Καραντώνης Ανδρέας, Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30
 
Αθήνα 1977, Παπαδήμας. Σσ. 128-138
 
 
 

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

Ένα οργανικό και ψυχολογικά αλληλοδικαιωμένο συγκρότημα εξακριβωμένων και υπεύθυνα βιωμένων συναισθημάτων, είναι πάντα μια προϋπόθεση κοσμοθεωρίας και μια σίγουρη βάση για τη φιλοσοφική θεμελίωση ενός έργου τέχνης. Σ’ ένα παρόμοιο συγκρότημα συναισθημάτων είναι διαρθρωμένο, κατά βάθος και κατά πλάτος, το πεζογραφικό έργο του Ηλία Βενέζη. Αρκετή, μοναδική και δυσκολοσυναπάντητη στη λογοτεχνία μας. Δεν την εκτιμήσανε όσο έπρεπε οι επικριτές του Βενέζη. Κι όμως, χάρη σ’ αυτήν, κατόρθωσε να δώσει, στο έργο του, μια διαυγή σφαιρικότητα ψυχικής και πνευματικής ενότητας και να το προσφέρει σαν ένα είδος βοήθειας προς τους ανθρώπους. Το πρώτο, που θα γυρέψει κανείς από την τέχνη, είναι μια αισθητική αλήθεια ιδέας ή ζωής, κάτι σαν άπλωμα ωραίου χεριού, που μέσα στη νύχτα πιάνει και σφίγγει τρυφερά το δικό μας. Μας απλώνει το χέρι του ο Βενέζης και του εμπιστευόμαστε το δικό μας. Το έργο του, στις πιο καλές στιγμές του, μας ανακουφίζει και μας ανυψώνει, όσο ελάχιστα έργα λογοτεχνών μας. Στα μαύρα χρόνια της κατοχής, όπου κάθε σπίτι ελληνικό ήταν κ’ ένα «κρυφό σχολειό», τα βιβλία του Βενέζη, η «Αιολική Γη», η «Γαλήνη», το «Αιγαίον», οι «Άνεμοι», διαβάστηκαν με πάθος από ένα μεγάλο πλήθος αναγνωστών κι ο συγγραφέας βρήκε την πρεπούμενη θέση του στη συνείδηση του κοινού και των πνευματικών μας κύκλων. Κι όταν, τον περασμένο χειμώνα, ανεβάστηκε από το Εθνικό Θέατρο το θεατρικό του έργο «Μπλοκ C», ένα ζωηρά εικονογραφημένο χρονικό της αντίστασης, πιστοποιήθηκε, ακόμη άλλη μια φορά, η άνετη ψυχική επικοινωνία του Βενέζη με το πλατύτερο κοινό. Ας ρίξουμε μια συνοπτική ματιά στη γενική θέα του έργου του.

Υπάρχουνε συγγραφείς που συνθέτουνε τα έργα τους έντονα συγκινημένοι κ’ ερεθισμένοι από το περήφανο και ζεστό συναίσθημα πως κατέχουνε τη σπάνια χάρη να οργανώνουνε ανεξάντλητους τύπους και σειρές τέλειων φράσεων∙ να ξαναχύνουμε τη μητρική τους γλώσσα σε δικές τους πρωτόφαντες μορφές· να χρησιμοποιούνε, δηλαδή, το λόγο σαν ένα είδος πνευματικού πηλού, που, πλάθοντάς τον με τα δάχτυλα της φαντασίας τους, να του δίνουν τα πιο απρόβλεπτα αισθητικά σχήματα· Για να γράψουν ένα βιβλίο, δεν τους χρειάζονται ειδικές συγκινήσεις και εντυπώσεις από τη ζωή. Αυτό που λέμε «συνειδητό βίωμα», δεν το πολυλογαριάζουν. Η φύση τους έχει προικίσει με δυνατότητες πολλών «βιωμάτων», που τις αποκαλύπουνε μονάχα όταν δουλεύουνε την τέχνη τους. Για να ταξιδέψουν, δεν είναι ανάγκη να ξέρουν από πριν μήτε το δρομολόγιο, μήτε το λιμάνι, του προορισμού τους. Κι όμως, όταν μας παραδώσουν το έργο, τους, το βρίσκουμε σχεδιασμένο, «συνθεμένο», γιομάτο από ζωικές συγκινήσεις, από βαθειούς στοχασμούς, πλούσιο από διάφορες εμπειρίες, κατοικημένο από λογής ανθρώπινους τύπους και χαρακτήρες. Τι συμβαίνει με τους συγγραφείς αυτούς; Κάτι το πολύ απλό, που όμως στην απλότητά του μας ξεσκεπάζει το θαύμα της λογοτεχνικής δημιουργίας. Ο δημιουργός λογοτέχνης, ο προικισμένος με δυνατή, αποκαλυπτική φαντασία, εφευρίσκει τις μορφές της ζωής μέσα από τις καθαρά λογοτεχνικές του πραγματοποιήσεις. Ξεκινώντας από τη λογοτεχνία, τείνει ακατάπαυτα προς τη γνώση και την ολοκληρωτική σύλληψη των μορφών της ζωής. Αντίθετα, υπάρχουνε συγγραφείς, και μάλιστα σπουδαίοι, που, ξεκινώντας από τη ζωή, τείνουνε προς τη λογοτεχνία. Τους είναι δύσκολο να φανταστούνε και να σχηματίσουνε, έστω και μια λογοτεχνική φράση, αν δεν τους εξαναγκάσει μια προηγούμενη συγκίνηση, άμεση και αποκλειστικά προσωπική. Γράφουνε βιβλία όταν αισθανθούν την ανάγκη να μιλήσουνε για κάτι σοβαρό που τους έλαχε και που έκαμε την ψυχή τους να λυγίσει κάτω από το βάρος βιωμένων καταστάσεων. Ένας απελπιστικός πόνος, μια χαρά μεθυστική, ένα ταξίδι εκπληκτικό, μια ζωή όλη περιπέτειες, η συμμετοχή σ' έναν πόλεμο, κι άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, δίνουν σε πολλούς τη δυνατότητα να ανακαλύψουνε, να καταχτήσουνε τη λογοτεχνία.

