Καραντώνης Ανδρέας, Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30
 
Αθήνα 1977, Παπαδήμας. Σσ. 13-41
 
 
 

Η πεζογραφική, παράδοση του δημοτικισμού,  που πρωτοσχεδιάστηκε στις λογοτεχνικώτατες σελίδες του ψυχαρικού «Ταξιδιού» με μιαν αυστηρή, ευρωπαϊκή συνείδηση δουλεμένου ύφους, συνταιριασμένη με την αναγκαιότητα της γραμματικής νομοτέλειας στο μεταχειρίσμα της λαϊκής γλώσσας και τίναξε τα πρώτα σπέρματα της κατοπινής πολυπρόσωπης οικογένειας των εξαίρετων ηθογράφων μας, συνεχίζεται μέχρι σήμερα, και με το έργο του Στράτη Μυριβήλη, ξανανθίζοντας όπως ποτέ ίσως δεν είχε ανθίσει καρφώνεται, σα σφήνα πυκνότατου δάσους) μέσα στην καρδιά της πέτρινης πολιτείας που κοπιαστικά οικοδομούνε οι σύγχρονοι πεζογράφοι μας.

Ένας τεράστιος πνεύμονας γλωσσικής υγείας εγκαταστάθηκε στο κέντρο της πεζογραφίας μας και λειτουργεί αρμονικοί και συγκρατητά, νομιμοποιώντας, με πλούσια παραδείγματα, πηγαία στα κίνητρά της και τελειωμένης στη μορφή της πρόζας, την οργανική θέση του δημητικισμού, σαν ακέραιης αισθητικής και πνευματικής αξίας, μέσα στις διάφορες επιδιώξεις της σύγχρονης πεζογραφίας μας, που αν την εξετάσουμε σα συνισταμένη αισθητικών μορφών, ταυτισμένων αξιωματικά με την καθαρή υπόσταση της ζωντανής μας γλώσσας, πρέπει να παραδεχτούμε πως ο Μυριβήλης είναι ο φυσικός της εκπρόσωπος.

Την οργιαστική αναβλάστηση του δημοτικισμού μέσα στο μεφιστοφελικό ύφος της νέας πεζογραφίας μας, δεν την πραγματοποίησε ο Μυριβήλης, παρατείνοντας τυφλό και απρόσωπα την αισθητική της στατικής ηθογραφίας. Ζώντας τη δημοτική γλώσσα, όπως ένα βαθυορρίζωτο δέντρο ζει οργανικά το χώμα και απορροφά, με τους μύριους πόρους της ρίζας του, του συστατικά του, κατόρθωσε να δώσει στον πεζό μας λόγο τη γλωσσική πληρότητα, την πλαστική ευλυγισία και την αισθητικότητα που είχανε δώσει στην ποίησή μας, εδώ και τριάντα χρόνια, ο Παλαμάς, ο Γρυπάρης, ο Σικελιανός. Έχει παρατηρηθεί, άλλωστε, πως για αιτίες καθαρά ειδολογικές, ο ρυθμός της εξέλιξης του πεζού λόγου προς νέες αισθητικές μορφές είναι πολύ πιο αργός και πιο ακανόνιστος από τον ρυθμό της εξέλιξης του ποιητικού λόγου.

Έτσι, σε μιαν εποχή που είχε σταματήσει η ομαδική γλωσσική ανάπτυξη του πεζού λόγου, ο Μυριβήλης τον κινητοποίησε πάλι προς τα εμπρός. Είναι ένας δημοτικιστής πάνοπλος, ο γενικός κληρονόμος της δημοτικιστικής πεζογραφίας. Επηρεάστηκε από όλους μαζί τους πεζογράφους της παληάς γενεάς και όλους μαζί τους συνέχισε και τους ανακεφαλαίωσε, μοιράζοντας ισόρροπα τις δυνάμεις του στους αθλητικούς ώμους του και περπατώντας σταθερά προς ένα ιδανικό λογοτεχνικής μορφής, που κανένας από τους άλλους μας πεζογράφους δεν το έθεσε γενικό ή μερικό σκοπό της τέχνης του.

Ένα πεζογράφημα, είτε είναι γραμμένο με λεκτική φιλαργυρία και με στεγνή ακριβολογία επιστημονικού κειμένου, είτε ξεχύνεται ασυγκράτητο σε λυρικούς μαιάνδρους, είτε στρέφεται προς την ψυχή, είτε αγκαλιάζει τον κόσμο τον  εξωτερικό, πρέπει να συγκινεί σαν ποίημα, να επενεργεί δηλαδή μέσα μας με τη δύναμη και την υποβλητικότητα του μορφοποιημένου λόγου. Γενικά κρίνοντας, παρατηρούμε πως από τη σημερινή πεζογραφία μας λείπει ο πόθος εκείνος ο δημιουργικός για την καλλιτεχνική ανανέωση της γλώσσας, για την τέλεια φραστική μορφή του λόγου, για την ιδέα της λογοτεχνίας. Η ανάγκη της πλαστικής γλωσσικής παρουσίας και η βαθειά αίσθηση της μορφής, έχουνε αντικατασταθεί στην πεζογραφία μας από την απειθάρχητη αυθορμησιά, την εσωτερική ανησυχία, τον αυτοσχεδιασμό, την προχειρότητα και το ανεξέλεγκτο των εκφραστικών μέσων, την αταξία και την πυρετική βιασύνη, που προδίνουνε, βέβαια, μια ζωτικότητα, μα που συχνότατα θρυμματίζουνε το κοντύλι του πεζογράφου απάνω σε τραχείς εναντιώσεις.

Επιμένουμε, τονίζοντας το φαινόμενο αυτό της γλωσσικής καθίζησης σ ένα πλήθος σύγχρονα λογοτεχνήματα, για να δειχτεί πιο πειστικά η εκπληχτική αντίθεση της γλωσσικής ανύψωσης που δίνει στο έργο του Μυριβήλη το σοβαρό ύφος της ολοκληρωμένης έκφρασης, της τέλειας λογοτεχνίας, που έχει αφετηρία της το γλωσσοπλαστικό δαιμόνιο του συγγραφέα και που δεν επεκτείνεται σε γενικότητες και σε αφηρημένες καταστάσεις ζωής, δεν εκτρέπεται προς το δοκίμιο και τη λογική ανάλυση του περιεχομένου της μα συμπυκνώνεται, γίνεται φαντασία, μυθοπλαστική εξιστόρηση, διήγημα, πεζή ποίηση, εκφράζοντας μια πάρα πολύ έντονη ζωική προσωπικότητα σε στενή συνάρτηση με την ελληνική ζωή και φύση.

Ο Μυριβήλης, αν και δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τη γενική τάση της σύγχρονης πεζογραφίας μας προς το μυθιστόρημα, είναι ένας σύνθετος τύπος λογοτέχνη, που την τελική του αποκρυστάλλωση και την πιο αποδοτική χρησιμοποίηση των δυνάμεων του την πραγματοποιεί μονάχα μέσα στο διήγημα, τη μια από τις δυο οργανικές μορφές του δημιουργικού πεζού λόγου: ένας αντικειμενικός διηγηματογράφος που μελετά τύπους παρμένους από τη ζωή κ' ένας υποκειμενικός πεζογράφος που συχνότατα ανοίγει χώρους μέσα στο διήγημα για να χυθεί ο λυρικός χείμαρρος μιας θριαμβευτικής διονυσιακής φυσιολατρείας. Όμως, η φυσική κλίση του και ο τρόπος που δουλεύει και στερεοποιεί τα θέματά του, είναι το κάπως αναπτυγμένο διήγημα, δηλαδή το αριστοτεχνικό και συνθετικό πλέξιμο της αφήγησης ενός μύθου, γύρω από μια κεντρική λεπτομέρεια που εκφράζει πλαστικά την ιδέα του συγγραφέα.

Από την άποψη της κριτικής που ξεχωρίζει την τέχνη του πεζού λόγου σε διαφορές μορφές (είδη τεχνικής), απλές και σύνθετες, και τις αξιολογεί αισθητικά, σύμφωνα με τον βαθμό της ανθρώπινης καθολικότητας που περικλείουν, το διήγημα είναι πιο απλή μορφή πεζού λόγου από την περίπλοκη και σύνθετη μορφή του μυθιστορήματος. Υπάρχει κ' ένα ενδιάμεσο είδος, η νουβέλλα, δηλαδή το διήγημα που όσο πιο πολύ εκτείνεται, τόσο περισσότερο προσεγγίζει το μυθιστόρημα, δίχως όμως να εξομοιώνεται ποτέ μ' αυτό. Τα αισθητικά όρια των ειδών αυτών του πεζού λόγου είναι σχεδόν από μόνα τους καθωρισμένα. Το μυθιστόρημα δεν πρέπει να το θεωρήσουμε σαν ένα εξωτερικό συνταίριασμα πολλών μαζί διηγημάτων γύρω από το ίδιο θέμα, μολονότι υπάρχουνε πολλά μυθιστορήματα που περιέχουνε ανεξάρτητα από το σύνολο διηγήματα. Ο μυθιστοριογράφος αναπτύσσει και συνθέτει πολύ μεγαλύτερη ποσότητα ζωικού υλικού, παρά όση χρειάζεται για να πλαστεί ένα διήγημα. Προ παντός, ο μυθιστοριογράφος χρησιμοποιεί διαφορετικά τον χρόνο σα στοιχείο σύνθεσης περιστατικών απόλυτα εξαρτημένων μεταξύ τους και σαν πλαίσιο ανάπτυξής τους που τείνει προς την ολοκλήρωση ανθρώπινων τύπων. Ο μυθιστοριογράφος, συνθέτοντας από πολλές μεριές το έργο του, ζωντανεύει και συμπληρώνει σιγά-σιγά τους τύπους του μέσα στο χρονικό διάστημα που ξετυλίγεται η πλοκή του έργου. Στη δημιουργία του μυθιστορήματος ο χρόνος συμβάλλει, όπως και στην πραγματική ζωή, θετικά, κινητικά και σταθερά, μεταμορφώνοντας ακατάπαυτα τα αντικείμενά του, ως ότου τα αποτελειώσει ή τα εξαφανίσει.

Αντίθετα, ο διηγηματογράφος δεν είναι υποχρεωμένος, να μας αναπτύξει χρονικά τους τύπους του, συνθέτοντας μια-μια τις στιγμές της διάρκειας τους, αλλά να ξεχωρίσει και να δείξει μόνο μια στατική στιγμή ενός τύπου που να είναι τελειωμένος, είτε μέσα στη δημιουργική του φαντασία, είτε έξω, στην πραγματική ζωή. Το κέντρο του διηγήματος και η αρχή της αισθητικής του ενότητας βρίσκεται πάντα στην παρουσία και στην πυκνότητα της στιγμής αυτής και η τέχνη του διηγηματογράφου εναπόκειται στον τρόπο που θα μας παραστήσει τη στιγμή αυτή, τοποθετώντας την κατάλληλα μέσα στη ροή μιας σύντομης αθροιστικής και χαραχτηριστικής αφήγησης γεγονότων και κινήσεων. Ο μυθιστοριογράφος δημιουργεί, σα να σκαλίζει αγάλματα, ολοκληρωμένους ανθρώπινους τύπους, προσπαθώντας έτσι να φτάσει στην ιδεατή αλήθεια και στο απόλυτο βάθος του ανθρώπου. Γι' αυτό, συχνότατα, οι τύποι των μυθιστοριογράφων γίνουνται ζωντανά σύμβολα και στο μέγεθός τους μετράμε τις πραγματικές ανθρώπινες άξιες.

Ο διηγηματογράφος, την αλήθεια του ανθρώπου, τη γυρεύει κάπως πιο εμπειρικά, προσπαθώντας.να συλλάβει τις ουσιώδεις στιγμές της ζωής και του χαραχτήρα όσο το δυνατό πολυαριθμώτερων τύπων. Στο έργο των μεγάλων διηγηματογράφων, το συνολικό θέαμα της ζωής παρουσιάζεται σα μια ανοργάνωτη κάπως και πολυάνθρωπη πόλη, που μπορούμε να γνωρίσουμε όλους τους κατοίκους της, άλλα μόνο μια στιγμή και για λίγο, σα να μας τους ξεσκεπάζει ένας προβολέας μέσα σ' ένα στενό πλαίσιο δυνατού φωτός. Ο Μωπασσάν, ο Τσέχωφ, ο Γκόρκυ, έχουν απλώσει ολόκληρες πολιτείες διηγημάτων παράπλευρα στα τεράστια, πολυσύνθετα, και σαν ξεμοναχιασμένα μέσα στις απέραντες εκτάσεις της φαντασίας, μυθιστορήματα του Μπαλζάκ, του Φλωμπέρ, του Ζολά, του Ντοστογιέφσκυ, του Τολστόι. Μια διαφορά μόνο μας αναγκάζει να τοποθετήσουμε το μυθιστόρημα σε μια αισθητική θέση ανώτερη από το διήγημα. Ο μυθιστοριογράφος είναι πάντα και έξοχος διηγηματογράφος. Ο διηγηματογράφος δεν πετυχαίνει πάντα στη δοκιμή του μυθιστορήματος. Όμως, η διαφορά τούτη δεν έχει παρά μονάχα θεωρητική αξία, γιατί υπάρχουνε διηγηματογράφοι που το έργο τους είναι πολύ πιο σημαντικό από το έργο πολλών εξ επαγγέλματος μυθιστοριογράφων.

