Vitti Mario, Η Γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και μορφή
 
Αθήνα 1979 Ερμής. Σσ. 249-256
 
 
 

Η πρόσκρουση της πραγματικότητας πάνω στη "φιλολογία". «Το νούμερο 31328»

 

Η οριακή περίπτωση του Στρατή Δούκα συνταιριάζει μια εμπειρία αφηγηματικού λόγου με μια εμπειρία συγκλονιστικού βιώματος· έχουμε δηλαδή μια διατύπωση που με τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομία, περιορίζοντας επομένως τη λειτουργία του λόγου στο ελάχιστο, έχει για σκοπό να μεταδώσει μια πληροφόρηση που αφορά σε μια έντονη δράση. Σε μια παράπλευρη κατεύθυνση από την άποψη της εμπειρίας αιχμαλωσίας, βρίσκεται Το νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη.

Στο αφήγημα αυτό, το πρώτο πρόσωπο είναι πραγματικά ο Βενέζης. Ο ίδιος είναι αυτόπτης μάρτυρας μιας περιπέτειας που αν και αφορά άμεσα στο άτομο του, αφορά και σε μια ευρύτερη, βασανισμένη ανθρωπότητα, όπως και ο ίδιος ήθελε να πιστεύει αναδημοσιεύοντας το έργο αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Η έντονη, εναγώνια λαχτάρα που αισθάνεται ο Βενέζης να αναφέρει γραπτά την καθαρτική και καυτή εμπειρία του, θα μπορούσε να τον είχε οδηγήσει σε μια γραφή άμεση, απαλλαγμένη από κάθε φόρτο εκφράσεων, συνδέοντας την επείγουσα ανάγκη μιας απλής αφήγησης με το απλό μεγαλείο της τραγικής εμπειρίας του. Όταν κυκλοφόρησε σε βιβλίο το νούμερο, ο Π. Σπανωνίδης πίστευε ότι «αποφεύγει τους λυρισμούς, τις μεταφορές, τις επικές παρομοιώσεις, τις ποιητικές μετουσιώσεις και τους λυρικούς ρητορισμούς». (Η πεζογραφία των νέων, Θεσσαλονίκη 1934, σ. 28). Έκανε λάθος. Αλλά στην πλάνη αυτή πέφτει εύκολα ο αναγνώστης, που μέσα στη συναρπαστική ροή του κειμένου, δεν προλαβαίνει να σταθεί και να κοιτάξει κριτικότερα τα εκφραστικά μέσα. Όταν πέρασε το πρώτο ξάφνιασμα, μερικοί πιο προσεχτικοί αναγνώστες άρχισαν να βλέπουν ηρεμότερα το κείμενο και να διακρίνουν τα αδύνατα σημεία της γραφής του. Ο Καραντώνης έβρισκε, λόγου χάρη, ότι πρόκειται για βιβλίο πολύ νεανικό, γραμμένο σε μια ηλικία που ο συγγραφέας δεν αισθανόταν την ανάγκη να γυρέψει τίποτα από την τέχνη του, γιατί ήταν πολύ φυσικό να νομίζει πως τα είχε όλα. (1962, σ. 134)

Ενώ ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, τη στιγμή που δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη η δεύτερη έκδοση, δήλωνε απερίφραστα, δίχως φιλοφροσύνη:

Το νούμερο 31328, είν’ ένα σπαραχτικό, απεριόριστα πονεμένο και συνάμ’ απεριόριστα καλοπροαίρετο βιβλίο, ένα κομμάτι ζωής ανόθευτο, που κάποτε, ωστόσο, πρέπει να το ξαναγράψει ο Βενέζης και να του στρογγυλέψει  τη φράση, για να του δώσει την ακέρια λογοτεχνική αρετή χωρίς, βέβαια, να νοθέψει τα γνήσια, τα ολόζεστα αυτοβιογραφικά του συστατικά. Έτσι όπως μας έχει δοθεί ίσαμε την ώρα, αποτελεί μια πραγματικότητα αμετουσίωτη σε πολλά της μέσα στο χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. (1943, σ. 65)

