Αναγνωστάκη Νόρα, Διαδρομή. Δοκίμια κριτικής (1960-1995)
 
Αθήνα 1995, Νεφέλη. «Κοσμάς Πολίτης». Σσ. 332-339
 
 
 

Τα δυο τελευταία βιβλία του Πολίτη είναι αυτοπαρηγορητικά. Η συναισθηματική τους βάση στηρίζεται σε μια απλή γραμμή πλεύσεως: στην ολισθηρή, σε χιλιάδες ατραπούς, μνήμη, που καλύπτει κατά κύματα το πολυαγαπημένο σώμα της πεθαμένης Σμύρνης στο Στου Χατζηφράγκου, και τα πολυαγαπημένα του πεθαμένα πρόσωπα στο Τέρμα. Μέσα από τα λαγούμια της μνήμης ανασύρει τις εικόνες και της δικής του φευγάτης ζωής, και με τη δύναμη της τέχνης ανασταίνει ό,τι πιο πολύ αγάπησε και είναι πεθαμένο. Ο τρομερός κίνδυνος και στα δυο βιβλία ήταν αυτή ακριβώς η ανάγκη παρηγοριάς διαμέσου της νοσταλγίας που ήταν ζωτική για τον άνθρωπο. Όμως ο Πολίτης δεν ήταν ραμολιμέντο. Δεν σώπασε επί δεκαέξι έτη για να γράψει τις νοσταλγικές αναμνήσεις των γηρατειών του. Αυτές τον έθρεψαν και του δώσανε δύναμη, αλλά απλώς τις χρησιμοποίησε για να γράψει τα πιο συνειδητά και πιο ωραία κείμενα του. Δεν τον κατακυριεύσαν τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις. Έλεγχε και κατηύθυνε αφ' υψηλού τον αυτοπαρηγορούμενο γέροντα που παράδερνε με τις αναμνήσεις του. Ψύχραιμα και με σταθερή πένα, σ' αυτά τα δυο πιο αυτοβιογραφικά του βιβλία, κάνει τον απολογισμό όλης του της ζωής και της συγγραφικής του υποστάσεως. Ο Πολίτης μας είπε πως χάλασε έξι γαλάζια μολύβια για να γράψει το Στου Χατζηφράγκου κι αυτό μου θύμισε την αιγυπτιακή βίβλο των νεκρών, που ήταν γραμμένη με γαλάζια ιδεογράμματα. Στα εβδομήντα τέσσερα του πίστευε πως έγραφε τη δική του τελευταία βίβλο και μας έδωσε το ακριβές του στίγμα.

Το παραμύθι και το μάγεμα εδώ είναι ο μυθικός πια χώρος της πεθαμένης Σμύρνης:

 

Η μεγάλη πολιτεία που απλώνεται τώρα, πελώριο, πλαγιασμένο σταχτί φάντασμα, πάνω στ' αποκαΐδια της, σαν αχνά, σα διάφανος καπνός, κρυσταλλωμένος, που έχει πάρει τελειωτικά μέσα στο νου σου το σχήμα της και τη μορφή της σε' όλες τις λεπτομέρειες, σ' όλο το μάκρος και το βάθος...

 

Το παιχνίδι των υπαρκτών αλλά αόρατων ονομάτων φτάνει εδώ στην ακραία του υπερβολή, αφού στο' βιβλίο δεν αναφέρεται ούτε μια φορά το όνομα της πρωταγωνίστριας, της Σμύρνης. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η τεράστια κινούμενη τοιχογραφία της πόλης, άλλα και oι υπέροχα ζωντανεμένες κινήσεις των προσώπων της καλύπτουν όχι μόνο το χώρο του βιβλίου άλλα και ολόκληρο το χώρο των εντυπώσεων μ' ένα απατηλό μαγνάδι. Πίσω απ' όλα αυτά κρύβονται συνταρακτικές εξομολογήσεις. Με τι ασχολήθηκε ο Πολίτης σ' όλα του τα βιβλία; με την αιώνια αλήθεια, με' την αιώνια ομορφιά, με την αιώνια γυναίκα, με τις αιώνιες ιδέες, με τον αιώνιο προορισμό της ψυχής, τον αιώνιο άνθρωπο και την αιώνια τέχνη. Ψέματα; Σ' αυτό το βιβλίο όλα αυτά διαφοροποιούνται ή ανατρέπονται με εξαιρετικά εκλεπτυσμένο τρόπο, κι αυτό αποδεικνύει ότι τελικά η Τέχνη ήταν εκείνη που τον κέρδισε. Αλλά' και άλλα πράγματα τον κέρδισαν οριστικά: Οι επιλογές του ανθρώπινου υλικού του είναι τελεσίδικες. Άνθρωποι απλοί, λαϊκοί και καθημερινοί, που από τη δύναμη και μόνο των πραγμάτων διεκδικούν την πρώτη θέση και παραμερίζουνε τις παραδεγμένες συμβατικές άξιες μέσα στη μνήμη που ιστορεί.

