Καραγάτσης Μ., κριτική στο έργο Η αυλή των θαυμάτων, εφημερίδα Η Βραδυνή, Δεκέμβριος 1957, δημοσιευμένη και στο Καμπανέλης Ι., Θέατρο, τομ. Α΄ Η αυλή των θαυμάτων
 
σσ. 299-301, Αθήνα 1978, Κέδρος
 
 
 
Όταν το 1946 πρωτοεξεδόθη ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη, η κριτική τον υπεδέχθη με χλιαρότητα άκρως συμβιβαστική. Εγκεφαλικό, λέει, βιβλίο ήταν, όλο στεγνά θεωρήματα και κακοχωνεμένες φιλοσοφίες. Όσο για το νοήμον ελληνικό κοινό, έκανε κάπου τρία χρόνια ν' απορρόφηση τα 2.000 αντίτυπα της Α’ εκδόσεως. Ήταν η εποχή που κριτική και κοινό εκστασιάζονταν με τα μελίρρυτα αφηγήματα ενός πεζολόγου δήθεν λυρισμού...
Αγανάκτησα, τότε, με αυτή την κατάστασι. Μην έχοντας στήλη κριτικής, περιωρίσθηκα σε προφορικές διαμαρτυρίες, εξηγώντας στους πάντας πως ο «Ζορμπάς» ήταν έργο από κάθε πλευρά αξιόλογο, κι' οπωσδήποτε ένα από τα σημαντικώτερα της λογοτεχνίας μας.
Όσον θέλεις βρόντα στου Ρωμιού κουφού την πόρτα! Έπρεπε ο Καζαντζάκης ν' απόκτηση φήμη στο εξωτερικό, για να εκστασιασθούμε μπροστά στον «Αλέξη Ζορμπά»? με επί κεφαλής, φυσικά, τους ίδιους κριτικούς που, προ ολίγων ετών, τον είχαν κατατάξει μεταξύ των ανιαρών καταπλασμάτων. Σαν βέροι Ρωμιοί που είμαστε - δηλαδή ακρίτως κακεντρεχείς όταν δεν είμαστε ετερόφωτοι - το ρίξαμε στην άλλη άκρη. Ήγουν οι αλλοδαποί είπαν πως δ «Ζορμπάς» είναι ένα πολύ καλό μυθιστόρημα κι' εμείς τον τοποθετήσαμε πιο ψηλά κι' απ' τους «Αδερφούς Καραμαζώφ». Με άλλα λόγια, κατασκευάσαμε ένα λαμπτήρα 100 κηρίων και τον βλέπαμε σαν να ήταν μόνον 10 κηρίων. Έρχονται οι αλλοδαποί και μας λεν: «Λάθος κάνετε. Ο λαμπτήρ αυτός δεν είναι 10, αλλά 100 κηρίων». Κι' όμως τους απαντάμε: «Μόνον εκατό; Πεντακοσίων θέλετε να πήτε!».
Ελάτε τώρα να ιδούμε τι συμβαίνει με το θέατρο. Κραυγάζουμε ότι οι θίασοι μας δεν παίζουν αρκετά ελληνικά έργα, πως σαμποτάρουν την ελληνική παραγωγή. Και τούτο, διότι μερικοί θίασοι ανθίστανται στον ταμειακό πειρασμό που παρουσιάζουν τα κακότεχνα, αντιλογοτεχνικά και γραμμένα στα μέτρα του αδιανόητου όχλου κατασκευάσματα μερικών έμπορων - θεατρογράφων. Η κριτική μας ασχολείται σοβαρώς με αυτά τα σκύβαλα και μοίρεται που δεν τα υιοθετούν όλοι οι θίασοι, με επί κεφαλής το Εθνικό Θέατρο.
Μόλις όμως το Εθνικό Θέατρο κι' οι άλλοι σοβαροί θίασοι απεπειράθηκαν ν' ανεβάσουν ένα ελληνικό έργο με κάποιες αξιώσεις ποιότητος, οι κριτικοί - εν αγαστή σύμπνοια με τους αετονύχηδες έμπορους πάσης απνευματικής θεαματογραφίας - χύμηξαν να το κατασπαράξουν. Περιττό να προσθέσω πως αν τυχόν το έργο τούτο διέβαινε επιτυχώς τα σύνορα της Ελλάδος, εμείς οι ίδιοι που το ξετινάξαμε θα εσπεύδαμε να το τοποθετήσουμε δίπλα στον «Αμλέτο». Όποιος γραικυλισμός!
Συνεπώς ειδοποιώ τους αναγνώστες της «Βραδυνής» ότι το νέο έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη θα έχη οπωσδήποτε δυσμενή κριτικήν, διότι α) είναι ελληνικό, β') είναι αρίστης πνευματικής και σκηνικής ποιότητος, και γ) διότι έχοντας έξησφαλισμένην έμπορικήν επιτυχία απειλεί τα συμφέροντα των επιχειρηματιών πάσης καραγκιοζογραφίας.