Αν εξετάσουμε τη σύγχρονη πεζογραφία μας, με βάση το διπολικό αυτό σύστημα του σχηματικού κριτικού προσανατολισμού, δε θα δυσκολευτούμε να αντικρύσουμε το έργο του Βενέζη μορφοποιημένο στην περιοχή του πόλου της ζωικής αφετηρίας προς τη λογοτεχνία. Τα δυο αυθεντικώτερα πεζογραφήματά του, δυο βιβλία που ασφαλώς θα μείνουν πάντα ζωντανά στην ιστορία της λογοτεχνίας μας, το «Νούμερο 31.328» και η «Αιολική Γη», είναι υπερπληρωμένα από τις αναπνοές του ίδιου του συγγραφέα καθώς κι από τα πρόσωπα, τους μύθους, τα περιστατικά κι όλες τις γραφικότητες του άμεσου περιβάλλοντός του — εκείνου προπαντός των παιδικών και των εφηβικών του χρόνων. Αλλά και το αξιόλογο μυθιστόρημά του η «Γαλήνη», κι οι δυο τόμοι των διηγημάτων του, όπου ξεφεύγουν από τα όρια της άμεσης υποκειμενικής εμπειρίας του συγγραφέα, δείχνουν μια ολοφάνερη προσπάθεια να προεκταθεί η ατμόσφαιρα των προσωπικών αυτών βιωμάτων στην περιοχή της ελεύθερης λογοτεχνικής φαντασίας. Όμως, ο Βενέζης δεν είναι συγγραφέας ευφαντασίωτος κ' ελεύθερος να χαράζει τους δρόμους του πολύ πέρα από την άμεση αίσθηση του γύρω του κόσμου. Είναι σκλάβος της βιωμένης ζωής του· περπατά περιτριγυρισμένος από τα φαντάσματα και τα πνεύματα, τις ευωδίες, τα τοπία και τις μνήμες του παρελθόντος του και διατηρεί λογοτεχνικά την πεμπτουσία των απόψεών του για τη ζωή, μέσα σ' ένα ποιητικό κλίμα απόλυτης υποκειμενικότητας. Ωστόσο, η υποκειμενικότητα αυτή, διαφοροποιημένη από τη διηγηματογραφική του ικανότητα και ανυψωμένη από την πεζογραφική του τέχνη, μας παρουσιάζεται στα καλύτερα έργα του με τη μορφή μιας καθολικής, μιας αντικειμενικής αλήθειας. Απέναντί μας στέκεται ένας άνθρωπος που αισθάνθηκε και που στοχάστηκε τη ζωή του∙ που οραματίστηκε το μυστικό της νόημα και που κατόρθωσε να μας δείξει, να μας περιγράψει, να μας επιβάλει το όραμα του.

Το ουσιωδέστερο, το πιο οργανικό προτέρημα του Βενέζη είναι μια, εξαιρετικής αντοχής και πολυπλόκαμης θηλυκότητας, ευαισθησία που αντιδρά έντονα και στην πιο ανεπαίσθητη επαφή της με το τυφλό σώμα της Ζωής. Η ευαισθησία αυτή δεν αφήνεται, δεν παρασέρνεται από το ρεύμα της ζωής, αλλ' αντίθετα, προσπαθεί να το ανέβει, να φτάσει ως τις πηγές του, να βρει και να διατυπώσει λόγια αποφασιστικά για το πρόβλημα, το σκοπό, το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι από τον αγώνα αυτόν, της αναδρομής προς την πηγή, γεννιέται ο απόκοσμος, ο σιγαλοπρόφερτος εκείνος δραματικός τόνος, που δίνει ένα τόσο σοβαρό και μελαγχολικό θέλγητρο στις σελίδες του Βενέζη. Γιατί το νόημα της ζωής, όταν κανείς το πλησιάσει από τους δρόμους που περπάτησε η εμπειρία και η ευαισθησία του Βενέζη, δε μπορεί να είναι χαροποιό, ούτε και αισιόδοξο.