Ένας όψιμος εκφραστής της γενιάς, ο Α. Σαχίνης, διαπίστωνε πιο εύστοχα ότι: «το ύφος του βιβλίου, μικροπερίοδο, στενογραφικό, πυκνό και αστόλιστο, είναι το ύφος της αγωνίας», και παράλληλα επισήμαινε τη ζωντάνια της γλώσσας, την πεζογραφική και αναπαραστατική ρώμη, τον τραγικό σαρκασμό ή την δηκτική ειρωνία, που διοχετεύεται κυρίως μέσα σε τολμηρότατες παρομοιώσεις. ( Η σύγχρονη πεζογραφία μας, 1951, σ. 153 και 154)

Στην πραγματικότητα, απέναντι στο υλικό που σκόπευε να γνωστοποιήσει, ο Βενέζης βρέθηκε σε μια μεγάλη δυσκολία.  Όχι μόνο επειδή η πρώτη αντίδρασή του ήταν να απωθήσει την οδυνηρή εμπειρία (στο Μυριβήλη που του έλεγε «Πρέπει να τα γράψεις όλα», ο Βενέζης απαντούσε «Να τα ξεχάσω», Γ. Βαλέτας, Αιολικά γράμματα, Β' 1972, σ. 563)· άλλα και επειδή δεν είχε έτοιμο ένα κατάλληλο ύφος γραφής. Για γραφή αστόλιστη σαν του Δούκα δε γινόταν ακόμη λόγος. Μια γραφή σαν αυτήν που είχε δοκιμάσει στο κουρσάρικο "Τα ιστορικά της σπηλιάς του Leo Carampo" το 1922 (Ο λόγος, Κωνσταντινούπολη, Δ' 1922, σ. 104-16) ήταν εντελώς άσχετη: το κείμενό εκείνο ήταν φανερά εμπνευσμένο από τα αντίστοιχα γραφτά του Κόντογλου, και είχε γραφτεί σε πρώτο πρόσωπο, καθώς ο νεαρός συγγραφέας προσπαθούσε να μπει στο πετσί του "εσπανιόλου ποιητή"· ωστόσο ο ευφάνταστος αφηγητής δεν ήταν ακόμη σε θέση να διακρίνει, στην κουρσάρικη γραφή του Κόντογλου, ένα μάθημα απλότητας, και έβλεπε, αρκετά συγκεχυμένα αλήθεια, μονάχα την κουρσάρικη περιπέτεια. Δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει και να καλλιεργήσει ένα ύφος απλό που θα βοηθούσε το συγγραφέα να παραμερίσει, και να βάλει σε άμεση επαφή τον αναγνώστη με το καφτό υλικό. Έτσι, μπρος στην οδυνηρή εμπειρία, δεν μπόρεσε να ελαττώσει την παρουσία του αφηγητή -όχι του αφηγητή σαν πρωταγωνιστή, που πραγματικά είναι πολύ διακριτική, αλλά του αφηγητή σαν κατασκευαστή του εκφραστικού οργάνου. Και πραγματικά η "φιλολογική" παρουσία του Βενέζη είναι πάντα εκεί, με διάφορους τρόπους.

Ο Βενέζης, μπρος στο υλικό της ωμής βίας, δεν μπορεί να μην κάνει αρκετά συχνά μια αναμέτρηση της εμπειρίας αυτής με τη "φιλολογία" με την οποία είχε διαποτιστεί πριν από τη μεγάλη δοκιμασία. Όταν βρίσκεται σε αμηχανία, προστρέχει σε αναφορές βιβλιακές. Ήδη στην πρώτη φράση του αφηγήματος εκφράζεται με μια τέτοιου είδους αναφορά:

1922.  Η  Ανατολή γλυκύτατη, πάντα - για σονέττο, κάτι τέτοιο.

Αυτή η φιλολογική αντιπαράθεση  "φιλολογικός κόσμος / πραγματικός κόσμος"  σε ένα είδος συμφυρμού φανταστικού, όπου, όμως κάποτε γίνεται με τη μνεία ενός ονόματος (Χάμσουν, Ηρόδοτος, Σάντσο Πάντσα) , η παρέμβαση του φιλολογικού στοιχείου σπάει την ισορροπία. Η φιλολογική παρέμβαση εφαρμόζεται και με τις παρομοιώσεις. Λόγου χάρη, μέσα σε μια φυλακή:

Η αποθήκη είχε μονάχα ένα μικρό στενό παράθυρο δεμένο με κάγκελα, αψηλά. Ήταν καθαρή χειμωνιάτικη νύχτα. Απ' αυτή τη μικρή τρύπα έμπαινε και λίγη σελήνη. Ήταν καλή - σα φιλάνθρωπη κυρία με φασαμέν. (Το νούμερο, 1931, σ. 153)