Στην λογοτεχνία μας, το διήγημα, και σαν απλό σκίτσο και σαν πλατειά νουβέλλα, είναι το είδος του πεζού λόγου που αναπτύχθηκε με τη μεγαλύτερη αισθητική επιτυχία και βοήθησε τους πεζογράφους μας να εκφράσουνε πλαστικά τον κόσμο της φαντασίας τους και τη ζωική τους εμπειρία, συνθέτοντας έργα τελειωμένα στο είδος τους. Για το ελληνικό διήγημα μπορούμε να διατυπώσουμε κρίσεις σταθερές, ενώ το μυθιστόρημα σαν τελειωμένο είδος το βλέπουμε κάπως επιφυλαχτικά και με όλο που το φρόντισαν και το φροντίζουν, προ παντός σήμερα, ταλέντα δυνατά.

Ανάμεσα στις δοκιμές αυτές των νέων για το μυθιστόρημα, ο Μυριβήλης -μολονότι πρόσθεσε κι αυτός το δικό του παράδειγμα στις προσπάθειες των άλλων, συνθέτοντας τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» -συντηρεί τη μορφή του δημοτικιστικού διηγήματος, που η αισθητική του αρχίζει από τους επικολυρικούς ρυθμούς του δημοτικού τραγουδιού, διατρίβει στην ηθογραφία, και σταματά στην υιοθέτηση της περιγραφικής ψυχολογίας τύπων παρμένων από τη γύρω ζωή και ζωγραφισμένων ρεαλιστικά μαζι με το κοινωνικό ή το φυσικό περίγυρό τους. Τον κύριο όγκο και το κέντρο του έργου του τον σχηματίζουνε τα δυο πλατειά πεζογραφήματά του, «Η ζωή εν Τάφω» και «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», συνθεμένα ανάμεσα σε σποραδικές σειρές διηγημάτων, συγκεντρωμένων στις «Κόκκινες Ιστορίες», στα «Διηγήματα», στο «Πράσινο Βιβλίο». Το μακρύ πεζογράφημα του «Το τραγούδι της Γης», είναι μια ξεχωριστή εκδήλωση της τέχνης του, ένα είδος θρησκευτικής απολογίας της φυσιολατρείας του.

Ένας ευτυχισμένος και αδιάπτωτος διηγηματογραφικός τόνος συνέχει τα θέματα και τη μορφή όλων σχεδόν των πεζογραφημάτων του. «Ο,τι κι αν γράψει,ο Μυριβήλης μετατρέπεται αυτόματα σε διήγημα. Δεν έχω διαβάσει τίποτα σχεδόν δικό του που να είναι συνθεμένο με την αφροντισιά των αυτοσχεδιαστών και με τη διαλυτική αδεξιότητα όσων διαθέτουνε κάποιο υλικό μα δεν είναι σε θέση να το εκμεταλλευτούνε. Ο κύκλος του διηγήματος διαγράφεται ολόκληρος με μιαν επιδέξια χειρονομία. Ο διηγηματικός του τόνος ξέρει πως ν' αρχίσει, που να περιστραφεί, τι να επεξεργαστεί και τι να παραλείψει, πότε να ενταθεί, πως και πότε να σταματήσει, έτσι σαν την τελική δοξαριά του επιδέξιου βιολιστή, που παραστατικά ερμηνεύει και συγκεφαλαιώνει τα φτερουγίσματα και τη ροή των προηγούμενων ήχων της μουσικής του. Ακόμα και τα δυο μεγάλα έργα του που σ' αυτά συσσωμάτωσε την προσωπικότητα του, είναι κατά βάθος πλάσματα καθαρού διηγηματογράφου. Το ένα, σύνθεση αριστοτεχνική από ανεξάρτητες μεταξύ τους πολεμικές ιστορίες, και το άλλο νουβέλλα, που βοηθημένη από μερικές αυτοτελείς αφηγήσεις, γεμίζει τη φυσική έκταση ενός μυθιστορήματος.

Το σύνολο των πεζογραφημάτων του Μυριβήλη παρουσιάζει τη χαραχτηριστική, τη μωσαϊκή, θα λέγαμε, ενότητα του έργου των ρεαλιστών διηγηματογράφων, που τα θέματά τους και οι συλλογές των διηγημάτων τους δεν έχουνε μεταξύ τους εσωτερική συνέχεια ή εδαφική ομοιογένεια -όπως π.χ. τα θέματα του Παπαδιαμάντη- μα ενοποιούνται αισθητά και ψυχολογικά μέσα στη διηγηματοποίησή τους. Για τους πεζογράφους αυτούς, τα πάντα γύρω τους είναι προσχήματα και παρορμήσεις για διηγήματα. Ο Μυριβήλης είναι ένας δαιμόνιος κυνηγός θεμάτων, ένας μεγάλος τροβαδούρος του διηγήματος, μοιάζοντας κάπως με τους αρχαίους ραψωδούς που γυρίζανε τις πολιτείες και πλέκανε τεχνικώτατα το τραγούδι τους επάνω σε δοσμένα θέματα. Τυπικό παράδειγμα της ιδιότητας του αυτής είναι το «Πράσινο Βιβλίο». Παρά τη μονοχρωμία του τίτλου, τα θέματα της συλλογής είναι πολύχρωμα. Διηγήματα ιδεών, άλλα με κοινωνική θέση, πολεμικές αφηγήσεις, αλληγορικά πεζογραφήματα, καθαρές ηθογραφίες, ψυχολογικά περίεργα και σκίτσα ψυχιατρικών σπουδών που θυμίζουν απόμακρα Έδγαρ Πόε. Τον ίδιο ρυθμό σύνθεσης ακολουθεί και το «Γαλάζιο Βιβλίο».

Όμως, και με όλη την, ανομοιογένεια των θεμάτων του, ο Μυριβήλης στέκεται στο βάθρο μιας συνθετικής ενότητας, όπου ο καλλιτέχνης, ο άνθρωπος και ο παρατηρητής της ζωής, δεν έχουνε να λύσουνε μεταξύ τους καμιά διαφορά σαν κι αυτές που διακρίνουνται στην επιφάνεια των αμφίβολων έργων. Έτσι, τα κύρια ζητήματα που απασχολούνε και καρπίζουνε την τέχνη αυτή, δηλαδή η φροντίδα για την τελειωμένη, την άφθονη γλωσσική και φραστική διατύπωση, η ελληνική φύση, ο πόλεμος σαν υπέρτατη δοκιμασία του ατόμου που θέλει να στραγγίσει το ποτήρι της ύπαρξης, και η ρεαλιστική και συμπονετική ψυχογραφία τύπων του λαού και ανθρώπων ψυχικά μειωμένων, αλληλοσυμπλέκουνται αξεχώριστα, τείνοντας στην πραγματοποίηση τριών κυριώτατα αποτελεσμάτων: το κάλλος της πλαστικής μορφής του λόγου, την ειδωλολατρική θεοποίηση της ελληνικής φύσης, και την ανθρωπιστική αντίληψη της ατομικής ζωής.

Πνευματικός Θεός, εσωτερισμός, αϋλωσύνη, καθαρή θρησκευτικότητα, γνήσιος μυστικισμός είναι μορφές και στοιχεία που δεν τα βρίσκουμε στην περιοχή του ρεαλιστικού αυτού έργου, όσο κι αν ο Μυριβήλης θα επιθυμούσε ίσως να τα προσέγγιζε. Όμως, γνώρισε και μελέτησε τον άνθρωπο μέσα στο τεράστιο εργαστήρι της ύλης. Αποδείχνεται ένας ρωμαλέος υλιστής, που ο ρεαλισμός του αντί να μετατραπεί σε αρνητικές μορφές ζωής, σπάει τα φράγματα της απαισιοδοξίας και χύνεται ακράτητος σε μια θάλασσα σωματικής χαράς και ζωικής αισιοδοξίας. Στα πεζογραφήματα του δε βρίσκει εφαρμογή η λεγομένη οργανική εξέλιξη ενός έργου τέχνης. Ανήκει στην τάξη των δημιουργών, που το έργο τους τους δίνεται από μιας αρχής ώριμο ουσιαστικά, οργανωμένο, καθορισμένο, μ' ένα πλατύ περιθώριο ανανέωσης, μοιραίας προσαρμογής στην αυξανόμενη πείρα του συγγραφέα, -και μορφικής τελειοποίησης. Ο Μυριβήλης αποκαλύφτηκε, μονομιάς με όλα του σχεδόν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα.

Από τις πρώτες του κι όλας διηγηματογραφικές δοκιμές, τις σκληρές τις πλασμένες από πυκνή σάρκα, τις αιματόβρεχτες «Κόκκινες ιστορίες», τις σκαλισμένες σα λαϊκά παραμύθια επάνω στο πορφυρό μάρμαρο του σαρκικού πάθους, με το περίλαμπρο φραστικό θρασομάνημα της νειότης ενός γεννημένου ρεαλιστή, το γράψιμό του το ρύθμισε και το κατεργάστηκε με φανατισμό αισθητικής ιδεοληψίας η  βαθύτατη καλλιτεχνική ανάγκη της όσο το δυνατό πιο μεστής., πιο σφυρηλατημένης, πιο εντυπωσιακής, πιο εμφαντικά  ζωγραφικής και πιο υλιστικής, μέσα στις ευφαντασίωτες χρωματικές μεταφορές της, έκφρασης, αναζητημένης πάντα μέσα στα ορθόδοξα γραμματικά πλαίσια, τα ψυχαρικά, της δημοτικής γλώσσας. Δε βρίσκει κανείς μια περίοδο στα κείμενα του Μυριβήλη που να μην είναι συνθεμένη με την επιμονή εκείνη για τη μορφή που δείξανε οι πεζογράφοι του περασμένου αιώνα και που είναι πάντα το πιο θεμελιακό αισθητικό αίτημα της λογοτεχνίας.

Δοκιμάζει τη φράση, και τη λέξη μέσα στη φράση, όπως ο ζωγράφος επιχειρεί τη σύνθεση διαφόρων χρωμάτων, έως ότου καταλάβει πως η φύση έγινε τέχνη δίχως να πάψει να είναι φύση. Βέβαια, κάθε πεζογράφος, που έχει κάποια συνείδηση της τέχνης του, φρόντιζε: πάντα για την τελειοποίηση της μορφής. Μα ο Μυριβήλης έχει συγκροτήσει σε σύστημα αισθητικό, εκείνο που οι πιο πολλοί από τους ομοτέχνους το θεωρούνε σαν κάτι δευτερώτερο, εξωτερικό γνώρισμα της τέχνης, όχι πάντα και απαραίτητο. Αυτό, που στην κοινή γλώσσα της κριτικής ονομάζουμε χτένισμα του ύφους και της γλώσσας και που για μας δεν είναι παρά ένα επουσιώδες, ένα επιφανειακό διόρθωμα του κειμένου μας, ο Μυριβήλης το εξασκεί σαν οργανική λειτουργία, μισο-υποσυνείδητη μισοσυνειδητή, πάντα όμως ενέργεια διαρκέστερη κι ουσιαστικώτερη κι από την ίδια τη λεγόμενη πηγαία και αυθόρμητη έμπνευση της αρχικής φραστικής μορφής.

Καταλαβαίνει κανείς, διαβάζοντας το παρακάτω κομμάτι από τη «Ζωή εν Τάφω», πως η πηγή του και το κέντρο του είναι μια λέξη μονάχα : συρματόπλεγμα. Μα πόση επεξεργασία, πόσο άπλωμα, ποιες μεταθέσεις, ποιες μεταγγίσεις άλλων ουσιών χρειάστηκε να υπομείνει η λέξη αυτή για να φτάσει στο αποτέλεσμα που γύρεψε ο συγγραφέας: να μας κάνει να επικοινωνήσουμε ολοκληρωτικά, σα νάτανε ύλη ζώσα, με το άψυχο αυτό εργαλείο του θανάτου, που συμβολίζει ψυχρά και αλύγιστα τη μεταλλική φρίκη του πολέμου :

«Σκάβουμε το λοιπόν και βάζουμε σύρματα. Χιλιάδες μακαράδες από σύρματα γεμάτα αγκύλια. Λόφοι ολάκεροι από  δαύτους ξεφορτώνουνται αδιάκοπα. Ξετυλίγουνται και ξετυλίγουνται και σωσμό δεν έχουν. Βγαίνουμε τη νύχτα, βγαίνουν χιλιάδες μιλιούνια ανθρώπου κάθε νύχτα κι απλώνουν αγκαθωτά σύρματα. Δένουμε τα βουνά, τους λόφους και τους ατελείωτους κάμπους. Κ' η υδρόγειο έγινε πια ένα κουβάρι από αγκαθωτό σύρμα. Το σύρμα είναι ο αγριόβατος που τύλιξε την οικουμένη Είναι ένα σιδερένιο φιδόχορτο,ένα περιπλοκάδι δίχως φύλλα, όλο νύχια και δόντια, που ποτίζεται με ζεστό αίμα και θεριεύει και κουντουρτίζει, κι απλώνει τις κουλούρες του. Βλασταίνει και κλαδίζει μόνο μέσα στη νύχτα και πιάνεται παντούθε με τις ακατέλυτες κληματίδες του. Όπου φυτρώνει το συρματόπλεγμα, μαραίνουνται τα λουλούδια, φυλλοροούνε τα δέντρα, μαραζιάζουν οι ανθισμένες οι μηλιές κ' οι ροδιές κιτρινίζουν. Είναι τ' αγκάθι που ριζοβόλησε, κυριέψε και χέρσωσε τα χωράφια και τις καρδιές. Κι όλο, χιλιάδες, μιλιούνια εργάτες, σκάβουμε όλοι νύχτα κι αδειάζουμε το αίμα της καρδιάς μας, για να το ποτίσουμε το περιπλακάδι του πολέμου, νανεστηθεί και να ρίξει κι άλλα βλαστάρια. Όλα γεμάτα από σιδερένεια νύχια και δόντια».