Γεννημένος ο Βενέζης στο Αϊβαλί, της παραμυθένιας, για μας, Μικράς Ασίας, της πύλης των μυστηρίων της Ανατολής, είχε τη θλιβερή, την παράξενη, άλλα και διδακτική τύχη, να παρακολουθήσει, από τα πιο τρυφερά του χρόνια, τους άγριους διωγμούς του Ελληνικού στοιχείου, από μέρους των Τούρκων, και να αποκτήσει μια σκληρότατη πρώιμη μάθηση της αφάνταστης βαρβαρότητας και της ακατανόητης, για τη λογική μας, θηριωδίας των ανθρώπων. Λίγα χρόνια υστερώτερα, στα 1922, η ίδια «παιδαγωγός» μοίρα του Βενέζη τον έστειλε αιχμάλωτο στα κολασμένα εκείνα τάγματα, που τα σχημάτιζαν οι Τούρκοι από σκλαβωμένους Έλληνες και που τα σκορπούσανε στα βάθη της Ανατολής, δίχως ελπίδα γυρισμού, γιατί τα τάγματα αυτά, αληθινές λεγεώνες δυστυχισμένων, αποδεκατίζονταν από τις ομαδικές εκτελέσεις, τις κακουχίες, την πείνα και την ανελέητη δουλεία σ’ αφιλόξενους τόπους· Η θητεία του Βενέζη, στα εργατικά τάγματα, αποκορύφωσε τη σκληρή του πείρα, του έδειξε όλες τις πλευρές του ανθρώπινου κτήνους, τον βύθισε ως το λαιμό στο πηχτό τέλμα, που θα το λέγαμε αποτρόπαιος ανθρώπινος ρεαλισμός, αλλά συγχρόνως του έδωσε την ευκαιρία ν’ ανακαλύψει μέσα του και γύρω του τ’ αντίβαρα των καταστάσεων αυτών: δοκίμασε ως τον υπέρτατο βαθμό την αντοχή της ευαισθησίας του, οξύνοντάς την ως το μυστικισμό, και τον έκαμε να βρει, να συνειδητοποιήσει και να προωθήσει όλες τις ψυχικές δυνάμεις της αντίστασης κατά του φοβερού και κακού δαίμονα, που σπρώχνει τους ανθρώπους να αλληλοβασανίζονται, εφευρίσκοντας ο ένας για τον άλλον τα πιο φριχτά μαρτύρια. Η φυσική καλωσύνη του Βενέζη τον ύψωσε μολαταύτα απάνω από την αυστηρή αντίληψη, πως ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις κακίες του και τον έκαμε να πιστεύει πως τέτοια είναι η μοίρα του ανθρώπου.

Η απροσδόκητη απελευθέρωσή του από τα τάγματα και η επιστροφή του στην ελευθερία και στη ζωή, του φανέρωσαν, για πρώτη φορά ίσως, σε όλη της την έκταση, την πικρή ομορφιά της ελευθερίας και της ζωής. Από τότε, ζώντας με τη μνήμη της δοκιμασίας του κ' έχοντας μπροστά του το θαύμα της ζωής, σχημάτισε το ανθρώπινο όραμά του, έπλεξε με σταθερά χέρια το ψυχικό και το πνευματικό υφάδι του έργου του: Πιο εύκολα κατανοούμε το φαινόμενο του θανάτου και της μοιραίας φθοράς των πάντων από το φαινόμενο της ζωής, όμως δεχόμαστε οδυνηρά αυτό που κατανοούμε πιο εύκολα, ενώ συνάμα πιανόμαστε με απελπισμένη δύναμη από το ακατανόητο φαινόμενο της ζωής, πασκίζοντας φρενητικά πώς να προωθήσουμε τη ζωή και πώς να καθυστερήσουμε όσο το δυνατό πιο πολύ καιρό, το αμετάκλητο, το κοινό, το μοιρόγραφτο τέλος. Ξέρουμε, βλέπουμε, αισθανόμαστε, πως δεν είμαστε τίποτα μπροστά στη φθορά και τη δυσθεώρητη αιωνιότητα του θανάτου. Κι όμως η μοιρολατρική αυτή συναίσθηση του ατομικού μας τίποτα μας εμπνέει την παράφορη, την ηρωική λύσσα της ζωής. Έτσι ανακαλύπτουμε την Αγάπη, την Ελπίδα, τη Δημιουργία, τη Θυσία, τ’ Όνειρο, την Καλωσύνη, την Έγκαρτέρηση, και με τις δυνάμεις αυτές γυρεύουμε, μάταια βέβαια, όμως ακούραστα, να φράξουμε τις διόδους απ’ όπου περνάει μέσα μας ο Θάνατος. Διαρκώς ο Θάνατος κατακαλύπτει και σαρώνει τα προσωρινά μας φράγματα, μα διαρκώς εμείς τ’ αναστηλώνουμε. Θεωρία θλιβερή και μελαγχολική. Όμως κάπου φαίνεται κάποιο φως. Είναι οι νέοι άνθρωποι, αυτοί που θα συνεχίσουνε τις δικές μας προσπάθειες με καινούργιες δυνάμεις, όταν εμείς θάχουμε περάσει.

