Σαχίνης Απόστολος, Πεζογράφοι του καιρού μας
 
Αθήνα 1978, 2η έκδοση, Εστία. «Κοσμάς Πολίτης», σσ. 20-29
 
 
 

Στου Χατζηφράγκου, στο τελευταίο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, πραγματοποιείται, έπειτα από Το Γυρί, ένα ακόμα προχώρημα του συγγραφέα προς την ανθρωπιά και την καλλιτεχνική απλότητα, αλλά κι' ένα προχώρημα προς την καθολικότητα — προς την έκφραση, με τους τρόπους του μυθιστορήματος, προβλημάτων και συναισθημάτων του ανθρώπου μέσα στην Ιστορία και μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Το Στου Χατζηφράγκου είναι μια πράξη νοσταλγίας, που κάποτε γίνεται, όμως με γνώση και με τέχνη, πράξη καταγγελίας· το Στου Χατζηφράγκου είναι το χρονικό που γίνεται μυθιστόρημα : η νοσταλγία και η μνήμη που παίρνουν μορφή μυθιστορηματική και μετατρέπονται σε εξαίσιο αφήγημα. « Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας » υποτιτλοφορεί ο Κοσμάς Πολίτης το βιβλίο του, και μέσα σ' αυτό μας περιγράφει την καθημερινή πραγματικότητα στη Σμύρνη του 1902. Λέω « περιγράφει », ενώ θα έπρεπε να πω ανασταίνει, γιατί ο Κοσμάς Πολίτης ξαναφέρνει κυριολεκτικά στη ζωή, σαν μάγος, σαν θαυματοποιός, σαν πραγματικός δημιουργός, τη χαμένη ελληνική πολιτεία μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματός του. Ολόκληρη η ζωή της πλούσιας μικρασιατικής πολιτείας στα 1902 ζωντανεύει Στου Χατζηφράγκου, με τα ήθη και τις συνήθειές της, με τις ομορφιές και τις γραφικότητές της, με τους χαρακτηριστικούς τύπους της, αλλά προπαντός με τους καθημερινούς ανθρώπους της, με τους εργατικούς ανθρώπους του λαού — αληθινούς, φυσικούς, ανεπιτήδευτους, ολόκληρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κοσμάς Πολίτης επιμένει στον απλό λαό : στον τίτλο του μυθιστορήματός του βάζει το όνομα μιας λαϊκής γειτονιάς της Σμύρνης και στο κέντρο του, στο πρώτο πλάνο, ανθρώπους του καθημερινού μόχθου· η « ανώτερη » κοινωνία, ο ψεύτικος κόσμος των προξενείων και των κοσμικών clubs, βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο στο μυθιστόρημα—φαίνεται σαν τεχνητός διάκοσμος της εικόνας κι' έρχεται, ως μακρινός απόηχος, να υπογραμμίση την αντίθεση στον αναγνώστη. Ο Κοσμάς Πολίτης, όπως λέει σε συνέντευξή του στην αρχή του βιβλίου, θέλησε να παρουσιάση το Στου Χατζηφράγκου ως « βιογραφία μιας εποχής και μιας κοινωνίας,   βασισμένη  στην  πραγματικότητα,  στολισμένη και με φανταστικά επεισόδια » ( σελ. θ' ). Ωστόσο εδώ, αντίθετα από την Eroica, αντίθετα από κάθε άλλο μυθιστόρημα του συγγραφέα, το πραγματικό και το καθημερινό προέχουν αντίκρυ στο φανταστικό· η ζωή δεν « μυθοποιείται » : μας δίνεται στις πραγματικές της διαστάσεις. Άλλο το ζήτημα αν το καθημερινό και το ανθρώπινο περισσότερο υποβάλλωνται, παρά προβάλλωνται στον αναγνώστη· άλλο το ζήτημα αν ο Κοσμάς Πολίτης δεν δουλεύη την πεζογραφία του με τη δύναμη και τη ρωμαλεότητα των ρεαλιστικών τρόπων, άλλα με την ποίηση, με τη γοητεία, με τη χάρη. Στη δημιουργία ακριβώς αυτής της αίσθησης του πραγματικού, του καιρικού, του πεζογραφικά απτού και συγκεκριμένου, αλλά και στην επαύξηση της γοητείας της αφήγησης, συμβάλλουν και οι σμυρναϊκοί γλωσσικοί ιδιωματισμοί του μυθιστορήματος, τους όποιους ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συνειδητά, με μέτρο. Θα ήθελα να σημειώσω ακόμα, πως το εξαίσιο πεζογραφικό ταλέντο του Κοσμά Πολίτη παραμένει το ίδιο νεανικό και το ίδιο αποδοτικό, όπως και στα παλιότερα πεζογραφήματά του, και πως προξενεί κατάπληξη στον αναγνώστη η φρεσκάδα και η δροσιά, στην αφήγηση ενός μυθιστορήματος γραμμένου από συγγραφέα που είχε συμπληρώσει τα 74 χρόνια του.

