Κόρφης Τάσος, «Η επιστροφή ενός Κοσμοπολίτη», Αφιέρωμα στον Κοσμά Πολίτη
 
περιοδικό Διαβάζω, τεύχ. 116, 10 Απριλίου 1985, σσ. 28-31
 
 
 

Στο αρχείο του Στρατή Δούκα, που πριν από αρκετά χρόνια τακτοποίησα, βρήκα κι ένα χειρόγραφο αντίγραφο του από τη νουβέλα Κορομηλιά του Κοσμά Πολίτη. Καλογραμμένο και πεντακάθαρο, δεμένο με μια γαλάζια κορδέλα, έδειχνε όλη τη στοργή που ο πρεσβύτης των γραμμάτων μας είχε για τα απλά, πάντοτε ακριβοπληρωμένα, κείμενα, που με τη δύναμή τους θυσιάζοντας ως και τα τελευταία σπαράγματα του Εγώ συμπλέουν τα φορτία της πολύχρονης ανθρώπινης περιπέτειας για γνώση με την παρθενικότητα των παιδιών.

 

Και που ησυχασμένη πια η ψυχή του καλλιτέχνη, όπως εύστοχα σημειώνει στα Γράμματα σε νέο φίλο μου, από τη φαγούρα και το άναμμα της πληγής της, είναι σε θέση ν' ακούει τόσο καθαρά τη φύση της και να την εκφράζει τόσο ανεμπόδιστα, ώστε να συλλαβαίνει, με κάποιο δικό της μυστικό, ολοκληρωτικά, σίγουρα και με μια αξιοθαύμαστη ευκολία, τα πιο πολύπλοκα συμπεράσματα, κρύβοντας κάτω από μια απλοϊκή αφέλεια, τους πιο απόκρυφους θησαυρούς της έκφρασης.

 

Αυτή την πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης από την ησυχία της φυσικής διάθεσης στους λαβύρινθους της γνώσης σε κοινωνικά πλαίσια -την περιπέτεια της ζωής για μια επαλήθευση- θα τη συναντήσουμε σε όλα, σχεδόν, τα μυθιστορήματα του Κοσμά Πολίτη, από το Λεμονόδασος ως το Γυρί, όσο κι αν στο τελευταίο, ζητώντας κάποια ζεστασιά στους φτωχούς ανθρώπους, προσεγγίζει πιο άμεσα την πραγματικότητα της εποχής του. Έναν κόσμο, δηλαδή, βασισμένο περισσότερο στο ένστικτο παρά στον ορθολογισμό, που προσπαθεί με χίλιους τρόπους να επιβιώσει πέρα από την κάστα των δυνατών και στο βάθος αδύνατων  μεγαλοαστών των προηγούμενων έργων του με τις έντονες και περίπλοκες ερωτικές ιστορίες και την αθεράπευτη ανία. Αδιέξοδα που τυραννούν και τον ίδιο το συγγραφέα όπως, συμπορευόμενος με τους ήρωές του και αναλύοντάς τους σε βάθος, νιώθει σε κάθε βήμα να πυκνώνεται περισσότερο το σκοτάδι και σε κάθε φυγή να ακολουθείται από τις απατηλές εκλάμψεις του ανικανοποίητου.

 

Το θέαμα της γης από ψηλά, γράφει στην Εκάτη, σ. 220, η ενατένιση του κόσμου της δημιουργίας πότε θολή, πότε με μια διαύγεια που αποκάλυπτε κάθε κρυφή πτυχή- όλα διυλιζόντουσαν περνώντας από το ψυχικό όραμα της Έρσης. Δεν ήτανε μια μέθη. Το μαθηματικό και ρεαλιστικό μυαλό του το καταλάβαινε για ουτοπία, μια ουτοπία όμως πιο δυνατή από τη λογική -μόνιμη, απαράλλακτη, απίθανη όπως το προαιώνιο φως.