Ο Βενέζης λοιπόν, είναι μοιρολάτρης, άλλα με την ακόλουθη διευκρίνηση: Πιστεύει στην καταστρεφτική βούληση της Μοίρας και στις μισάνθρωπες δυνάμεις της φθοράς, που ακατάπαυτα κυκλώνουνε τον άνθρωπο, τείνοντας να τον εξαφανίσουνε ολοκληρωτικά από το πρόσωπο της γης, πιστεύει στην ύπαρξη μιας τέτοιας βούλησης, όμως δεν τη λατρεύει. Αντίθετα, λατρεύει τον άνθρωπο που είναι θύμα της μοίρας και θαυμάζει την ακατάλυτη επιμονή του, να αντικόβει, με κάθε τρόπο, την τελική καταστροφή. Έτσι, σ’ όλο του το έργο, εκφράζει, με σιγαλό, επίμονο, διακριτικό πάθος, την απόμακρη τραγική βοή της καθημερινής ανθρώπινης δυστυχίας, της καθημερινής ήττας που λυγίζει τους ανθρώπους προς το χώμα, όμως στη βοή αυτή συνταιριάζει λυρικά τους χαρούμενους κ' ελπιδοφόρους τόνους της ηρωικής προσπάθειας των ανθρώπων, να ανανεώνουν ακατάπαυστα τους φλογερούς δεσμούς του με τη ζωή. Σ’ όλα του τα βιβλία, οι ήρωές του και οι τύποι του, ξεκομμένοι στο πανύψηλο μαύρο φόντο της αδυσώπητης Μοίρας, μας παρουσιάζονται σα μικροσκοπικά κύτταρα, που όσο κι αν το πέρασμα του χρόνου τα κομματιάζει σε μονάδες θανάτου, αυτά εξακολουθούν την εντατική ζωική τους λειτουργία. Μυθιστορηματικοί ήρωες, όπως τους εννοούμε συνήθως, δεν υπάρχουνε, δεν προβάλλουνε στην περιοχή του έργου αυτού, όπου τα πάντα της ζωής είναι αργοξετύλιχτα, ράθυμα, βαρειά, μισοβυθισμένα στ’ όνειρο που γειτονεύει με το θάνατο και τη φθορά κι όπου η ατομική ύπαρξη δεν έχει παρά μονάχα τη σημασία μιας τραγικής ευαισθησίας. Τυφλά και αδιανόητα γυρεύει να περάσει τα όρια της αισθητής ζωής και να φτάσει στην επιτυχία. Όμως, η μόνη πραγματικότητα μας είναι ο θάνατος κ’ η μόνη μας ευτυχία να τον ξεχνάμε.

Ο Ηλίας Βενέζης είναι ένα από τα βλαστάρια της λογοτεχνικής λεσβιακής άνοιξης, που, οι ρίζες της, διαπερνώντας τα σαπφικά χώματα, χάνουνται κάτω από τα νερά του Αιγαίου. Αντίθετα με τον δίδυμο λογοτεχνικό του αδελφό, τον Στράτη Μυριβήλη, που από τα ακρογιάλια της Λέσβου ατενίζει κατά τη Ρούμελη και δίνει το χέρι στον Καρκαβίτσα, ο Βενέζης κοιτάζει κατά την Ανατολή. Αισθάνεται συνεπαρμένος από τη μακρυνή, λάγνα και μονότονη μοναξιά της Ανατολής, που συνοψίζει στους ήχους της όλα τα σύμβολα της έρημου: σύμβολα υποταγής στη Μοίρα. Αισθάνεται ο Βενέζης και διανοείται τη φύση, όχι σαν ερωτόχαρος οραματιστής, που ξεφαντώνει με τα δελφίνια του Αιγαίου, μα σαν Ανατολίτης που έκλεισε μέσα του όλη την έρημο. Είναι η έρημος, που αγωνίζουνται να την περάσουνε ένα πλήθος ανθρώπινοι ίσκιοι, κάτω από τη γοητεία της μουσικής, που κοιμίζει τα φίδια της έγνοιας και που είναι σα να υπόσχεται κάτι σαν ευτυχία. Αλλά μονάχα σα να υπόσχεται… Γι’ αυτό, ο άφθονος και λυρικός ήλιος της Ανατολής, ήλιος αυτόχρημα «ομηρικός», που εξιδανικεύει τα γλυκύτατα εκείνα, τα ονειροφάνταστα τοπία («Αιολική Γη», «Αιγαίο») και τα μουσικά ανθρώπινα προπλάσματα του Βενέζη, δεν είναι μολαταύτα πηγή χαράς και αφρόντιστου διονυσιασμού, μα κάτι σαν αγέλαστα σκωπτικό μάτι, ουράνιος υπερφυσικός οφθαλμός, που φωτίζει, ομορφαίνει τ’ αντικείμενα, τη φύση και τους ανθρώπους, με τη δαιμονικά αποσκεπασμένη πρόθεση, να ξεσκεπάσει, με την ομορφιά και το φως, το νόημα της βαθύτερης τραγικότητάς τους.