 

Το μυθιστόρημα δεν έχει κεντρικό μύθο : τα περιστατικά που αφηγείται ξετυλίγονται παρατακτικά, κυρίως μέσα σε μιαν άνοιξη κι' ένα καλοκαίρι. Ωστόσο ορισμένα πρόσωπα ξεχωρίζουν από το σύνολο· είναι εκείνα που γύρω τους στρέφονται και κατανέμονται όλα όσα διαδραματίζονται Στου Χατζηφράγκου — εκείνα που διάλεξε ο συγγραφέας ως άξονες της ιστορίας του : ο παπα Νικόλας, ο Παντελής, η σιόρα Φιόρα, ο Αρίστος και ο Σταυράκης. Γύρω και πλάι στα πρόσωπα αυτά κυκλοφορούν πολλά άλλα, όπως ο Ζαχαρίας Σιμωνάς, η Πέρλα, ο κύριος Κουρμέντιος, ο κύριος Δερβένης, η κυρά Βασιλική, το Βαγγελάκι, η Αντριάνα, ο τρελό -Τζώνης, ο παπα Νέστορας, ο κυρ Νικολάκης· και ακόμα πιο πέρα, στο βάθος του πίνακα τον οποίο σχεδιάζει το μυθιστόρημα, κινούνται, όμως πιο ανώνυμα και λιγότερο εξατομικευμένα, τα εθνικά σύνολα : Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμένηδες, Φραγκολεβαντίνοι, που παρουσιάζονται, όλοι αδερφωμένοι, να ζουν μια κοινή και αρμονική ζωή μέσα στους κόλπους της πλούσιας κοσμοπολίτικης πολιτείας με τις « τρακόσες χιλιάδες ψυχές » (σ. 33). Στη μέση ακριβώς της ιστορίας παρεμβάλλεται η « Πάροδος » ( σ. 168 - 188), ένα συγκλονιστικά και αριστουργηματικό κεφάλαιο, όπου ο Κοσμάς Πολίτης με το στόμα του περιβολάρη Γιακουμή, που ήταν πριν από σαράντα χρόνια ένα από τα παιδιά που έπαιζαν «στου Χατζηφράγκου », μας δίνει, απλά και ουσιαστικά, από την πλευρά του απλού ανθρώπου του λαού, μια υποβλητική εικόνα της καταστροφής της Σμύρνης, αλλά και μια έμμεση καταγγελία, ένα σφοδρό έμμεσο κατηγορητήριο, των υπαιτίων της μικρασιατικής τραγωδίας ( η καταγγελία αυτή παίρνει πιο συγκεκριμένη έκφραση προς το τέλος του μυθιστορήματος, στη σελίδα 296 ). Ορισμένα από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος ανήκουν σε δυο ειδικούς κόσμους, που ασκούν πάντα ιδιαίτερη έλξη στην ψυχή του Κοσμά Πολίτη και κάμουν το πεζογραφικό ταλέντο του να αποδίδη θαυμάσια: στον κόσμο των παιδιών