 

Εάν, όμως, το Γυρί, που δημοσιεύτηκε εφτά χρόνια ύστερα από την Ερόικα σημαδεύει την αρχή της επιστροφής, ενός αμφισβητία κοσμοπολίτη συγγραφέα από το αστικό μυθιστόρημα σε λαϊκότερα πρότυπα, εκεί που η πρόθεσή του εδραιώνεται είναι στη νουβέλα Κορομηλιά και στο μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου. Γιατί δεν είναι μόνο ο ψυχισμός των ηρώων και το περιβάλλον που μεταβάλλονται σ' αυτά τα κείμενα αλλά, παράλληλα, η γλώσσα και το ύφος· που, πέρα από το γλυκερό συναισθηματισμό του Λεμονοδάσους, τον κάποιο εγκεφαλισμό της Εκάτης και το δραματικό τόνο της Ερόικας με τις συνεχείς διαψεύσεις των εφήβων αγγίζουν τα όρια του χρονικού. Ώριμος πια τεχνίτης ο Κοσμάς Πολίτης, κουρασμένος από τις μακρινές αλλά άκαρπες οδοιπορίες κι ενδοσκοπήσεις του στις ψυχές των ανθρώπων της τάξης του, ζητάει, ξαναγυρίζοντας στις ρίζες, να μας μιλήσει απλά και καίρια.

Αλλά, παίρνοντας τα πράγματα με τη σειρά, ας δούμε πρώτα τα κοινά σημεία των δύο αυτών κειμένων κι ύστερα τα ίδια τα κείμενα:

 

α.  Κοινά σημεία

 

1. Χρόνος: Ο χρόνος της δράσης τοποθετείται στο τέλος του προηγουμένου και στις αρχές του αιώνα μας, τότε που η ζωή κυλούσε πιο φυσική και πιο αμέριμνη στην εξοχή αλλά και στις μεγάλες πόλεις. Ο καθορισμός του γίνεται ευκαιριακά. Στην Κορομηλιά με το μονόφραγκο του 1882, που ο κύριος Μάνθος δίνει στον αφηγητή, δωροδοκώντας τη σιωπή του για το βιασμό της Λενιώς και Στου Χατζηφράγκου με τη μνημόνευση του θανάτου της Βικτωρίας της Αγγλίας και εθνικών γεγονότων της εποχής.

2. Χώρος: Σ' ένα χωριατόσπιτο της εξοχής στην Κορομηλιά που ο αφηγητής θεωρεί ακόμα τώρα σα δικό του σπίτι και που θα μείνει τέτοιο μέσα στην καρδιά του ως την τελευταία του στιγμή εδώ κάτω και στη λαϊκή γειτονιά Χατζηφράγκου της Σμύρνης με τα φτωχόσπιτα, το Αλάνι και τους τύπους της όπου οι Ρωμιοί και μια οικογένεια Εβραίων ζουν ευτυχισμένοι και ανενόχλητοι από τους Τούρκους.

3. Τα παιδικά χρόνια: Και στα δύο έργα χωρίς να λείπει ο κόσμος των μεγάλων οι αφηγητές ξαναγυρίζουν με νοσταλγία στα παιδικά τους χρόνια, σε άσπιλες ώρες, θαρρείς επίτηδες φτιαγμένες για τα μάτια των παιδιών μονάχα και για τα ζούδια του Θεού.

4. Ο ρυθμός της αφήγησης: Ο αργός ρυθμός της ζωής επιδρά και στο ρυθμό της αφήγησης, που χαρακτηριστικά τονίζει τη μακαριότητα μιας εποχής που ο γιούμπασης κι ο παπάς φουμάρανε το ναργιλέ τους καθισμένοι πλάι πλάι (Στου Χατζηφράγκου) και η διαμονή στην εξοχή με την παρθενικότητά της υπέβαλλε στους ανθρώπους ν' ανακαλύπτουν σε κάθε τι κάποιο μυστήριο, μια γοητεία, κάποια κρυφή τους συλλογή (Κορομηλιά).

5. Η συνύπαρξη πραγματικού-φανταστικού: Αρκετές φορές, ιδιαίτερα στο μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου, το πραγματικό συνυπάρχει με το φανταστικό σε μιαν αξεδιάλυτη ενότητα. Η ιστορία και το παραμύθι ταυτίζονται διευκολύνοντας την απελευθέρωση από τη φαινομενική πραγματικότητα και την προσέγγιση των μυστικών κόσμων του υποσυνειδήτου. Ο λόγος του Πολίτη αποκτάει τη σοφή απλοϊκότητα των λαϊκών κειμένων με μια γλώσσα αστόλιστη, αποφορτισμένη από κάθε λόγιο στοιχείο, ή, ακόμα, ιδιωματική και με μικρές προτάσεις: καίριες πινελιές που συλλαμβάνουν την ουσία.