Κάτω από το φως αυτό και μέσα στο φως αυτό, μας δείχνεται παντού και πάντα, στο έργο του Βενέζη, το αιώνια δραματικό σύμπλεγμα της εφήμερης ατομικής μας αντίστασης με την αιωνιότητα της φθοράς, το σφιχτά περιπλεχτό αγκάλιασμα της ανθρώπινης ζωής και της μοίρας της. Αγκάλιασμα, όμως, τραγικά ανταγωνιστικό, που όσο κι αν αποβαίνει τελικά υπέρ του θανάτου, κάνει τον άνθρωπο να υψώνει προς το φως τις αρετές του, με χαμόγελα εκστατικά, σαν τους ελεύθερους πολιορκημένους του Σολωμού. Οι καλύτερες σκηνές των καλύτερων έργων του είναι κι από μια διαφορετική απεικόνιση του συμπλέγματος αυτού, που γεμίζει με δραματικό δέος όλη τη σκηνή της τέχνης του. Βέβαια, το δράμα αυτό δεν απλώνεται σε τιτανικές και μεγαλόπρεπες διαστάσεις μεγαλόφωνης τραγωδίας, παρμένης από το απέραντο θέατρο της σύγχρονης ζωής· περιορίζει την ενέργειά του σε χώρους υπαίθριους και ειδυλλιακούς∙ μόλις δείχνεται σαν κίνηση ρεαλιστικής ζωής· όμως απέραντα υπάρχει και μας υποβάλλεται λυρικά από τη μισο-ποιητική, μισο-αφηγηματική τέχνη του Ηλία Βενέζη.

Δεν θα επιχειρήσουμε λεπτομερειακή κριτική ανάλυση των έργων του. Ύστερ’ από τα αξιόλογα διηγήματα «Μανώλης Λέκας» (1928), το «Νούμερο 31.328», φανερωμένο στα 1931, σημείωσε μια εξαιρετική επιτυχία και συνέβαλε σημαντικά στην εντύπωση, πως επί τέλους αρχίζουμε κ’ εμείς ν’ αποχτούμε πεζογραφία. Ήταν ένα αφήγημα παρθενικά φυτρωμένο από τα σπλάχνα μιας βασανισμένης ανθρωπότητας, πληθωρικό κι ακατάστατο, σαν την πραγματικότητα που το γέννησε, γιομάτο από την παρουσία των ανθρώπων, πλουτισμένο από φοβερά επεισόδια δοστογιεφσκικών μαρτυρίων, βαρύ από έλεος κι από φόβο. Πολλοί το θεωρούνε ως το αριστούργημα του Βενέζη, ίσως γιατί είναι το πεζογραφικώτερο από τα έργα του και το πιο αντικειμενικό, παρά την παρουσία του ίδιου του συγγραφέα ως κεντρικού άξονα της όλης αφήγησης. Αλλά ήταν ακόμη ένα βιβλίο πολύ νεανικό, γραμμένο σε μια ηλικία που ο συγγραφέας δεν αισθανόταν την ανάγκη να γυρέψει τίποτα από την τέχνη του, γιατί ήταν πολύ φυσικό να νομίζει πως τα είχε όλα.