και στον κόσμο των Εβραίων. Ο μαλακός και ευαίσθητος Αρίστος (11 χρονών ) και ο βίαιος Σταυράκης ( 13 χρονών ), αχώριστοι φίλοι, αντιπροσωπεύουν τον πρώτο. Εδώ η γοητεία και η χάρη, ιδιαίτερα και σταθερά γνωρίσματα και χαρίσματα της πεζογραφίας του Κοσμά Πολίτη, βρίσκονται στο μέγιστο σημείο της απόδοσής τους· δυο εκδρομές μάλιστα των δυο παιδιών ( η πρώτη : σ. 148-167, η δεύτερη : σ. 251-259 ), δυο « φυγές » στην περιοχή του θαυμαστού, του καθημερινού θαύματος, είναι από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου και μένουν αλησμόνητες στον αναγνώστη. Ο δεύτερος, ο κόσμος των Εβραίων, εκφράζεται με το γραφικό σιορ Ζαχαρία, τη γλυκιά γυναίκα του σιόρα Φιόρα ( βλ. το πορτραίτο της στις σ. 49 - 50 ), την όμορφη δεκαεξάχρονη κόρη τους Πέρλα, καθώς και με την ομαδική και παράλογη εξέγερση των Ελλήνων εναντίον των Εβραίων, όπου ο συγγραφέας περιγράφει με θαυμαστό τρόπο τις κινήσεις και τη σκοτεινή ψυχολογία του πλήθους. Για τον κόσμο των Εβραίων θα γράψη ειδικότερα ο Κοσμάς Πολίτης : « Η στάση των παιδιών του μαχαλά είχε, βέβαια, σημασία. Σταματούσανε τις κουβέντες τους όποτε ανταμώνανε κάποιον από τους Σιμωνά, σα να μαζεύονταν στον εαυτό τους. Λες και πλανιότανε κάποιο μυστήριο, που όπως καθετί το άγνωστο, τα φόβιζε μαζί και τα τραβούσε » ( σ. 48 )· και αλλού : « Γενικά, Οβραίοι και Οβραιακή, είτανε κάτι σα μιαν αφαίρεση, μια ιδέα » ( σ. 277 ). Αυτό το μυστήριο, αύτη η μυστική έλξη, αυτή η αφαίρεση, διοχετεύονται με τέχνη στην αφήγηση και πλάθουν μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Θα πρέπη να αναφέρω εδώ και την εξαίσια σκηνή, τόσο ποιητική και γοητευτική, της ερωτικής ένωσης του δεκαοκτάχρονου Παντελή και της σιόρας Φιόρας, καθώς και την ψυχική και συναισθηματική προετοιμασία αυτής της ένωσης, που γίνεται τη μέρα του διωγμού των Εβραίων ( σ. 281-286 ) και μαρτυρά με πόσο εκλεκτούς και λεπτούς τρόπους δουλεύει ο Κοσμάς Πολίτης την πεζογραφία του.