Η αγάπη του Πολίτη για τους λαϊκούς ανθρώπους είναι ειλικρινής, γιατί η προτίμηση του αυτή αρχίζει από την παιδική του ηλικία, τότε που κανένα ιδεολογικό σχήμα δεν του υπέβαλλε η του επέβαλλε αυτή την τάση. Η γνησιότητα των αισθημάτων του αποδεικνύεται περίτρανα σ' αυτό το βιβλίο, γιατί εδώ αναδύεται όλη η αποθησαυρισμένη μνήμη αγάπης του στο λαϊκό στοιχείο σαν αίσθηση αλησμόνητης ανθρωπιάς που μας τη μεταγγίζει ακέραια. Ο αστικός ελληνισμός της Σμύρνης έχει εξοβελισθεί, σαν να μην υπήρξε ποτέ χώρος γι' αυτόν στη μνήμη που ιστορεί και φυσικά, δεν ανασταίνονται τα ανύπαρκτα. Στο Βιβλίο έχουν καταργηθεί κι όλες οι αστικές περσόνες του Πολίτη. Έχει αυτοκαταργηθεί ως αστός και παραμένει σκέτος διανοούμενος. Τα στοιχεία της λογιότητας υπάρχουν έμμεσα και είναι διακριτικά κρυμμένα ως μηνύματα ενός πραγματικά κατακτημένου, άνετου και στερεού, απλού λόγου. Την απλότητα του ύφους συνοδεύει και η απλότητα των συμβόλων. Από τα μαγεμένα δάση, τα νοητά περιβόλια και τη σκηνοθεσία της Φύσης περνάει στις φυσικές εικόνες της και στα απλά της στοιχεία, το δέντρο (κορομηλιά), το φυτό (η κόκκινη γαρουφαλιά του περβολάρη Γιακουμή) και το άνθος (η κόκκινη καμέλια του τέλους). Από τα μεγαλεπήβολα σύμβολα της Φύσης ως το απλούστερο σύμβολο της έχει διανυθεί και εξαντληθεί ολόκληρη η γκάμα της φιλοδοξίας.

Το μεγάλο κέρδος είναι ότι όλα ακολουθούν το ρυθμό της απλοποίησης άλλα' όχι και της απλούστευσης. Αντιθέτως, τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολο να ερμηνευθούν, γιατί έχουν απλούστατη εμφάνιση και πρέπει κανείς να' αποκαλύψει το νόημα τους με τόλμη και φαντασία. Στο βιβλίο δυο πρόσωπα εκπροσωπούν τον Πολίτη. Ο παπα-Νικόλας, φορέας των ιδεών του άλλα και της Μεγάλης Αμφισβήτησής του, και ο Τζώνης ο Χαρχάλας, ο λωλός, που είναι μια παραλλαγή του Λατακέ. Δεν ισχυρίζομαι πως πρόκειται για ταυτοπροσωπίες αλλά για πρόσωπα φορείς πάμπολλων ιδιοτήτων του συγγραφέα. Ο παπα-Νικόλας εκπροσωπεί τον άγρυπνο διανοούμενο και εποπτεύει την εξέλιξη των ιδεών του και ο Τζώνης, ο λωλός, είναι η καρικατούρα του πάλαι ποτέ υπάρξαντος Κοσμά Πολίτη. Ο Τζώνης που όπως λέγανε, ήταν παιδί από φαμίλια και θυμόταν ακόμα τα γαλλικά του και τους καλούς τρόπους, τώρα ξεπεσμένος και με χαμένα τα λογικά του, τζουτζές και μπαίγνιο του μαχαλά, κουβαλά τούτο, πήγαιν' εκείνο, που είχε τo γιατάκι του ανάμεσα σε τρία ντουβάρια, που έπαιζε φυσαρμόνικα στο μόνο πλάσμα που αγαπούσε, το ποντικάκι Ζιζή (που ο θάνατος του τον συνέτριψε), γιατί τέλος πάντων κάτι πρέπει ν'αγαπάει κανείς σ' αυτόν τον κόσμο. Μπορείς να ζήσεις δίχως να σ' αγαπάνε μα όχι δίχως ν' αγαπάς, που μόνο τα παιδιά του 'δειχναν φιλία και σεβασμό. Ο Τζώνης λοιπόν είναι αυτός που ερωτεύεται τρελά την ομορφιά του κόσμου, δηλαδή τη γυναίκα του εργολάβου, την κυρία Αλιφάντη. Αυτή η κυρία με το ομπρελίνο και τα λούσα  της είναι το εικονικό απολίθωμα της αιώνιας ομορφιάς σε τριπλή εικονοποιημένη χαλκομανία, και μόνο ο παραλοϊσμένος κι αποχαζωμένος Τζώνης μπορεί πια να εκστασιάζεται μαζί της και να της παίζει φυσαρμόνικα (δηλαδή να την υμνεί, με την ψυχή του). Η ομορφιά δεν είναι πια μια υπέρτατη εξιδανίκευση ούτε μια «μέδουσα με φριχτό πρόσωπο, αν τη δεις κατάματα αλλά μια ψόφια κούκλα  της βιτρίνας. «Τίποτα δεν σάλευε πάνω στο πρόσωπο της, τα ματόφυλλα της δεν παίζανε ούτε μια φορά και μύριζε  ροδόσταμο» (δηλαδή την πιο γλυκερή μυρωδιά).