Από κάθε σελίδα του, προ παντός όμως από τα δυο μεγάλα του βιβλία, καθώς και από «Το τραγούδι της Γης», μπορεί να συγκομίσει κανείς πολλά παραδείγματα της αποτελεσματικώτατης αυτής αλχημείας των αντικειμενικών ουσιών. Έχει άλλωστε, το μεγάλο προνόμιο να διαλέγει τα υλικά της φραστικής του επεξεργασίας, ανάμεσα σε πλήθος από λέξεις ατόφια δημοτικές, καταχωνιασμένες μέσα του σα σε κοίτη πλούσιου μεταλλείου. Στο πλούσιο αυτό υπέδαφος του γλωσσικού του υποσυνειδήτου που δεν του αρνιέται τίποτα, έχει εγκαταστήσει τους απορροφητικούς σωλήνες της αισθητικής του.

Για τη γλωσσική αφθονία,. Και τη διακοσμητική παραστατικότητα της φράσης του, τον είπανε βερμπαλιστή, φλύαρο ρητορικό. Είναι η συνηθισμένη κατηγορία που ακούει πάντα κάθε καλολόγος γλωσσοπλάστης όταν οι περισσότεροι από τους γράφοντας συγχρόνους τους έχουνε ξεχάσει τι θα πει δουλεμένο λογοτεχνικό ύφος και ποια είναι η σημασία της γλώσσας σαν εκφραστικού οργάνου. Η κατηγορία θα είχε κάποιο βάρος, αν ο Μυριβήλης χρησιμοποιούσε με το ζόρι λέξεις και φράσεις, δίχως έμπνευση, δίχως ξεκαθαρισμένο σκοπό, δίχως αντίκρυσμα καλλιτεχνικής ουσίας. Μα να κατηγορεί κανείς τον Μυριβήλη για βερμπαλιστή είναι σαν να λέει πως ένα δάσος δεν είναι καλό δάσος, επειδή έχει πολλά δέντρα. Όπως η έννοια του δάσους είναι τα πολλά δέντρα μαζί, παρόμοια και η φράση του Μυριβήλη θρέφεται από τον μορφικό πλούτο του αισθητού κόσμου και προπαντός από την κλίση που τον παρορμά να εκφράσει το ένα αντικείμενο διά μέσου ενός πλήθους άλλων ή να το δείξει μέσα σ' ένα συνταίριασμα αισθητικών παραλλαγών που ανάγονται στη μορφική πολλαπλότητα του ενός. Και βέβαια, τη μορφική αυτή πολλαπλότητα μονάχα η παρατήρηση και η ποιητική φαντασία την πραγματοποιούνε. Πριν όμως ο Μυριβήλης συνθέσει τη λυρική πολλαπλότητα του ενός αντικειμένου, το πλησιάζει πρώτα με το βαθύ σκηνογραφικό συναίσθημα πως το αντικείμενο αυτό είναι κάτι το ακέραιο, απόλυτη μονάδα, ολοκληρωμένη οντότητα μορφής μέσα στο απεριόριστο σύνολο των άλλων, και σαν τέτοια πρέπει να μεταφερθεί στο λόγο και να παρασταθεί:

«Θυμήθηκε μια παιδιάτικη κίνηση της Αδριανής, που τη βρήκα αξιολάτρευτη. Μια μέρα, ψάχνοντας για χρωματιστά βοτσαλάκια, βρήκε μια πέτρα πράσινη, σαν από χαλκό σκουριασμένο, πλατιά καμιάν απαλάμη. Είτανε σκληρή σα σίδερο, και μολαταύτα την είχανε κόσκινο σαρακοφαγωμένη κάτι μικρούλια σκουληκάκια του γιαλού, που ζούσανε και γαβριάζανε -λαός- μέσα στα γιατάκια τους. Τόνε ρώτησε αν του αρέσει, να την κρατήσει για τη συλλογή της, κι αυτός της είπε πως είναι τέτιες άπειρες εκεί στ' ακρογιάλι. Τότες η Αδριανή, αντίς να την πετάξει απλώς, πήγε και την ξανάβαλε στη θέση που είχε πριν τη σηκώσει από χάμο. Σα νάθελε να μη χαλάσει τη διακοσμητική αρμονία του κόσμου, μετατοπίζοντας τούτη την πράσινη πετραδίτσα από κει που την έβαλε ο Θεός».

Η εξαίσια ζωγραφισμένη τούτη κίνηση του, χεριού, που ξαναβάζει στη θέση της τη θαλασσόπετρα, είναι μια πλέρια αισθητική αποκατάσταση της σημασίας του ενός αντικειμένου σα μοναδικού συντελεστή καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Ύστερα επεμβαίνει η φαντασία και πολλαπλασιάζει μορφικά το ένα:

«Απόψε η θάλασσα είναι ήσυχη, μα δεν κοιμάται. Δεν κοιμάται. Δεν κοιμάται ποτέ η θάλασσα Τι μεγάλη, τι ζωντανή και τι ανήσυχη πούναι!. Δεν λέει να συχάσει ποτές Γελά, χορεύει, καθρεφτιάζεται μέσα στον εαυτό τη, βάζει μαβιά βελούδια, ντύνεται ντουαλέττες ατλαζένιες μωβ, βάζει ασημιά μεταξωτά, βάζει χρυσορρόδινα σάλια, βάζει άσπρα γουναρικά. Γδύνεται και τινάζει ενάερα τις εσάρπες της. Γιομίζει από κοπάδια ασημένιες πεταλούδες, τινάζει φούχτες φλουριά, ονειρεύεται, νοσταλγεί ρωμαντικά, είναι παρθένα, είναι νύφη καταστόλιστη, είναι βάκχη που άγκρισε και οργιάζει σα μαινάδα. Αναστηλώνει ανάσκελη τα βυζιά της γιομάτα και σπαρταριστά προς τον ουρανό, τον αγγίζει με τις ρόγες του, είναι σπαργωμένη, είναι ξεφρενιασμένη από άγρια λαγνεία. Ύστερα πάλι είναι γαλάζιο όνειρο άπλερης κόρης, κάνει λυρικά σονέττα προς την αγνότητα, βάζει στεφάνι από ανάργιες μαργαρίτες και ρεμβάζει. Σε λίγο ανιά απ την πλήξη που έχει κάθε αθωότητα. Ανακλαδίζεται, χασμουριέται, χορεύει στο νύχι σα μπαλαρίνα με κοντοφούστανο. φορτώνεται άσπρες νταντέλλες και πολύχρωμες πούλιες. Να εγκαταλείψεις τον εαυτό σου έρμαιο στη θάλασσα και στον ήλιο! Η θάλασσα είναι χλιαρή και σε κουνάει πάνω στην κοιλιά της σα γυναίκα με ερωτικό ρυθμό. Αφίνεσαι έτσι, σαν ένα φύκι ώσπου να σε καταλάβει η θάλασσα σα δικό της. Να σε δεχτεί με καλόκαρδη αδιαφορία σαν ένα κομμάτι πεφκόφλουδο, σα μια σημαδούρα ψαράδικη. Σε παίρνει τότε σιγά σιγά και σε σαλεύει μια εδώ και μια εκεί, σε παίζει ως που να σε πάει να σε αποθέσει με προσοχή στην αμμουδιά.

Πόση κίνηση και πόση, φαντασία, έβαλε σ' ενέργεια για να συνθέσει την πολλαπλή αυτή μορφική φαντασμαγορία της θάλασσας. και να επιτύχει την έντονη πανθεϊστική προσωποίηση του υγρού στοιχείου! Λοιπόν, τον δυνατό ρυθμό και την πολυόργανη αρμονία του ύφους του και της φράσης του πρέπει να τα νοήσουμε σαν συνταίριασμα περιγραφικών παραστάσεων του γύρω κόσμου που τις εκφράζει και σαν ακέραιες μονάδες και σαν πολλαπλότητες. Υπακούει δηλαδή το ύφος του σε μια λειτουργία γραφής που είναι η αρχή και το τέλος της μεγαλόστομης λυρικής ποίησης. Με την ουσιαστική διαφορά, πως στα δυο του μεγάλα βιβλία και στα διηγήματά του κράτησε απείραχτο το ύφος του από τον αντιαισθητικό και κουραστικό ρυθμό του πεζοτράγουδου και δεν άφησε να κυβερνηθεί από τις φτερωτές δυνάμεις του διακοσμητικού λυρισμού του, μα υπόταξε πλαστικά τις δυνάμεις αυτές στη συμμετρική και αναπαυμένη κίνηση της πρόζας. Το ύφος του δεν έχει φτερά, μα πόδια που περπατάνε με τη λυγεράδα και τη χάρη των φτερών. Και μη συγγενεύοντας αισθητικά με την πρόζα ενός ποιητή, δηλαδή την κακή πρόζα, είναι η έκφραση της ποίησης ενός πεζογράφου.

Το ύφος αυτό, στις πιο ευτυχισμένες στιγμές του, είναι μια θαυμάσια οργανωμένη μιμητική της φύσης. Τη φορά του, και την υλική αφθονία του την καθορίζει το συγκρατημένο υμνητικό αίσθημα που έχει ο Μυριβήλης του γύρω φυσικού κόσμου∙ ένα είδος λυρικής έξαρσης μπροστά στην ομορφιά και τη χαρμοσύνη του παντός.. Αίσθημα όμως που βλέπει, που ακούει, που μυρίζεται, που γεύεται, που χώνει τα δάχτυλά του σε όλα τα ορατά, τα αισθητά και τα ψηλαφητά της φύσης. Κι όταν ακόμη το αίσθημα του δεν αναβρύζει από αντικείμενα εξωτερικά μα από μια καθάρια ψυχική συγκίνηση, δεν εκφράζεται αυτούσιο μα σα δύναμη σκλαβωμένη γλυστράει από τους τόπους της ψυχής και καταφεύγει στις αισθήσεις για να διαλέξει μέσα στο υλικό τους το εξωτερικό αντικείμενο που μ' αυτό θα παρασταθεί.

Θα πει κανείς πως. τα δείγματα αυτά της πρόζας που, αφθονούνε στα κείμενα του Μυριβήλη δεν είναι τίποτα άλλο παρά λαμπρές και κατεργασμένες λυρικές λήψεις απλών και στατικών καταστάσεων του εξωτερικού κόσμου, όπως είναι η θάλασσα, ο ουρανός, το ηλιόγερμα. Ένας διηγηματογράφος χρειάζεται κάτι πιο πολύ: τη συνθετική πρόζα. Μα ο Μυριβήλης δεν περιγράφει μονάχα τις απλές μορφές της φύσης. Ξετυλίγει σκηνές όπου μονάχα οι σύνθετες κινήσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και μέσα στο περίγυρό τους, δίνουνε την αίσθηση της ζωής. Η πρόζα του, με την ίδια ζωντάνια που κυλά σαν κρουνός  περιγραφικών χρωμάτων, αναπτύσσεται και συνθετικά, για να παραστήσει μια στιγμή ολοκληρωμένης κίνησης ανθρώπων που ζούνε κ' ενεργούνε μ' όλες τους τις αισθήσεις σε μια μορφική και κινητική συνάρτηση με το περίγυρό τους. Τούτη η σκηνή της κούνιας είναι παράδειγμα δυνατής και άψογης περιγραφής μιας κίνησης αρκετά σύνθετης για να χαραχτηρίσει καλά την αφηγηματική του ικανότητα:

«Η Αδριανή φοβότανε όταν η κούνια σχεδίασε μεγάλα τόξα και την παραπήγαινε ψηλά. Τσίριζε τότες, σφιγγότανε μέσα στα σκοινιά μισογελώντας, μισοτρέμοντας. και παρακαλούσε τον αδελφό της να κόψει τη φόρα. Αυτός. στήλωνε ανοιχτά τα πόδια, αρπούσε τα σκοινιά και σταματούσε ξαφνικά την κούνια. Κ' η Αδριανή πετιούτανε στο λαιμό του ξεφωνίζοντας. με τα μαλλιά της και τα ρούχα της αναστατωμένα. Η Σαπφώ δε φοβότανε. Πιο ψηλά! Πιο ψηλά! φώναζε στ' αδέρφια και περνούσε σα βολίδα από μπροστά τους. Ακόμα! Μισόκλεινε τα μάτια της ηδονικά, κ' ένοιωθε τον αγέρα να σφυρίζει στα σκοινιά κοντά κοντά στ' αυτιά της και να της αναστατώνει τα μαλλιά. Είταν ένα αληθινό μεθύσι. Καθότανε μέσα στο σκοινιά σα μέσα σε θεόρατη σφεντόνα, που έπαιρνε το δυνατό παλμό της για να την τινάξει ψηλά ψηλά, ως μέσα στο φλογερό ζενίθ. Το σκοινί άγγιζε δυνατά ένα κλωνάρι της καρυδιάς και το μαδούσε αλύπητα. Πάνω στο κεφάλι του Λεωνή πέφτανε ένα σωρό φύλλα τσακισμένα, σπαραγμένα,που γιόμιζαν τον αγέρα με τη μυρουδιά τοις Αυτός με μια ρωμαλέα κίνηση αύξαινε τον παλμό και την έβλεπε να σκίζει τον αγέρα. Είταν ένα βίαιο όραμα, να φτάξει την κορφή τ' ουρανού, και πάλι μετάνοιωνε και γύριζε πίσω προς την αγκαλιά του. Η ρόμπα της φτερούγιζε πίσω της δαρμένη απ' τον αγέρα, και τόνε μπάτσιζε στα μάγουλα. Περνούσε και ξαναπερνούσε μπροστά απ' το πρόσωπό του με ολάνθιστη την ομορφιά της κ' η μυρουδιά του κορμιού της τον άγγιζε κ' έφευγε, σαν ένα μπουκέτο γιασεμιά».