6. Το τραγικό στοιχείο: Τα παιδιά και οι απλοί άνθρωποι του λαού, πιστεύει ο συγγραφέας, μπορούν με την αθώα ματιά και την αγνή ψυχή τους να νιώσουν και να εκφράσουν πιο πειστικά το τραγικό αίσθημα. Η αμέριμνη ζωή του Γιαννάκη κοντά στο Λενιώ στην Κορομηλιά, η γεμάτη από την άυλη και απόκοσμη επιθυμία να βρίσκεται κοντά της, διακόπτεται από το βιασμό και την αυτοκτονία της -η σκηνή του σκοτωμένου από τη νεροποντή σκύλου, που προηγείται, είναι ένα πολύ επιτυχημένο εύρημα. Η ευτυχισμένη γειτονιά «Χατζηφράγκου» συγκλονίζεται από μια σειρά ιδιωτικών καταστροφών, ύστερα από το κεφάλαιο «Πάροδος», όπου, ευκαιριακά και φευγαλέα αλλά λιτά και χωρίς πάθος αφηγείται ένα από τα παιδιά του Αλανιού, το χαμό της Σμύρνης. Και πίσω από αυτές τις καταστροφές τις ατομικές και τις ομαδικές βρίσκεται, συνήθως, η δύναμη, η εξουσία που αρπάζει και γκρεμίζει και δεν πονάει τους ανθρώπους και τον τόπο.

 

β.  Η Κορομηλιά

 

Στην Κορομηλιά κορυφώνεται το παγανιστικό στοιχείο, που κυριαρχεί με διάφορες μορφές σε όλα σχεδόν τα έργα του Κοσμά Πολίτη. Μέσα σε μια πλούσια φύση που η έκταση, το φως, η πρασινάδα, η μυρουδιά της γης, οι παλμώσεις του αέρα, εντυπωσιάζουν και, παράλληλα, φοβίζουν, ένα παιδί, δέκα χρονών, μεγαλώνει κοντά στο Θεό, μακριά από περιορισμούς και νόμους. Η πολυσύνθετη ζωή της πόλης γίνεται εδώ απλή. Υπάρχουν τ' αγριοπερίστερα -οι δεκοχτούρες που ξαγρυπνάνε στη φυλλωσιά κάποιου κυπαρισσιού, επιμένοντας πως τα ψωμιά είναι σωστά: δεκαοχτώ, η ξέθωρη πανσέληνος που κατεβαίνει πίσω από το σύδεντρο και τον προφήτη Ηλία και στέκεται σαν  Άγγελος Κυρίου πάνω από την καταχνιά, το γέρικο μαντρόσκυλο, ο Μούρτζος και, προπάντων, το Λενιώ, με τα τραχιά μαλλιά και την οσμή του σταύλου -η ίδια η φύση προσωποποιημένη που ακούει τις ψιθυριστές ομιλίες από κάθε φυλλαράκι και πιστεύει πως τα κορίτσια προικίζονται με τα κυπαρίσσια, που φυτεύουν οι γονείς τους όταν γεννιούνται.

Ένας έρωτας, γεμάτος συντροφικότητα και κρυφό πάθος, αναπτύσσεται με την ομορφιά και την απλότητα του φυσικού, ανάμεσα στο δεκάχρονο αγόρι που κυριαρχείται από έναν υπολανθάνοντα αλλά έντονο αισθησιασμό- και στο μεγαλύτερό του κορίτσι.

Κοιμόμουνα, γράφει, μονοκόμματα ως το πρωί, πάνω στο ίδιο πλευρό. Τη νύχτα εκείνη, ωστόσο, κάτι με ξύπνησε και άνοιξα τα μάτια μου. Το καντήλι άναβε ακόμη. Μα κι ο διάδρομος μπροστά στην κάμαρά μου έφεγγε από μια λευκή ανταύγεια όπως ν' αντιφωτούσε πάνω εκεί μια λαμπερή επιφάνεια. Ο Μούρτζος γαύγιζε, όχι αγριεμένα, ένα γαύγισμα σα νά 'τανε φωνή ανθρώπου, γεμάτο νοσταλγία, πως να στο εξηγήσω, κάτι σαν αίτημα ή σαν επίκληση, ένα ερώτημα στο άγνωστο -μια προσευχή; Μπορεί γι' αυτό να μη φοβήθηκα. Ούτε ακόμα και τις αγελάδες που κάθε τόσο αναστέναζαν μ' ένα μουγκρητό... Τα κοκόρια αποκρίνονταν το ένα στ' άλλο.

