Καραντώνης Ανδρέας, Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30
 
Αθήνα 1977, Παπαδήμας. Σσ. 157-163
 
 
 

I

 

Το μέχρι σήμερα πεζογραφικό έργο του Κοσμά Πολίτη, μολονότι δεν αντιπροσωπεύει παρά την αρχή, το ξεκίνημα ή την πρώτη περίοδο ενός εξαιρετικού συγγραφέα, παίρνει μολαταύτα μια θέση ξεχωριστή στα γράμματά μας και συμβάλλει όσο λίγα έργα στη δημιουργία της εντύπωσης, πως η πεζογραφία μας ξετινάχτηκε, σαν ένα πλάσμα ευκίνητο, ζωηρό κ’ αισιόδοξο, μέσ' από τη στάχτη του μεταπολεμικού ξεπεσμού. Νομίζουμε πως πρέπει να γίνει πλατύτερος λόγος για ένα λογοτεχνικό έργο, που, στη χαριτωμένη ακαταστασία του και στα ξαφνιαστικά του σπινθηροβολήματα, καθρεφτίζει, με μια καθαρά νεοελληνική πρωτοτυπία, πολλές ενδιαφέρουσες όψεις, καταστάσεις και συμπλέγματα της σύγχρονης κοινωνικής μας  ζωής, τείνοντας ακατάπαυστα προς μια ιδανική πραγματικότητα και δίνοντας στον αναγνώστη και στο μελετητή τη θερμή ευεξία, την πλούσια αισθησιακή χαρά και το αισθητικό χάιδεμα μιας πολιτισμένης, αλλά τρίσβαθα φυσικής και ανθρώπινης στην ουσία της ζωής. Έπειτα, κανένας ίσως από τους νέους μας πεζογράφους δεν είναι, σαν άτομο, τόσο αξεδιάλυτα και τόσο γοητευτικά περιπλεγμένος στα δίχτυα και στις εσωτερικές περιπέτειες του έργου του∙ περίπτωση που μας το δείχνει σα μια σύνθεση του υποκειμενικού και του αντικειμενικού, ζωηρή και κυματιστή, πλασμένη από λεπτές και πολύπλοκες εναλλαγές, και γι’ αυτό πάντα σχεδόν καινούργια και ανανεωμένη κάθε φορά που θα την αντικρύσουμε.

Οι σχέσεις του Κοσμά Πολίτη, με το έργο του ειδικά και με το νόημα της λογοτεχνίας γενικώτερα, καθώς και η ασυνήθιστη κάπως, για τα γράμματά μας, περίπτωση της εμφάνισής του, μας δίνουνε μια ευκαιρία να συλλάβουμε κάποια από τα κυριώτερα χαραχτηριστικά της πρωτότυπης φυσιογνωμίας του. Να περιφρονεί κανείς και να ειρωνεύεται ό,τι ξεχωριστό διακρίνει το υποκείμενό του και να το παρουσιάζει σαν αντικείμενο με γενικό ενδιαφέρο, είναι τάχα γνώρισμα ενός που διψά να πλησιάσει την υπέρτατη αλήθεια του και την αδιάφθορη μορφή της ζωής του ή εγωισμός και αυτοπεποίθηση, μεταπλασμένη σε κομψή αυτοσάτυρα και απλή επιδειχτική πόζα, δίχως καμιά βαθύτερη σημασία; Για τον Κοσμά Πολίτη, που ειρωνεύεται διακριτικά το λογοτέχνη, τον επαγγελματία λόγιο, καθώς και τα δικά του τα έργα, θα έπρεπε να παραδεχτούμε και τα δυο, γιατί ο Κοσμάς Πολίτης είναι φύση βαθύτατα  ποιητική  και   μοναχά  ένας γνήσιος καλλιτέχνης μπορεί να συνταιριάζει αρμονικά το ψυχικό μυστήριο και το σφοδρό πάθος με την πιο επιτηδευμένη και την πιο παράτολμη κάποτε κοσμική πόζα. Όταν του είπανε κάποτε πως μια κυρία διαβάζοντας την «Ελεονόρα» του τον χαραχτήρισε με όλη τη θετικότητα του γυναικείου μυαλού τρελλό, απάντησε: Τρελλοί δεν είμαστ' εμείς, αλλά όσοι μας διαβάζουνε και μας παίρνουνε στα σοβαρά! Με τέτοιες απροσδόκητες χειρονομίες και στάσεις, ελεύθερες κατά βάθος από κάθε είδους κοινωνικά και φιλολογικά δόγματα και ανάμιχτες από έξυπνη αυτοσάτυρα μα και κρυμμένη επιθετικότητα, αντιμετωπίζει ο Κοσμάς Πολίτης σε μια πρώτη κρούση, όχι μονάχα τη στενοκεφαλιά της κοινής γνώμης, αλλά και ολόκληρη τη ζωή, παρακινημένος από τη λυρική διαίσθηση μιας ανώτερης πραγματικότητας.