Εκμεταλλεύεται όσο μπορεί πιο συστηματικά, τις κινήσεις των ανθρώπινων σωμάτων και τις μηχανικές επαφές τους, για να ολοκληρώσει μια εικόνα σύνθετη και να εξαγάγει από τις λεπτομέρειές της ένα οξύ άρωμα νεανικής και μεθυσμένης. ζωής. Και μπορεί να' πει κανείς πως οι ωραιότερες σελίδες του είναι στολισμένες από τις εικόνες αυτές με τα λαμπρά δυναμικά επίθετα όπου η ζωή παράγεται από μια σύνθλιψη των στοιχείων της φύσης με τον άνθρωπο και των ανθρώπων μεταξύ τους, γιατί κι αυτούς μας παρουσιάζει σαν ένστικτα, σαν ορμές, σα φυσικά στοιχεία.

Οι εικόνες αυτές δεν είναι μονάχα διάφορες ευτυχισμένες στιγμές αφήγησης που φτερώνεται και γοργοτρέχει και αθροίζει τα γεγονότα ή που σταματά επίτηδες σ ένα σημείο χαραχτηριστικό για να το εξαντλήσει. Είναι κιόλας ψιλοδουλεμένες μικρογραφικές όψεις της ρεαλιστικής ωραιολατρείας του Μυριβήλη, που ισορροπεί όλα τα στοιχεία, τις δυνάμεις, τα βιώματα και τις θέσεις του, και καθορίζει το ύφος του. Μα το ύφος είναι ο άνθρωπος, έχουνε πει. Κ' επειδή το ύφος του Μυριβήλη αποσκεπάζοντας φραστικά τα πάντα, υψώνει ένα είδος ανταύγειας απάνω κι απ' την υψηλότερη στάθμη του υλικού του, δυσκολεύεται κάπως κανείς να ξεχωρίσει τον άνθρωπο, που φαίνεται πως ζει απορροφητικά τις στιγμές του, που εμπνέεται σα να εισβάλλουνε στη φαντασία του χείμαρροι κάτασπρου φωτός, που αισθάνεται τον κόσμο τον εξωτερικό με μια οξύτητα μεταλλική, που βούλεται σα να ζει, που διηγιέται σα να στοχάζεται, που οι μύθοι του είναι πλαστικές ιδέες για τη ζωή, που παρατηρεί σα να διασκεδάζει, που σέρνει μαζί του μελετημένη και βιωμένη τη λαϊκή παράδοση και τη φύση της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Μυτιλήνης, από τον συγγραφέα που είτε τριγυρνά στις ακρογιαλιές και στους ελαιώνες της Λέσβος, είτε διαλύεται στην Αττική λιακάδα είτε ακούει προσεχτικά ιστορίες και ανέκδοτα, είτε είναι θαμμένος μέσα στο χαράκωμα, είτε ονειροπλέκει θωρώντας μια τούφα λουλούδια, είτε σπουδάζει από κοντά ένα διαβολικά παραμορφωμένο κεφάλι σκοτωμένου, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να ρίχνει, μέσα του και γύρω του, τα καλοπλεγμένα δίχτυα της στερεής γλώσσας του, και να ψαρεύει τα συστατικά του ύφους του, πασκίζοντας να τα ζυμώσει πλαστικά και να τα κλείσει μέσα στον κλοιό της περίλαμπρης και μεγαλόστομης κάποτε φράσης του.

Πού τελειώνει η προσωπική του εμπειρία και πού τη, διαδέχεται η καλλιτεχνική του βούληση, να ένα πρόβλημα που δε μας αφήνει να το καλοδιακρίνουμε, τόσο αποτελεσματικά μας προκαταλαμβάνει η αφομοιωτική αλληλοαπορρόφησή τους που συντελείται στο εσωτερικό της φράσης. Οπωσδήποτε, η αδηφαγία της φράσης του καθορίζει το βάρος της τέχνης του και τη στάση της προσωπικότητάς του μέσα στη ζωή. Είπαμε πως είναι ένας ρεαλιστής ωραιολάτρης και είναι ρεαλιστής για να είναι ωραιολάτρης. Μα η ωραιολατρεία του προέχει. Έτσι, τα αισθητικά όρια που χαράζει η θεωρία του ρεαλισμού μέσα στην ίδια τη ζωή, για να τη διαφοροποιήσει ποιοτικά, και να εξοστρακίσει τον ρωμαντισμό της και το ιδεαλιστικό της εκτόπλασμα, κρατώντας μονάχα το προς ανατομίαν αντικείμενο, ο Μυριβήλης τα θέτει ανάμεσα στη φράση του και τη ζωή. Η φράση του είναι πάντα σχεδόν ωραία, ενώ η ζωή στα μάτια του είναι κάτι που πάντοτε μπορεί να γίνει ωραία φράση, δίχως να αλλοιωθεί. Ρεαλισμός αρκετά ιδιότυπος, διαφορετικός από τον ρεαλισμό του Καραγάτση.

Οι δυο αυτοί πεζογράφοι εκπροσωπούνε σήμερα στη λογοτεχνία μας το τμήμα εκείνο της πραγματικής ζωής, που δεν φαντάζει σα λειψή θεατρική σκηνογραφία, μα είναι το κύριο θέμα της τέχνης τους. Ο άνθρωπος, και για τους δυο, δεν είναι παρά ένα ευαίσθητο υλικό εξάρτημα της πολύμορφης πραγματικότητας του εξωτερικού κόσμου. Σαν άτομο, καλά –καλά δεν έχει μήτε θρησκεία μήτε ηθική, μήτε ψυχική και πνευματική αυτονομία. Ποτέ σχεδόν δεν τον απασχολούνε προβλήματα εσωτερικά. Δεν αισθάνεται τη μοναξιά της ψυχής; του εγώ, γιατί είναι μονάχα σώμα, με μια περισσότερη αίσθηση, την ψυχή, και υπάρχει όσο υπάρχουνε και όπως ορίζουνε παράγοντες απόλυτα υλικά, το χώμα, η ατμόσφαιρα, το κλίμα, η κοινωνία, οι άλλες άμεσες ανάγκες. Συναισθάνεται μονάχα τη σωματική του ευθύνη κι αν έχει καμιά φορά και ψυχή, θα είναι διάχυτη στο σώμα του, μοιρασμένη σε πρωτόγονα, ενστικτώδη, βίαια αισθήματα. Τέτοιος είναι ο ρεαλιστικός άνθρωπος που προβάλλεται στο έργο των δυο πεζογράφων μας, περιζωσμένος απ' την ατμοσφαίρα του πραγματικού, την παραστημένη με όλη εκείνη την ζωγραφική υπέρταση των αντικειμενικών χαρακτηριστικών τους, που είναι η μέθοδος της νατουραλιστικής τέχνης.

Διαφέρουνε μεταξύ τους στη, χρησιμοποίηση του ρεαλισμού τους. Ο Καραγάτσης εξατομικεύει δυναμικά τον ρεαλισμό του και τον υπαγάγει σε μια κυρίαρχη σεξουαλική βούληση, που συμπυκνώνει τη ζωή σε πολυτάραχες κοίτες γεγονότων ερωτικής αιτιοκρατίας. Ο Μυριβήλης ξετυλίγει σ' επιφάνεια τα ρεαλιστικά του θέματα, είτε ανθρώπινους τύπους περιγράφει είτε τη φύση, και τα διακλαδώνει σε μια ευφαντασίωτη πανθεϊστική φυσιολατρεία. Τις περισσότερες φορές δι συμμετέχει στην ανθρώπινη αλήθεια των διηγημάτων του παρά μόνο με την παρατηρητική φαντασία του και την αισθητική του. Συμπάσχει αισθητικά με τα θέματα του, σα να είναι κυριευμένος από τη διάθεση του ρεαλιστή ζωγράφου, που χαίρεται μονάχα με την δράση την προκλητική γύμνια των μοντέλλων του. Αγνάντια στα θέματά του, κρατάει μιαν αντικειμενικότητα που του επιτρέπει βέβαια να τα νοιώθει, μα και να τα υποτάξει στην απαίτηση της φράσης του. Έτσι ο ρεαλισμός του αγκαλιάζει τη φύση και τον άνθρωπο σε διάφορες μορφικές κι ψυχικές διαβαθμίσεις, από την κτηνωδία ως το όραμα της μορφής. Πάντα σχεδόν τη ζωγραφική του την αλαφροσκεπάζει με πέπλους από βαθύχρωμο ελληνικό γαλάζιο.

Γενικά όμως τ' όμορφο και,τ' άσκημο θέαμα, οι λεπτότατα σμιλεμένες μορφές και οι τερατώδεις χοντροκοπιές της φύσης, η φυτική της αφθονία και η στέγνια της, το εξωτερικό και το εσωτερικό του ανθρώπινου κορμιού, ένα γυμνό κορμί μπρούτζινο και χυτό κ' ένα άλλο σάπιο και παράλυτο στο νεκροκρέββατο, τα χυμένα μυαλά στις πέτρες και τ' άντερα τα τυλιγμένα στα συρματοπλέγματα, το σκασμένο γέρικο δέρμα και τα ροδαλά χνουδάτα πρόσωπα, τα τσιμπλιασμένα μάτια και οι μακρυές βλεφαρίδες που πεταλουδίζουνε, όλες αυτές οι αντιθέσεις και οι ασυμφιλίωτες ποιότητες, δεν τον συγκινούνε κατά βάθος παρά σαν ύλες εμφαντικά προκλητικές, όπως ο πηλός ηλεχτρίζει τα δάχτυλα του αγαλματοποιού. Τον προσκαλούνε με την πυκνότητα τους ή τη μαλακωσύνη τους, με τα χρώματα και το σχήματα τους, να τις μαλάξει, να τις ζυμώσει, να τις μορφοποιήσει. Τις χρησιμοποιεί μ' έναν αισθητικό σαδισμό, θέλει να τις γνωρίσει κατάβαθα, θέλει να τις αφομοιώσει απόλυτα με τη φράση του.

Είναι ο κόσμος των αντικειμένων, το. πράγμα, καθ' εαυτό, ο δημιουργικός ρυθμός αδιάφορος προς τα πλάσματα του, η φύση η τυφλή προς τις διάφορες ποιότητες των συστατικών της. Στη διάπλαση του ρεαλιστικού αυτού ύφους καμιά περίπτωση δεν υπάρχει για να τεθεί από μέρους του συγγραφέα ζήτημα γούστου. Διάπλατα έχει ανοίξει τα μάτια του ο αυτοδίδαχτος νατουραλιστής και βλέπει τα πάντα γύρω του. Χαίρεται για όσα βλέπει και για όπως το βλέπει, έτοιμος να δουλέψει ακόμα και την κοπριά με τα δάχτυλά του, γιατί ξέρει πως η πλαστική φράση μπορεί να εξαγνίσει ως ένα σημείο τη ρυπαρότητα της ουσίας που την εμπνέει:

«Μέσα στη μεσημεριάτικη ηλιοκαταιγίδα που φωτοπλημμύριζε το χωράφι, μια αχυρουλή φρέσκη καβαλίνα έλαμψε και αστραποβόλησε με ανταύγεια χρυσαφιού».