 

Φορέας των ανθρωπιστικών και κοινωνιστικών ιδεών του συγγραφέα μέσα Στου Χατζηφράγκου είναι, με όσα πράττει, λέει και σκέπτεται, ο προοδευτικός και στοχαστικός παπα Νικόλας, ο όποιος « είχε μια ξεχωριστή ανθρωπιά » ( σ. 130 ), έλεγε στους ενορίτες του « πως η αγάπη του Θεού αρχίζει από την αγάπη του ανθρώπου » (σ. 201), πίστευε στην «αξιοπρέπεια» και την « περηφάνεια » του ανθρώπου ( σ. 205 ) και « είχε μιαν αόριστη ιδέα πως αυτή η ασύδοτη ελευθερία για πλουτισμό είταν η βασική αιτία της κακοριζικιάς » στον κόσμο ( σ. 202 ). Ο παπα Νικόλας αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, το κλειδί της ιστορίας. Ο Κοσμάς Πολίτης μας τον παρουσιάζει να σκέπτεται : « αν υπάρχουν αφεντάδες, είναι γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει να' ναι δούλοι » (σ. 38-39 ) και πιο κάτω : « Αγαπάτε αλλήλους ; Ναι. Αγαπάτε τους εχθρούς υμών ; Ναι, τελοσπάντων. Μα όχι τους εχθρούς του ανθρώπου, όχι τους εχθρούς της ανθρωπιάς....» (σ. 39)..Αλλά ο παπα Νικόλας Στου Χατζηφράγκου είναι πρώτα από όλα άνθρωπος, πειστικό και ολόκληρο μυθιστορηματικό πρόσωπο, και όχι ψυχρό σύμβολο αφηρημένων ιδεών : ο συγγραφέας μάς τον δείχνει κυρίως στις ανθρώπινες στιγμές του, στις στιγμές των αδυναμιών του, όπως π.χ. στις κρυφές νυκτερινές επισκέψεις του στο σπίτι του Σιμωνά, όπου πηγαίνει για να ακούση το ούτι και να ικανοποιήση το ακατανίκητο πάθος του για τη μουσική. Γενικά, Στου Χατζηφράγκου ο Κοσμάς Πολίτης ζωντανεύει όλα τα πρόσωπα άμεσα και παραστατικά : κάνει τον αναγνώστη να τα βλέπη ακέραια και ανάγλυφα μπροστά στα μάτια του, με τις γραφικές και τις ανθρώπινες πλευρές τους, με τις αδυναμίες τους — αυτές ακριβώς που τα δείχνουν ανθρώπινα και ζωντανά — με τα πάθη τους, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Η αμεσότητα και η παραστατικότητα της απόδοσης, η επιμονή στο συγκεκριμένο και το απτό, η φυσικότητα του διαλόγου και της αφήγησης και η αβίαστη διαγραφή προσώπων, σχέσεων, ψυχικών και συναισθηματικών καταστάσεων, αναδεικνύουν το συγγραφέα πραγματικό πλαστουργό. Στου Χατζηφράγκου, όπως και στα προηγούμενα μυθιστορήματά του, βλέπουμε τα πρόσωπα και τα πράγματα μπροστά μας, δεν ακούμε απλώς να μας μιλούν γι' αυτά· τα πρόσωπα, τα πράγματα, τα περιστατικά, μας δίνονται στο σωστό και καθαρό τους περίγραμμα, αλλά συνάμα και στην ποιητική τους προέκταση, στο συναισθηματικό χρωματισμό τους. Ο Κοσμάς Πολίτης ζωντανεύει, με άνεση, με ποίηση και με χάρη, το συγκεκριμένο : τα ιδιωτικά, τα καθημερινά, τα κοινά και τα συνηθισμένα θέματα της ζωής. Αλλά γι' αυτή τη φαινομενικά απλή, απέριττη και ανεπιτήδευτη παρουσίαση, γι' αυτή τη φυσικότητα και τη φαινομενική αμεριμνησία του διαλόγου και της αφήγησης, πόση μαστοριά, πόση δεξιοτεχνία, πόση πεζογραφική ιδιοφυία χρειάζεται. Θα έπρεπε να μεταφέρω εδώ πολλά αποσπάσματα του μυθιστορήματος για να δείξω τους θαυμάσιους διαλόγους του· σημειώνω μονάχα πως στις σελίδες 27 - 30, 107,141,143 - 145,158, 248 - 249, αλλά και σχεδόν παντού σ' όλο το βιβλίο, ο διάλογος αναπλάθει, υποβλητικά ή παραστατικά, την καθημερινή πραγματικότητα και δημιουργεί ατμόσφαιρα.

 