Τα γνωρίσματα της λογοτεχνικής εκείνης ωριμότητας, που την αποχτά κανείς  με καιρό και  με κόπο, φανερώθηκαν για πρώτη φορά στη «Γαλήνη» (1939). Στο έργο  αυτό συγκεντρώθηκαν, κάτω από μια συνθετική λογοτεχνική μορφή, τα αποτελέσματα πολλών μαζί και παράλληλων αναζητήσεων ανεβασμένων από το αυθόρμητο ως την ώριμη πια συνείδηση του καλλιτέχνη. Με τη «Γαλήνη», ο Βενέζης γύρεψε ν’ ανταποκριθεί στα εξής τρία αιτήματα : Να προσθέσει μια δική του μορφή μυθιστορήματος στις άλλες της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Να θεμελιώσει το μυθιστόρημά του σε γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας μας, και, ειδικώτερα, να εκμεταλλευτεί επικά και ψυχολογικά την αγροτική μορφή της προσφυγικής αποκατάστασης στα χώματα της παλαιάς Ελλάδας, για να συνθέσει μια γενικώτερη ιδέα της ομαδικής ανθρώπινης προσπάθειας προς την ανανέωση και τη συνέχιση της ζωής, κάτω από τα αδιάκοπα χτυπήματα της Μοίρας. Και τρίτο, να θέσει, να αναπτύξει και να αποδείξει με τη συμβολικά μυθιστορηματική εξέλιξη μιας απλής ιστορίας, την άποψη του για τη Ζωή και τη Μοίρα, συμπεραίνοντας πως η μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος και πως το μόνο που μας μένει είναι να αντιστεκόμαστε με τη χιμαιρική ελπίδα, τη λυρική ονειροπόληση, την προσπάθεια της δημιουργίας, την ηθική εγκαρτέρηση και τη συνειδητή άσκηση μιας ευαγγελικής καλωσύνης. Από τα τρία του αιτήματα ο Βενέζης πραγματοποίησε στην εντέλεια το τρίτο, δηλαδή δημιούργησε την ατμόσφαιρα της χαμογελαστής απαισιοδοξίας του. Η «Γαλήνη» είναι ένα από τα λίγα πεζογραφήματα ατμόσφαιρας που έχουμε στη γλώσσα μας. Πιο πολύ από μυθιστόρημα, είναι ένας σοβαρός και συγκρατημένος θρησκευτικός ύμνος στις ηθικές δυνάμεις και στη βιολογική αντοχή της ανθρώπινης μονάδας, που κι όταν ακόμα περνά, ξέρει πως μένει η ομάδα για να συνεχίσει την αντίσταση της, την προώθηση της πέρα από τα φράγματα του θανάτου.

Πραγματικά, τα πρόσωπα της «Γαλήνης», όσα τουλάχιστον ενσαρκώνουνε συστηματικά τις ψυχολογικές θέσεις του Βενέζη, είναι πλάσματα ποιητικά, ζούνε δηλαδή και ενεργούνε με το λυρισμό μιας έμμονης ιδέας, που τους αποστρέφει το πρόσωπο από την πραγματικότητα και τους απομονώνει από την αγωνία και τον πόνο του καθημερινού τους μόχθου. Είναι όντα λεπτά και μονοδιάστατα, φυλακισμένα μέσα στην έμμονη ιδέα τους. Ο Γλάρος, συνεπαρμένος μυστικιστικά από την αναζήτηση αρχαίων αγαλμάτων. Ο γιατρός Βένης από το πάθος του να καλλιεργήσει και ν’ αναπτύξει ροδώνες στο στεγνό χώμα της Αναβύσσου. Η γυναίκα του, από τους φανταστικούς ερωτικούς της κόσμους. Η γιαγιά ζει σχεδόν ευτυχισμένη με την πίστη, πως θα ξαναγυρίσει μια μέρα ο αιχμάλωτος εγγονός της. Όλοι τους, προσπαθούν να πλατύνουν το ασφυχτικό πλαίσιο της ζωής τους, πιστεύοντας εκστατικά στην πραγματοποίηση του λυτρωτικού τους ονείρου, που όσο το διαψεύδει η αδιάκοπη παρέμβαση της καταστρεφτικής πραγματικότητας-Μοίρας, τόσο αυτό κατεβαίνει πιο χαμηλά και θολώνει στα μάτια τους τις σκληρές γραμμές της πραγματικότητας τους. Κι ο συγγραφέας συμμετέχει στη λυρική τους ζωή, αλλά παίζει και το ρόλο εκείνου που ξέρει πως οι άνθρωποι αυτοί γελιούνται μέσα στην ασυναίσθητη δυστυχία τους, αντιτάσσοντας σ’ αυτήν τον εσωτερισμό τους. Έτσι, το λυρισμό της ψυχής των ηρώων του, που είναι και δικός του λυρισμός, τον επιχρίει ο Βενέζης με τα σκοτεινά χρώματα της φιλοσοφικής του πικρίας, της γεννημένης από την υπέρτατη γνώση της ματαιότητας των ανθρωπίνων. Αλλά τα κύματα της εσωτερικής ζωής, που εκπέμπονται από τους ρεαλιστικά λειψούς τύπους του Βενέζη, καλύπτουνε μεγάλο μέρος των κενών της συμβατικής μυθιστορηματικής δράσης.