Η εκφραστική του τόλμη, φτάνοντας κάποτε ως την κυνική περιγραφή και την αισχρολογία, είναι, κατά βάθος, η έκφραση του θάρρους της ελευθεροστομίας μιας ανοιχτομάτας φαντασίας, που ξέρει πως σε τίποτα μπροστά μπορεί να μη σωπάσει, γιατί πάντα θα μιλήσει δυνατά και καλολογικά. Το πρώτο του διήγημα, «Η χτικιάρα», είναι ένα τολμηρότατο και ρωμαλέο ρεαλιστικό γύμνασμα μέσα σε λαμπρό ποιητικό διάκοσμο. Ξετυλίγει, σε γοργό ύφος αφήγησης, το δράμα της χτικιασμένης κοπέλλας που ρεύει μαρτυρικά όχι μονάχα από την αρρώστια μα κι από τους ανεκπλήρωτους σαρκικούς πόθους της ατρύγητης νειότης της και ζει την ερωτική της απελπισία συνδαυλίζοντάς την με την ανάμνηση του μοναδικού φιλιού που της έδωσε ένα παλληκάρι του χωριού, σαν ήτανε παιδούλα. Μια μέρα, συνεπαρμένη από τις κολασμένες λαχτάρες της σάρκας, κατεβαίνει στο περιβόλι της. Η φύση θριαμβεύει, ανοιξιάτικη, καλοκαιριάτικη, παραδεισιακή, ο,τι θέλεις. Εκεί, η χτικιάρα, συνεπαρμένη από τον πόθο διευθύνεται ασυναίσθητα στα δέντρα σα να πηγαίνει σε άντρες:

«Να κι ο πλάτανος που τον είχε φυτέψει ο πατέρας. της την ίδια μέρα που γεννήθηκε. Τόνε κύτταξε με θαυμασμό και ζήλεια. Εκείνος όλο και φούντωνε και θέριεβε, και τίναζε δυνατά κλαδιά σα μπράτσα αθλητή, και κόμπους μεστούς. σαν αντρίκια γόνατα. Αγκάλιασε το ντούρο κορμό του κι ακούμπησε το μάγουλο στη σκληρή φλούδα. Της φαινότανε σα νάκουγε μέσα στις λεπτές εσωτερικές ίνες του τους χυμούς που αναταράχτηκαν, κι ανέβαιναν ρουφηγμένοι από τη γη για να πεταχτεί κι άλλη ζωή, κι άλλη πράσινη υγεία κι άλλο ύψος. Άκουγε τους σφυγμούς του δεντρίσιου αίματος, που κυκλοφορούσε βαθειά με τον πυρετό της φουσκοδεντριάς. Έσφιξε δυνατά το γερό δέντρο, σα νάθελε να μεταγγίσει στο σώμα της τη χλωροφύλλη της ζωής. Και της φάνηκε πως κι ο πλάτανος χαμήλωνε τα γερά του χέρια, και την έσφιγγε, την έσφιγγε και κείνος μέσα στα δεντρίσια μέλη του ταδρά. Ανατρίχιαζε και το δέντρο μαζύ της με την ανατριχίλα της ηδονής, κ' η πράσινή του καρδιά χτυπούσε δυνατά και πιο γρήγορα στην ορμή της γεννητικιάς άνοιξης… Ακόμα… Ασυναίσθητα έσφιγγε ολοένα πιο νευρικά τα σκέλια της γύρω στο δέντρο. «Θα φυτρώσουμε μαζύ καινούργια φύλλα! -της έλεγε ο πλάτανος- θα σε σκεπάσω εγώ μέσα στην πυκνάδα της φυλλωσιάς μου, θα σε φιλήσω εγώ μ' όλα τα φύλλα μου! Θα σ' αγκαλιάσω εγώ σφιχτά, μ' όλα τα κλωνιά μου!…»

Ποια ρεαλιστική, τόλμη!Και δεν είναι ακόμη παρά,στην αρχή της τέχνης του. Αργότερα, στη «Ζωή εν Τάφω», θα αισθανθεί τη σπάνια, την εξαιρετική ευχαρίστηση, να ζωγραφίσει, ανάμεσα σε άλλα. λογής ρεαλιστικά θεάματα, αυτό -.ο περίφημο πορτραίτο:

«Ο παπάς της μεραρχίας είναι ένας πελώριος αθλητικός άνθρωπος. Είναι ένα χυδαίο μούτρο χωριάτη με χοντρά κουκουλωτά μάτια που τα νινιά τους παίζουνε μέσα σ' ένα σύμπλεγμα από μικρές – μικρές κόκκινες φλεβίτσες. Είναι παχύς μέσα στο χακί, με δυνατά χοντροκόκκαλα μέλη και χοντρά πισινά, μεγάλα σα γυναικίσια. Έχει φουσκωτά  χείλια φιλήδονα και μια σφιχτή κοτσίδα σαν από αλογότριχες».

Νομίζει κανείς πως χαίρεται γιατί πέτυχε ένα τόσο χτυπητό μοντέλλο, κι ας είναι το μοντέλλο αυτό ένας λειτουργός του υψίστου. Λίγο πιο κάτω, βλέποντας μια νέα γυναίκα, θα πει πάλι με την ίδια παχειά ρεαλιστική γλώσσα:

«Είναι σαν ένα ζουμερό φρούτο, τόσο που σούρχεται να την ξεφλουδίσεις από τα ρούχα της και να την κάνεις μια χαψιά»

Δε θα δυσκολευτεί, όμως καθόλου να ζωντανέψει μορφές καμωμένες από ευγενικώτερες ουσίες. Με την ίδια χαρά που μας παρουσιάζει ένα αποκρουστικό θέαμα, θα βαλθεί να μας τραγουδήσει την αισθητή, την ηδονική ομορφιά, πάντα όμως με χρώματα και ήχους, που όσο και αν γίνουνται ανάεροι, στριφογυρνάνε σαν πεταλούδες γύρω από το θαμπό φως της ύλης:

«Η δασκάλα φορούσε ένα απλό φορεματάκι από θαμπό μεταξωτό με άσπρη τραχηλιά. Είταν ένα ντύσιμο σεμνό μαζύ και κοκκέτικο που χυνότανε σα νερό πάνω στο κορμί της και ανάδειχνε τη θαυμαστή του φόρμα σε βαθμό απίστευτο. Ώρες ώρες του έκανε την εντύπωση μεστού και ρωμαλέου φιδιού, που λυγάει και σαλεύεται μόνο για να χαρεί την ηδονή της λυγεράδας του, για να παίξει με τη χάρη του την ίδια. Τα μαλλιά της άφθονα και κυματιστά, είτανε γεμάτα ζεστούς ίσκιους, και αναλαμπές μετάλλου. Έσκυβε το κεφάλι της.νακούσει και τότες πίσω απ' τ'αφτί της, πάνω απ' τα λαιμά, κρέμαζαν δυο μικρές γυαλιστερές μπουκλίτσες σα μεταξωτά δαχτυλιδάκια, που υπογράμμιζαν την άφθονη υγεία και τη δροσεράδα του δέρματος. Και μια στιγμή η κοπέλλα, σα να υλοποιηθήκαν οι αντρίκιες ματιές και τη γαργάλεψαν, έβαλε ασυναίσθητα το χέρι στο ριζάφτι και πέρασε αλαφρά τις ρώγες των δαχτύλων της κάτω απ' το λουβί. Το δυνατό φως που τις έλουζε κατακέφαλα, έκανε τα πυκνά ματόφυλλα της δασκάλας να παίζουνε σα φτερά πεταλούδας. Πάνω στο στρογγυλό πηγούνι το κάτω χείλι της έκανε μιαν ισκιερή φωλίτσα Μια στιγμή σήκωσε το πρόσωπό της προς το δυνατό γλόμπο. Τότε το φως γέμισε τα μάτια της. Τα φώτιζε ως το βάθος και πρώτη φορά ο Λεωνής μπόρεσε να μελετήσει το παράξενο χρώμα τους. Είτανε ανοιχτά καστανά, και στο φως γινόντανε χρυσά, ολόχρυσά, σα νάτανε το είδωλο μιας θεότητας. Του θύμιζαν ένα ζευγάρι μάτια ωραίου αγριμιού, τα μάτια ενός αιλουροειδούς ίσως, φωτισμένα ξαφνικά κάποια νύχτα, μέσα σε μιαν αγριοτοπιά της Ανατολής, απ' τον προβολέα του αυτοκινήτου. Είτανε μια γυναίκα με χρυσά μάτια!».

Είναι τόσο άφθονη η υλικότητα των πορτραίτων που σκιτσάρονται και ζωγραφίζονται στα δυο μεγάλα βιβλία του, ώστε.στα στρογγυλεμένα, φωτερά και πλούσια χαραχτηριστικά τους, να μην αντιφεγγίζεται πάρα πολύ σπάνια κάτι το εσωτερικό, το πνευματικό, το ψυχικό. Ο χαραχτήρας τους είναι ανεβασμένος στο πρόσωπό τους, δηλαδή παριστάνεται σαν καθάρια φύση. Κι έτσι βρίσκουνται σε μια ζωγραφική αρμονία με το θέαμα του περιβάλλοντός τους που είναι κι αυτό πάντοτε σχεδόν φύση.

Πριν ο Μυριβήλης συναπαντήσει, σαν εύρημα πολύτιμο, το μεγάλο και ανεξάντλητο θέμα του πολέμου, που μονομιάς ανάδειξε την πεζογραφική του τέχνη, άφηνε τη φαντασία του να τριγυρνάει στους στενούς κύκλους της ζωής του χωριού, σταματώντας προσωρινά σε κάθε φυσική πηγή που θα μπορούσε να του προμηθέψει τα στοιχεία για ένα σύντομο και σύντονο ρεαλιστικό διήγημα ή και ακόμα για ένα χαριτωμένο και συναρπαστικό παραμύθι. Στις «Κόκκινες Ιστορίες» και στα «Διηγήματα», ερμηνεύει τη ζωή του χωριού δια μέσου ενός ερωτικού οργανισμού ταιριασμένου με τη γύρω λαμπρή φυσική διακόσμηση, και σκιτσάρει έντονα λαϊκούς τύπους που το κύριο χαραχτηριστικό τους είναι είτε οι εκδηλώσεις μιας ζωικής λεβεντιάς είτε οι εκρήξεις ενός σκοτεινού και ανικανοποίητου πάθους.

Στις δοκιμές αυτές, ο καλλιτέχνης της φυσιολατρικής λεπτομέρειας και ο αφρόντιστος σπαταλευτής μιας πλουσιώτατης δημοτικής, δεν έδειχνε πως θα πραγματοποιήσει γρήγορα το συνθετικό έργο που μ' αυτό θα διατύπωνε υπεύθυνα, με ώριμη συνείδηση, ολοκληρωτικά, το θέαμα και το νόημα της ζωής, συνειδητοποιημένο βέβαια, σύμφωνα με τα βασικά χαραχτηριστικά της προσωπικότητάς του. Οι δυνάμεις του ρεαλισμού του και της φυσιολατρείας του, η ασυγκράτητη μα κάπως απρόσωπη ακόμη λαχτάρα του για μια γερή και πλούσια αισθησιακή ζωή, το ανήσυχο σάλεμα της ζωντανής λαϊκής παράδοσης μέσα του, η πρωτόγονη διαίσθησή του, ο λυρικός δυναμισμός του, λειτουργούσανε κάπως ράθυμα, τμηματικά, δίχως συγχρονισμό, και προ παντός δίχως την αναγωγή τους στο βαθύ εκείνο και φιλοσοφημένο αίσθημα της ζωής, που αυτό μονάχα δίνει εσωτερική ενότητα στην τέχνη και τη δικαιώνει. Κάποιο φανταχτερό θέμα, κάποια δυνατή συγκίνηση ένα πλάτεμα των πνευματικών του οριζόντων, θα έπρεπε αργά ή γρήγορα να επιφέρουνε μια ωρίμανση στα αδρά χαραχτηριστικά της τέχνης αυτής. Και βρέθηκε το πρώτο φανταχτερό αυτό θέμα να είναι ο πόλεμος.

Ήρθε ο πόλεμος συνεπαίρνοντας του πάντα στον τόπο μας, αλλάζοντας τον ρυθμό της καθημερινής. ζωής, αδειάζοντας τα χωριά από τα παλληκάρια. Κι ο νέος διηγηματογράφος με τη λαμπρή φαντασία, την παραστατική γλώσσα, την ορμή των νεανικών του πόθων, την ειδυλλιακή αίσθηση της ζωής, κι όλη τη θάλασσα, τους ελαιώνες, και τον ήλιο της Λέσβος μέσα του, βρέθηκε μονομιάς μέσα στην ατμόσφαιρα της φοβερής αυτής πραγματικότητας, που σε λίγο διάστημα του έμαθε για τη ζωή και το θάνατο, όσα δε μαθαίνονται σ' έναν αιώνα. Μα όπως έγραψε κάποιος υπέρμαχος της λογοτεχνικής ζωής, ένας πόλεμος, περνάει κ' ένα βιβλίο μένει. Ο Μυριβήλης δικαίωσε το έξυπνο αυτό σόφισμα, υποτάζοντας τη φοβερή πείρα και το ύφος του πολέμου στην πεζογραφική του τέχνη. Έτσι, μας έμεινε η «Ζωή εν Τάφω», επικό συμπέρασμα οδυνηρής ζωικής εμπειρίας, που είναι μαζί ολοκληρωμένο ανθρώπινο συναίσθημα και τελειωμένη τέχνη.

Στην αντιπολεμικά λογοτεχνία, που για κάμποσα χρόνια συγκλόνισε το αίσθημα του παγκόσμιου κοινού, και το κράτησε κάτω από μια παράξενη και σχεδόν νοσηρή γοητεία, γιομάτη δέος, αποστροφή και συνάμα παθιασμένη περιέργεια για τον απεχθή και αποκαλυπτικό ρεαλισμό κάποιων πολεμικών σκηνών, ο Μυριβήλης πρόσθεσε ένα τέλειο πεζογράφημα, ολοκληρώνοντας την προσωπικότητά του συνθέτοντας σ' ένα ενιαίο δημιούργημα όλα του τα προτερήματα και δίνοντας στην πεζογραφία μας έναν τόνο παγκόσμιου ανθρωπισμού που της ήταν ως τότε ασυνήθιστος.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως ο Μυριβήλης γεννήθηκε για να περιγράψει τον πόλεμο. Μέσα στις «Κόκκινες Ιστορίες» έχει κι όλας καταχωρήσει μια ανατριχιαστική αφήγηση του θανάτου ενός λαβωμένου στρατιώτη, παρατημένου μέσα στα στάχυα. Τα στάχυα παίρνουνε φωτιά από μια μπόμπα και τον καίνε, καθώς φωνάζει απελπισμένα για να τον σώσουνε. Το μαύρο του θανάτου και το πορφυρό της πυρκαγιάς, ανακατεύουνε τη φρίκη τους μέσα στη βραδινή ατμόσφαιρα της πρώτης αυτής πολεμικής αφήγησης, που ανάγεται ακόμα στους βαλκανικούς πολέμους. Αργότερα, ο λαμπρόχρωμος εικονογράφος του Μακεδονικού μετώπου, στα χρώματα της ζωγραφικής του, θα προσθέσει τον τόνο της προσωπικής του πείρας και συγκίνησης, πραγματοποιώντας μια πλήρη λογοτεχνική σύνθεση.