Εδώ έχουμε μια περίπτωση παρομοίωσης (σα φιλάνθρωπη κυρία με φασαμέν). Ο δεύτερος όρος της παρομοίωσης είναι αντλημένος από ένα κύκλο εμπειρίας της ειρηνικής αστικής ζωής, που στο συγγραφέα έφτασε μάλλον από ένα φιλολογικό κανάλι. Ας θυμηθούμε τι έλεγε πέντε χρόνια αργότερα ο Βενέζης για το Δούκα, διαπιστώνοντας ότι λείπουν παρομοιώσεις από την  Ιστορία:

Ο Δούκας έχει καταργήσει εντελώς την παρομοίωση κι έκανε περίφημα· σήμερα δεν μπορούμε πια να ικανοποιηθούμε με απλές μεταφορές, πρέπει να είναι εντελώς νέες. ([1929] Αιολικά γράμματα, Β΄ 1972, σ. 543)

Το «κυρία με φασαμέν» μου φαίνεται, ακριβώς, ότι ανταποκρίνεται στο αίτημα της δεύτερης περίπτωσης: «μεταφορές» (ο Βενέζης δε λέγει παρομοιώσεις, αλλά δεν έχει σημασία) εντελώς νέες που θα ήταν η εναλλακτική λύση στην κατάργηση των παρομοιώσεων. Άλλο ζήτημα, φυσικά, αν παρομοιώσεις εντελώς νέες σαν αυτή χωρούν ή όχι στο ύφος και στα συμφραζόμενα, ή αν αποσπούν επιζήμια την προσοχή του αναγνώστη.

Γενικά νομίζω ότι η διάσπαση του λόγου, που αντιστοιχεί σε μια διάσπαση της βούλησης του συγγραφέα προς δύο κατευθύνσεις (ζωή / "φιλολογία"), και που εκδηλώνεται στην πράξη γραφής με το να βάζει σ' επαφή, διά της βίας, το βιωματικό με το φιλολογικό επίπεδο, προέρχεται από το θεμελιακό τρόπο επαφής του Βενέζη με την πραγματικότητα. Στο Βενέζη η λογοτεχνική πράξη τείνει κυρίως στο "όνειρο", σε αντιδιαστολή με την πραγματικότητα («Ο Βενέζης είναι προικισμένος με τη λυτρωτική ικανότητα να ονειρεύεται», διαπίστωνε οξύτατα ο Ι. Μ, Παναγιωτόπουλος, 1943 σ. 68)· αρκεί να αναλογιστούμε τα διηγήματα που συγκεντρώθηκαν στη συλλογή Αιγαίο, και την αναδρομή στα ανόθευτα χρόνια της εφηβείας (Αιολική γη), ή και πιο πίσω, την κουρσάρικη εξωτική ιστορία που μνημόνεψα. Ακόμη και η Γαλήνη δεν αντιμετωπίζει ρεαλιστικά ένα κοινωνικό πρόβλημα, όπως και ο ίδιος αντιλήφτηκε. Η σχέση του Βενέζη με την πραγματικότητα ήταν, τον καιρό της αιχμαλωσίας και αργότερα, τραυματική. Είτε βρισκόταν θύμα των πολεμικών κακουχιών στην Ανατολή, είτε βρισκόταν μπρος σε κοινωνικές αντιξοότητες στην Αθήνα, η ισχυρότερη διάθεσή του ήταν να αποφύγει την αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Αυτό βέβαια, τη στιγμή που έπαιρνε την απόφαση να ξαναζήσει περιγράφοντάς την την εμπειρία του σαν αιχμάλωτος, απόβαινε σχεδόν ανεφάρμοστο, καθώς η ύπαρξή του άγγιζε τα πιο χαμηλά επίπεδα αυτοσυντήρησης. Με τι τρόπο μπορεί, σε παρόμοιες συνθήκες αντίθετες προς τη «φιλολογία», να επιζήσει και να χωρέσει η "φιλολογία", ας πούμε τώρα καλύτερα η "λογοτεχνικότητα", μπορούμε να το δούμε σε μια οποιαδήποτε σελίδα στο Νούμερο. Σ' αυτήν που παραθέτω εδώ, ο Βενέζης μιλά για ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι που είχε θυσιαστεί στον αποσπασματάρχη και είχε φανεί έτσι χρήσιμο στους αιχμαλώτους καθώς τους έκανε να διακόπτουν κάθε τόσο τη βασανιστική πορεία τους:

 

[1] Πάει και το παιδί. Το αφήσαμε σαν την αύριο σε μια χαράδρα. Από πάνου κρέμουταν ένα βουνό πολύ ξερό και πολύ λείο. Κι από κάτω έτρεχε το μικρό ποτάμι. Α, ήταν ωραία!