Ο τόμος των διηγημάτων του «Αιγαίο» (1941) κατέχει ξεχωριστή θέση και μέσα στο έργο του και γενικά μέσα στη συνολική παραγωγή της διηγηματογραφίας μας. Εδώ ο Βενέζης είναι λυτρωμένος από το δυσκολοβάσταχτο βάρος της ιδέας του μυθιστορήματος κ’ έτσι το επιδέξιο διηγηματογραφικό του χέρι κινιέται και δουλεύει τα θέματά του πιο ελεύθερα, πιο άμεσα, πιο ανάλαφρα. Τα διηγήματ’ αυτά, σκορπώντας εντός μας μια χρυσή ποιητική άχνα, μας ξαναφέρνουν, από δρόμους πιο ευκολοπερπάτητους, στη γνωστή μας ατμόσφαιρα της «Γαλήνης», όμως σε μια περιοχή πιο «Βενεζική» ας πούμε, εκεί που το προσωπικό λυρικό όνειρο κυριαρχεί απόλυτα κι αυτό μόνο αντιστέκεται βιολογικά στις επίβουλες αντιξοότητες της μοίρας. Μπορεί να μη σταματάμε με το ίδιο ενδιαφέρο σ' όλα τα διηγήματα του «Αιγαίου» και προπαντός σ’ εκείνα του πρώτου μέρους, όπου το πολύ όνειρο και το εμφαντικά γενικευμένο σύμβολο, τα βυθίζει σε κάποια γλυκερή αοριστία, κατορθώματα όμως αφηγηματικά σαν τους «Γλάρους», το «Λιος», το «Ένα πουλί», τη «Βουή» μάς αποκαλύπτουν μια τέχνη που έχει φτάσει στην απόλυτη πληρότητα της.

Με μόνη τη χρησιμοποίηση κεντρικών λυρικών εκδοχών και ουσιαστικών στιγμών της ψυχικής ζωής των ηρώων του, κατόρθωσε ο Βενέζης να δώσει ένα ύφος δραματικής και καθολικής αλήθειας στην άποψή του για τη ζωή και τη μοίρα. Θα έλεγε κανένας, πως γδύνει τις ψυχές από το υλικό τους περίβλημα και τις αφήνει να εκφράζονται μέσα στο χώρο και το χρόνο με το απόκοσμο λυρικό μίλημα της μουσικής τους αυταπάτης. Κι ακόμη, κατόρθωσε να ταυτοποιήσει το ψυχικό αυτό μίλημα με μια καθαρά ποιητική σύλληψη της φύσης και να μας παραστήσει τις εικόνες της και τα τοπία της σαν άμεσες ψυχικές παραστάσεις. Λόγου χάρη, το Αιγαίο πέλαγος, που περιβρέχει τα συμβολικά νησιά των απλούστατων, μα τόσο υποβλητικών αυτών ιστοριών, δεν είναι καθόλου η γνωστή μας κλασσική θάλασσα με την χειροπιαστή, την υλική ποίηση της υδάτινης πραγματικότητας της. Ξεχειλίζει το Αιγαίο από τα γεωγραφικά σύνορα των οριζόντων του κι ό,τι δε χάνεται στο κενό ενός αφηρημένου λυρισμού, σμίγει με το βαθύ και απεριόριστο της ανθρώπινης ψυχής. Και πότε γίνεται η θάλασσα του Αιγαίου πεδίο για να ξεχυθεί και να αυτοπραγματοποιηθεί ανεμπόδιστα η ανθρώπινη νοσταλγία προς την τελειότητα και την ηθική απεραντωσύνη της αγάπης («Σαντορίνη») και πότε απλώνεται σε απέραντη απομονωτική έκσταση, για να κάνει ακόμη πιο απόλυτη και πιο στεγνή τη μοναξιά μας, πιο δύσκολη τη φυγή μας (οι «Γλάροι», «Δεν έχει πλοίο»). Φαίνεται πως οι πεζογράφοι που γεννηθήκανε και μεγαλώσανε στα νησιά και στις ακτές της Ανατολής, έχουνε το χάρισμα να μην είναι υπερτροφικά εγκεφαλικοί, να συνδέονται άμεσα με ό,τι ονομάζομε φύση και να μας την παρασταίνουν στα έργα τους σαν οργανική προέκταση και άμεση αντανάκλαση του ψυχικού τους βίου.

Πανηγυρικό συμπέρασμα της αλήθειας αυτής είναι το τρίτο συνθετικό πεζογράφημα του Βενέζη, η «Αιολική Γη» (1943), όπου πραγματικά μας δίνεται η ευκαιρία να θαυμάσουμε το βαθύτατο ρίζωμα του συγγραφέα στα γενέθλια του χώματα και το υποστασιακό του άπλωμα προς όλη τη φύση της Ανατολής. Πόσο απορροφητικά λειτουργήσανε οι ρίζες της ύπαρξής του κάτω από την Αιολική γη, στα πρώτα χρόνια της ζωής του! Και ποιο παράδειγμα πειστικό, πως τόσο πλουσιώτερα καρπίζει ένα έργο τέχνης όσο πιο πολύ καιρό έχει δουλέψει πίσω του μια σταθερή παράδοση ζωής! Μπορεί να έχει κάμποσα χάσματα και ξένα σώματα το βιβλίο αυτό της τελειωτικής προβολής του Βενέζη επάνω στη σκηνή του έργου του, όμως, έκτος από την «Eroica» του Κοσμά Πολίτη, δεν ξέρουμε στη γλώσσα μας άλλο πεζογράφημα, που να μυθοποιεί τόσο μαγικά όλες τις ασύλληπτες παραστάσεις και τις πρώτες εμπειρίες της ζωής στην περιοχή της γενέθλιας πατρίδας —μια περιοχή που υποστασιακά, τουλάχιστο, δεν πρόκειται να την ξαναγνωρίσουμε ποτέ όπως την πρωτοζήσαμε.

