στα χαρακώματα στο μέτωπο του Μοναστηρίου. Από το 1917 στέλνει σε μια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης εντυπώσεις από τον πόλεμο. Αυτές οι σημειώσεις θα αποτελέσουν «το βιβλίο του πολέμου» Η ζωή εν τάφω, που, σημειωτέον, δεν είναι μυθιστόρημα. Ο τίτλος δηλώνει καθαρά τη «θέση» του Μυριβήλη. Τον έχει δανειστεί από ένα κείμενο της ακολουθίας της Μ. Παρασκευής όπου υπογραμμίζεται ο θρίαμβος της ζωής κατά του θανάτου, που επήλθε με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη. Ο Μυριβήλης «βλέπει» τα χαρακώματα σαν έναν τεράστιο τάφο όπου στοιβάζονται τα νέα παλικάρια, από τη Μυτιλήνη και από άλλες περιοχές, που εκπροσωπούν τη ζωή. Το βιβλίο γεννιέται από μια βίαιη εξέγερση ενάντια σ' αυτό το σκάνδαλο∙ ο Στράτης Μυριβήλης τονίζει πολύ τον τρόμο με τις πιο αποτρόπαιες λεπτομέρειες. Κανένα πατριωτικό ιδανικό, λέει, δε δικαιολογεί αυτή την παράλογη καταστροφή.

Η ζωή εν τάφω είναι καταρχήν ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο για τη ζωή και το θάνατο στα χαρακώματα. Ο Μυριβήλης τονίζει το νοσηρό παλιμπαιδισμό και την αποκτήνωση σ' αυτή τη ζωή, που είναι μια συνεχής προετοιμασία για το θάνατο. Ο ήρωας, ο λοχίας Κωστούλας, το ημερολόγιο του οποίου διαβάζουμε, θα πεθάνει στη μεγάλη επίθεση.

Ο Μυριβήλης μάς παρουσιάζει τον ήρωα που, στις υποχρεωτικές πορείες, ξεπερνάει τις δυνάμεις του και κοιμάται ενώ περπατάει. Τίποτα δεν αποσιωπάται: η βρομιά, η λάσπη, η δυσοσμία και η ψώρα, η σεξουαλική εξαθλίωση, ο φόβος που οδηγεί στην τρέλα, ο τρόμος του θανάτου που καραδοκεί τη νύχτα στις μάχες σώμα με σώμα. Δεν παραλείπει ο συγγραφέας ούτε τις πιο φρικιαστικές σκηνές, όπως εκείνες των κομματιασμένων πτωμάτων:

«Η κανονιά, έτσι ριγμένη στα στραβά, έπεσε πάνω σ' ένα συνεργείο από έξη παιδιά της τρίτης διμοιρίας μας. Βρήκε σε πέτρα, έσκασε και τα σκότωσε και τα έξη. Είναι τέσσερεις από το Μεσότοπο και δυο Αγιασώτες. Με δυσκολία μπόρεσαν να ξεδιαλέξουν τα κομμάτια μονάχα του ενού. Οι άλλοι γενήκανε πατσάλι. Μέσα σε μια κοιλιά βρή καν ολάκερη μια κάσκα και πάνω στο στυλιάρι μιας τσάπας ήταν άντερα τυλιγμένα, με επιμέλεια θαρρείς. Έτσι όπως τυλίγεται το καμουτσί σαν κατεβάσεις μια γερή πάνω σ ένα μπαστούνι. […] Σκόρπισαν και χώμα πάνω στο αίμα, που σούρωξε σε μια λάκκα του πετρώδικου χαρακώματος κ' έπηξε σαν συκώτι. Την αυγή που ξαναπέρασα απ' τον τόπο είδα μαλλιά κολλημένα στις πέτρες κ' ένα δάχτυλο κίτρινο με μεγάλο λερό νύχι. Είχε σφηνωθεί στο τοίχωμα του χαρακώματος σα νάταν εκεί μέσα στο χώμα θαμμένος ζωντανός άνθρωπος και, πολεμώντας να βγει έξω, μπόρεσε κ' έβγαλε πρώτα αυτό το δάχτυλο. Το άγγισα με το μπαστούνι μου. Έπεσε σαν ψόφια κάμπια και το παράχωσα όσο μπορούσα. Ήτανε στην άκρη κεραμιδί, κιτρινισμένο από το τσιγάρο».

