Vitti Mario, Η Γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και μορφή
 
Αθήνα 1979, Ερμής. Σσ. 324-328
 
 
 

Συγκινησιακός παράγοντας και προοπτική στον Κ. Πολίτη

 

Ο Κοσμάς Πολίτης απέφυγε συστηματικά να παρεμβάλει στην αφηγηματική του δραστηριότητα άρθρα ή άλλες μαρτυρίες που να σχολιάζουν τις επιδιώξεις του. Με την άρνησή του να μπει στο στίβο της λογοτεχνικής «κίνησης» διατήρησε γενικά την φυσιογνωμία ενός outsider, ενός κυρίου καθώς πρέπει που κατά σύμπτωση έγραψε μυθιστορήματα. Ύστερα από πέντε βιβλία, που του είχαν ήδη εξασφαλίσει μια αξιοζήλευτη θέση στα νεοελληνικά γράμματα, επέμενε ακόμη ότι ήταν ένας «ερασιτέχνης συγγραφέας», δίχως όμως και να καυχιέται γι' αυτό. Και σε μια παλιότερη συνέντευξη, του 1938, είχε κάνει την απόπειρα να υποτιμήσει την καλλιτεχνική του δραστηριότητα καταδικάζοντας προκλητικά (ή και, ίσως, μόνο στα αστεία, δεν καταλαβαίνει κανείς καλά), όλη την τέχνη:

 

Η Τέχνη; Μα η Τέχνη είναι ένα παιχνίδι για να διασκεδάζει τους άλλους. Έπειτα ο συγγραφέας δεν είναι παρά ένας γελωτοποιός, ένας παληάτσος της χαράς ή και του πόνου αν θέλετε, μα που το ίδιο κάνει. (Νεοελληνικά γράμματα, 27 Μαΐου 1938, σ. 12)

 

Μια παρόμοια συμπεριφορά, που έρχεται σε σύγκρουση με την ουσιαστική σημασία του έργου του, μπορεί να αποδοθεί σε μια πνευματώδη και τσουχτερή εκζήτηση, μα ακόμη περισσότερο σε μια παρασιωπημένη αποδοκιμασία όλου του ελληνικού λογοτεχνικού συστήματος.

Ωστόσο, παρά την εντύπωση που ο συγγραφέας αυτός μας έδινε αστειευόμενος είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η επέμβασή του στην ελληνική μυθιστοριογραφία είναι τυχαία και συμπτωματική. Μας πείθει για το αντίθετο, όχι μόνο το επίπεδο του έργου του, αλλά και οι -αφανείς- σχέσεις που υπάρχουν με την προηγούμενη και με τη σύγχρονή του ελληνική λογοτεχνία: ο Κοσμάς Πολίτης ανήκει οργανικά στο σύστημα» της ελληνικής λογοτεχνίας. Ας αναρωτηθούμε, λόγου χάρη, αν θα μπορούσε να αποδοθεί σε μια τυχαία σύμπτωση αυτό που ο ίδιος περιγράφει, στη συνέντευξη του 1938 σαν διάθεση επιστροφής προς τη νεότητα. Είναι δυνατό να θεωρηθεί σαν αφελής, νοσταλγική πράξη ώριμου άντρα μια τόσο μεθοδική επιδίωξη νεανικού σφρίγους και ελληνικού γαλάζιου ουρανού με νησιώτικο τοπίο, όπως συμβαίνει στο πρώτο του βιβλίο το Λεμονοδάσος; Για ποιό βαθύτερο λόγο ο Κοσμάς Πολίτης, τα χρόνια εκείνα της ολοκληρωτικής αποτελμάτωσης, έγραψε ένα έργο γεμάτο ζωντάνια που το νόμιζαν ενός νεαρού μόνο για να ξεγελάσει τον εαυτό του; Το Λεμονοδάσος αποτελεί το κατεξοχήν αντικαρυωτακικό μυθιστόρημα που γράφτηκε κατά τα πρώτα χρόνια δράσης της γενιάς του Τριάντα.

Όταν κυκλοφόρησε το Λεμονοδάσος στα 1930, «σε μια ορισμένη στιγμή ολόκληρη η Αθήνα ασχολήθηκε με τον Πολίτη. Εμφανιζόταν για πρώτη φορά ένα μυθιστόρημα όπου ο πρωταγωνιστής αστός με πετυχημένη σταδιοδρομία, θαμώνας των κοσμικών καμπαρέ, κάνει έρωτα σε ιερούς χώρους, κοιτάζει τους χωρικούς με μάτι απαλλαγμένο από την οπτική της ηθογραφίας, αποφεύγει τις σιχαμερές αναμνήσεις» (έκδοση 1944, σ. 69), αισθάνεται τη χαρά να 'ναι «κυρίαρχος του μικρού και ωραίου κόσμου» (σ. 92), νιώθει ηδονή για την αθλητική ζωή. Με δυο λόγια ο Κοσμάς Πολίτης, παρά τις κάποιες αδεξιότητες που δεν του συγχώρεσαν ποτέ οι σύγχρονοί του κριτικοί, και παρά τη «φοβερή» ορθογραφία κατά τον ένα (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος 1941, σ. 198), και τις «εξοτικές ανορθογραφίες» κατά τον άλλο (Π. Σπανδωνίδης, Η πεζογραφία των νέων, Θεσσαλονίκη 1934, σ. 67), είχε ανασύρει στην επιφάνεια της σελίδας του έναν άνθρωπο γεμάτο όρεξη να ζήσει και να χαρεί τα νιάτα του. Η κατάθλιψη, το ελεγειακό κλαυθμήρισμα, ο οίκτος για τον εαυτό του είναι συναισθήματα εξορισμένα. Μόνο που, στην πλοκή, ο πρακτικός άνθρωπός που ξέρει να ικανοποιεί σοφά τις αισθήσεις του, μια στιγμή, ύστερα από ένα πηγαινέλα  Αθήνα-Πόρο, ανάμεσα στο σωματικό και στον πνευματικό έρωτα, τη στιγμή που η ποθητή Βίργκω είναι κατάλληλα προετοιμασμένη, τα παρατά όλα και φεύγει. Ο γάμος θα ήταν η καταστροφή του μεγάλου έρωτά του:

 

Σκέψου τώρα, Βίργκω, που θα καταντήσωμε μετά το γάμο μας. Σε λίγο καιρό το ηρωικό φτερούγισμα θα σταματήση και θα βρεθούμε ο ένας απέναντι του άλλου, μέσα στις εκνευριστικές μικρότητες της καθημερινής ζωής. Δεν θα μας μείνη καν η ανάμνησις του παρελθόντος θα την κουρελιάσει το τέρας της πραγματικότητος. (Λεμονοδάσος, 1930, σ. 215)

 

Η φυγή του ήρωα είναι μια απόλυτη παραίτηση, μια πράξη αυτοκαταστροφής. Η σύμβαση του εκ μηχανής θεού, με τη μορφή θανάτου, έρχεται να τερματίσει τους «άγονους έρωτές του» (σ. 220). Η ηθική αυτοκτονία προηγείται από τον τυχαίο θάνατο, κι αυτό είναι κάτι σαν επικύρωση της παρμένης απόφασης. Το απροσδόκητο τέλος, η φυγή, τη στιγμή του θριάμβου, και η οντολογική αγωνία που βρίσκεται στη ρίζα του, θα επαναληφθούν στην Εκάτη και στην Eroica (όπου ο θάνατος δε θα μπει επί σκηνής στο τέλος, αλλά στα πρώτα κεφάλαια, για να σπείρει έναν αργό πανικό ανάμεσα στα παιδιά).

Ο Κοσμάς Πολίτης, προστρέχοντας στο συμβατικό τέχνασμα των χειρογράφων που κάποιος του παραδίνει και αυτός τα αντιγράφει πιστά, χρησιμοποιεί στην αφήγησή του το πρώτο πρόσωπο. Μέσα σ' αυτή τη λογοτεχνική πλαστογράφηση συμβαίνει όμως και κάτι άλλο, που επίσης έχει αρκετές συνέπειες για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα: ο αφηγητής δε χρησιμοποιεί ένα χρόνο που να εκφράζει μια τετελεσμένη δράση (αόριστο και παρατατικό της οριστικής), αλλά τον ενεστώτα, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Είναι φανερή η πρόθεση του συγγραφέα να προσδώσει στην αφήγησή του, όχι μόνο ένα σφρίγος ζωντάνιας, μια αμεσότητα εντυπώσεων, εκθέτοντάς τες τη στιγμή ακριβώς που παράγονται, αλλά επίσης, ως προς τη γενική οικονομία του έργου, την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα ημερολόγιο. Αν το Λεμονοδάσος ήταν στ' αλήθεια ένα πραγματικό ημερολόγιο, κείμενο δηλαδή γραμμένο σταδιακά, καλύπτοντας τον ίδιο χρόνο που καλύπτουν και τα αναφερόμενα γεγονότα, η ημερολογιακή διατύπωση δε θα είχε τόση σημασία όση έχει τώρα η πράξη του Πολίτη, που, εν γνώσει της εξέλιξης της πλοκής, την αφηγείται προσποιούμενος στην κάθε σελίδα την άγνοια του αύριο και της τελικής έκβασης. Συμβαίνει και τούτο ακόμη, χάρη στον ενεστώτα: μια ιστορία που τάχα ξετυλίγεται τη στιγμή που γράφεται, προσφέρει στο συγγραφέα την πιο απροφάσιστη ευκαιρία για εσωτερικό μονόλογο:

 

 Τρεις μήνες! Πέρασαν τρεις μήνες σαν όνειρο φευγαλέο. Ω όχι, δεν θα μείνει όνειρο· θα μεταμορφωθεί σε χειροπιαστή πραγματικότητα να σπαρταρά εκεί εμπρός μου. Την επιθυμώ σαν τον γλυκόξυνο χυμό του σταφυλιού, σαν το φως του ηλίου και τον αέρα που αναπνέω. Κάτι από το οποίον εξαρτάται η ύπαρξή μου. (1930, σ. 139)

 

Ο μηχανισμός που επιτρέπει ξεσπάσματα σαν αυτό, ευνοεί και εκδηλώσεις έκστασης ή πόθου, που στη σελίδα του Πολίτη δε γλιστρούν στο πεζοτράγουδο. Παρόμοιες εκδηλώσεις, μαζί με περιγραφές τοπίου συντελούν στο να αποκτήσει το κείμενο του Πολίτη ένα ποιόν που έκανε μεγάλη εντύπωση στους κριτικούς, που το ονόμασαν "ποίηση" και με το οποίο πρέπει να ασχοληθούμε παρακάτω.