Δεν ήταν όμως τούτες οι φωνές που με κάνανε να σηκωθώ από το κρεβάτι. Κάτι παλλόταν έξω στα χωράφια, πάνω στα κλήματα, στις φυλλωσιές, κάτι αναδευόταν στον αέρα και στον ουρανό. Σα να σάλευε το γρασίδι, το τριφύλλι ανάσαινε τα μολοχάνθια, τα γεράνια, οι κρίνοι, τεντώναν τα κορμάκια τους και τις ψυχές τους κι έβγαινε από κάθε φυλλαράκι μια ψιθυριστή ομιλία σαν αυτές που άκουγε το Λενιώ. Τά 'βλεπα όλα, τά 'κουγα, μ' όλο που το παράθυρο ήτανε κλειστό και τρόγυρα οι τοίχοι.

Το φιτίλι τσιτσίρισε μες στο καντήλι κι έσβησε. Με μιας ένιωσα να κρυώνουνε τα πόδια μου πάνω στις πλάκες. Έτρεξα στο διάδρομο κι από κει στην καμαρούλα του Λενιού. Θαμπώθηκα. Μια φωτερή αχλύ μπροστά μου και μέσα στο γαλάζιο φως τ' ολόλευκο κρεβάτι λουλάκιαζε μετέωρα σα να μην άγγιζε τη γης.

Σε λίγο, όμως, θά 'ρθει η εξουσία, οι «αφέντες», για να διαλύσουν αυτή την απέραντη ομορφιά του φυσικού, την υποταγμένη στην αρμονία του θείου. Ο Γιαννάκης θα σμίξει με την οικογένεια του γαιοκτήμονα, του κυρίου Μάνθου, τη γυναίκα και τις κόρες του: την Άρτεμη και την Αφροδίτη, που παραθερίζουν στον κούλα τους, γοητευμένος από τα γλυκά και τα παιχνίδια, τα ευγενικά λόγια και την κρυμμένη προσποίηση και, προπάντων, τη μητρική, φροϋδικής βάσης, έλξη του προς την Άρτεμη, που φτάνει στο απόλυτο.

Όλα τα φυσικά, τα απλά και ανίδεα πράγματα της εξοχής θα ταλαιπωρηθούν από τον εγωισμό και την κατακτητικότητα των ανθρώπων της πόλης, Τα λουλούδια θ' αποκεφαλιστούν με καμουτσικιές, τ' αμπέλια θα ρημαχτούν, τα σκιάχτρα για τα πουλιά θα πυροβοληθούν και, τέλος, το Λενιώ θα βιαστεί από τον κύριο Μάνθο για ν' αυτοκτονήσει σε λίγο. Η φυσική τάξη, με τη συνύπαρξη ονείρου-πραγματικότητας θ' ανατραπεί. Ο Γιαννάκης θα εκδιωχθεί από τον παράδεισό του επιστρέφοντας, λυπημένος, στο πατρικό του σπίτι. Μια επιστροφή με πολλές απαισιόδοξες προεκτάσεις κι ένα μοναδικό παρήγορο σημάδι: τη γέννηση ενός νέου ανθρώπου. Ίσως, ποιος ξέρει, αυτό το παιδί που εκείνος το θέλει κορίτσι -μια συνέχεια της Λενιώς;- μπορέσει να ζήσει σ' έναν φυσικότερο κόσμο.