(11η έκδ.,1956, σσ. 96-97)

Το βιβλίο, ωστόσο, ξεπερνάει το επίπεδο του ρεαλιστικού ντοκουμέντου, γιατί ο Μυριβήλης παραμορφώνει και γελοιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις, σύμφωνα με τις τάσεις μιας τέχνης που σε μερικά σημεία είναι εξπρεσιονιστική. Τα πρόσωπα των στρατιωτικών είναι συχνά γελοία, είτε γιατί είναι δειλοί είτε γιατί είναι ασυνείδητοι. Ο λοχαγός Παλαιολόγος είναι στα μετόπισθεν μεγάλος στρατηλάτης, στο μέτωπο όμως δε βγαίνει από το καταφύγιό του. Ο συνταγματάρχης με το όνομα Μπαλαφάρας είναι ένας επικίνδυνος ασυνείδητος: υποχρεώνει τη μουσική να παίζει στην πρώτη γραμμή χωρίς κάλυψη. Η μοίρα που επιφυλάσσεται στο «γενναίο» Ζαφειρίου, στη συμβολική της σημασία, είναι χαρακτηριστική αυτής της «εξπρεσιονιστικής» ευαισθησίας. Ο Ζαφειρίου δε θα σκοτωθεί στο πεδίο της τιμής, αλλά θα πνιγεί στα «υπαίθρια αποχωρητήρια».

Το δεύτερο σημείο στο οποίο ο Μυριβήλης απομακρύνεται από το ρεαλισμό είναι η συμβολική διάσταση του έργου του. Στα λυρικά αποσπάσματα οι εικόνες δεν είναι μόνο ρεαλιστικές ή ωραιοποιητικές, έχουν και «ηθικό» νόημα. Είναι αυτό το οποίο ο Θεοτοκάς ονόμαζε «η κρυμμένη ψυχή» που ο συγγραφέας πρέπει να φανερώσει. Παράδειγμα αποτελεί το ακόλουθο κείμενο για την πορεία στη νύχτα:

«Περπατάν όλοι δίχως να κουβεντιάζουνε, στριμωγμένοι κοντά στις τετράδες τους. Σαν τα πρόβατα. Και το χειρότερο: περπατάν δίχως να βλέπουν. Υποπτεύεσαι αδιάκοπα μια μυστική αγωνία να φτεροκοπά μέσα σ’ αυτό το ήσυχο σκοτάδι που γεμίζει από το θρόισμα των παπουτσιών πάνου στο χορτάρι κι άξαφνα σκίζεται σαν μαύρο πανί από την κραξιά των αόρατων νυχτοπουλιών. Νιώθεις πως δεν είσαι παρά ένα μέρος απ' αυτή τη μαύρη ανυπαρξία, που χωνεύει και αφομοιώνει όλα τα πάντα.[… ] Καμιά φορά τα θαλασσώνουν οι οδηγοί. Τότες χανόμαστε σαν τα έρμα ζα μέσα σ' απάτητες αγριοτοπιές, ή σταματάμε μπροστά σ' άβγαλτο δρόμο. […] Όταν η νυχτοπορεία γίνεται με αστροφεγγιά, ο ουρανός κάθεται και μας κοιτάζει σοβαρά και στοχαστικά με τα μιλιούνια μάτια του, να περνάμε από κάτω τόσο πάρωρα, τόσο σιωπηλοί, σα δολοφόνοι».

(11η έκδ.,1956, σσ. 66-67)

Ο φόβος των ανθρώπων μεταφέρεται στα πουλιά της νύχτας που «φωνάζουν» αντί γι' αυτούς∙ η αγωνία δε βρίσκεται στη νύχτα αλλά στις ψυχές των ανθρώπων. Η απουσία βάρους των στρατιωτών που βαδίζουν μέσα στη νύχτα είναι σίγουρα υποκειμενική εντύπωση, επιδέχεται όμως μια ολοφάνερη ερμηνεία. Ο άνθρωπος παύει να υπάρχει ως άτομο, δεν είναι παρά ένας στρατιώτης, αυτό που οι Γάλλοι αποκαλούσαν «κρέας για κανόνια» (chair a canon). O στρατιώτης επίσης είναι «αλλοτριωμένος», όπως ο ήρωας του έργου του Βουτυρά, που είχε γίνει «ο άνθρωπος του τροχού και του κρασιού». Οι νέοι όμως σύντροφοι του Μυριβήλη έχουν κατέβει ακόμα πιο χαμηλά στη σκάλα της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν είναι πλέον παρά «έρμα ζα».

Ο συγγραφέας, που δεν πιστεύει σε άλλες υπερβατικές αξίες εκτός από τη φύση, εμπιστεύεται στα στοιχεία της τη μέριμνα της «κρίσης» του ανθρώπου∙ ο ουρανός κοιτάζει τους ανθρώπους με τα εκατομμύρια κρύα μάτια του και, υποκαθιστώντας τη συνείδηση, παρατηρεί πως αυτοί οι στρατιώτες είναι δολοφόνοι.