Αληθινά, η εσωτερική σύνθεση της «Ζωής εν Τάφω», είναι μια καλλιτεχνική περίπτωση που δεν την παρατηρούμε συχνά στα έργα της λογοτεχνίας μας, και τα ποιητικά και τα πεζά. Κι αυτός ακόμα ο Παπαδιαμάντης, αφήνει συχνά την αφήγησή του να περιπλέκεται ακαθοδήγητη σε δρόμους πρόχειρα χαραγμένους, δίχως προβλεπόμενη έκβαση, δίχως ανάλογο διηγηματογραφικό συμπέρασμα.Στα έργα της τέχνης η επιτυχημένη σύνθεση δεν είναι μονάχα συνέπεια ταλέντου οργανωτικού, μα δείχνει κι όλας πως η συγκίνηση του συγγραφέα στάθηκε από μιας αρχής τόσο βαθειά και ξάστερη, ώστε να μπορεί να οδηγήσει σταθερά τη φαντασία του στην πλαστική αρχιτεχτόνιση του υλικού της, και στη διατήρηση ενός τόνου αδιάπτωτης φραστικής ενάργειας, ανάλογης με τη σημασία του θέματος και την αρχική φορά της έμπνευσης.

Πρώτο, λοιπόν, και κύριο. χαραχτηριστικό στη σύνθεση της «Ζωής εν Τάφω», είναι ο τόνος. Αδιάπτωτος από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα, ζεστός και λαμπερός, συγχωνεύει σε μια υψηλή θερμοκρασία περιγραφικής και αυτοαναλυτικής έκφρασης όλα τα μέρη και τα στοιχεία της αφήγησης, και τα πιο αλαργεμένα από το κύριο θέμα, κι όσα θα μπορούσαν να μείνουν έξω, δίχως να ελαττωθεί το ειδικό βάρος της αισθητικής άξιας του έργου. Ξέρουμε πως ο Μυριβήλης δούλεψε τη «Ζωή εν Τάφω», πολύν καιρό, με την επιμονή του τεχνίτη, που δεν κουράζεται να τελειοποιεί το έργο του, γιατί στο διάστημα που το κατεργάζεται, το πάθος της δημιουργίας και της εκτέλεσης υποτάζει τη φλόγα και την ορμή της συναισθηματικής συγκίνησης.

Μα το αισθητικό αποτέλεσμα της κατεργασίας αυτής ήταν να διατηρηθεί στο διάστημα των αλλεπάλληλων μορφικών μεταλλαγών, ένας τόνος αμείωτης έμπνευσης και πρώτης ορμής, χαραχτηριστικό που σε λίγα έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας παρατηρούμε. Κι αυτό είναι φυσικό, γιατί τα πιο πολλά έργα της σύγχρονης πεζογραφίας, άσχετα από την ειδική αξία τους, δεν είναι ξεσπάσματα έντονης εσωτερικής ζωής και φαντασίας, μα καρποί αναζητήσεων, προσπαθειών, πειραματισμών. Κάποτε-κάποτε, ο τόνος της άμεσης συγκίνησης του Μυριβήλη, όταν γυρεύει να γίνει ακόμα πιο δυνατός και πιο εντυπωτικός, αντηχεί μέσα μας λιγάκι φιλολογικά, και μας προδίνει το συγγραφέα να αφουγκράζεται με κάποια καλλιτεχνική υστεροβουλία -κοκκεταρία θα λέγαμε- τη μυστική βοή της συγκίνησής του, μα δεν υπάρχει έργο τέχνης δουλεμένο σοφά και συνειδητά, που να μην πληρώνει έστω και έναν ελάχιστο φόρο στη λεγόμενη φιλολογία, δηλαδή σε μια υπερβολική απαίτηση ύφους. Όταν όμως το έργο είναι αληθινό και δυνατό και συνειδητά καλλιτεχνικό, μπορούμε αδίσταχτα να πούμε πως η όποια του φιλολογία δεν είναι παρά ένα μοιραίο πλεόνασμα ύφους ή τόνου ή οποιουδήποτε άλλου χαραχτηριστικού, που το πολύ -πολύ, θα μπορούσε ο συγγραφέας να το είχε ξαφρίσει. Δεν πρέπει, άλλωστε, να παραβλέπουμε το γεγονός πως φημίζουνται σήμερα ένα σωρό λογοτεχνικά έργα που είναι μόνο φιλολογία, δηλαδή μονάχα πρόθεση. Τίποτα περισσότερο.

Εκτός από τον τόνο, δεύτερο, χαραχτηριστικό σύνθεσης, είναι ο τρόπος της αφηγηματικής ανάπτυξης του θέματος. Αν και όσα μας εξιστορεί ο Μυριβήλης στη «Ζωή εν Τάφω», δεν έχουν την ενότητα μιας ενιαίας υπόθεσης, γιατί, βέβαια, στα πολεμικά πεδία, ο ψυχικός σύνδεσμος ανάμεσα στ' άτομα είναι τρομαχτικά προσωρινός, απλοποιημένος, συμβατικός, η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση αυτή του λοχία Κωστούλα, που διηγιέται τη ζωή του στο χαράκωμα και διατυπώνει τα βίαια συναισθήματά του, ξετυλίγεται με μια τάξη κ' έναν ρυθμό που θυμίζει τον γνωστό αισθητικό στοχασμό του Σολωμού, γραμμένο για να εξηγήσει τη σύνθεση των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του:

«Ο θεμελιώδης ρυθμός (του ποιήματος) ας στυλωθεί εις το κέντρο της εθνικότητος, και ας υψώνεται κάθετα, ενώ το νόημα από το οποίο πηγάζει η ποίηση, και το οποίο αυτή υπηρετεί, απλώνει βαθμηδόν τους κύκλους του».

Αν μεταφέρουμε, τα βασικά σημεία του Σολωμικού στοχασμού στη «Ζωή εν Τάφω», βρίσκουμε πως το κέντρο της είναι ο πόλεμος, το νόημά της το συνειδητό και,άξαφνα ξυπνημένο συναίσθημα της ατομικής ζωής, και ο θεμελιώδης ρυθμός της η δια μέσου των αυτοτελών κύκλων της αφήγησης, ευθεία, συγκρατητή και αδιάπτωτη σε δυνάμωμα τόνου ανάπτυξη του συναισθήματος αυτού, που δοκιμάζεται αδιάκοπα σε πλήθος χαρακτηριστικά πολεμικά επεισόδια ως ότου βρεθεί αντιμέτωπο με τον από τα πριν βέβαιο θάνατο. Ο ρυθμός της αφήγησης αναπτύσσεται με κανονικές και συμμετρικές κινήσεις αποσπασματικού έπους, από τη στιγμή που ο λοχίας Κωστούλας φορτώνεται σ' ένα λερό φορτηγό για το μέτωπο, ως την προετοιμασία της γενικής επίθεσης εναντίο του εχθρού, εκεί που ένας αποφασισμένος θάνατος μυριάδων ανθρώπων θα επισφραγίσει τραγικώτατα το νόημα του έργου και θα το συναιρέσει μέσα στο τελικό και απότομα χαλιναγωγημένο σταμάτημα του θεμελιακού ρυθμού της αφήγησης.

Η οργανική αυτή ανάπτυξη του ρυθμού γίνεται με την αριστοτεχνική, την εσωτερική συνένωση πολλών αυτοτελών ιστοριών της πολεμικής ζωής, που η κάθε μια προσθέτει νόημα και συμπληρώνει την άλλη. Κι όλες μαζί εξιστορούνε το τραγικό έπος της γοργής ψυχικής μεταλλαγής ενός απλού και αγνού νέου στρατιώτη,, σύμβολου όλων των άλλων, που φεύγει από το ειδυλλιακό νησί του, ενθουσιασμένος εθελοντής για το ξεσκλάβωμα των αλύτρωτων αδερφών, και στο πεδίο του πολέμου, μαζί με το βάρος του γυλιού, ανακαλύπτει στο ίδιο του το σώμα και στο σώμα των διπλανών του, το πολυτιμώτατο βάρος της ζωής, που μια φορά μονάχα δίνεται στον άνθρωπο να τη ζήσει, και που γι’ αυτό ίσως καμιά υπερατομική αναγκαιότητα δε θα είχε το δικαίωμα να τη σταματήσει τόσο αποτρόπαια.

Το λεπτό αυτό αίτημα μπορούμε να το θεωρήσουμε σα θέση μιας σοβαρής σκέψης που θέλει να φιλοσοφήσει γόνιμα επάνω στο νόημα, στην πραγματικότητα και στην αναγκαιότητα του πολέμου∙ Μπορούμε να θεωρήσουμε τη «Ζωή εν Τάφω» όχι μονάχα σαν ένα ρωμαλέο βιβλίο ζωής μα και σα μια υπεύθυνη κριτική που καταμερίζει ευθύνες, που καταδικάζει καταστάσεις και που θεμελειώνει τον σαρκασμό της σ' ένα ανώτερο αίσθημα ανθρωπισμού και σε μια πίστη στην τελειοποίηση και στην ποιοτική εξέλιξη των εννοιών της ζωής; Εύκολο δεν είναι να διατυπώσουμε τίποτα το οριστικό, γιατί ο Μυριβήλης αποφεύγει ενστικτωδώς να επεκταθεί σε κρίσεις και σε απόψεις που δε σχετίζονται άμεσα και αισθητά με το θέμα του. Οπωσδήποτε η θέση του στη «Ζωή εν Τάφω» είναι αυθόρμητη στάση ενός υλιστή ωραιολάτρη που διαφεντεύει με όλη τη δύναμη της τέχνης του το υπέρτατο αγαθό της ατομικής ζωής, και προβαίνει σε μια δι' εικόνων κριτική όλων των όψεων του πολέμου. Δυο καταστάσεις λοιπόν έπρεπε να παραστήσει έτσι σαν εικόνες αντίστοιχες και σαν αντίρροπες δυνάμεις: μια εξωτερική, τον πόλεμο σε όλη του την αλήθεια και την πραγματικότητα, και μια εσωτερική, το υποκειμενικό αίσθημα της ζωής που ακατάπαυτα τη φοβερίζουνε οι θανατερές καταιγίδες των ψυχρών μετάλλων. Αυτή, άλλωστε, στάθηκε η διπλή θέση ολόκληρης της αντιπολεμικής λογοτεχνίας

Ο Μυριβήλης, πολιορκώντας τις δυο αυτές θέσεις, ανάπτυξε σε ύψιστο βαθμό τις περιγραφικές του δυνάμεις, και πραγματοποίησε θαυμάσιες σελίδες αντιπολεμικής λογοτεχνίας, αν και μπορούμε να πούμε πως ο λυρικός ποιητής, ο φλογερός νοσταλγός της Λέσβος και ο παθιασμένος φυσιολάτρης, που δεν αφήνει καμιά ευκαιρία να μην ψηλαφήσει την ύλη γύρω του και να τη χαρεί σαν πράγμα και σα λέξη, όπου και αν βρίσκεται, υπερφαλάγγισε κάπως τον ρεαλιστή ζωγράφο των αποτρόπαιων πολεμικών σκηνών που με τις ωμές περιγραφές του γυρεύει να προκαλέσει μέσα μας τη φρίκη. Οπωσδήποτε, ο πόλεμος, όπως παρασταίνεται στη «Ζωή εν Τάφω», δεν είναι ο πόλεμος ο τραγουδημένος από τους λυρικούς μας ποιητές, σαν επαγγελμένος λυτρωτής αρχάγγελος με κάτασπρες φτερούγες, μα ένας άλλος πόλεμος, αδικαιολόγητος βασικά, ζωγραφισμένος ανάστροφα, γυμνωμένος από κάθε ιδεαλιστικό περίβλημα, ξεστεφανωμένος από τα στεφάνια της δάφνης, αληθινός δαίμονας εξολοθρευτής της ανθισμένης ζωής, με καταπόρφυρα φλογοβόλα μάτια και μπρούντζινα φαρμακεμένα νύχια.

Σα σε όνειρο θυμάμαι τις συμβολικές εικονογραφίες των εφημερίδων στην εποχή του μεγάλου πολέμου: κάτι τεράστιους σκελετούς, άλλους στημένους ανάμεσα σε κοπάδια ξύλινων σταυρών, κι άλλους δρασκελώντας με θράσος γκρίζα φαλακρά τοπία και σέρνοντας πίσω τους αναρίθμητες μαυροφορεμένες γυναίκες. Είναι ο πόλεμος, όπως τον είχε προσωποποιήσει η τρομαγμένη φαντασία της δοκιμασμένης ανθρωπότητας, κι όπως υστερώτερα τον αναπαράστησε η αντιπολεμική λογοτεχνία, θεωρώντας τον με μια σκληρότατη κριτική παρρησία και μ' έναν αδυσώπητο περιγραφικό ρεαλισμό, που κανένας παλαιότερος ιστορικός, συγγραφέας ή ποιητής του πολέμου, δεν είχε τολμήσει να διανοηθεί. Μπορεί να πει κανείς πως η αντιπολεμική λογοτεχνία έδειξε τον άνθρωπο να μελετάει ανατομικά τα ίδια του τα σπλάχνα χυμένα, στον αιματόβρεχτο βούρκο, λίγες στιγμές πριν ξεψυχήσει.