Όλα στον Κοσμά Πολίτη, από το ταλέντο του και την πνευματική του κατάρτιση ως τους τρόπους και το ύφος της ατομικής του ζωής και της συμπεριφοράς του, ανάγουνται στο δύσκολο και γοητευτικό συνταίριασμα ενός ιδιόρρυθμου και αχαλίνωτου αυθόρμητου με την πιο επιδέξια σκηνοθετημένη και την πιο παιχνιδιάρικη κοσμική πόζα, που μηχανεύεται τα πάντα και που ολοένα εφευρίσκει τεχνάσματα. Η γοητεία του έργου του πηγάζει από το ζευγάρωμα περίεργων αντιθέσεων, που ξεκινάνε όλες από την αντίθεση του κοσμικού και του πολιτισμένου με το πρωτόγονο και το αυθόρμητο. Αλλά και πολλές άλλες αντιθέσεις μπορεί κανείς να πιστοποιήσει στο έργο του. Το πεζογραφικό του ταλέντο, που το ανακάλυψε άντρας πια ο Πολίτης, συνδυάζει, στην έκφραση του και στη ζωική του ενέργεια, μια καταπληχτική ωριμότητα με μια παράφορη νεανικότητα, την παρθενική αμεριμνησία του παιδιού με την πονηριά και τα τεχνάσματα του διαβόλου, και τους ξερούς και υπολογισμένους στοχασμούς ενός σύγχρονου επιστήμονα με τη μυστικοπάθεια του Μεσαίωνα και την επιγραμματική μανία των Σαιξπηρικών τρελλών.

Του κάκου θα γυρεύαμε τις φιλολογικές του πηγές στη γλώσσα μας και στη λογοτεχνική μας παράδοση. Δε μοιάζει με κανέναν Έλληνα πεζογράφο και όμως είναι κατά βάθος Έλληνας, όχι μονάχα γιατί στο έργο του δείχνονται αβίαστα κάποιες όψεις της σύγχρονης αστικής κοινωνίας μας, αλλά γιατί έχει ένα ολότελα προσωπικό και γνήσιο αίσθημα της ελληνικής φύσης. Ακόμα και η πνευματική του κατάρτιση έχει μια εμφάνιση παρδαλή, και ανεξέλεγκτη λογικά, σαν τα φορέματα που κατασκευάζουνε μόνες τους μερικές γυναίκες από μύρια και διαφορετικά μεταξύ τους σε ποιότητα και σε χρωματισμούς υφάσματα. Πνευματικές και καλλιτεχνικές του πηγές φαίνεται πως στάθηκαν η αρχαία τραγωδία, η μουσική, τα μεταφυσικά εξαγόμενα των θετικών επιστημών, η εκλαϊκευμένη αστρονομία, η φιλοσοφία του απείρου, και oι εντυπώσεις που δέχτηκε κατά καιρούς από ερασιτεχνικά διαβάσματα λογοτεχνικών έργων της ξένης και της δικής μας φιλολογίας. Ίσως να δέχτηκε μια ξεχωριστή επίδραση από τα έργα του Κνουτ Χάμσουν, μα η επίδραση αυτή δεν έχει τίποτε το κοινό με την επίδραση που δεχτήκανε και δέχονται οι άλλοι μας πεζογράφοι από τη λογοτεχνία των βορείων. Αλλά ο Κοσμάς Πολίτης δε μελέτησε τόσο πολύ όσο έζησε. Μολαταύτα πάλι δε θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρήσει ερασιτέχνη, γιατί αν και εκδηλώθηκε σε ηλικία αρκετά ώριμη δεν έγραψε για να χρωματίσει την πλήξη του ή να περάσει την ώρα του, αλλά γιατί σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής του, μιας ζωής γνήσιας και πολύχυμης, η μετάβασή του στη λογοτεχνία ήταν γι’ αυτόν μια εσωτερική αναγκαιότητα και μια παρόρμηση ακατανίκητη.