Ο εκπεσμός του συμβόλου της Αιώνιας Ομορφιάς οριστικός και τέλειος.

Η πνιγμένη κοπέλα, που την ξέβρασε η θάλασσα στο ακρογιάλι και την ανακαλύπτουν έκθαμβα τα δυο παιδιά, ο Άριστος και ο Σταυράκης, είναι το χαμένο οριστικά όραμα της αιώνιας γυναίκας, που το νεκρό της είδωλο μπορεί ακόμα να γοητεύσει μόνο τα μικρά αγόρια, που την ονειρεύονται στον ύπνο και στον ξύπνο τους και την ψάχνουν σαν νεράιδα του γιαλού στις σπηλιές της θάλασσας. Η πνιγμένη κοπέλα, έξοχα ζωγραφισμένη, ίσως είναι το πτώμα όλων των ιδανικών γυναικών του Πολίτη, γι' αυτό είναι και τόσο εκθαμβωτική η περιγραφή του οριστικού θανάτου της. Έπειτα από τόσες και τόσες αποθεώσεις της άξιζε ένας τέλειος επικήδειος.

Και τώρα θα μπούμε στα βαθιά νερά των ιδεολογιών του Πολίτη, που τον ταλάνισαν και σημάδεψαν το έργο του, για να δούμε τι διασώθηκε έπειτα από τόσες θυελλώδεις διακυμάνσεις. 

Φορέας τους είναι ο παπα-Νικόλας, που ήταν αριστούχος θεολόγος της Χάλκης, πίστευε βαθιά στο Θεό, άλλα «είχε το συναίσθημα, όχι και τόσο αόριστο, πως ήταν αιρετικός και ακατάλληλος για παπάς, αφού δεν ασπαζόταν το δόγμα «πίστευε και μη ερεύνα» ούτε και τα τυπικά της εκκλησίας, αλλά πως η αγάπη του Θεού αρχίζει από την αγάπη του ανθρώπου. Ο παπα-Νικόλας δεν ήταν ο τυφλά πιστός σε κανένα δόγμα ήταν νους ανήσυχος και ερευνητικός και σε μια ολονυχτία του στην Έφεσο, στο βουνό των αηδονιών, έγινε μέσα του η Αποκάλυψη της Μεγάλης Αμφιβολίας για ο,τι δεν συντελούσε στη θετική ευτυχία, όχι στην αρνητική αποκοίμιση του ανθρώπου εδώ κάτω. Το αίσθημα της ενοχής απέναντι στο Θεό τον έκανε να παραιτηθεί από παπάς και να γίνει «ξέπαπας», για να τα 'χει καλά με τη συνείδηση του. Ήταν αυτός που αρνιόταν συστηματικά να πουληθεί το τριών αιώνων ξυλόγλυπτο τέμπλο της εκκλησίας, με τα πουλιά του, τα λουλούδια του και τους καρπούς του, που δίναν την εικόνα του παραδείσου (τέτοια ήταν η τέχνη του), και να αντικατασταθεί με ένα πολυτελές σύγχρονο τερατούργημα. Αγαπούσε την τέχνη και τη μουσική. Παπάς αυτός, πήγαινε κρυφά ν' ακούσει το θείο ούτι που 'παιζε ο Εβραίος, κι ήταν αυτός που ανέφερε τους Μεγάλους Μύστες και συγχωρούσε τον Πυθαγόρα για διάφορες ανοησίες του, αφού ανακάλυψε τη μαθηματική σχέση που έχουν οι νότες της μουσικής. Είχε προτιμήσει να παντρευτεί από έρωτα παρά να γίνει αρχιμανδρίτης. Είχε προσθέσει στο «Αγαπάτε αλλήλους» το «αλλά  όχι τους εχθρούς του ανθρώπου και της ανθρωπιάς» και πίστευε πως αν υπάρχουν αφεντάδες, είναι γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει να είναι δούλοι. Αν όλα αυτά δεν αποτελούν αυτοβιογραφικά στίγματα του θεοσοφιστή και κομμουνιστή Πολίτη στην τελική συνδυασμένη φάση τους, τότε εγώ πρέπει να πάω να πνιγώ.