Στο ανατριχιαστικό αυτό δείξιμο, δεν υστέρησε καθόλου ο  Μυριβήλης αν και οι πιο πολλές σελίδες της «Ζωής εν Τάφω» είναι αφιερωμένες στο φλογερό υμνολόγημα της αισθητικής, της αχνά αισθησιακής ζωής, διά μέσου της φρίκης του πολέμου. Όχι μονάχα τίποτε από όσα είδε ή άκουσε στα πολεμικά πεδία δεν άφησε που να μην τα χρησιμοποίησε σαν ουσιαστικό στοιχείο αφήγησης, μα κυνήγησε, με ξεχωριστή επιμονή, κάθε φριχτή λεπτομέρεια που θα μπορούσε να προσφέρει στη φράση, του και στις ρεαλιστικές του περιγραφές μιαν ακόμη απόχρωση μακάβριας αγριάδας:

«Κείνη την ώρα έτυχε να πηδήξει μες στο χαράκωμα κι ο λοχίας Κωστούλας και κάηκε. Τον ηύραμε με το μούτρο φαγωμένο από τη φωτιά. Όλο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του είτανε μια μαυροκόκκινη πληγή, που χάραζαν απάνω της μόνο τρία άσπρα σημάδια. Η σειρά των δοντιών του, που σφίγγανε σφιχτοκλειδωμένες οι μασσέλες, ολότελα γδυτές από κρέας κ οι βορβοί των ματιών, που είτανε φουσκωμένοι και στρογγυλοί σα δυο ελεφαντένιες τόπες του μπιλιάρδου, το κάτω δεξί σκυλόδοντο γυάλιζε σκεπασμένο με χρυσή κορώνα».

Ανάμεσα, σε λογής παρόμοια θεάματα παράστησε ο Μυριβήλης το σιδερένιο σφιχταγκάλιασμα του Θανάτου και της Ζωής,όλο απελπισμένο πάλαιμα, κίνηση και πένθιμη καταστροφή. Ζωγράφισε το ανθρώπινο σώμα σε όλες του τις στιγμές και τις στάσεις από την έκφραση της λεβεντιάς και της σπαρταριστής ζωής του, ως το κομμάτιασμά του και το ανήλεο σκόρπισμα της ύλης του που είναι αληθινά θεϊκή ουσία. Είδε να φυτρώνουνε από την ευλογημένη γη, κεφάλια παραμορφωμένα, χέρια κομμένα, πόδια λυωμένα, ρέμβασε ανατριχιάζοντας απάνω από τάσπρα μάτια των άθαφτων πολεμιστών. Ένοιωσε το ανθρώπινο σώμα, γυμνό, βασανισμένο, τσακισμένο, ανυπεράσπιστο, με στερημένη την ατομικότητα, να τρέμει σαν καλαμιά μέσα στην ακτίνα της θεριστικής βολής μιας γοργής και αποτρόπαιης φθοράς, και παρακολούθησε, μέσα στο σώμα αυτό, την άθλια ψυχή να κατεβαίνει ένα ένα τα σκαλιά του ακατανίκητου φόβου που οδηγεί σ’ ένα πυθμένα ηθικής αναισθησίας.

Με την ίδια παραστατικότητα εμβάθυνε, ψυχολογικά και συναισθηματικά στο νόημα των δυνάμεων που παραλύουν και των δυνάμεων που θεριεύουν το ανθρώπινο σώμα. Έτσι έγραψε το περίφημο κεφάλαιο, Η κρίση του Κυρίου, που συνοψίζει επιγραμματικά τη στάση του και τη φιλοσοφία του και καθορίζει ακριβέστερα τη μορφή της λατρείας του προς τη ζωή:

«Θαρρώ πως σαν σωθούνε τα ψέμματα και παρουσιαστούμε στον Κύριον, στον Ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων, αυτός που μας έπλασε θα μας ρωτήσει οργισμένος. – Ε! Σεις εκεί κάτω οι καμπούρηδες κ’ οι σακάτηδες. Εσείς οι στραβοί και οι κοψαχείληδες! Εσείς τα παλιάσκερα με τις στραβές μασσέλες, οι χτικιασμένοι, οι παραλυτικοί, εσείς οι πιασμένοι, οι σκεβρωμένοι, οι μαλάκηδες. Εσείς μα τα δεκανίκια και με ταλλοίθωρο γυαλένιο μάτι, οι σαραβαλιασμένοι κι άσχημοι, εσείς με τα ντενεκεδάκια στο στήθος. Για πήτε μου, ποιοι είστε και πούθε έρχεστε; Τι κάνατε «το τάλαντον», που σας έδωσα; Πούνε τα μάτια που σπινθοβολούσανε έρωτα, πούνε τα μαλλιά, που είτανε πιο μαύρα από τα πιο μαύρα σταφύλια; Τι γίνηκαν τα μπόια, που στήλωσα λυγερά και λαστιχάτα σαν το κοντάρι από οξιά που μπήγεται πεταγμένο στον πάτο της θάλασσας απ’ τον καμακιστή και τρέμει από σβελτάδα; Τα μπράτσα σας τα ατσαλένια χάρηκαν τη δημιουργική δουλειά; Ανοίξανε τους καινούργιους δρόμους της ευτυχίας; Σηκώσανε ψηλά-ψηλά αγόρια ξανθά ροδομαγουλάτα; Οι αντρίκιες απαλάμες σας φουχτιάσνε τ’ αλέτρι και το σφιχτό γυναικείο στήθος; Τα χείλια σας χόρτασαν το τραγούδι της χαράς και τα φιλιά τα κόκκινα; Τα στέρια πόδια σας τρέξανε μέσα στα λειβάδια της ζωής; Φτεροκόπησαν μέσα στ’ αλώνια του χορού; Τ’ ατσαλένια σας γόνατα σφίξανε ανάμεσά τους σα σιδερένιος μάγγανος το θηλυκό; Καρπίσανε τις καινούργιες ζωές μέσα στα μυστηριωδικά λαγώνια του, που κατοικεί η Ηδονή με τη Δημιουργία; Για πήτε μου, πως το ξοδέψατε το «τάλαντον»;

Αγνάντια στον ασκητικό και χλωμοπρόσωπο Θεό του χριστιανισμού, που γυρεύει από τον άνθρωπο τη θυσία και την απάρνηση των αγαθών της ζωής, για να κερδίσει έτσι τη σωτηρία της ψυχής του, ο Μυριβήλης υψώνει έναν γήινο κολοσσό, με τέλεια σωματική διάπλαση, που φωνάζοντας βροντερά, προστάζει τα παιδιά του να σώσουνε με κάθε τρόπο το σώμα τους και να κρατήσουνε απείραχτη την αξία της υλικής τους υπόστασης ως το φυσικό της τέλος. Γιατί μονάχα έτσι θα διατηρήσουνε την πραγματική ελευθερία της ψυχής τους. Δεν πιστεύει  στον απόλυτο χρόνο και προτρέπει τους ανόητους θνητούς να καταλάβουνε πως μια φορά ζει κανείς την ολοζώντανη ζωή και πως είναι κρίμα να την παραδίνει έτσι ασυλλόγιστα και αδιαμαρτύρητα στον ομαδικό παραλογισμό του πολέμου. Όμως, ο ρωμαλέος αυτός βουκολικός Θεός, ο προστάτης των ζωντανών και των γερών ανθρώπων, ο χαροκόπος κι ο καλοζωιστής, που είναι ακόμη μια λαμπρή εκδήλωση του αιωνίου ελληνικού παγανισμού, δεν είναι καθόλου ξένος προς τον ανθρωπισμό. Θυμώνει  παράφορα για το αδικαιολόγητο αισθητικό κατάντημα του ανθρώπου σαν υλικής οντότητας, μα σκύβει κι όλας με βαθειά συμπόνεση απάνω από το άθλιο σαρκίο του, χαϊδεύοντας με παρήγορα δάχτυλα τις κρυφές λαβωματιές του.

Ένας ανθρωπισμός ενεργητικός, περήφανος, συμπονετικός, αναπηδάει από τα φυσιολατρικά σπλάχνα του λοχία Κωστούλα και γυρεύει να περιπτυχθεί τον άνθρωπο τον φυλακισμένο μέσα στο ανέκφραστο και ισοπεδωτικό ντύμα του πολεμιστή. Γιατί ο Μυριβήλης, μελετώντας. τον πόνο, το μαρτύριο και την περιπέτεια του ανθρώπινου κορμιού στον πόλεμο, πέρασε στον πόνο και στο κρυφό μυστήριο της καρδιάς. Και μαζί με το αίσθημα της φρίκης για τα πάθη της διάτρητης σάρκας, ζήτησε να ξυπνήσει μέσα μας τη συμπόνια και το ενδιαφέρο για τον ανθρώπινο τύπο που κρύβεται μέσα σε κάθε κορμί, σε κάθε απλό και  ταπεινό στρατιώτη. Ο ήρωας της «Ζωής εν Τάφω», εκεί, στα σκυθρωπά Μακεδονικά τοπία, μέσα στ χαρακώματα, κάμποσα μέτρα κάτω από την αναστατωμένη γη, έμαθε να προσέχει, να παρατηρεί, να μελετά και να κατανοεί ανθρώπινα τους διπλανούς του. Μαζί με την υπέρτατη τρεμούλα και τη φρικιαστική λαχτάρα της ζωής, ανακάλυψε και μια πινακοθήκη ανθρώπινων τύπων, που ο καθένας τους έχει την ιδιομορφία του, την ατομικότητά του, και προ παντός, το προσωπικό του δράμα, που μέσα στην ατμόσφαιρα του πολέμου αποκαλύπτεται με μια ξεχωριστή και βαθειά εντυπωτική οξύτητα.

Ο διηγηματογράφος, εδώ, θριαμβεύει, ζωντανεύοντας και περιγράφοντας αδρά τους τύπους αυτούς δίχως καμιά φυλετική, ιδεολογική, ή ψυχολογική προκατάληψη, με πρόθεση μονάχα να μας κάνει να συμπαθήσουμε ή τουλάχιστο να καταλάβουμε τις αδυναμίες τους και τις μιζέριες τους. Το στρατόπεδο, ποιο αποκαλυπτικό σκολειό και ποιο πολύτιμο πεδίο για τους ψυχολογικούς πειραματισμούς ενός ρεαλιστή συγγραφέα, μάλιστα σαν τον Μυριβήλη, που νοιώθει και καταλαβαίνει τους ανθρώπους του  λαού, όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Καρκαβίτσας, μ’ ένα είδος συναδελφικής συμπάθειας, που είναι μαζί και αυθόρμητη διαισθητική γνώση! Η οξύτατη ρεαλιστική του όσφρηση και το άφθονο λαϊκό αίμα που κυκλοφορεί στις φλέβες του, τον φέρανε σιμά στους τύπους αυτούς που συνθέτουν ένα πολυθόρυβο και φανταχτερό μωσαϊκό λαϊκής ψυχολογίας. Είναι όλοι τους ταπεινοί μικροαστοί, εργάτες του χωριού και της πόλης, αγρότες χωρικοί, επαρχιώτες, άνθρωποι από τα βουνά, τους κάμπους και τα νησιά, φέρνοντας μαζί τους και διατηρώντας στην ομιλία τους και στα φερσίματά τους, τον ξεχωριστόν αέρα του τόπου τους. Είναι άνθρωποι βασανισμένοι από τη ζωή, απαίδευτοι, με παιδικά μυαλά, με αμυδρή αντίληψη του γύρω κόσμου, ζούνε όμως επίμονα, γνήσια, σα βλαστάρια της γης, με λίγα και απλοποιημένα μα δυνατά και συγκινητικά αισθήματα.