 

γ.  Στου Χατζηφράγκου

 

Ο σπόρος του απλού λόγου, που πέταξε τα πρώτα του πράσινα φύλλα στην Κορομηλιά, θα καρποφορήσει στο μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου γραμμένο στα σαραντάχρονα του χαμού της Σμύρνης, με άφθονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, ένα βιβλίο που συνδυάζει την ανεπιτήδευτη γραφή του χρονικού με την ικανότητα της αναγωγής και ανασύνδεσης των συμβάντων και της μυθοπλασίας του πολύπειρου πια τεχνίτη Κοσμά Πολίτη. Οι προσωπικές ανησυχίες ενός παιδιού μέσα στη φύση -από την ευδαιμονία ως το αδιέξοδο- παραχωρούν τη θέση τους στις ομαδικές περιπέτειες μιας παιδικής συντροφιάς, που μεγαλώνει στη φτωχογειτονιά του Χατζηφράγκου, μακριά από τους καθωσπρέπει  δρόμους και τα αριστοκρατικά σχολεία των μεγαλοαστών. Το εγώ της Κορομηλιάς παραμερίζεται από τα εμείς, και η ξέγνοιαστη ζωή της εξοχής από την αναβίωση με στοιχεία πραγματικά αλλά και φανταστικά μιας εποχής και μιας κοινωνίας που οι διαφορές των χαρακτήρων των απλών ανθρώπων της, με τις κατακόρυφες εξάρσεις και πτώσεις, τις κρυφές επιθυμίες και τις διαψεύσεις, τον αγώνα για την ύπαρξη και τον καημό για την ελευθερία, συνθέτουν μιαν αρμονία, μια μυστική τάξη, κυβερνημένη, όπως στη φύση, από το τυχαίο.

Η ιδιαιτερότητα του συγγραφέα μπορεί εύκολα να εντοπιστεί και σ' αυτό το μυθιστόρημα και, μάλιστα, πιο ευδιάκριτα, μιας και η λιτότητα του ύφους επιτρέπει την ουσιαστικότερη προβολή της.

Υπάρχει κι εδώ ο θαυμασμός του για την αθωότητα των παιδιών -την τρυφερότητα αλλά και τη σκληράδα τους- ο παγανισμός που υποβόσκει κάτω από το φανερό ή, συνήθως, κρυμμένο αισθησιασμό και την κάποτε αναρχική διάθεση, η μυθοποίηση του πραγματικού, με πρόθεση τη βαθύτερη διερεύνηση του υποσυνειδήτου των ηρώων πέρα από τα φαινόμενα λογικά σχήματα, ο εξανθρωπισμός των καταστάσεων, ο φανατισμός των μαζών -από ενδογενή ή εξωτερικά αίτια- και το μίσος του για την εξουσία που εμποδίζει τη διαφώτιση του ανθρώπου, την ανακούφιση του πόνου, το δίκιο του φτωχού, και εκτρέπει, με τη διέγερση των ενστίκτων, την αθώα ανθρώπινη φύση σε πολέμους και καταστροφές.

Η αφήγηση τραβάει στο τέλος της, γράφει Στου Χατζηφράγκου, σ. 294. Αλήθεια, κρίμας, εδώ μέσα δεν περίσσεψε χώρος για όσια και ιερά, για τάφους και για κλέη προγόνων, για ένδοξα πεδία μάχης - ή για κίονες ιωνικούς, παλαίστρες και αμφιθέατρα, για βυζαντινές εικόνες αμύθητης αξίας, για κώδικες, χρυσόβουλλα και αρτοφόρια και αδαμαντοκόλλητες μίτρες και πατερίτσες. Δεν απόμεινε θέση για όλ' αυτά: φαίνεται πως από τότε κιόλας, πριν εξήντα χρόνια, οι καθημερινοί άνθρωποι, με τις καθημερινές έγνιες και τις μικροχαρές τους, με τις αντιλήψεις τους, ακόμα και με τα παραστρατήματα και με τ' ανόητα καμώματά τους, είχαν αρχίσει, από τη δύναμη και μόνο των πραγμάτων, να διεκδικούνε την πρώτη θέση και να παραμερίζουν τις παραδεγμένες συμβατικές αξίες μέσα στη μνήμη που ιστορεί. Και μάλιστα, σαν άνθρωποι ανεπιτήδευτοι, αφήνουν να βγαίνει ελεύθερο το δραματικό στοιχείο, αρτυσμένο και με κάποια ειρωνεία, δίχως να τα κωμικοποιούν οι καθιερωμένες μεγαλορρημοσύνες. Φυσικά, υπάρχουν και θεατές, ας πούμε, που δεν καταλαβαίνουν τίποτα, αν δεν συνοδεύεται από φουσκωμένα λόγια.