Η ψυχολογική ροπή του Βενέζη προς ό,τι ασύλληπτο και φευγαλέο φτερουγίζει μελισσοβουίζοντας γύρω από τον άξονα της ψυχής μας, τον οδήγησε στην αντίληψη και στο δούλεμα μιας μορφής πεζού λόγου σχεδόν ιδεαλιστικής∙ μιας τέχνης δηλαδή, αφηγηματικής, που αντλεί τα μορφικά στοιχεία της από το στενά και Κυριολεκτικά εννοημένο λυρικό υποκείμενο. Στην περιοχή της τέχνης αυτής, το λυρικό υποκείμενο είναι που εκδηλώνεται πάντοτε σαν αμετάβλητη πραγματικότητα, ενώ ο εξωτερικός κόσμος με τ’ αντικείμενά του, δείχνεται σαν αβέβαιος και σα φευγαλέος, ρευστός και μορφοποιημένος πάντα, σύμφωνα με τη βούληση του υποκειμένου. Έτσι, ο Βενέζης δουλεύει τη γλώσσα και τις λέξεις πιο πολύ με το ρεμβασμό, τη μνήμη, τη διαίσθηση και τη λυρική φαντασία, παρά με την ανοιχτομάτα, αναλυτική παρατήρηση και την αδρή παραστατικότητα της συνθετικής περιγραφικής φαντασίας. Ο κόσμος γι’ αυτόν είναι ένα φαινόμενο, που μας προκαλεί να το διαπεράσουμε για να νοιώσουμε την ακατάλυτη ουσία του Είναι. Γι’ αυτό ο τρόπος γραφής του Βενέζη συγγενεύει πιο πολύ με τη σιωπή, με το ανολοκλήρωτο μίλημα, με την ακινησία και την απόμακρη μουσική της λειψής φράσης, παρά με τον ξεκάθαρο ήχο, την κίνηση και το χρώμα του δουλεμένου πλαστικά πεζογραφικού λόγου. Σωπαίνοντας, για ν’ ακούσει τις φωνές της ζωής, που ανεβαίνουνε από το εσωτερικό του, παραδίνεται σε μιαν ακινησία που απλώνεται, κάποτε, σ’ ολόκληρο το λογοτεχνικό του σώμα και το βυθίζει σε μια κατάβαση αισθητικής υπνηλίας. Όμως μέσα από τους κύκλους της σιωπής αυτής, όπου οι πλαστικές δυνάμεις της ζωής αδρανούνε, για ν' ακουστεί ίσως κάποιο μήνυμα, φτάνει ως εμάς συχνά το παρατεταμένο και σιγανό μίλημα της εγκαρτέρησης, της καλωσύνης, της αγάπης του καλοκάγαθου πατριαρχικού λυρισμού, ο μυστικός λόγος, δηλαδή ο απλός λόγος, η απλή πρόζα. Όταν κανείς ανακαλύψει, όπως ο Βενέζης, την εσωτερική του αλήθεια, τότε οι χειρονομίες της τέχνης του είναι μετρημένες, άπλες, αντιθεατρικές, σίγουρες.

Ξέρουμε πως πολλοί βρίσκουνε στα κείμενα του Βενέζη λογοτεχνικές αδυναμίες και κάποια ισχνότητα γλωσσική. Λεξιλόγιο όχι και πολύ πλούσιο και κανένα γλωσσοπλαστικό δαιμόνιο. Πραγματικά, πολλές σελίδες του Βενέζη και προπαντός όλα σχεδόν τα πρόσφατα διηγήματά του, που περιλαμβάνουνται στους «Ανέμους», κι άλλα που δημοσιεύτηκαν τελευταία, φανερώνουν μια κάποια λογοτεχνική ατονία, συνοδευμένη από μια εξάτμιση του λυρικού του βρασμού. Ίσως τα φαινόμενα αυτά να είναι τα μοιραία αντισταθμίσματα της υποκειμενικότητάς του∙ φαινόμενα που εκδηλώνονται κατά κανόνα σε προσωρινές, ας ελπίσουμε, στιγμές συγγραφικής κούρασης. Όμως, σ’ αυτήν την υποκειμενικότητα στηρίζεται όλο το έργο του Βενέζη κι αυτή μας παρέχει τα κριτήρια να τοποθετήσουμε την πεζογραφία του στην πολύτιμη παράδοση, των εσωτερικών πεζογράφων, στην ίδια αυτή παράδοση, που ξεκίνησε με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.