[...]Οι σχέσεις του με τους κοινωνικούς του κύκλους μάς βοηθάνε να συλλάβουμε καθαρώτερα την ποιητική του και την ανθρώπινη αξία του παράλληλα με τις αδυναμίες του και με τα νόθα στοιχεία του έργου του. Για μας ο ταξικός παράγοντας δεν αλλοιώνει οργανικά τα βασικά και τ’ ανθρώπινα χαραχτηριστικά του άτομου, επηρεάζει όμως τις μεταξύ τους σχέσεις, δίνει σ' αυτές συγκεκριμένη κοινωνική μορφή, κ' εξασκεί μιαν ουσιαστική επίδραση στην αισθητική τους διαμόρφωση. Έτσι, η αξία και η δύναμη της προσωπικότητας του Κοσμά Πολίτη βρίσκεται στο γεγονός, πως ενώ είναι οργανικά δεμένος με την τάξη του, αντανακλώντας στις αδυναμίες και στα χάσματα του έργου του πολλές από τις αρνητικές της μορφές, σύνθεσε και διάπλασε την αισθητική του και την ποιότητα του λυρισμού του με όλα τα ζωντανά στοιχεία της τάξης αυτής, συνδέθηκε ανάμεσα τους δημιουργικά και προσωπικά με την ελληνική φύση, και σύγχρονα τείνει δραματικά και ακατάπαυτα να ξεπεράσει την ηθική της τάξης του, γιατί το ανθρώπινο ιδανικό του δε μπορεί να γίνει πραγματικότητα στην περιοχή της, κι ας είναι ο έρωτας η συγκεκριμένη μορφή του ιδανικού του. Βέβαια, δεν ξεπερνά την τάξη του από το δρόμο που θα επιθυμούσε, προς το μέρος δηλαδή της επανάστασης, γιατί δεν έχει τη δύναμη και την αφομοιωτική ευλυγισία να κάνει προσωπικά τα μέσα της λύτρωσης που προτίμα, τον κομμουνισμό δηλαδή και την κάπως αβασάνιστη και ανεύθυνη μεταφυσική του απείρου, βρίσκει όμως μια διέξοδο προς την ελληνική φύση, και δε μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει ανεπιφύλαχτα το αβίαστο και το σχεδόν κατανυχτικό φυσιολατρικό του αίσθημα, που τον αναπαύει γαληνά ύστερ’ από κάθε δραματική σύγκρουσή του με την πραγματικότητα της ζωής. Αναλύοντας, λοιπόν, την προσωπικότητα του Πολίτη στα κυριώτερα γνωρίσματά της, βρίσκουμε, πως όλα σχεδόν παίρνουνε τη συγκεκριμένη αισθητική μορφή τους από τις θετικές και τις αρνητικές αξίες του κοινωνικού του κύκλου.

Ο κόσμος του, καθώς βέβαια δείχνεται στα έργα του, είναι η τάξη των ευπόρων και των αναπτυγμένων αστών, που ζούνε με ξεγνοιασιά, με χαρούμενη άνεση και με αρκετή κοινωνική και οικογενειακή ελευθεριότητα, που ακατάπαυστα εξωραΐζουνε την εμφάνισή τους, που εφευρίσκουνε τις μύριες μικρολεπτομέρειες του πρακτικώς ωραίου, που μετέχουνε νωχελικά σε όλα τ’ αγαθά της ζωής, δίχως όμως να μετέχουνε και πολύ στην ευθύνη και στον κόπο της δημιουργίας τους, που ταξιδεύουνε το καλοκαίρι στα νησιά μας και το χειμώνα στην Ευρώπη, που έχουνε μια λεπτή και γαργαλιστική αίσθηση της ζωής, σα να την αγγίζουνε μεσ’ από χρυσά και διάφανα πέπλα, που δεν αγνοούνε την τέχνη και το πνεύμα, προπαντός στις λεπτές ηδονιστικές αποχρώσεις τους, δίχως όμως να πολυσκοτίζουνται για σοβαρά πνευματικά και καλλιτεχνικά θέματα, που έχουνε πάντοτε κέφι και διάθεση σκεπτικιστική και κατακριτική, που είναι απελπιστικοί ατομιστές, κενόδοξοι, επιπόλαιοι, μαέστροι του τακτ και της κοινωνικής υποκρισίας, κυνικοί μαζί και ρωμαντικοί, σπιρτόζοι, ευφυολόγοι, χαριτωμένοι και γελοίοι, δειλοί και οι περισσότεροι τους ανίκανοι για μια ουσιαστική θυσία, δίχως καμιά προσωπική πίστη και κανένα ιδανικό, δίχως καμιά σοβαρή ασχολία εχτός από την εκλέπτυνση των αισθήσεων, την αναζήτηση, την ανανέωση και την αισθητική και τεχνική διαφοροποίηση των σαρκικών ηδονών και κάθε υλικής απόλαυσης. Ο κόσμος αυτός αναμφίβολα γοητεύει αισθητικά και τέρπει ελαφρά τις αισθήσεις με το λεπτό επίστρωμα του ευρωπαϊκά εξελιγμένου πολιτισμού του. Μεθά σα γλυκό δηλητήριο τη φαντασία και τη σπρώχνει σε καλλιτεχνικούς οπτασιασμούς, λεπτούς και πολύπλοκους, που σβήνουνε από τη ζωή κάθε ρεαλιστική γραμμή, αποσκεπάζοντας, με την άνεση, τη χλιδή και τον πολιτισμό, κάθε τι που από αισθητική άποψη δυσαρεστεί την όραση και τις αισθήσεις γενικά ενός καλλιεργημένου ανθρώπου.