Ωστόσο η δημιουργία της ατμόσφαιρας είναι ένα από τα μεγάλα κατορθώματα του Κοσμά Πολίτη Στου Χατζηφράγκου και δεν οφείλεται μόνο στο διάλογο, αλλά και σε όλα τα μέσα που διαθέτει ένας πεζογράφος. Ιδού δυο αποσπάσματα στην τύχη· το ένα : « Πέρα, ψηλά, στον τουρκομαχαλά, κάτω απ' το ρημαγμένο κάστρο, τρεμοπαίζανε μερικά φώτα. Σε λίγο, θα περνούσε κι από δω ο άνθρωπος του μπελεντιέ με το μακρύ κοντάρι, μια φλογούλα να πεταλουδίζη στην κορφή μες στο κλουβάκι της, και θάναβε στα ντουρσέκια τα φανάρια του γκαζιού.  Οι άντροι θ'  αργούσανε να γυρίσουν από τον καφενέ απόψε. Α, ναι, φανήκανε και στον ουρανό πέντ' έξι αστέρια — κ' εκείνο εκεί, πάνω απ' τις μαγνόλιες, ίσως και να 'τανε ο Αποσπερίτης » ( σ. 23—24 ) το άλλο : « Η σιόρα Φιόρα στοχαζότανε   μες στη βαθιά, νυχτερινή γαλήνη.  Την παρατούσε η πρόσχαρη  ξενοιασιά της... Λες κι αφουγκραζότανε κάτι ψηλά. Τ' άστρα συνεχίζανε το σούρσιμο πάνω στη στενή μαύρη λουρίδα, που είτανε ο νυχτιάτικος ουρανός του σοκακιού, ακολουθώντας τη σοφή πορεία τους... Ένοιωθε να την πλημμυρίζει μια γαλήνια μελαγχολία, που ανέβαινε από τα βάθια των οβραίικων αιώνων. Η ώρα κυλούσε σταλαματιά σταλαματιά. Σφιγγότανε η καρδιά της, σα να' τανε απαρηγόρητη από μια παγκόσμια. πίκρα» (σ. 209 - 210). Μ' αυτούς τους θαυμαστούς τρόπους μας δίνει ο Κοσμάς Πολίτης την αίσθηση της ώρας, την αίσθηση της γειτονίας, κι' ακόμα πάρα πέρα, την ατμόσφαιρα της εποχής, το ψυχικό κλίμα του ειδικού τόπου ή του συγκεκριμένου τοπίου. Μια τρυφερότητα, μια γλυκιά και τρυφερή συγκίνηση, αναδίνεται από την αφήγηση, από το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον του μυθιστορήματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Κοσμάς Πολίτης είναι αριστοτέχνης της υποβολής· έμμεσα, ανάλαφρα, ανεπαίσθητα, μας υποβάλλεται το καθετί Στου Χατζηφράγκου, χωρίς κραυγές, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς αδιακρισίες ή υπερβολές : η ανθρωπιά, η καλοσύνη, η κακία, η φιλία, η αγάπη, τα καθημερινά δράματα και οι τραγωδίες της ζωής, η προαιώνια αδικία που βασιλεύει στον κόσμο. Ακόμα και οι θάνατοι των δυο παιδιών προς το τέλος της ιστορίας, ο αθέλητος χρόνος του Αρίστου ( σ. 256 - 57 ) και η αυτοκτονία του Σταυράκη ( σ. 302 ), μας δίνονται από το συγγραφέα απλά και υποβλητικά, χωρίς οξύτητες· έτσι ο θάνατος περνά διακριτικά μέσα από το μυθιστόρημα, απαλύνεται και γίνεται ένα με το καθολικό φαινόμενο της ζωής.

 

Η αφήγηση Στου Χατζηφράγκου αρχίζει με απροσποίητο κέφι, με χιούμορ και με αδιόρατη ειρωνεία — είναι κι' αυτά γνωρίσματα της πεζογραφίας του Κοσμά Πολίτη. Όπως λέει ο ίδιος στη συνέντευξή του στην αρχή του βιβλίου: « Εγώ, αν πρέπει να πιστεύω σ' ένα ψέμα, προτιμώ να πιστεύω