Ο παπα-Νέστορας όμως τι σόι χριστιανός παπάς ήτανε αφού έκανε μάγια, ξόρκια και διάφορες σολομωνικές με το αμίλητο νερό, είχε μια πεντάλφα ζωγραφισμένη στο κατώφλι του, είχε τη δύναμη να εμφανίζει τις ψυχές των πεθαμένων και μελετούσε το «Μεγάλο  Ωροσκόπιο του κώνου της Εκάτης». Κι εδώ γίνεται πάλι αυτή η περίεργη αντιστροφή των παραδεδεγμένων που τόσο συχνά τη συναντά με στον Πολίτη. Εδώ ο θεοσοφιστής και μαρξιστής παπα-Νικόλας έχει εξελιχθεί σε ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο κι ο χριστιανός παπάς έχει φορτωθεί όλες τις δεισιδαιμονίες της θρησκείας και όλα τα θεοσοφικά σουσούμια.

Μ' όλα αυτά νομίζω ότι ο Πολίτης ήθελε να τονίσει ότι ο άνθρωπος μπορεί να πιστέψει σε οτιδήποτε αν είναι αγνός, αλλά τελικά οφείλει να ακολουθήσει τον μόνο σωστό δρόμο που είναι η ελευθερία της σκέψης του, ενώ η στενότητα του μυαλού και η φανατική προσήλωση στις ιδέες οδηγούν σε κάθε λογής διαστρέβλωση ότι τους ανθρώπους δεν τους καθορίζουν ούτε τους προφυλάσσουν οι ταμπέλες άλλα τα έργα της βούλησής τους και του απελευθερωμένου νου τους. Η βαθύτατη ανθρωπιά του παπα-Νικόλα, που δεν μπορεί πια να είναι παπάς καμιάς θρησκείας (ούτε της θεοσοφικής ούτε της κομμουνιστικής), είναι, νομίζω, η προτελευταία πνευματική υποθήκη του Πολίτη. Η ανθρωπιά, η αγάπη της τέχνης και τα έργα της είναι αυτά που μετράνε και μας εξασφαλίζουν μιαν επίγεια αίσθηση αιωνιότητας και που μας κάνουν ίσως άξιους ν' ανεβούμε στους ουρανούς. Αυτή είναι η αληθινή ανάταση της ψυχής που δεν είναι ατομική μόνο υπόθεση αλλά συνολική ανυψωτική κίνηση, όπως το πλήθος των χαρταετών είναι η κίνηση ολόκληρου πληθυσμού  ανθρώπων που με τις ατομικές κινήσεις τους είναι σε θέση να ανεβάσουν στον ουρανό με τη δύναμη της ψυχής τους ολόκληρη πολιτεία, τον κόσμο όλο δηλαδή.

Εντέλει τι απέμεινε από τον άστο, το θεοσοφιστή και τον κομμουνιστή Πολίτη; Είναι και οι τρεις παρόντες και απόντες. Καμιά ιδέα που τη διατρέξαμε σ' όλες τις διαστάσεις της δεν μας αφήνει ανέπαφους. Και οι ιδέες μια θάλασσα κινούμενων χρωμάτων είναι: Κι η θάλασσα ήτανε μια ομορφιά, ίδιος μπαξές, χρώματα, χρώματα, σαν έγερνε ο ήλιος.

Ο αρχιμπαξεβάνης Πολίτης δυο φορές μας έχει αναφέρει τη θάλασσα σαν μπαξέ. την ώρα της ερωτικής ευφορίας στο Λεμονοδάσος και την ώρα που γέρνει ο ήλιος στο Στου Χατζηφράγκου.