[2] Δεν το θάψαμε - αυτά είναι λυρισμοί· δεν είχαμε καιρό για καθαρή ποίηση». Του σεβαστήκαμε την αξιοπρέπεια να μείνει κάτου απ' τον ουρανό - ίσως τα πούνε τετ-α-τετ.

[3]  Όταν ξαπλώθηκε χάμου, ανίκανο να βαδίσει μισολιποθυμισμένο, ο αποσπασματάρχης δίστασε μια στιγμή. Ήταν ο ίδιος που είχαμε χτες, δεν αλλάξαμε πόστα, δυο φορές είχε εκφραστεί μαζί του χτες. Είπε να το σύρουμε μα είδε σε λίγο πως ήταν μάταιο. Τότε πια το παραδέχτηκε πως ήταν μια πηγή που δεν είχε να του προσφέρει τίποτα πια.

[4] Κοίταξε κάτου. Το νερό έτρεχε ανάμεσα σε μεγάλα βράχια. Είμαστε σ' ένα ύψος εκεί, περισσότερο από δέκα μέτρα.  Έφερε σιγά το πόδι του, δίστασε, έπειτα έσπρωξε μ' αταραξία.

[5] Το μικρό σώμα κατρακύλισε, έκανε μια στιγμή να μπλέξει κάπου, ύστερα πάλι κύλησε με το βάρος. Ακούσαμε καθαρά τον κρότο που έκανε μόλις έφταξε στο τέλος. Έμεινε στριμωγμένο ανάμεσα σε δυο μεγάλα βράχια. Το κεφαλάκι κοίταζε ψηλά, και το λίγο νερό μια στιγμή έκανε να λοξοδρομήσει. Μα ύστερα άλλαξε γνώμη, πέρασε πάνου απ' όλο το μικρό σώμα και ξακολούθησε.

[6]  Ο αποσπασματάρχης μας είπε να καθήσουμε. Ήταν κι αυτός κουρασμένος, τσακισμένος - δεν ξαίρω τι ήταν. Δε μιλούσε. Κοιτάζαμε κάτω, τι ήσυχο που ήταν - το νερό έτρεχε, βέβαια και λίγο μούρμουρο, και το μικρό πρόσωπο θα ήταν παστρικό σα θα το κοίταζε ο θεός.

[7]  Ένας σηκώνει τα μάτια του στον ουρανό.

- Ακόμα αργεί.. λέει με απελπισία.

- Για το παιδί λες; Τώρα πια θα τελείωσε...

- Όχι, για τη νύχτα λέω.

[8] Ναι, ο ήλιος ήταν ψηλά, αργούσε ακόμα.

[9] Καθένας μας άρχισε πάλι να μαζεύεται στον εαυτό του.

Το παιδί για μια στιγμή μας είχε πλησιάσει στον άνθρωπο. Ήταν παρασπονδία. Ξαναγυρίζαμε στο μικρό αγρίμι που λούφαζε. (Το νούμερο 31328, 1931, σ. 81-2).

Στην αρχή (1) ο Βενέζης δίνει μια ανακεφαλαιωτική πληροφορία με λιτή έκφραση· την κλείνει όμως με το επιφώνημα «Α, ήταν ωραία!», σε μια αποστασιοποίηση από το τραγικό και γυμνό μεγαλείο του θανάτου, με λόγια που τολμούν να είναι βλάσφημα, σαν συνέπεια του διασπαστικού κινήματος στα αισθήματα του συγγραφέα, που υπογραμμίσαμε. Μετά από τον ορισμό του θέματος (ο θάνατος του κοριτσιού), μπορεί να αφηγηθεί τα καθέκαστα (2-8). Δεν αρχίζει όμως αμέσως την αφήγηση, επιμένει ακόμα στο μέγεθος του θανάτου, προεξοφλώντας ότι δεν έθαψαν το «παιδί» («Δεν το θάψαμε», 2). Στην αμηχανία του, του ξεφεύγει μια μεταφορά φιλολογικού παρεμβατισμού που διαταράζει ενοχλητικά την ισορροπία του κείμενου:

αυτά είναι λυρισμοί· δεν είχαμε καιρό για "καθαρή ποίηση". 2.