Κάτω,από τη ματιά του Μυριβήλη, το μονότονο στρατόπεδο μεταμορφώνεται σε πολυπρόσωπη κοινωνία. Απεικόνισε την κοινωνία τούτη σε μια πλατειά ψυχολογική κλιμάκωση, που το ένα σκέλος της περιλαμβάνει τον λαό, δηλαδή τον στρατιώτη, και το άλλο τα στελέχη, τους αξιωματικούς, την ανώτερη κοινωνία, τον εγκέφαλο του στρατού. Τίποτα δε σχηματοποίησε, τίποτα δεν έκρυψε, μολονότι το αντιπολεμικό του αίσθημα παρασέρνει το χέρι του σε σκληρές, σε υπερβολικά σαρκαστικές ζωγραφικές, ερμηνείες τύπων και μορφών του στρατού, που είναι φορείς της ηθικής έννοιας του πολέμου και που σ’ έναν σημερινό κοινωνικό άνθρωπο επιβάλλουνε τον σεβασμό. Μα ο Μυριβήλης είναι συγγραφέας ελάχιστα κοινωνικός, δηλαδή πάρα πολύ ανθρώπινος, και ξέρουμε πως ο απόλυτος άνθρωπος ή καλύτερα ο απόλυτα φυσικός άνθρωπος είναι πάντοτε δύναμη αντικοινωνική. Αγκάλιασε λοιπόν το λαό στο στρατόπεδο, σαν έναν ολόκληρο άνθρωπο μα πολυσχιδή ψυχολογία, που τελικά είναι άξιος συμπάθειας. Είδε τις ουράνιες καλωσύνες του λαού, τις διαβολικές του κακίες, την αφέλειά του και την πονηριά του, τον είδε άσκημο, όμορφο, κακομοίρη, λεβέντη, άνατρο, δειλό, αντρειωμένο, συμπονετικό, σκληρό, πονόψυχο, αλτρουιστή, εκμεταλλευτή, αγνό, διεφθαρμένο, έξυπνο, ηλίθιο, καρτερικό∙  απέραντη παρέλαση μαυροκαημένων και γνοιασμένων προσώπων, πένθιμα φωτοστεφανωμένων από την ακοίμητη νοσταλγία των δικών τους εκεί κάτω στη γαληνή πατρίδα, με το ύφος των ετερόκλητων χαραχτηριστικών τους εξισωμένο και τυποποιημένο μπροστά στη φοβέρα του θανάτου.

Έτσι τους βλέπει και τους ζωγραφίζει ο Μυριβήλης, τοποθετώντας τον καθ' έναν απ' αυτούς στο πλαίσιο ενός παραστατικού μύθου ξετυλιγμένου με δραματική γοργότητα είτε στα παρασκήνια είτε στα προσκήνια του μετώπου. Για να πλέξει τους μύθους αυτούς, που ο καθένας αποτελεί ένα ξεχωριστό διήγημα, ξεψαχνίζει τους τύπους του, και για να μάθει την ιστορία τους, κάνει θαυμάσιους διηγηματικούς περιπάτους στο παρελθόν τους. Και κατά κανόνα, ξετρυπώνει το συγκινητικό, το ανθρώπινο μυστικό του καθενός, εκείνο που έχουνε κουβαλήσει μαζί τους στο μέτωπο, που το κρύβουνε κάτω από τη στολή τους, που το συγχέουνε με τα ταραγμένα όνειρά τους και που το θάβουνε στον κοινό λάκκο των σκοτωμένων φαντάρων ή το σκορπίζουνε μαζί με τα κομματιασμένα μέλη τους στην αφιλόξενη γη.

Αγγίζει την καρδιά μας, όταν μας ιστορεί το δραματικό πάθημα του Μ' χαγήλους, ενός παρθενικού και απλοϊκώτατου στρατιωτάκου, που καρτερά κάθε μέρα, τρεμοσπαρταρώντας, ένα μονάκριβο γράμμα από την αγαπημένη του, και που όταν επί τέλους το λαβαίνει, δεν προφταίνει να το ανοίξει γιατί του το αρπάζει ο άνεμος από τα σκιαγμένα χέρια του και το παρασέρνει στον ποταμό: τρόμαξε, γιατί τον είχε φωνάξει ξαφνιάζοντας τον ο ταμίας του λόχου, ο δήμιός του, που αγαπούσε να τον βασανίζει και να τον δέρνει αλύπητα δίχως λόγο. Συμπαθούμε βαθειά τον κακομοιριασμένο και κακομούτσουνο εβραίο Γιακώπ που τον ξυλοφορτώνει ο Γιωργαλάς ένας μεθύστακας, επειδή, λέει, οι συμπατριώτες του Γιακώπ σταυρώσανε τον Χριστό. Μας ανατριχιάζει και μας μεθά παράξενα η αιματερή ιστορία που ξετυλίγεται μέσα στην καρδιά του βουερού και τιτανικού δάσους, όταν ο στρατιώτης Μπήλιος, ακούγοντας απροσδόκητα από το φίλο του Αγγελέτο, σε μια διήγηση ανεκδότων, πως έχει χαρεί τη γυναίκα του, ορμάει να του σκίζει το κεφάλι με μπαλταδιές. Είναι σύμβολο του παγκόσμιου ανθρώπου, ο αστείος και γραφικός, όμως υποχρεωτικώτατος Κινέζος στρατιώτης, που ξεπετιέται τη νύχτα μεσ’ από τα θάμνα και με τρόπους εγκάρδιους βοήθα τον λαβωμένο Κωστούλα να σμίξει με το προχωρημένο τμήμα του, γιατί είχε μείνει πίσω. Νοιώθουμε μιαν αληθινή λύτρωση διαβάζοντας όλες εκείνες τις σελίδες, που με μια τρίσβαθη και δακρυόβρεχτη τρυφεράδα περιγράφουνται οι σπάνιες, οι συγκλονιστικές αναπαύσεις του Κωστούλα, κατά την πρόσκαιρη διαμονή του στο φιλόξενο σπίτι ενός φλαυϊκού χωρίου. Οι ευαγγελικές μορφές της Γκιβέζως και της Άντσως δεν είναι μονάχα ειδυλλιακά πορτραίτα χωρικών, ζωγραφισμένα με μια οξύτατη και παλλόμενη αίσθηση των βελούδινων και των γαλατερών επιφανειών. Είναι μορφές πανανθρώπινων ψυχών, δακρυσμένων ειρηνικά μπροστά στον πόνο και στο πένθος του πολέμου.

Η επιτυχία της «Ζωής εν Τάφω» είτανε κάτι δίχως προηγούμενο στα φτωχά χρόνια της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας. Μα και πριν ακόμη, στην εποχή του Παπαδιαμάντη, του Καρκαβίτσα, του Θεοτόκη και του Ξενόπουλου, ζήτημα είναι αν ελληνικό πεζογράφημα προξένησε τέτοια καθολική αίσθηση τελειωμένου λογοτεχνικού έργου, και στους πολλούς και στους λίγους. Αυτό που λέμε δίψα του κοινού για τα έργα, που ανταποκρίνονται αβίαστα στις λαχτάρες, στα αισθήματα, στην παιδεία και στις ιδέες όλων των ανθρώπων και όλων των κοινωνικών τάξεων, ικανοποιήθηκε σχεδόν στην εντέλεια. Ένας ανυπόκριτος ενθουσιασμός και της κριτικής και του κοινού, υποδέχτηκε το βιβλίο αυτό, που κατόρθωσε να πετύχει μια μοναδική στιγμή συγχρονισμού της πεζογραφίας μας με το πιο επίκαιρο τμήμα της ευρωπαϊκής πεζογραφίας, άσχετο αν ο συγχρονισμός αυτός, που δεν ξανασημειώθηκε πια στη λογοτεχνία μας και με όλο το φανέρωμα πεζογράφων τυπικά πιο συγχρονισμένων από την ηθογραφική, τη δημοτικιστική φύση του Μυριβήλη, χρωστιέται σε καταστάσεις και σε γεγονότα που για ένα διάστημα κρατήσανε την Ελλάδα στο επίπεδο της Ιστορικής και της πολιτικής ζωής της Ευρώπης. Ο Μυριβήλης, όποια θέση και αν πήρε και για όποιους λόγους κι αν έγραψε τη «Ζωή εν Τάφω», είναι το αντιπροσωπευτικό λογοτεχνικό γέννημα της περιόδου αυτής, που μια μονάχα λέξη την εκφράζει: πόλεμος. Πόλεμος για το λυτρωμό των αλύτρωτων και για την αποκατάσταση των φυσικών εδαφικών ορίων της Ελλάδος. Μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα της «Ζωής εν Τάφω», το ύφος της νέας Ελλάδας ανακατεύεται ανήσυχα με το ύφος της παληάς, στην προσπάθειά τους να ενωθούνε. Κι από όλη την αναταραχή αυτή ο Μυριβήλης έβγαλε σαν πείρα και σα συμπέρασμα τη «Ζωή εν Τάφω».

Δεν είχε σβήσει ακόμη στη φαντασία του κοινού η πρώτη εξοντωτική εντύπωση από τα βιβλία του Λάτσκο, του Ρεμάρκ, του Μπαρμπύς, του Σέριφ, του Ντορζελές, και μια καινούργια φλόγα αντιπολεμικής λογοτεχνίας άναψε από χέρια ελληνικά τούτη τη φορά. Φλόγα, που δεν έλαμψε λιγώτερο από τις άλλες, όπως ο Έλληνας στρατιώτης δεν στάθηκε σε τίποτα κατώτερος από τους στρατιώτες των άλλων εθνών. Χάρη στο Μυριβήλη, ο Έλληνας στρατιώτης, σαν τύπος ανθρώπου και πολεμιστή, στάθηκε παράπλευρα στον ευρωπαίο, στον πολιτισμένο, στον παγκόσμιο στρατιώτη. Και ίσως να δείχτηκε πιο ποιητής απ' αυτόν, μολονότι ο ρεαλιστής Μυριβήλης δεν έκαμε καμιά προσπάθεια για να τον εξιδανικεύσει. Αυτή στάθηκε η συνεισφορά της «Ζωής εν Τάφω» στα γράμματά μας. Και να λογαριάσει κανείς πως είναι το πρώτο και το πληρέστερο έργο της νέας μας λογοτεχνίας. Κυκλοφόρησε όταν η σημερινή πεζογραφία μας μόλις είχε αρχίσει να ξεμυτίζει. Έτρεξε βέβαια η πεζογραφία μας από τότε έναν ευτυχισμένο δρόμο, που την έφερε στα έργα του Κοσμά Πολίτη, του Καραγάτση, του Άμποτ, του Θεοτοκά, του Τερζάκη, του Πετσάλη, και τόσων άλλων αξιόλογων συγγραφέων, όμως με τη «Ζωή εν Τάφω» απόχτησε μονομιάς ένα έργο ευρωπαϊκής διάρθρωσης, ώριμο και μεστό, που ακόμα εξακολουθεί να παραμένει η ανώτερη και σταθερώτερη μονάδα μέτρησης για την εκτίμηση της συνειδητής λογοτεχνικότητας κάθε πεζογραφικής δοκιμής.

Ο ίδιος ο συγγραφέας κάτω από το βάρος της ομόθυμης επιδοκιμασίας του κοινού και της κριτικής, κατάλαβε πως το πρώτο του αυτό σημαντικό έργο, που τον έφερε επί κεφαλής των νέων μας πεζογράφων, δεν έπρεπε να μείνει δίχως συνέχεια, δίχως ταίρι. Έπρεπε να γραφτεί κάτι άλλο, όμοιο και ίσως πιο σημαντικό από τη «Ζωή εν Τάφω» γιατί τα βιβλία που ακολουθούνε καταπόδι μια πρώτη λαμπρή επιτυχία, πρέπει να μη μοιάζουνε καθόλου μ' αυτά και σύγκαιρα να διαθέτουνε τόση λάμψη ώστε ν’ αμαυρώσουνε την προηγούμενη και με το περίσσεμα να λάμψουνε εντονώτερα από κείνη. Όμως τέτοιου είδους ανέβασμα και μάλιστα σ’ ένα σύντομο χρονικό διάστημα, είναι σπανιώτατο φαινόμενο, που μονάχα στις αποδειγμένες μεγαλοφυΐες το παρατηρούμε. Ακόμα κι αυτός ο Φλωμπέρ, όπως έγραψε ο Τιμπωνταί, δεν ξεπέρασε ποτέ το πρώτο του αριστούργημα τη «Madame Bovary», για τον απλούστατο λόγο, ότι η τελειότητα δεν ξεπερνιέται.

Όμως, ο Μυριβήλης με τη «Ζωή εν Τάφω», ταξιδεύει πια στ’ ανοιχτά νερά. Οπωσδήποτε, έπρεπε να τραβήξει ακόμη πιο βαθειά. Αυτό το κάτι άλλο που θα έγραφε δεν μπορούσε πια να το έχυνε στην ίδια μορφή, μήτε, πολύ περισσότερο, να το περιόριζε στην παληά μορφή των Λεσβιακών του διηγημάτων. Έπρεπε μοιραία να υποδυθεί τη μορφή του συνθετικού έργου, του ολοκληρωμένου πέρα για πέρα ρωμάντζου. Δεν πρέπει να λησμονούμε, άλλωστε, πως και η «Ζωή εν Τάφω», και με όλη της την εσωτερική σύνθεση, δεν ήταν παρά ένα αποσπασματικό έπος, μια συλλογή επικών διηγημάτων, με κοινό θέμα τον πόλεμο. Δεν ήταν δυνατό, άλλωστε να μην επηρεαστεί ο Μυριβήλης από τη μαγνητική έλξη του μυθιστορήματος, που ο θεωρητικός πρωτοστάτης του κ. Θεοτοκάς, το είχε εξαγγείλει στο «Ελεύθερο Πνεύμα» του, σαν το χρυσόμαλο δέρας της νέας γενεάς. Ο Μυριβήλης, χρυσικός της τέλειας φράσης, κυρίαρχος της ζωντανής αφήγησης, κάτοχος ενός ασύγκριτου γλωσσικού κ’ εκφραστικού οργάνου, δύναμη φυσική, γνώστης του λαού, λυρικός, έμπειρος ψυχολόγος, ανθρωπιστής, ακόμη και χιουμοριστής ή καλύτερα σαρκαστής, είχε κάθε λόγο να εμπιστευθεί τις πολύτιμες αυτές πεζογραφικές δυνάμεις στο μυθιστόρημα.