στην ειρωνεία — στην απόκρυψη της αλήθειας μέσω της ειρωνείας και πριν από όλα της αυτοειρωνείας » ( σ. θ' ). Το αδιόρατο χιούμορ είναι ένα πεζογραφικό όπλο που το μεταχειρίζεται συχνά, το παρεμβάλλει τεχνικά και πλάγια «την αφήγησή του και το απολαμβάνει κυρίως μοναχός του, σαν τον κυρ Μήτσο, το γκαρσόνι της Λέσχης Στου Χατζηφράγκου, που ενημέρωνε τις γυναικούλες της γειτονιάς στα σκανδαλάκια της « ανώτερης » κοινωνίας   « πάντα με διάκριση και χιούμορ — το χιούμορ το γλεντάει μονάχος του, γιατί εκείνες δεν παίρνουνε χαμπάρι από τέτοια » ( σ. 312 ) εδώ δεν έχουμε παρά να υποκαταστήσουμε τον ίδιο το συγγραφέα στη θέση του κυρ Μήτσου, και τους αναγνώστες του στη θέση των γυναικών της γειτονιάς, για να καταλάβουμε το νόημα της φράσης του. Ωστόσο πρέπει να σημειωθή πως το χιούμορ είναι πάντα άκακο και ποτέ πικρό στον Κοσμά Πολίτη και πως γίνεται πάντα με αγάπη για τον άνθρωπο — με συμπάθεια και κατανόηση για τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις του. Αλλά και το πατριωτικό συναίσθημα, το εθνικό ρίγος, ένα είδος υπερηφάνειας για τον ελληνισμό και την υπεροχή του, διοχετεύονται, αρρητόρευτα και χωρίς μεγαλορρημοσύνες, ιδιαίτερα στα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος· και η απήχηση των συναισθημάτων αυτών στον αναγνώστη εντείνεται από τη χρησιμοποίηση, εδώ κι' εκεί, του πρώτου προσώπου του πληθυντικού, που δίνει, στην αφήγηση τον τόνο του ομαδικού. Τελειώνοντας, θα πρέπει να δείξω και να τονίσω τις θαυμάσιες περιγραφές της φύσης που γεμίζουν το μυθιστόρημα. Ο Κοσμάς Πολίτης σχεδιάζει και χρωματίζει το τοπίο λυρικά, με νύξεις και υπονοήσεις, με κάποιο, θα έλεγε κανείς, μαγικό προσωπικό τρόπο, με τις λίγες πινελιές που είναι απαραίτητες για τη δημιουργία της υποβολής. Ένα μικρό δείγμα από δυο αποσπάσματα αρκεί, νομίζω, για να φανή η ποιότητα των περιγραφών του συγγραφέα : «Όμως, αλήθεια, τι ομορφιά από δω πάνω. Ο ουρανός αγκάλιαζε τα νιάτα. Μες το μαγιάτικο καταμεσήμερο ένα θάμπος από χρυσογάλανη αποθέωση άχνιζε τον ορίζοντα και καταστάλαζε στα διάσελα. Μα λίγο πιο κάτω από τα κορφοβούνια, ο ήλιος έκανε την απογραφή της πλάσης. Ο κάθε βράχος, το κάθε φαράγγι, ως και η κάθε πέτρα, ξεχωρίζανε πάνω στα δυο βουνά, τον Τμώλο και το Σίπυλο, τα λάξευε ο ήλιος με τα χίλια καλέμια: της αχτιδοβολιάς του — και ύστερα, στον κάμπο, καταπιανότανε ψιλοδουλιά τις φυλλωσιές, ένα ένα φυλλαράκι, κοσκινίζοντας απάνω τους χρυσόσκονη » (σ. 61 )· και πιο κάτω: « Τά παιδιά γυρίσανε κατά τη θάλασσα. Είταν μπουνάτσα όχι ασπρειδερή, μια μπουνάτσα ζωντανή, ανοιχτογάλανη. Η άπλα της θάλασσας λαμπύριζε στον ήλιο. Μονάχα πέρα, στο μπουγάζι, στα ρηχόνερα κοντά στο ξώκαστρο, ανατρίχιαζε πιο σκουρωπή, και στο βάθος, ένα λευκό συννεφάκι, ολομόναχο σ' ολάκερο τον ουρανό, έδειχνε πως από κει θα φρεσκάριζε ο καιρός. Μπορεί, όπως τύχαινε καμιά φορά, να σηκωνότανε ο μπάτης βραδινός. Ο ήλιος μάτιζε κι αρμολογούσε τη θάλασσα με τη στεριά » ( σ. 63 ). Όλα αυτά που σημείωσα πιο πάνω, το ζωντάνεμα των προσώπων, η δημιουργία της ατμόσφαιρας, η χάρη του διαλόγου, η φυσικότητα της αφήγησης, η λυρική απόδοση των τοπίων της φύσης, μας δίνονται Στου Χατζηφράγκου σε εκλεκτή και εξαίσια πρόζα, συνθεμένη από ανώτερης ποιότητας υλικά, και γίνονται θαυμάσιο μυθιστόρημα — ολοκληρωμένος, πειστικός και δικαιωμένος πίνακας του ιστορικού ανθρώπου και του κοινωνικού συνόλου.