Η περίοδος 2 συνεχίζεται («Του σεβαστήκαμε»...) με σχόλιο αόριστης διάθεσης, σε ένα ελιγμό μετάβασης από τους στοχασμούς προς το κύριο σώμα της αφήγησης. Από αυτό το σημείο και πέρα, που περιγράφεται το επεισόδιο, το κείμενο δε διαταράσσεται πια από παρέμβλητες παρομοιώσεις, εκτός από τη μεταφορά «μια πηγή που δεν είχε να του προσφέρει τίποτα πια» (3), που είναι μέτρια, περνά όμως απαρατήρητη επειδή ανήκει σ' ένα κύκλο εμπειρίας σχετικό με την πορεία.

Στην περίοδο 3 ο άχρωμος ευφημισμός «εκφράστηκε» για να δηλώσει την ερωτική πράξη, που ο Βενέζης μεταχειρίζεται και σε άλλο σημείο, είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής συμπεριφοράς του και αγνοώ αν είναι αντλημένος από πουθενά.

Η περιγραφή της παραγράφου 5 μου φαίνεται αρκετά στρωτή, συνεπής με την περιγραφική μέθοδο που θα επικρατήσει στο Βενέζη. «Το κεφαλάκι κοίταζε ψηλά», «το λίγο νερό μια στιγμή έκανε να λοξοδρομήσει» κτλ.: ο συγγραφέας αποδίδει ιδιότητες ζωής και βούλησης σε δυο άψυχα πράγματα, όπου όμως το πρώτο μοιάζει να παρατείνει τη ζωή που του έλειψε με τη συνενοχή όλου του αποσπάσματος, συμπεριλαμβανομένου του αφηγητή. «Μα ύστερα [το νερό] άλλαξε γνώμη» κ.ε.: ο θεατής μοιάζει να κοιτάζει επίμονα προς τα εκεί, κατευθύνοντας όμως την προσοχή του όχι προς το κορίτσι, που του υποβάλλει μια παράσταση πόνου, αλλά προς το νερό, το στοργικό τάφο του.  Επιμένει σ' αυτό το θέαμα στο δεύτερο μέρος της παραγράφου 6.  Η πραγματικότητα της πορείας που πρέπει να ξαναρχίσει, έρχεται ομαλά (7-8), με ένα επιτυχημένο εύρημα αιφνιδιασμού («Για το παιδί λες;» «Όχι»).

Ο στοχασμός της παραγράφου 9, με το συμπερασματικό απόφθεγμα «ξαναγυρίζαμε στο μικρό αγρίμι που λούφαζε» δεν μπορώ να πω ότι είναι επιτυχημένος.

Στον εικοσάχρονο αφηγητή, που βρέθηκε με ένα βιωματικό υλικό άκρας βιαιότητας, ασυμβίβαστο προς τους αισθητικούς κανόνες που είχε αφομοιώσει πριν, δεν έμενε άλλο παρά να συνδυάσει, σε μια δύσκολη συμβίωση, τη "φιλολογία" με το εχθρικό σ' αυτήν υλικό. Ο Βενέζης θα συναντούσε πολύ μικρότερη δυσκολία, αν στις περιγραφές του μπορούσε πιο συχνά να προστρέξει σε παραστάσεις φρίκης νατουραλιστικής καταγωγής (όπως έκανε ο Μυριβήλης, καθώς θα δούμε παρακάτω)· λόγου χάρη σαν αυτήν, που μας θυμίζει τον κρεμασμένο Καραβέλα του Θεοτόκη:

Τα τρία πτώματα κουνιούνταν κρεμασμένα το καθένα από ένα κλαδί του πλατάνου, στη μέση του Κιρκαγάτς. Έβρεχε. Το νερό τους έκανε μούσκεμα. Έσταζε απ' τα γυμνά ποδάρια τους, Το στόμα της μαϊμούν ήταν μισανοιγμένο· η γλώσσα του πετιούνταν όξω, μελαψή, σαν ένα κομμάτι σπλήνα. Πότε - πότε καμιά στάλα βροχής έπεφτε πάνου της· ύστερα έσταζε κάτου. Το σκοτεινό αυτό στόμα ήταν σαν ένα μάτι που δακρίζει. (Ο.π. σ. 147)