Ο Καμπανέλλης διάλεξε με εξαίρετη νοημοσύνη και προσοχή τα πρόσωπα που θα δικαιολογούσαν την προκαθωρισμένην «θέσιν» του: μια θέσιν που πηγάζει από την πραγματικότητα της σημερινής ελληνικής ζωής. Η φτώχεια -συνέπεια της υποαπασχολήσεως μέσα σε όρια οικονομικής ασφυξίας, κι' όχι δημιουργικής ανικανότητος - έχουν σπάσει το ηθικό των ανθρώπων που ζουν στην αυλή του Βύρωνα. Όλοι τους θα μπορούσαν κάτι να είναι, αν η κοινωνική οργάνωσις τούς έδινε τη δυνατότητα ν' αναπτύξουν τις ικανότητές τους προς δημιουργικήν εργασία. Και λέω η κοινωνική οργάνιοσις, διότι αυτή είναι που απέτυχε ν' ανάπτυξη τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Έτσι, οι αδικοπαθούντες άνθρωποι δεν βρίσκουν άλλην υπεκφυγή παρά τη μετανάστευσι στην Αυστραλία, όπου οι συνθήκες θα τους επιτρέψουν να εργασθούν. Μα κι' αυτή τη δίψα τους για μετανάστευσι θα την εκμεταλλευθούν στυγνοί απατεώνες, δηλητηριώδεις καρποί της ανικανότητος της Ελλάδος να προσφέρη άφθονο τίμιο ψωμί σ' όλα τα παιδιά της.
Όπως είναι φυσικό, οι δυσμενείς εξωτερικοί παράγοντες βοηθούν στην καταπτωτική παραμόρφωση των χαρακτήρων. Ο αποτυχημένος εμποράκος θα καταντήση χαρτοπαίχτης, με συνέπεια την ηθικήν αβουλίαν ως απόρροια του κοινωνικού ξεπεσμού του. Η αλαφρόμυαλη κοπέλλα, μπροστά στο φάσμα της πείνας, θα μεταβληθή εις κοκοτίδιον. Η γυναίκα του ξεπεσμένου χαρτοπαίχτη θα επιζήτηση την αντίδρασι του έρωτα προς ένα τίμιο δουλευτή. Ο γερο-μεροκαματιάρης δεν έχει άλλη διέξοδο από το κρασάκι και τη λαϊκή φιλοσοφία. Η παρατημένη από τη μοναχοθυγατέρα της γριά, θα εκσφενδόνιση την κακοποιό πικρία της προς όλες τις κατευθύνσεις. Η σύζυγος του διαρκώς ταξιδεύοντος ναυτικού, θα πέση, με σπαραγμό ψυχής, στη φυσιολογικήν αναγκαιότητα της μοιχείας. Κι' ο πρωτόβγαλτος νέος, ο γεμάτος δημιουργικές εφέσεις, θα περιορισθή, από την αδυσώπητη πραγματικότητα, στο όνειρο μιας θεσούλας δημοσίου υπαλληλάκου...
Όλους αυτούς τους ανθρώπους, τους τυραννισμένους από το ιδιαίτερο δράμα τους, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης τους διέγραψε με σαφήνεια, πειστικότητα, και, το κυριώτερο με αγάπη άνθρωπου προς συνανθρώπους. Ένα γλυκόπικρο άρωμα ανθρωπιάς αναβλύζει από την πρώτη ως την τελευταία φράσι της «Αυλής των θυμάτων». Μια εξαίρετη ευαισθησία - ιδιότης του συγγραφέως - μεταδίδεται ανάμεσα απ' το κείμενο και θίγει τις πιο ευπαθείς χορδές της ψυχής μας. Παράλληλα όμως θα εκτιμήσωμε τη δεξιοτεχνία με την όποια ο Καμπανέλλης χειρίστηκε το θέμα του σκηνικώς, σε τρόπον ώστε όλ' αυτά, μολονότι στέκονται σε ύψος ποιότητος αναμφισβήτητο, να είναι προσιτά στους πάντας· να συγκινούν βαθύτατα και ειλικρινέστατα τους πάντας. Αλλά μήπως σοφόν δεν είναι το σαφές;
Χαιρετίζω στον Καμπανέλλη την προβολή ενός νέου και αρίστου θεατρικού συγγραφέως? και έχω βάσιμες ελπίδες πως ο κάλαμος του θα πλουτίση τη θεατρική λογοτεχνία μας με έργα ακόμα πιο αξιόλογα.
Ο Κάρολος Κουν έκανε πάλι το θαύμα του στην «Αυλή των θαυμάτων». Παράστασις εξαίρετη που παρασύρει και μαγεύει το θεατή.
Οι ηθοποιοί - όλοι ανεξαιρέτως - απέδωσαν τους ρόλους τους με κατανόησι δημιουργική, και σε σύνολο δεμένο αψεγάδιαστα. Ιδιαιτέρους αναφέρω τον κ. Μπάκα, που επωμίσθη επιτυχέστατα το δυσκολώτερο ρόλο του έργου. Παραλλήλως οι κ.κ. Χατζημάρκος, Μπιρμπίλης, Λαζάνης, Μπάλας και Χρηστίδης απετέλεσαν ένα εξαίρετον «ανδρικόν» σύνολον. Αλλά και το «γυναικείον» σύνολον δεν υστέρησε, με επί κεφαλής την κ. Αγγελίδου, πραγματικά αξιοθαύμαστη στο ρόλο της «ξυνισμένης» μέγαιρας.
Το κοκοτίδιον που δημιούργησε η δις. Κωνσταντάρου ήταν σπαρταριστό, όπως κι' η νευρωτική γυναικούλα που απέδωσε η κ. Εκάλη Σώκου. Σημειώνω την επιτυχή διαγραφή του ρόλου της γυναίκας του ναυτικού από τη δίδα Παπαγιάννη. Τέλος, η δις Βέρα Ζαβιτσιάνου, όπως πάντοτε, ερμήνευσε το ρόλο της με εσωτερικότητα.
Συμπέρασμα: Ένα έργο ελληνικό, αληθινό, ζωντανό, γεμάτο συγκίνησι κι' ενδιαφέρον, παιγμένο κατά τρόπον υποδειγματικό. Ένα έργο που όλοι οι Έλληνες πρέπει να ιδούν και ν' απολαύσουν.